Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Αντώνης Σαμαράκης: Ζητείται ελπίς (απεγνωσμένα)

Το βιβλίο επανακυκλοφορεί στην 92η έκδοσή του από τις εκδόσεις Ψυχογιός.


Ζητείται ελπίς. Απεγνωσμένα. Και όποιος τη βρει, ας τη διοχετεύσει και στους υπόλοιπους. Ο Αντώνης Σαμαράκης, πάντως, αναζητούσε την ελπίδα από το 1954, οπότε και η συλλογή διηγημάτων του αυτοεκδόθηκε (μάλιστα, πολύ καλά καταλάβατε, την εξέδωσε ο ίδιος με δικά του χρήματα).

Το έργο συγκλονιστικό. Το είχα διαβάσει αρκετά χρόνια πριν και το έπιασα πάλι στα χέρια μου, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω πόσο καίριος, διαχρονικός και διορατικός συγγραφέας υπήρξε ο Αντώνης Σαμαράκης. Ηθική κρίση αξιών: τότε και τώρα. Οικονομική κρίση κοινωνίας: τότε και τώρα. Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τότε, Ψυχρός οικονομικός Πόλεμος τώρα. Όλα τόσο παλιά μα και τόσο πρόσφατα. Τα λόγια του Σαμαράκη είναι σαν τα αναμμένα κάρβουνα: Μόλις βγαίνουν από τα έγκατα της φωτιάς, καίνε με τη λιτότητά τους, γρατζουνάνε με τη βαρύτητα της αλληγορίας τους.

Η συλλογή αποτελείται από 12 ιστορίες, οι περισσότερες των οποίων διακρίνονται από τέτοια εσωτερική ένταση, που φτάνουν στο βαθμό της συγκίνησης και της ψυχικής έκρηξης. Σαν να φωνάζει από μακριά μια φωνή: "Πού είναι η ελπίδα; Απαιτούμε δικαίωμα στην ελπίδα!" Τόπος εξέλιξης: η πόλη, το χωριό, ποτάμια, αυλές, σιδηροδρομικές γραμμές, στρατόπεδα. Ιστορίες διαφορετικές μα με έναν κοινό άξονα: το σπαραγμό για τη δικαίωση που δεν ήρθε ή για τη δικαίωση που όλοι εύχονται να έρθει.


Ιστορία πρώτη - Ξανθός ιππότης
Ήρωας ένας δημόσιος υπάλληλος που έχει βαρεθεί από τη μονοτονία της ρουτίνας και έχει συμβιβαστεί με μια ανούσια καθημερινή ζωή, μέχρι που ανακαλύπτει τον κόσμο των παιδιών (ξανά). Αιτία το ομότιτλο περιοδικό, "Ο κόσμος των παιδιών", που βρίσκει μια μέρα σε μια άδεια θέση λεωφορείου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο ήρωας αλλάζει. Ο χαρακτήρας του μεταστρέφεται ή καλύτερα ανανεώνεται. Επιμελείται και πάλι τον εαυτό του, εργάζεται με κέφι και γεμίζει ευγένεια. Η υπενθύμιση ότι κάπου μέσα μας υπάρχει το παλιό παιδί που αφήσαμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, χτύπησε την πόρτα του ήρωα, κάνοντάς τον μάλιστα να στείλει και ο ίδιος στο περιοδικό ένα πεζοτράγουδο που είχε γράψει με το ψευδώνυμο "ο ξανθός ιππότης".

Το ευαίσθητο πρόσωπο του συγγραφέα απέναντι στην παιδική ηλικία και αθωότητα φαίνεται ολοκάθαρα. - Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι το 1989 η UNICEF Νέας Υόρκης ονόμασε τον Αντώνη Σαμαράκη ως τον πρώτο Έλληνα πρεσβευτή Kαλής Θέλησης για τα παιδιά του κόσμου.  - Θα λέγαμε ότι αγγίζει τον παιδικό νου με περισσό λογοτεχνικό σεβασμό και με μια καρδιά που σπαρταρά ακόμη. Με μια ψυχή που επιμένει να μετρά με κλειστά μάτια, πάνω στον τοίχο μιας αυλής του πατρικού σπιτιού του καθενός από εμάς.

Ιστορία δεύτερη - Η σαρξ
Ήρωας ένας ιερέας μια βροχερή μέρα. Η συνοικία, όπου λειτουργούσε, φτωχική. Οι άνθρωποι φαινομενικά καλοκάγαθοι, ουσιαστικά συμφεροντολόγοι. Η ένταση ξεκινά και παράλληλα η πλοκή εστιάζει σε έναν ετοιμοθάνατο άνδρα, στον οποίο τρέχει ο εφημέριος τελευταία στιγμή, για να τον κοινωνήσει. Ο Σαμαράκης με άψογο χειρισμό του λόγου και με μία αριστοτεχνική περιγραφή της γύρω ατμόσφαιρας καταφέρνει να μεταδώσει ακόμη και το πιο δευτερεύον συναίσθημα στον αναγνώστη, ξυπνώντας του κάθε ένστικτο στοργής και συγκίνησης. Ο άνθρωπος πεθαίνει από την ασιτία. Ο παππάς με τη θεία Κοινωνία που του προσφέρει, τον εξαγνίζει από τις αμαρτίες, αλλά και από την πείνα, καθώς ο ασθενής ζητά συνεχώς κι άλλη μια κουταλιά της Μεταλαβιάς. Η σαρξ και η ψυχή του παλεύουν για το ποια απ' τις δύο θα σωθεί (πρώτη). Επίγεια κόλαση και μεταθανάτιος παράδεισος διεκδικούν την εξασθενημένη σάρκα που οι συνθήκες της εποχής διαμόρφωσαν. "Κι άλλο", "κι άλλο", φωνάζει επιτακτικά ο ετοιμοθάνατος στον ιερέα και εν τέλει δεν γνωρίζει κανείς τι πεινά περισσότερο: το σώμα που στερείται ή μια αιχμαλωτισμένη σ' εκείνο ψυχή που το εγκαταλείπει;

Ιστορία τρίτη - Το ποτάμι
Άνοιξη σε πολεμικό κλίμα. Η ατμόσφαιρα τεταμένη και όλοι οι στρατιώτες βρόμικοι, εξαθλιωμένοι απ' τις κακουχίες και με λίγα ψυχικά αποθέματα, στρατοπεδεύουν πλάι στο ποτάμι. Όπως ακριβώς και οι Άλλοι, οι εχθροί. Το ποτάμι τους χωρίζει. Αποτελεί το σύνορο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Προκαλεί τους στρατιώτες για θάνατο, για κολύμπι στα δροσερά νερά του. Τους προσκαλεί στην παγίδα του. Γιατί όποιος κολυμπά στο ποτάμι, περνά την κόκκινη γραμμή και όλο και κάποια σφαίρα τον βρίσκει. Μέχρι που ένας 23χρονος φαντάρος αρνείται να υπακούσει στις εντολές των ανωτέρων του και υποκύπτει στην σωματική εξάντληση και το δέλεαρ της ξεκούρασης στα κρυστάλλινα νερά. Ο στρατιώτης πέφτει στο νερό και αρχίζει να κολυμπά ασταμάτητα, κάνοντας βουτιές και απλωτές σαν μικρό παιδί. Και τότε εντοπίζει απέναντί του Άλλον, έναν παράνομο σαν αυτόν, να κολυμπά στην απαγορευμένη ζώνη του ποταμιού. Ο Άλλος βρίσκεται μακριά. Ο ήρωας δεν μπορεί να διακρίνει αν είναι συστρατιώτης του ή εχθρός. Αρχίζει να κολυμπά προς τη στεριά. Βγαίνει έξω και αρπάζει εντελώς γυμνός το όπλο του. Ακριβώς το ίδιο κάνει και ο 'Αλλος. Και εκεί περιγράφεται μία αριστουργηματική σκηνή του Σαμαράκη που σταματά τον χρόνο, παγώνει το αίμα και κουρδίζει το νου: "Δεν μπορούσε να τραβήξει [τη σκανδάλη]. Ήταν κι οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε". Μία ανατριχιαστικά θεσπέσια σκηνή που θέτει τον ήρωα σε εγρήγορση και τον αναγνώστη σε προβληματισμό. Δύο άνθρωποι απογυμνωμένοι από πάθη, από έχθρα, από κίνητρα, από ιδέες. Για λίγο. Για όσο διαρκεί αυτή η ιδιάζουσα, σιωπηρή εκεχειρία. Στοχεύει ο ένας τον άλλο. Κανείς τους δεν τολμά να ρίξει, γιατί απέναντί του βλέπει τον άλλο του εαυτό. Βλέπει ότι στον πόλεμο άνθρωπος σκοτώνει άνθρωπο. Η ιμπεριαλιστική όψη του πολέμου εξαφανίζεται. Δύο αθώοι άνθρωποι που ακολουθούν εντολές, γεμάτοι φόβο, έτσι όπως γεννήθηκαν. Σαν τους πρωτόπλαστους. Όμως, η επιβίωση είναι ο πιο άγιος σκοπός. Άτιμο πράγμα ο φόβος. Κυριεύει, κατακτά, διευθύνει. Και κάποια στιγμή η εκκωφαντική σιωπή θα διακοπεί από τον ήχο της εκπυρσοκρότησης. Από συστρατιώτη; Από εχθρό; Σημασία δεν έχει. Αυτό που μετρά είναι ότι στον πόλεμο εκμηδενίζονται τα πάντα. Και το τραγικότερο όλων είναι ότι εκμηδενίζονται οι ίδιοι οι άνθρωποι.

Ιστορία τέταρτη - Ο τοίχος
Ήρωας της ιστορίας ένας δημόσιος υπάλληλος. (Στις περισσότερες ιστορίες του, ο συγγραφέας αρέσκεται στο να τοποθετεί ως κεντρικό του χαρακτήρα δημόσιο υπάλληλο, αφού και ο ίδιος είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια στο Υπουργείο Εργασίας.) Ο υπάλληλος αυτός είναι γείτονας με ένα άρρωστο παιδί και τη χήρα μητέρα του, στο οποίο οι γιατροί έχουν συστήσει καθαρό αέρα και ηρεμία, προς φύλαξη της υγείας του και του ψυχικού του κόσμου. Η γειτονιά διαβίωσης είναι βρόμικη και μελαγχολική. Όταν όμως η διπλανή πολυκατοικία γκρεμίζεται, ορθώνεται ένας μεγάλος τοίχος από το νέο ιδιοκτήτη, που σκοπό του έχει να χτίσει ένα πανύψηλο και μεγάλο οικοδόμημα. Το φως λιγοστεύει και μαζί μ' αυτό και η ελπίδα να γίνει το παιδί καλά. Η όραση περιορίζεται, όπως και οι στιγμές απόδρασης απ΄ την πραγματικότητα. Σε τι μπορεί να βοηθήσει ένας τσιμεντένιος τοίχος; Περιθωριοποίηση λόγω αστικοποίησης, μοναξιά, μελαγχολία και άθλιες συνθήκες διαβίωσης κρατούν τον πρώτο ρόλο ως αφανείς πρωταγωνιστές σε αυτό το μικρό διήγημα του Σαμαράκη, στο οποίο για ακόμη μία φορά φαίνεται η μεγάλη του έγνοια για τα παιδιά, το μέλλον κάθε τόπου.

Ιστορία πέμπτη - Σ' ένα συνοριακό σταθμό
Το μικρό αυτό διήγημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως "Ζητείται ελπίς Νο2", διότι έχει να κάνει με ένα λαθρεπιβάτη που ελπίζει απεγνωσμένα σε ένα καλύτερο αύριο. Στην αρχή πιστεύει πως μόνο αν εγκαταλείψει τον τόπο του, θα προκόψει στη ζωή του. Φόβος τον έχει κατακλύσει. Η φυγή τον έχει κυριεύσει. Αποτελεί το συνεπακόλουθο των φόβων του. Τη συνισταμένη των σκοπών του. Ακόμη ένα σημείο που ο συγγραφέας καταφέρνει να ταυτίσει τη συγκίνηση με την παρακίνηση: Από τη μία, λυπάται που κάνει το βήμα και φεύγει κυνηγημένος από μια χώρα που τον έβλεπε από τη γέννησή του εχθρικά και από την άλλη, σ' αυτή του την κίνηση ωθείται από την κατάσταση, αναγκάζεται από τις συνθήκες. Καρδιά και μυαλό, κοινωνικό και πολιτικό διήγημα δίνουν τα χέρια μεταξύ τους.
Η σύγκριση με την υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα μοιάζει αναπόφευκτη: "Η ζωή έχει ξεφύγει από τα χέρια μου. Αλλιώς ξεκίνησα κι αλλιώς έφτασα ως εδώ. Είχα όνειρα κάποτε, πριν από χρόνια, σαν ήμουνα παιδί, νέος. Όνειρα για μια ζωή όμορφη, χωρίς συμβιβασμούς. Μα δεν τα κατάφερα να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Το γιατί είναι άλλη ιστορία", μας λέει ο φοβισμένος και απελπισμένος επιβάτης. Ο ελεγκτής (σιδηροδρομικός υπάλληλος) δεν έχει να του αποκριθεί τίποτε, γιατί πολύ απλά συμπάσχει σιωπηρά. Η συμφωνία του συνάγεται με σαφή τρόπο, άλλωστε, από τη γλαφυρή περιγραφή του συγγραφέα: "Είχε μείνει εκεί (ενν. ο επιβάτης), με το κεφάλι μες στα χέρια του. Το βράδυ έπεφτε. Έφυγε αυτός (ενν. ο επιβάτης), σιγοπατώντας. Δεν του είπε τίποτα (ενν. ο ελεγκτής). Τι να του έλεγε δηλαδή;"
Στο σταυροδρόμι των συνόρων, εκεί που τα όνειρα και η πραγματικότητα συναντιούνται, ο επιβάτης επιλέγει τη σιωπηλή υποταγή, φρονώντας ότι η ατομική του επανάσταση έχει φτάσει πια στα όριά της. Το μεγάλο βήμα δε θα γίνει. Έχει φτάσει κοντά στην πηγή χωρίς να πιει νερό. Το όνειρο πατά στα σύννεφα και εξαϋλώνεται, οδεύοντας να βρει κι άλλους συντρόφους του από χιλιάδες κόσμου που έμειναν και μένουν στο "κι αν...". Σε μια υπόθεση χωρίς απόδοση.

Ιστορία έκτη - Ο ήλιος έκαιγε πολύ
Η εν λόγω ιστορία αποτελεί τρανό παράδειγμα του ύφους της κοινωνικής καταγγελίας και των προσωπικών ανησυχιών του συγγραφέα. Έχοντας περάσει δύσκολα χρόνια με παγκόσμιο και εμφύλιο πόλεμο, ο Σαμαράκης δεν υπάρχει στιγμή που περνά στην οποία να μην μνημονεύει, έστω και υπό τη μορφή μικρού σχολίου, την ένδεια και την κοινωνική εξαθλίωση του τόπου. Έχοντας ο ίδιος συλληφθεί από τους ναζιστές την περίοδο της Κατοχής και έχοντας φτάσει ένα βήμα πριν τον θανατώσουν, γνωρίζει πολύ καλά να εκτιμά τη ζωή και να είναι ικανοποιημένος ακόμη και με τα λίγα. Έζησε σε εποχές που τα εργασιακά δικαιώματα έτρεμαν πάνω σε ένα σαθρό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο.
Στο παρόν διήγημα ο ήρωας, ένας φτωχός πλην τίμιος άνεργος, που έχει επιζήσει από την Κατοχή και πλέον έχει ξεραθεί το στόμα του από την πείνα, επισκέπτεται ένα γραφείο εισαγωγών - εξαγωγών, για να αιτηθεί μια θέση στην εταιρία. Βάζει, λοιπόν, τα καλά του ρούχα, ξυρίζεται και κινεί για το γραφείο. Η αδιάφορη γραμματέας που επιδεικτικά τον αγνοεί, καθώς πνίγεται στη δουλειά, ειδοποιεί τον φουκαρά άνεργο υποψήφιο (ή υποψήφιο άνεργο, ό,τι προτιμάτε) πως η θέση δεν είναι πλέον διαθέσιμη. Η απογοήτευση φανερή. Η συγκρατημένη αισιοδοξία μετατρέπεται μεμιάς σε ασυγκράτητη απελπισία. Ο ήρωας φεύγει. Χαρακτηριστικό, εξάλλου, είναι το γεγονός ότι ο άνεργος άνδρας στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του,  με το που βλέπει το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του στον καθρέφτη ενός μαγαζιού, ξεσπά σε γέλια, με την παράλληλη ηχητική υπόκρουση του λαχειοπώλη να αγοράσει το "τελευταίο και τυχερό..."  να τον συνοδεύει. Γέλιο αλληγορικό, γέλιο τρανταχτό στα σωθικά του, γέλιο ως μοναδική αντίδραση της στιγμής.  Μόνο μέσω αυτού θα μπορούσε να ξεσπάσει. Άλλη μια ευκαιρία χάθηκε, άλλη μια φορά ηττήθηκε. Και το στόμα του ακόμη στεγνό. Ποιος δεν θα γελούσε, άραγε, στη θέση του;

Ιστορία έβδομη - Μια νύχτα...
Το πιο εσωτερικό από όλα τα διηγήματα της συλλογής. Μιλάει για τη μοναξιά και ουσιαστικά αποτελεί μια εξομολόγηση της μοναχικότητας από τον ήρωα προς τον αναγνώστη. Η αδήριτη ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας με το συνάνθρωπο και η απεγνωσμένη προσπάθεια εύρεσης του (εξιδανικευμένου για τους τελειομανείς) έτερου ήμισυ αποτελούν τους άξονες της συγκινητικής αυτής μικρής ιστορίας. Η εργασία αποτελεί μέρος της ρουτίνας. Ο εργαζόμενος ξεχνά να ζήσει. Δεν μπορεί να θυμηθεί ότι ζει. Και όντας μόνος οι ανησυχίες του γίνονται ακόμη εντονότερες. "Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών μας δεν ήτανε τόσο κοντά η μία στην άλλη όσο είναι σήμερα, κι όμως ποτέ άλλοτε οι καρδιές μας δεν ήτανε τόσο μακριά η μία από την άλλη όσο είναι σήμερα", μας λέει ο συγγραφέας διά σκέψεων του ήρωά του. Η μοναξιά είναι, κατ' αυτόν, πλέον η μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου της μεγαλούπολης, ο οποίος απορροφάται από το χαλασμό του πλήθους, από την ημιμάθεια της πλειοψηφίας. Για ακόμη μία φορά αποδεικνύεται η ρεαλιστική πέννα του συγγραφέα, ο οποίος πατώντας στα διαχρονικά ανθρώπινα ψυχολογικά προβλήματα, καταφέρνει και λέει στον αναγνώστη ψιθυριστά: "Σώπασε. Δεν είσαι μόνος σου. Νιώθουν κι άλλοι σαν εσένα, όπως ελπίζουν κι άλλοι, αν όχι και περισσότερο, όπως εσύ."

Ιστορία όγδοη - Το ποδήλατο
Η εναλλαγή των συναισθημάτων είναι ολόκληρη η ουσία της ζωής μας. Από τη χαρά στη λύπη. Από τη λύπη στο θυμό, από το θυμό στην ανακούφιση, από την ανακούφιση στην αγάπη, από την αγάπη στο μίσος και ούτω καθ' εξής. Η τύχη αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα ύπαρξής μας σ' αυτό τον τόπο. Τούτο το τελευταίο είναι το κεντρικό νόημα της παρούσας ιστορίας, που για θέμα της έχει την ανείπωτη ευτυχία ενός φτωχού και ορφανού από πατέρα παιδιού, που καταφέρνει μετά πολλών κόπων και βασάνων να αγοράσει ένα ποδήλατο. Ένα τόσο μικρό όνειρο ζωής, μα συνάμα και τόσο μεγάλο. Κάποια μάτια αρκεί να δουν ένα πρόσωπο και λάμπουν. Για κάποια άλλα, όμως, δεν φτάνει ολόκληρος ο ουρανός. Ο Σαμαράκης μάς διδάσκει ότι η ευτυχία βρίσκεται ακόμη και στα πιο ασήμαντα πράγματα της ζωής ή σε ανθρώπους που έχουμε δίπλα μας, όπως στα μάτια της χαρούμενης οικογένειάς μας ή ακόμη και σε ένα καινούριο ποδήλατο. Εξ αντιδιαστολής μήνυμα του κειμένου δεν μπορεί να είναι άλλο παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνία του υπερκαταναλωτισμού έχει ισοπεδώσει τα κίνητρα της προσωπικής μας ευτυχίας. Μιας ευτυχίας που υπάρχει ανά πάσα στιγμή δίπλα μας, αλλά δεν την εκτιμούμε. Δεν κοπιάζουμε για αυτή. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους περισσότερους από μας, ο ήρωας λατρεύει από την πρώτη στιγμή το ποδήλατό του και το βλέπει σαν ανεκτίμητο θησαυρό. Ποιος είπε, όμως, ότι η μοίρα χαρίζεται στους αιώνια ή και στους στιγμιαία ευτυχισμένους;

Ιστορία ένατη - ...Και ώραν 7.15 μ.μ.
Υποκρισία και εκμετάλλευση του ένδοξου παρελθόντος πρωτοστατούν σ' αυτό το φορτισμένο πολιτικό διήγημα του συγγραφέα. Ο ήρωας έχει προσκληθεί να μιλήσει σε μια εκδήλωση του Δήμου προς τιμήν των πεσόντων της Κατοχής. Ο ομιλητής, ενώ ξεκινά να διαβάζει τον ετοιμασμένο λόγο του στο βάθρο, ξαφνικά βλέπει τα αθώα μάτια ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού και συνειδητοποιεί ότι αυτά που ακούγονται και θα ακουστούν δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποκρισίες και εθνικιστικοί κομπασμοί για ένα μεν πανάξιο παρελθόν, αλλά με λιγότερο άξιους συνεχιστές στο παρόν. Τετριμμένα λόγια που ακούγονται σχεδόν ίδια κάθε φορά σε παρόμοια πολιτιστική εκδήλωση. Όμως, πόσα από αυτά εννοούνται και πόσα αυτά στέκουν; Κάποτε κερδήθηκε η ελευθερία μας, αλλά κανείς δεν εξασφάλισε το μέλλον μας. Το παρόν μας παρασιτεί πάνω σε μία συνεχιζόμενη βουλημική φιέστα παρελθοντικών κατορθωμάτων. Το τέλος του διηγήματος είναι καθηλωτικό, με έναν ήρωα να φτάνει στα άκρα των ατομικών του αντοχών και των ηθικών του τύψεων.

Ιστορία δέκατη - Το σπίτι
Μπορούν τα πράγματα να γίνουν αντικείμενα αγάπης; Μόνο αν συνοδεύονται από αναμνήσεις. Νοσταλγία. Αυτός είναι ο πυρήνας της ιστορίας αυτής του συγγραφέα. Το πατρικό σπίτι του ήρωα, που είχε πουληθεί σε τρίτους, φτάνει επιτέλους ο καιρός να περάσει στα χέρια του. Η ατμόσφαιρα, οι μνήμες από τα παλιά, τα παιδικά χρόνια και οι ήχοι της γειτονιάς κάνουν τον αναγνώστη να πιάνει λίγη από τη σκόνη του σκεπασμένου με ένα σεντόνι πιάνου, να θυμηθεί κάποιους από τους στίχους της "Σονάτας του Σεληνόφωτος" του Ρίτσου και να αναπολήσει το αδίστακτο παρελθόν που φεύγει ανεπιστρεπτί. Όμως, τα χνάρια που αφήνει πίσω του είναι τόσο έντονα και παρηγορητικά, που υποκαθιστούν έστω και απατηλά την απουσία στιγμών, την απουσία ανθρώπων, την απουσία συναισθημάτων. Ο συγγραφέας υπήρξε σίγουρα ένα από τα παιδιά της γειτονιάς που έπαιζαν στις αλάνες κρυφτό και γρατζουνούσαν τα γόνατά τους στο κυνηγητό απ' τα πεσίματα. Μήπως όμως ήταν ο μοναδικός;
Ο Σαμαράκης κλείνει το μάτι σε ένα παρελθόν που τείνει να ξεχαστεί και να αντικατασταθεί από τα καλώδια και τα γραφικά οθονών τελευταίας τεχνολογίας. Μπορεί κανείς, εντούτοις, να ξεχάσει το πρώτο χάδι καθησυχασμού του πατέρα του, όταν έκλαιγε στην πρώτη του πληγή; Μπορεί κανείς να εξορίσει τις γιορτινές μυρουδιές του καλοψημένου φαγητού της γιαγιάς του τα Χριστούγεννα και το Πάσχα; Αν όχι, τότε ο Σαμαράκης πέτυχε το στόχο του: να μας υπενθυμίζει συνεχώς ότι όλοι μας παραμένουμε μεγάλα παιδιά, έχοντας βρει κάπου τυχαία το πρώτο παιχνίδι που μας έκαναν δώρο οι γονείς μας.
Το "σπίτι" αποτελεί αφορμή για μια εσωτερική ενδοσκόπηση, αλλά παράλληλα και έναυσμα, για να γεμίσουμε με έμπνευση την υπόλοιπη ζωή μας.

Ιστορία ενδέκατη - Πολεμική ιστορία
Τα αθώα θύματα του πολέμου είναι όλοι. Πολίτες και στρατιώτες. Ο πόλεμος αποτελεί καθαρά πολιτική έκφανση στρατηγικών (επεκτατικών) σχεδίων. Όμως τα περισσότερο αθώα θύματα είναι οι απόγονοι που δεν πρόλαβαν να γίνουν άνθρωποι: τα ίδια τα παιδιά. Τα παιδιά, που έχουν ένα κοντό μα και κοντινό παρελθόν, ένα σαθρό παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον σε καιρό πολέμου.
Στην ιστορία μας ένας στρατιώτης σώζει ένα παιδί, το οποίο βρίσκεται μέσα στο πεδίο βολής των δύο αντίπαλων στρατευμάτων. Τα κίνητρα ίσως δεν είναι και τόσο αγαθά, καθώς από τη σκέψη του στρατιώτη περνά αμέσως η παρασημοφόρησή του με μετάλλιο ανδρείας. Αφού μεταφέρει το παιδί σε ένα δωμάτιο σπιτιού, το αφήνει να ξεκουραστεί και στη συνέχεια το βλέπει να παίζει. Το παιχνίδι του δεν διαφέρει πολύ απ' την πραγματικότητα. Παίζει κι εκείνο πόλεμο. Ένα πρόβατο επί σφαγή που αγνοεί το μέλλον του. Νέοι βομβαρδισμοί ακούγονται και μόλις ο στρατιώτης βγαίνει έξω να δει τι συμβαίνει, τον ενημερώνουν ότι πρέπει να απομακρυνθεί, γιατί το κτήριο από λεπτό σε λεπτό θα γίνει στόχος επίθεσης και θα τιναχθεί στον αέρα. Ο στρατιώτης δεν προβαίνει στην απόλυτη θυσία. Δεν τρέχει για το παιδί. Ίσα που προλαβαίνει να σωθεί ο ίδιος. Φεύγει και αφήνει το παιδί πίσω μόνο του. Να παίζει∙ πόλεμο. Αυτό που κατάφερε τελικά ήταν να του δώσει μια παράταση ζωής.

Ιστορία δωδέκατη - Ζητείται ελπίς
Η αριστουργηματική κορωνίδα της συλλογής. Ο Σαμαράκης δίνει ρεσιτάλ επίκλησης στο συναίσθημα, αποδεικνύει το τεράστιο λογοτεχνικό του εκτόπισμα και συνοψίζει σε ένα άκρως συγκινητικό διήγημα την κοινωνική δυστυχία, τον πόλεμο, την μεταπολεμική ελπίδα και τη συνακόλουθη απογοήτευση, την κρίση αξιών.
Η ιστορία αυτή είναι γεμάτη από αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο Σαμαράκης έχει συμμετάσχει στον πόλεμο, τον έχει ζήσει, έχει σωθεί τελευταία στιγμή απ' το εκτελεστικό απόσπασμα. Έχει ζήσει την εξαθλίωση του τόπου, την οικονομική ύφεση και την ηθική κρίση των πολιτών του.
Ο ήρωας, λοιπόν, υπήρξε στρατιώτης και συγγραφέας. Μια μέρα σε ένα καφενείο αρχίζει να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες βλέποντας τα νέα και παρατηρώντας τη γέννηση κι άλλων πολέμων να ξεπηδά από τα πρωτοσέλιδά τους. Μέσα στην απογοήτευση αναρωτιέται για ποιο λόγο πολεμούσε όλο αυτόν τον καιρό. Πολεμούσε για ένα καλύτερο αύριο... Όταν, όμως, αυτό το αύριο έγινε χθες και πάλι τίποτα δεν είχε κατορθωθεί. Πάλι πόλεμοι, πάλι υποκριτικές εξαγγελίες. Τα ίδια και τα ίδια. Μόχθησε για το κάτι και κατάφερε το τίποτα. Μέχρι που, βλέποντας πώς εξελίχθηκε η υπάρχουσα κατάσταση αποφάσισε να μην ελπίζει τίποτα πια, διότι δεν θα είχε άλλα ψυχικά αποθέματα. Σε μια θεσπέσια περιγραφή γράφει ότι "του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: "Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!". Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους."
Ο Σαμαράκης περιγράφει με έναν εντυπωσιακά αριστοτεχνικό τρόπο την πλήρη εσωτερική απογύμνωση. Σαν το ανήλικο παιδί που ντρέπεται να πει στους γονείς τους ότι έκανε ζημιά μην το μαλώσουν, έτσι κι εδώ ντρέπεται κι εκείνος να πει ότι δεν έχει ελπίδα, αλλά (ευτυχώς) μόνο για λίγο. Η ένταση τον κατατρώει. Δεν μπορεί άλλο να μείνει σιωπηλός και να μη βροντοφωνάξει ότι ζητείται ελπίς. Πιο κάτω μάλιστα σημειώνει το διαχρονικό στιγματισμό των πνευματικών ανθρώπων από την κοινή γνώμη. Για ποιο λόγο πρέπει να ανήκει κανείς στην τάδε ή στη δείνα κομματική απόχρωση; Ο συγγραφέας ξεχωρίζει κάτι πολύ σημαντικό: την προαιρετική κομματικοποίηση από την υποχρεωτική κατ' Αριστοτέλη πολιτικοποίηση. Αναφέρει χαρακτηριστικά: "Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία... Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε αριστερός, ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε και τώρα δεν έχει ελπίδα και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θα 'χουν ελπίδα, σκέφθηκε. Δεν μπορεί παρά να 'χουν."

Ο Αντώνης Σαμαράκης έγραψε αυτή τη συλλογή το 1954 και την εξέδωσε μόνος του, καθώς κανείς εκδότης δεν την ενέκρινε αρχικά. Ίσως επειδή θεώρησαν οτι δεν θα πουλούσε αρκετά. Η συλλογή έχει ανατυπωθεί 92 φορές και τα διαχρονικά της μηνύματα προκαλούν ένα ανατριχιαστικό, αναπόφευκτο δέος σε μια εποχή όπως η δική μας και σε μια χώρα όπως η δική μας, που όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν.

Ζητείται γραφομηχανή...
Ζητείται ραδιογραμμόφωνον...
Ζητείται τζιπ εν καλή καταστάσει...
Ζητείται τάπης γνήσιος περσικός... 
Ζητείται ελπίς.

Ακούτε εσείς οι πολιτευτές μας; Δε ζητούμε τίποτε παράλογο ή ουτοπικό, παρά την ελευθερία να ελπίζουμε, ώστε να ζούμε. Ανεξαρτήτως κόμματος, φυλής, φύλου ή θρησκείας. 

Ζητείται ελπίς. Άμεσα. Απεγνωσμένα. Επειγόντως.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δηλώστε το "παρών"...