Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Εναύσματα


Η βροχή πυροδοτούσε συνεχώς τα ξύλινα κεραμίδια του δεύτερου ορόφου σε μια οδό δίχως όνομα, κάπου στο ορεινό χωριό του Παντελή. Αν και οι κάτοικοι περίμεναν να τους επισκεφθεί χιονόπτωση εδώ και μέρες, εκείνη δεν ήρθε, παρά μονάχα με καθυστέρηση αρκετές μέρες μετά. Διακριτικό ως κάτασπρο, ήσυχο και νωχελικό, το χιόνι χάιδευε τα παγωμένα χώματα του απομακρυσμένου από τον αστικό πολιτισμό χωριού. Τα ζωντανά ήταν καταχωνιασμένα σε αποθήκες και στάβλους, τα φυτά ξαγρυπνούσαν μαραμένα και οι άνθρωποι κοιμούνταν καρτερικά, περιμένοντας να ξημερώσει η επόμενη μέρα με ό,τι τους επιφύλασσε το «πεπρωμένο» που η μοίρα για όλους υφαίνει.
Ο Παντελής δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ένιωθε εξουθενωμένος από την κόπωση του προηγούμενου εικοσιτετραώρου. Οι δυο του συνάδελφοι στα διόδια της εθνικής οδού είχαν πάρει άδεια και ο κλήρος είχε πέσει πάνω του να εξυπηρετεί τους οξύθυμους, κυκλοθυμικούς, μεθυσμένους και από κάθε καρυδιάς καρύδι οδηγούς, που είτε δεν ήθελαν να πληρώσουν, είτε δεν συνειδητοποιούσαν ότι έπρεπε να πληρώσουν. Από την άλλη, υπήρχαν και φορές που δεν ήθελε να πατήσει το κουμπί να σηκωθεί η μπάρα διέλευσης, όπως σε περιπτώσεις αιθέριων γυναικείων υπάρξεων... Όμως – δυστυχώς για κείνον- έπρεπε. «Άτιμη υποχρέωση», μουρμούριζε καμιά φορά και έπινε μια γουλιά νερό από το μπουκάλι που είχε αφημένο δίπλα στο ταμείο, για να ξεδιψάσει την φλόγα της πρόσκαιρης ηδονής του.
Ο καιρός δεν στάθηκε συμπαραστάτης του τότε που την πρωτογνώρισε. Έβρεχε ακατάπαυστα. Κατέβασε το παράθυρο και η οδηγός άπλωσε το χέρι της. Με μια της ματιά μάγεψε το απέναντι ζεύγος κορών που αντίκρισε. Αφού ο Παντελής της έδωσε τα ρέστα, αποσβολωμένος καθώς ήταν, κάθισε αμίλητος και την χάζευε.
-   «Ξέρετε, ενδιαφέρομαι να αγοράσω ένα ηλεκτρονικό εισιτήριο, για γρηγορότερη διέλευση. Πώς θα μπορούσα να το προμηθευτώ;», ήρθε η αναπάντεχη ερώτηση από την τριαντάρα μελαχρινή οδηγό. Το χαμόγελό της έρεε αισιοδοξία και το βλέμμα της υποσχόταν αφοσίωση.
-   «Εδώ μπορείτε να βρείτε αρκετά χρήσιμες πληροφορίες», της απάντησε ευγενικά και της έδωσε ένα ενημερωτικό φυλλάδιο.
-   «Ευχαριστώ πολύ.»
-   «Παρακαλώ», αποκρίθηκε αμέσως μα σχεδόν αμήχανα, τραυλίζοντας λίγο εκείνος.
-   «Μπορώ να φύγω;», τον ρώτησε προσπαθώντας να συγκρατήσει το χαμόγελό της και κοιτάζοντας με νόημα την κατεβασμένη μπάρα.
-   «Τι; Αα... ναι, ασφαλώς. Καλή διαδρομή!»
Ο Παντελής πάτησε το κουμπί και ο δρόμος άνοιξε. Η οδηγός επιτάχυνε και αυτός ίσα που πρόλαβε να σημειώσει τον αριθμό της κυκλοφορίας του οχήματός της, πετάγοντας το κεφάλι του έξω από το παράθυρο, σαν να του είχε πέσει από τα χέρια κερδισμένο λαχείο.
Κίνησε γη και ουρανό και έμαθε το τηλέφωνό της. Έταξε λαγούς με πατραχήλια στον ξάδερφό του που δούλευε στο Υπουργείο, για να του το βρει. Το πέρασε στην ατζέντα του, σημειώνοντάς το με πλάγια, καθαρά γράμματα. Το είχε εκεί για καιρό. Το πρόθεμα φανέρωνε ότι το σπίτι της βρίσκονταν στα Καλάβρυτα. Ήθελε να της τηλεφωνήσει αλλά δίσταζε. Με ποια αφορμή; Η αναβολή ταξίδευε από μέρα σε μέρα και μαζί μ’ αυτήν οι αναστολές μεγάλωναν, το πάθος φούντωνε και η σιωπή προκαλούσε να ξεσπαθώσει. Τελικά δεν το έκανε...
«Γιατί, Ευαγγελάτε, μιλούσες εν ώρα μαθήματος;» Τον απόπαιρνε ο καθηγητής την ώρα της διδασκαλίας. Δεν τολμούσε να του πει ότι τον πείραζε ο διπλανός του συμμαθητής. Αν και είχε το δίκαιο με το μέρος του, ποτέ δεν το παραδεχόταν. (...) «Τα σημάδια από τους τραυματισμούς είναι έντονα και δηλώνουν άσκηση σωματικής βίας. Μήπως πέτυχες κάποια στιγμή τον μπαμπά σου να λογομαχεί με τη μαμά σου ή να την απειλεί ότι θα την χτυπήσει;», τον είχε ρωτήσει ο αστυνομικός. Η απάντηση θα ήταν «ναι», αλλά προτίμησε να μην ανοίξει το στόμα του. Κοιτούσε κάτω το πάτωμα και το δεκάχρονο βλέμμα του έψαχνε μανιωδώς να βρει καταφύγιο από την ντροπή του. Η μητέρα του δεν εργαζόταν και το τίμημα της αποκάλυψης της αλήθειας θα τους έριχνε στο δρόμο. (...) «Δέκα μέρες φυλακή, γιατί ως θαλαμοφύλακας, δεν ξύπνησες έγκαιρα τους συναδέλφους σου.» Δεν αμόλησε μιλιά, κι ας μην ήταν εκείνος ο υπεύθυνος. Φοβόταν να κάνει την παραμικρή κίνηση. Είχε επαναπαυτεί σε μία μόνιμη φυγοπονία.

      Το λάθος της Νάντιας ήταν ο εγωισμός της. Δυο στάλες ενδοιασμού σε μία έρημο ισχυρογνωμοσύνης δεν αρκούσαν, για να τρέψουν την ξηρασία του εσωτερικού της κόσμου σε καταιγίδα συναισθημάτων. Είχε απορρίψει πολλές δουλειές, ακριβώς επειδή πίστευε ότι δεν εκτιμούσαν τα προσόντα της, τα πολλά της προσόντα σωστότερα. Ίσως και να είχε δίκιο. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να επιβιώνει από τα έτοιμα που της είχαν αφήσει οι γονείς της και τους οποίους απαξιούσε να δει ως το τέλος της ζωής τους. Της είχαν φράξει το δρόμο, κατά τα λεγόμενά της. Την απέτρεπαν συνεχώς από το να ακολουθήσει το όνειρο, που εκείνη είχε χαράξει ως μονόδρομο στην επαγγελματική της πορεία: την ηθοποιία. «Δεν μου φτάνει ο εαυτός μου. Θέλω περισσότερο φως. Πνίγομαι απ’ τη σκιά του κρυφού μου ταλέντου. Αφήστε με να φανώ», διατρανούσε μέσα σε ένα μίγμα παροξυσμού από οίστρο και θυμό. Σπουδαγμένη, όμορφη και πεισματάρα το μαγικό τρίπτυχο. Ό,τι χρειάζεται κάποια νεαρή, για να γίνει αστέρας του σανιδιού, του γυαλιού ή της μεγάλης κινηματογραφικής οθόνης.
      Έφυγε από το σπίτι στα εικοσιτρία της χρόνια, έχοντας για συντροφιά την απόρριψη των γονέων της, αλλά ως αναγκαία θύμηση τα χρήματά τους. Ύστερα γνώρισε το Θάνο, πολλά υποσχόμενο σεναριογράφο, σκηνοθέτη και ηθοποιό. Τον ερωτεύτηκε, δήλωνε. Θα την ανέδειχνε, υποσχόταν εκείνος. Τον λάτρευε, ορκιζόταν. Θα την έκανε νούμερο ένα, τής στοιχημάτιζε. Τον αγαπούσε σαν τη ζωή της, τόνιζε όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν. Θα την αποθέωνε σε κάθε της βήμα, τη διαβεβαίωνε. Αλλά δεν ήταν η μόνη. Διαβεβαίωνε πολλές, μέχρι που κάποια απ’ αυτές τον έπιασε επ’ αυτοφώρω πάνω στην πράξη της «διαβεβαίωσης» με τη Νάντια. Οι υποσχέσεις ξεγράφτηκαν, οι σχέσεις διαγράφηκαν, τα αισθήματα παραγράφηκαν και τα όνειρα γράφτηκαν απλά στην ιστορία.
Με όσα χρήματα τής είχαν απομείνει αποφάσισε να κάνει εγγραφή σε μία σειρά σεμιναρίων και μαθημάτων γνωστής αθηναϊκής θεατρικής σχολής. Μια απ’ τα ίδια. Πουλούσε το κορμί της σε μεσήλικες ξεπεσμένους σκηνοθέτες που το μόνο όνομα που τους είχε απομείνει ήταν αυτό το σβησμένο «ος» της κατάληξης του επιθέτου τους, πάνω σε πεταμένες μαρκίζες θεατρικών σκηνών. Η διαφορά με το πριν ήταν ότι τώρα η Νάντια ήξερε πως πλάσαρε μόνο το κορμί και όχι το ξεχασμένο ταλέντο της. Η επαγγελματική ανέλιξη κατάντησε να αποτελεί θέμα βιολογικής επιβίωσης και συναισθηματικής ανοχής απέναντι στις ορέξεις των καλλιτεχνικών παραγόντων..
      Την πρώτη φορά που την κάλεσε η μητέρα της στο κινητό, για να της πει ότι ο πατέρας της είχε αποβιώσει, της το έκλεισε κατάμουτρα. Τη δεύτερη φορά που το τηλεφώνημα αφορούσε το θάνατο της μητέρας της, άργησε να το κλείσει για δύο δευτερόλεπτα σε σχέση με το προηγούμενο. Η μόνη συνομιλία, η οποία τής κέντρισε το ενδιαφέρον, ήταν εκείνη με το συμβολαιογράφο, που την ενημέρωνε ότι κληρονομούσε μια αμύθητη περιουσία και αναγκάστηκε για αυτό το λόγο να επιστρέψει στο πατρικό της για λίγες μέρες. Η ιδιόγραφη διαθήκη της μητέρας της είχε τίτλο: «Στην κόρη μου.» Πατημένα όνειρα, ξεχασμένες αξίες και νωθευμένες υπολήψεις είχε στη βαλίτσα της για το αεροδρόμιο.

      Στις 21 Δεκεμβρίου του 2012 αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα. Είτε θα την έβρισκε η συντέλεια, είτε μια καινούρια ζωή. Όπως επίσης και ο Παντελής αποφάσισε κάτι. Να τηλεφωνήσει στην κοπέλα που τον είχε μαγέψει πριν καιρό και να της πει τι πραγματικά ένιωθε και ότι τη σκεφτόταν. Η τηλεόραση έδειχνε το ρεπορτάζ περί συντέλειας του κόσμου, οι δείκτες του ρολογιού συνέχιζαν ανελέητα την πορεία τους και το τηλέφωνο της Νάντιας χτύπησε. Δεν μπορούσε να διακρίνει ποιος τηλεφωνούσε. Η κλήση ήταν από απόκρυψη.
-   «Λέγετε»;
-   «Ναι;», ακούστηκε με δισταγμό η φωνή του Παντελή.
-   «Ποιος είναι»;, ρώτησε εκείνη με φανερή απορία.
-   «Εγώ.»
-   «Ποιος είσαι εσύ;»
-    «Είμαι εγώ που σε είδα στα διόδια πριν κάμποσο καιρό και σάστισα. Θέλω να σε ξαναδώ, να σου πω κάποια πράγματα και μετά κάνε ό,τι θέλεις. Βρίσε με, διώξε με, στείλε με στον αγύριστο κι ακόμα παραπέρα. Θέλω να μιλήσουμε.»
Το ασταμάτητο, χωρίς συνοχή, παιδικό σχεδόν, λογύδριο του Παντελή θα είχε κάνει τη Νάντια υπό άλλες συνθήκες να κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα. Όμως τώρα δεν το έκανε. Άκουγε την τραυλίζουσα, γεμάτη αμηχανία φωνή του και χαμογελούσε. Άκουγε την αγχωμένη του ανάσα και σαγηνευόταν. Αισθανόταν θηλυκό που το κυνηγάνε. Ένιωθε επιτέλους τη διαφορά της κάποιας από την καμία.
Μια αλλαγή ζωής αρκεί να ξεκινήσει και από τα πιο ασήμαντα εναύσματα. Η αρχή είχε γίνει. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε τελικά η σχέση της Νάντιας με τον Παντελή, τι δρόμους ακολούθησαν, αλλά αλήθεια, ποιον θα ενδιέφερε;