Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

William Shakespeare: Μακμπέθ. Εκεί όπου η ομηρική τύφλωση συναντά την κρατική εξουσία.


Ο Σαίξπηρ γράφει φαντασία. Γράφει συναίσθημα. Γράφει πολιτική. Όλα αντικείμενα του ίδιου ρήματος. Συνδυάζει τα πάντα στο εναρκτήριο τίποτα του πρώτου γράμματος της πένας του και καταφέρνει να τα πει όλα μέσα σε λίγες μόνο πράξεις. Παρ' όλο που τα έργα του προορίζονταν για το σανίδι, ήταν δηλαδή έργα παράστασης και θεάτρου, εντούτοις η περιγραφή και η μετάδοση των μηνυμάτων μέσα από τις άρτια επεξεργασμένες σκηνές του, τον καθιστούν λογοτέχνη με τη stricto sensu έννοια.

Πλοκή: Ο Μακμπέθ αποκτά την εξουσία από το βασιλιά Ντόνκαν με δόλιους τρόπους, διαπράττοντας δολοφονίες. Η σύζυγος στέκεται στο πλευρό του, όχι όμως και η μοίρα. (Φανερή και καταλυτική για το τραγικό τέλος η επιρροή της γυναίκας, όμως οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ότι ο βασιλιάς παίρνει τις τελικές αποφάσεις). Δεν χρειάζονται άλλα λόγια. Ειδικά αν κάποιος έχει ήδη διαβάσει κάποιο έργο του συγγραφέα, όπως τον Ιούλιο Καίσαρα ή τον Οθέλο.

Ο Μακμπέθ (και όχι Μάκβεθ ή Μάκμπεθ, όπως εσφαλμένα αλλά πλέον κατά κόρον λέγεται) αποτελεί το "αδερφάκι" του Οθέλου. Δείχνει πόσο πολύ μπορεί να συνεπάρει κάποιον η δύναμη της δόξας, η ηδονή της εξουσίας και το περίφημο: "ο σκοπός αγιάζει τα μέσα". Το έργο του Σαίξπηρ θα μπορούσε άνετα να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από επιτήδειους για πολιτικούς σκοπούς "κάτω από τη μέση". Είναι κυρίως πολιτικός συγγραφέας. Όμως, αυτό που τον ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα λυκοφιλικά μιάσματα των κομματικών και κυβερνητικών αυλών είναι η σφαιρική του οπτική και η ειλικρινής αγάπη του για την πατρίδα.

Σε ελάχιστα έργα του Σαίξπηρ λείπει η μάχη, που συμβολίζει τη συνεχή προσπάθεια του ανθρώπου για αποκατάσταση της αδικίας και επαναφορά της κοινωνικής ισορροπίας. Πάλη, ρωμαλέοι ήρωες και αντιήρωες ξιφομαχούν, για να υπερασπιστεί ο καθένας τις ιδέες του και τα ιδανικά του, των οποίων η υποκειμενικότητα είναι αδιαμφισβήτητη. Τα κίνητρα του καθενός διαφέρουν. Το ίδιο και τα συμφέροντα. Από εκεί που θα έπρεπε να ήταν ένα και το αυτό: το καλό της πατρίδας, το τελευταίο διαιρείται και υποδιαιρείται πλείστες φορές από κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Διά στόματος του βασιλιά Ντόνκαν στην αρχή του έργου (Πράξη 1η, σκηνή 4η) μαθαίνουμε ότι "δεν υπάρχει τέχνη για να μπορεί κανένας να διαβάζει στο πρόσωπο του ανθρώπου την ψυχή του. Σ' αυτόν τον άνθρωπο (ενν. που τον πρόδωσε) έτρεφα μια απόλυτη εμπιστοσύνη". Η τέχνη εδώ αποκτά το νόημα του τρόπου, της τεχνικής, του μέσου. Δεν υπάρχει τρόπος με τον οποίο να φανερώνονται τα απόκρυφα μυστικά της ψυχής μας, παρά μόνο αν εμείς οι ίδιοι επιλέξουμε να τα αποκαλύψουμε.

"Πολλές φορές, για να μας σύρουν στο χαμό τα όργανα αυτά του σκοταδιού, μας λένε αλήθειες: με πράγματα μικρά και αθώα μας ξεπουλάνε, για να μας οδηγήσουν στα πιο φριχτά επακόλουθα" (Μπάνκο, Πράξη 1η, σκηνή 3η) Πόσο πιο διαχρονικός και επίκαιρος μπορεί να γίνει ο λόγος του; Μια αλήθεια αντιστοιχεί σε δεκάδες κρυμμένα σχέδια, συγκαλυμμένα με τη σειρά τους με αληθοφανή ψέματα. Αυτό το πολιτικό παιχνίδι, η στρατηγική του ντόμινο που ακροβατεί μεταξύ συγκρουόμενων συμφερόντων κινεί τα νήματα ανά τους αιώνες παντού στον κόσμο. Όπου πιο μικρό κράτος, τόσο πιο εύκολα μαθαίνεται η διαφθορά.

Ο Σαίξπηρ, προοικονομώντας το θάνατο στο τέλος, με το να ξεκληρίζει τους αντιπάλους και τη σύζυγο του Μακμπέθ, χρησιμοποιεί την τεχνική αυτή, ώστε να εξοικειώσει τον αναγνώστη με την επερχόμενη τραγική κατάληξη του (αντι)ήρωα. Ο Μακμπέθ σε ένα ντελίριο απόλυτης συνειδητοποίησης της κατάστασης, είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τις συνέπειες και να πέσει γενναία. Άλλωστε, ήταν ανέκαθεν ένας θαρραλέος πολεμιστής: "Έχω σχεδόν ξεχάσει την ουσία του φόβου. Ήτανε μια εποχή, που μια κραυγή τη νύχτα πάγωνε την ψυχή μου. Και μια διήγηση τρομαχτική μπορούσε ν' ανορθώσει του κορμιού μου τις τρίχες σα να 'ταν ζωντανές. Χόρτασα πια από φρίκη. Τρόμος και ανησυχία, γνώριμη συντροφιά των φονικών μου στοχασμών, δεν μπορούνε να με ταράξουν πια". (Πράξη 5η, σκηνή 5η)

Ο ενάρετος άνθρωπος είναι για τον Σαίξπηρ - όπως και για τον Αριστοτέλη - ο ανδρείος. Εκείνος που γεύεται με σφιχτά μάτια τις συμφορές και καταπίνει με γερή γροθιά τις λύπες. Θα κλείσω αυτή την σύντομη ανάλυση με φράση, που συγκεντρώνει την επιμονή του συγγραφέα στη μάχη για την υπεράσπιση των αγνών ιδανικών μέχρις εσχάτων (Μόλις έχουν αναφέρει στον αριστοκράτη και αξιωματικό Μακντόφ τον θάνατο της οικογένειάς του με εντολή του βασιλιά Μακμπέθ): "Θα το βαστήξω σαν άντρας, ναι, μα πρέπει επίσης να το νιώσω σαν άντρας". (Μακντόφ, Πράξη 4η, σκηνή 3η).


* Η ανάλυση βασίστηκε στη μετάφραση του Κ. Καρθαίου. (εκδόσεις Πατάκης, 2010)

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Η αλλαγή της σκυτάλης


Βραβευμένο διήγημα στον Πανελλήνιο διαγωνισμό:
"Αντώνης Σαμαράκης"


«Τέλος στην αναστολή πλειστηριασμών των ακινήτων», διάβασε στο κάτω μέρος του εξωφύλλου της κυριακάτικης εφημερίδας. Τα ακροδάχτυλά του έσφιξαν το φύλλο, το τσαλάκωσαν. Λες και έφταιγε εκείνο για τις ειδήσεις. Παράτησε κάτω τις χάρτινες σελίδες με τις φλέβες στα χέρια του να πετάνε έντονα και τα πυκνά του φρύδια να προσπαθούν να φτάσουν το ένα το άλλο. Ξεφύσηξε. Σηκώθηκε όρθιος και κίνησε για το υπνοδωμάτιό του με την ελπίδα να βρει εκεί τον αναπτήρα. Ήθελε απεγνωσμένα να ανάψει το προτελευταίο τσιγάρο, που είχε απομείνει στο πακέτο του, αν και είχε προσπαθήσει να κόψει το κάπνισμα από καιρό. «Μόνο στις μεγάλες φουρτούνες» είχε πει ότι ίσως ενέδιδε. Δεν βρήκε αυτό που έψαχνε. Αναστάτωσε όλο το σπίτι. Μέχρι που θυμήθηκε. Είχε δανείσει τον αναπτήρα στον πρώτο του εξάδερφο, όταν είχε έρθει για επίσκεψη την προηγούμενη μέρα. Και τώρα τι; Πώς θα αντιδρούσε σε αυτή την είδηση; Πώς θα έδειχνε την αγανάκτηση, την απόγνωσή του; Στάθηκε όρθιος για λίγο με τα μάτια κλειστά και τα χείλη σφιγμένα. Έδινε τη μικρή του μάχη. Τη μάχη του πολίτη. Έδειχνε τη δύναμη της μονάδας. Τη σπίθα της αναμενόμενης επανάστασης του τόπου... Αυτός θα ξεκινούσε τη μεγάλη αλλαγή... Αυτός θα έδινε το μεγάλο «πάμε», κι ας ήταν λίγο μεγάλος. Όχι στο ύψος. Όχι στο σώμα. Στην ηλικία. Και τι μ’ αυτό; Θα ξεσήκωνε το πλήθος... Θα τους έδειχνε εκείνος...
     «Το χειρότερο είναι να μείνεις πάνω στην απόπειρα. Εκεί δεν θα σε ακούσει κανείς. Δεν θα σε κοιτάξει κανείς. Δεν θα σε λογαριάσει κανείς και ίσως σε λυπηθεί και κάποιος», του είχε μιλήσει με λόγια σοφίας ένας καθηγητής του στο Λύκειο του χρόνια πριν. Είχαν κρατήσει για κάποιο διάστημα επαφές και μαζί μ’ αυτές τη σχέση εκείνη που αναπτύσσεται μεταξύ μαθητή και δασκάλου, άπειρου και γνώστη, αισιόδοξου και ρεαλιστή και κρατάει μέχρι την προσωρινή νίκη του θανάτου επί της ζωής με διαιτητή τις εμπειρίες. Δεν έπρεπε, το λοιπόν, να μείνει στην απόπειρα. Να κάνει πίσω. Να λοξοδρομήσει και να παραμείνει στην εύκολη λύση της αναδίπλωσης, του δωρεάν ωχαδερφισμού, του έτοιμου φαγητού που χορηγείται σε όλους, όσοι περνούν με επιτυχία τη διαδικασία της πλύσης εγκεφάλου.
Θα έπραττε. Δεν θα σιωπούσε. Βιάστηκε να ντυθεί. Να βάλει τα καλά του. Διάλεξε το ωραίο του κοστούμι από την ντουλάπα. – Κάποια στιγμή σα να του φάνηκε ότι μύριζε ακόμη ναφθαλίνη – Χτένισε τα ατίθασα από τις ιδέες του μαλλιά και άρπαξε το ελαφρύ του πορτοφόλι. Κατόρθωσε τελευταία στιγμή να κλείσει το ξύλινο παράθυρο του καθιστικού που αντιστεκόταν στην έντονη φορά του ανέμου, πριν η κουρτίνα σύρει στο διάβα της ό,τι θα ’βρισκε μπροστά της. Έφτασε στο τραπέζι του σαλονιού, έσκισε το φύλλο της εφημερίδας, το δίπλωσε στα τέσσερα και το πήρε μαζί του. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Κίνησε για την επανάσταση.                                 
Στη διαδρομή σκεφτόταν: «Απλό ήταν. Αυτό ήταν. Οι αξίες δεν θα χαθούν. Η νέα γενιά θα πάρει πίσω όσα ασυνείδητα ξεστόμισε για μας. Θα της κληροδοτήσουμε μια χώρα καθαρή». Στο δρόμο για την πλατεία των Λεόντων χαιρετούσε γνωστούς με ασυγκράτητο χαμόγελο.
-        «Γεια σου, Βαγγελιώ! Ωραία μέρα για αντίσταση, δεν βρίσκεις;»
-        «Γεια σου κι εσένα. Αντώνη! Για πού το ’βαλες;»
-        «Πηγαίνω να μας αθωώσω στα μάτια των παιδιών!»
Η κυρία Βαγγελιώ έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα με τα μάτια γουρλωμένα και τη σκούπα ακίνητη στο περβάζι της πόρτας του μαγαζιού της.
      Είχε ανατείλει μια ηλιόλουστη μέρα σε όλο το νομό Ηρακλείου. Ο Αντώνης κατηφόριζε, ανηφόριζε, στεκόταν και προχωρούσε. Έπαιρνε δυο – τρεις ανάσες για εφόδιο και πάλι απ’ την αρχή.
-        «Γεια σου, Πάτροκλε!»
-        «Γεια σου, Αντώνη! Για πού έτσι φουριόζος; Κάτσε να πιεις ένα ουζάκι!»
-        «Τι να προκάμω; Τώρα επαναστατούμε!»
-        «Και πού ειν’ τ’ όπλο σου;»
-        «Πάντα μαζί μου!», του απάντησε μεμιάς δείχνοντας το μυαλό του και συνέχισε το δρόμο του, μέχρι που οι δελεαστικές μυρωδιές απ’ την πλατεία των Λεόντων τον προειδοποίησαν ότι κοντοζύγωνε.
Κάθισε δίπλα στο σιντριβάνι, βαστάζοντας την καφετιά του μαγκούρα και περίμενε γεμάτος αγωνία να έρθουν και οι υπόλοιποι, να ξεκινήσουν μαζί. Γιατί οι αλλαγές, όπως διατρανώς δήλωνε όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν, γίνονται από σύνολα συνειδητοποιημένα και όχι από καιροσκόπους διασκορπισμένους.
        Η ώρα περνούσε. Σηκώθηκε και αγόρασε ένα μπουκαλάκι νερό από το κοντινό περίπτερο βαριανασαίνοντας. Όλες οι εφημερίδες έγραφαν για τα νέα μέτρα, που είχαν προαποφασιστεί από τους κουστουμαρισμένους κυρίους πολιτευτάς μας. Έριξε ακόμη μία ματιά ολόγυρα, γεμάτη απορία. Ένα συναίσθημα, το οποίο ύστερα από λίγη ώρα θα παραχωρούσε τη θέση του στην απογοήτευση.
-        «Μα πού είναι όλοι, Χρήστο; Γιατί δεν έρχονται;», ρώτησε τον περιπτερά με φανερή την περιέργεια ζωγραφισμένη στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπό.
-        «Για ποιο πράγμα, Αντώνη;»
-        «Μα για την επανάσταση ασφαλώς! Πρέπει να μιλήσουμε, να αντισταθούμε!». Ο περιπτεράς με ένα γλυκόπικρο μειδίαμα στα χείλη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι χωρίς να αραδιάσει λέξη.
Ο Αντώνης κατάλαβε. Πλήρωσε το τίμημα, και εκείνο του νερού και εκείνο της δημοκρατίας κι αποχώρησε από το σημείο. Σκυμμένο κεφάλι. Κίνηση βαριά, χωρίς ρυθμό στο βηματισμό της. Μάτια δακρυσμένα, γόνατα λυγισμένα. Κορμί να διαμαρτύρεται για το κόστος της απρόσφορης αυτής απόπειρας. Καρδιά να πάλλεται και μυαλό να απεργεί. Κενός από σκέψεις πλέον, από ιδέες. Εγκαταλελειμμένος από αξίες μιας παλιάς εποχής. Και η τωρινή του ζωή γεμάτη συγγνώμες που δεν πρόλαβε να ζητήσει. Και ξαφνικά, εκεί στο ισοζύγιο των ιδανικών με το τίποτα, κάτι τον τάραξε. Μια ασπρόμαυρη μπάλα ποδοσφαίρου σταμάτησε ακριβώς μπροστά στα πόδια του.

-        «Μη, κύριε! Θα τη μαζέψω εγώ!»
Ο Αντώνης γύρισε και είδε ένα παιδί. Γύρω στα δώδεκα χρόνια το  υπολόγισε. Όταν το παιδί τον πλησίασε, εκείνος του χαμογέλασε γλυκά.
-        «Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να στην πειράξω.»
Το παιδί τον ευχαρίστησε.
-        «Ξέρεις ότι περίπου στην ηλικία σου είχα δει τελευταία φορά τον εγγονό μου;»
-        «Αλήθεια;», έκανε έκπληκτο εκείνο. «Πώς τον λένε; Μήπως πηγαίνουμε στην ίδια τάξη;»
-        «Ω, όχι», αποκρίθηκε μελαγχολικά ο Αντώνης, αλλά με το χαμόγελο ακόμη παρόν στα χείλη του. «Δεν γίνεται. Ο εγγονός μου λείπει. Εδώ και πολλά χρόνια. Βρίσκεται σε άλλη χώρα.»
-        «Τέλεια! Για διακοπές;»
-        «Για πάντα», απάντησε πικρά, με δυσκολία, σαν να σήκωνε όλο το βάρος της σημασίας των λέξεων που ξεστόμιζε.
Το παιδί απόρησε και σιώπησε.
-        «Μην ντρέπεσαι να με ρωτήσεις το γιατί. Του ’ταξαν ένα καλύτερο μέλλον. Ξεγέλασαν και τους γονείς του. Και τους προειδοποίησα: Μην ακούτε τις ειδήσεις! Σας κοροϊδεύουν! Οι Έλληνες θα εμφανιστούν, θα μιλήσουν! Μη φύγετε...» Φώναζε πλέον, κλαίγοντας γοερά. Η μητέρα του μικρού παιδιού ήρθε τρέχοντας, το άρπαξε από το χέρι και το επέπληξε: «Τι του δίνεις σημασία του ξεμωραμένου; Δε βλέπεις ότι παραληρεί;»
Δυο – τρεις γείτονες, μάρτυρες του περιστατικού, έχοντας διαβεβαιώσει ότι ο Αντώνης ήταν κάπως καλύτερα, τον πήγαν μέχρι το σπίτι του. Έφτασε στην πόρτα με τρεμάμενα χέρια, αφού προηγουμένως τους ευχαρίστησε. Ευτυχώς τα κλειδιά τού ’καναν τη χάρη και την άνοιξαν γρήγορα. Το ξύλινο πάτωμα του καθιστικού έτριξε διαμαρτυρόμενο, καθώς ο Αντώνης διατάραξε τη μέχρι τότε ηρεμία του. Γέμισε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση της συγυρισμένης του κουζίνας και κάθισε σε μια πολυθρόνα κάνοντας πρόποση ειρωνικά και μονολογώντας γλυκόπικρα: «Στην επανάσταση!». Αμέσως, πέταξε τη μαγκούρα του μακριά, με όση δύναμη του ’χε απομείνει. Κοίταξε γύρω το σπίτι, σαν να είχε ανάγκη κάποιο αίσθημα ασφάλειας. Αφού σιγουρεύτηκε ότι μπορούσε για την ώρα να αφήσει στην άκρη την πικρία του, αποκοιμήθηκε εκεί, έχοντας κατορθώσει να κάνει κάτι που δεν είχε συμβεί μέχρι στιγμής: την αρχή. Την αρχή για ένα ταξίδι σε μέρη άβατα, εκεί που φοβάται συνήθως κανείς και μένει στην απόπειρα, παγώνει στο "κι αν", στη στίξη του ερωτηματικού. Εκεί που γυρίζεις την πλάτη στο ηλιοβασίλεμα την τελευταία στιγμή. Όταν είσαι ένα χιλιοστό μακριά απ΄το άγγιγμα του προσώπου που αγαπάς. Στο χείλος του δισταγμού και στη νίκη της αλλαγής του τόνου του «πότε», από το όμικρον στο έψιλον.
       Η είδηση του χαμού του κυρίου Αντώνη συγκλόνισε τους γνωστούς και φίλους του και λιγότερο τους συγγενείς του, καθώς δεν είχε κάτι να τους αφήσει πέρα από το σπίτι που έμενε. Μπορεί η απώλεια να μη συγκίνησε το γιο του, αλλά έδωσε το απαραίτητο σπρώξιμο, για να κυλήσουν οι ιδέες από γενιά σε γενιά σε κάποιον άλλο και συγκεκριμένα στον εγγονό του, που είχε να δει από μικρό παιδί.
Ο Αντώνης είχε μόλις γυρίσει απ’ τη Βιέννη. Πατούσε ελληνικό έδαφος, αλλά το μυαλό του βρισκόταν ακόμη εκεί. Στην πλακόστρωτη πλατεία του Αγίου Στεφάνου, στα στενοσόκακα γύρω απ’ το σπίτι του Μότσαρτ, στα ανάκτορα της πριγκίπισσας Σίσσυς στο αυτοκρατορικό μέγαρο Σένμπρουν, που πολιορκούνταν από εκατοντάδες στρέμματα πράσινου, κτισμένο στην αριστερή όχθη το Δούναβη. Πιο παλιά πίστευε ότι ο έρωτας μπορεί να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε ανθρώπους. Έσφαλε και μάλιστα οικτρά.
        Οι ρόδες απ’ τις βαλίτσες κυλούσαν ξέφρενα, σαν να αδημονούσαν να αγκαλιάσουν τη γη της πατρίδας τους. Η πόρτα του αεροδρομίου άνοιξε διάπλατα. «Μύρισε Ελλάδα», σκέφτηκε αμέσως και ένα αυθόρμητο χαμόγελο πετάχτηκε στο πρόσωπό του. Μπορεί η Βιέννη να αποτελούσε πλέον το σπίτι του, αλλά η πατρίδα πάντα παρέμενε μία. Η μυρωδιά του βροχερού χώματος γέμισε τα ρουθούνια του με ηδονή. Αν και καλοκαίρι, είχε πληροφορηθεί μέσω διαδικτύου ότι έβρεχε για τρεις συνεχόμενες μέρες σε ολόκληρη την επικράτεια. Ευτυχώς, ο ήλιος είχε ξεπροβάλει ώρα πριν, καλωσορίζοντας το συνονόματο εγγονό του Αντώνη στο Νότο της Ευρώπης. Παίρνοντας τη θέση του στο πίσω μέρος του ταξί, άφησε το μάτι του να πέσει σε εγκάρδιες υποδοχές συγγενών και φίλων. Βλέμματα χαράς διαδέχονταν αυτά της συγκίνησης.
-        «Τελικά, ταξιδεύει ο κόσμος... Πού είναι η λεγόμενη κρίση;» απευθύνθηκε περιχαρής προς στον οδηγό του κατακίτρινου τετράτροχου μέσου. «Πειραιά, παρακαλώ.»
-        «Πού μένεις, άνθρωπέ μου;», απάντησε με ερώτηση απ’ τη μεριά του ο ταξιτζής.
-        «Στη Βιέννη. Οι γονείς μου, όμως, κατάγονται από Ελλάδα.»
-        «Από Αθήνα;»
-        «Όχι. Από νησί. Ηράκλειο Κρήτης ο πατέρας μου και η μητέρα μου από το Κιόνι Ιθ...», ο Αντώνης δεν πρόλαβε να αποσώσει την φράση του.
-        «Ιθάκης!», ήρθε η συμπλήρωση της λέξης με περισσή περηφάνια! «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος...»
-        «Εντύπωση μου προκαλεί! Λίγος κόσμος ξέρει τα χωριά της Ιθάκης.»
-        «Αλλά πολύς τους δυο μόνιμους κατοίκους της.»
Ακολούθησε παύση για λίγα δευτερόλεπτα με τον Αντώνη να συνοφρυώνεται και ο κύριος συνέχισε:
-        «Τον Καβάφη και τον Όμηρο. Κι οι δυο τους μίλησαν για ταξίδι. Μόνο που ο δεύτερος ήταν πιο... πολυλογάς.»
-        «Με εντυπωσιάζετε που γνωρίζετε τόσα πολλά πράγματα, αν και...», κόμπιασε για μια στιγμή ο Αντώνης.
-        «Αν και είμαι ταξιτζής; Πες το, μην ντρέπεσαι! Εδώ ο Όμηρος ξεμπρόστιασε σε τόσο κόσμο την απιστία του Οδυσσέα, σε μένα θα κολλήσουμε;»
Η αρχική ευδιαθεσία του Αντώνη είχε παραχωρήσει τη θέση της σε έναν ανεξήγητο θαυμασμό. Είχε στο νου του ότι όλοι ανεξαιρέτως οι οδηγοί ταξί στην Ελλάδα ήταν αναλφάβητοι και ότι τα μόνα πράγματα που ήξεραν να κάνουν, πέρα από το να οδηγούν, ήταν να αλλάζουν σταθμούς στο ραδιόφωνο και να παίζουν το αγαπημένο τους κομπολόι.
Η υπόλοιπη ώρα μέχρι να φτάσουν στον επιθυμητό προορισμό πέρασε σαν αστραπή με τον Αντώνη να απαντά σχεδόν χωρίς ανάσα στην ανάκριση που τού γινόταν σχετικά με τη Βιέννη, τους κατοίκους της, τις τιμές εκεί, την εκπαίδευση και τους πολιτικούς. Λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι του Πειραιά είχε σουρουπώσει. Το πορτοκαλί φανάρι της λεωφόρου τους προειδοποίησε ότι έπρεπε να κόψουν ταχύτητα. Τότε ο οδηγός στράφηκε με το πρόσωπο προς τα πίσω και πέταξε στα πόδια του Αντώνη μια κυριακάτικη εφημερίδα, λίγο τσαλακωμένη από την πολλή χρήση στους πελάτες:
-        «Τον βλέπεις αυτόν;» Ο Αντώνης έγνεψε καταφατικά. «Είναι προσωπικός νομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού της Αυστρίας και οικονομολόγος. Από τα λίγα μυαλά. Είχε προβλέψει εδώ και χρόνια το τέλος μας.»
Ο Αντώνης πρόσεξε την υπογραμμισμένη ημερομηνία έκδοσης του φύλλου: 12 Μαρτίου 2002. Έντεκα ολόκληρα χρόνια πριν.
-        «Και εμείς τι κάναμε;», ρώτησε απορημένος εκείνος.
-        «Τις πάπιες... με πορτοκάλι», απόσωσε την φράση του ο οδηγός. «Γιατί τότε ονειρευόμασταν με όνειρα δανεικά και τώρα τα ζούμε ως εφιάλτες με δανεικά.»
Το πράσινο άναψε και το αμάξι ξεκίνησε να μεταφέρει το έμψυχο και άψυχο φορτίο του, οδηγώντας το όλο και πιο κοντά στον προορισμό του. Σε αυτά τα τελευταία δέκα λεπτά διαδρομής, ο Αντώνης έγινε μάρτυρας μιας πόλης που είχε να δει δέκα χρόνια από κοντά. Είναι αλήθεια ότι ενημερωνόταν από το διαδίκτυο, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωντανή εικόνα, τον βουβό ήχο απόγνωσης των ανθρώπων και τα γοερά τους καλέσματά μέσα από τα βλέμματά τους. Μια κυρία δίπλα σε μια στάση λεωφορείου βρισκόταν αιμόφυρτη στο δρόμο. Μόλις της είχαν αρπάξει το κολιέ απ’ το λαιμό και την είχαν ρίξει κάτω σε μισολιπόθυμη κατάσταση. Οι αλλοεθνείς δράστες έτρεχαν στα σκοτεινά δρομάκια της ταλαιπωρημένης πρωτεύουσας να βρουν κάποιο καταφύγιο για συνεργό τους. Στο κατόπι τούς ακολουθούσε μία ομάδα μαυροντυμένων ανδρών, με τυπωμένο στις μπλούζες τους το σήμα του μαιάνδρου.
-        «Τους είδες αυτούς;», ρώτησε ο ταξιτζής πριν στρίψει και χαθεί εντελώς από το οπτικό τους πεδίο. Ο Αντώνης ξεστόμισε ένα πνιχτό «ναι». «Σε λίγο θα κυβερνήσουν. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά μια γεύση του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Τον ένα τους τον αναγνώρισα. Είναι ο βουλευτής του τρίτου κόμματος στη Βουλή, το ναό της δημοκρατίας μας.»
Τα τελευταία ειρωνικά λόγια του οδηγού είχαν δώσει πλέον τη θέση τους σε μια εκκωφαντική σιωπή. Το αίσθημα της προσμονής του Αντώνη να αντικρίσει την πατρίδα του ύστερα από καιρό είχε σβήσει. Αντ’ αυτού, η λογική είχε κατακτήσει τη μάχη με την καρδιά. Ένα αναπάντητο γιατί τριβέλιζε το νου του και δεν τον άφηνε να περιπλανηθεί σε καμιά άλλη σκέψη, παρά μονάχα στην ξένη χώρα που φαινόταν εμπρός του και την ιδεατή πατρίδα που αγνόφεγγε πίσω του.
       Έφτασαν στη θάλασσα. Βγήκαν από το όχημα και ο οδηγός βοήθησε τον Αντώνη με τις αποσκευές.



-        «Τι σας χρωστάω;», ήρθε η ευγενική ερώτηση του πελάτη.
-      «Είσαι καλό παιδί και φαίνεσαι επιστήμονας. Εγώ τέλειωσα Φιλολογία κάποτε, αλλά μην τα ρωτάς πώς έφτασα εδώ. Εσύ; Τι σπούδασες;»
-  «Νομική», απάντησε αμέσως, περήφανα και χαμογελαστά ο Αντώνης. «Τώρα κάνω διδακτορικό στην Αυστρία. Ήρθα για λίγο καιρό στην Ελλάδα, για να τακτοποιήσω κάποια κληρονομικά θέματα του παππού μου.» Κόμπιασε για λίγο, με τα δάκρυα να φλερτάρουν τις αυλακώσεις των ματιών του. «Είχα να τον δω πολλά χρόνια.»
Ο οδηγός τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και κίνησε να φύγει,
με    ελαφρώς κατεβασμένο το πρόσωπό του.
-        «Μα πού πηγαίνετε; Δεν μου είπατε τι σας οφείλω!»
-        «Δωσ’ μου ελπίδα!», ήρθε σχεδόν αυτόματα, μα μελαγχολικά η απάντηση στον Αντώνη.
-        «Μα σας χρωστάω...», ο τελευταίος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση του. Ο οδηγός πήρε πάλι τη θέση του στο ταξί διακόπτοντάς τον:
-        «Είναι πολύ ακριβό το τίμημα, το ξέρω. Όμως αυτό μού οφείλεις», ακούστηκε η βροντερή του φωνή απ’ το ανοιχτό παράθυρο και βάζοντας πρώτη, ξεκίνησε ακόμα μία διαδρομή με τα ζεσταμένα λάστιχα να βρυχώνται σαν μαινόμενοι ταύροι.
Το φουγάρο του πλοίου έσκουξε γοερά και επανέφερε τον αποσβολωμένο Αντώνη πίσω στην αποστολή του. Οι κυματισμοί της θάλασσας τον καλωσόριζαν στο ταξίδι του για το πατρικό του σπίτι. Τού άνοιγαν τον δρόμο για μια άλλη, όμως, διαδρομή, από εκείνη που είχε σχεδιάσει. Δεν ήθελε να φύγει ξανά από την Ελλάδα. Ήθελε να την αλλάξει.

           Η σκυτάλη είχε δοθεί.

* Η πρώτη φωτογραφία είναι πνευματικής ιδιοκτησίας του Θωμά Βλαχογιάννη, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για την άδεια δημοσιοποίησής της.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Η αλλαγή ενός τόνου (athensvoice.gr)



Διαβάζεται με: Run / Ludovico Einadi
 
«Τέλος στην αναστολή πλειστηριασμών των ακινήτων», διάβασε στο κάτω μέρος του εξωφύλλου της κυριακάτικης εφημερίδας. Τα ακροδάχτυλά του έσφιξαν το φύλλο, το τσαλάκωσαν. Λες και έφταιγε εκείνο για τις ειδήσεις. Παράτησε κάτω τις χάρτινες σελίδες με τις φλέβες στα χέρια του να πετάνε έντονα και τα πυκνά του φρύδια να προσπαθούν να φτάσουν το ένα το άλλο. Ξεφύσηξε. Σηκώθηκε όρθιος και κίνησε για το υπνοδωμάτιό του με την ελπίδα να βρει εκεί τον αναπτήρα. Ήθελε απεγνωσμένα να ανάψει το προτελευταίο τσιγάρο, που είχε απομείνει στο πακέτο του. Το τυραννούσε πολύ καιρό. Είχε πάψει το κάπνισμα. Μόνο στις «μεγάλες φουρτούνες» είχε πει ότι ίσως ενέδιδε. Δεν βρήκε αυτό που έψαχνε. Αναστάτωσε όλο το σπίτι. Μέχρι που θυμήθηκε. Το είχε δανείσει στον πρώτο του εξάδερφο, όταν είχε έρθει για επίσκεψη την προηγούμενη μέρα. Και τώρα τι; Πώς θα αντιδρούσε σε αυτή την είδηση; Πώς θα έδειχνε την αγανάκτηση, την απόγνωσή του; Στάθηκε όρθιος για λίγο με τα μάτια κλειστά και τα χείλη σφιγμένα. Έδινε τη μικρή του μάχη. Τη μάχη του πολίτη. Έδειχνε τη δύναμη της μονάδας. Τη σπίθα της αναμενόμενης επανάστασης του τόπου... Αυτός θα ξεκινούσε τη μεγάλη αλλαγή... Αυτός θα έδινε το μεγάλο «πάμε», κι ας ήταν λίγο μεγάλος. Όχι στο ύψος. Όχι στο σώμα. Στην ηλικία. Και τι μ’ αυτό; Θα ξεσήκωνε το πλήθος... Θα τους έδειχνε εκείνος...
«Το χειρότερο είναι να μείνεις πάνω στην απόπειρα. Εκεί δεν θα σε δει κανείς. Δεν θα σε κοιτάξει κανείς. Δεν θα σε λογαριάσει κανείς και ίσως σε λυπηθεί και κάποιος», του είχε μιλήσει με λόγια σοφίας ο καθηγητής Λογοτεχνίας από το Λύκειό του χρόνια πριν. Είχαν κρατήσει για κάποιο διάστημα επαφές. Τη σχέση εκείνη που αναπτύσσεται μεταξύ μαθητή και δασκάλου, άπειρου και γνώστη, αισιόδοξου και ρεαλιστή και κρατάει μέχρι την προσωρινή νίκη του θανάτου επί της ζωής με διαιτητή τις εμπειρίες. Δεν έπρεπε, το λοιπόν, να μείνει στην απόπειρα. Να κάνει πίσω. Να λοξοδρομήσει και να παραμείνει στην εύκολη λύση της αναδίπλωσης, του δωρεάν ωχαδερφισμού, του έτοιμου φαγητού που χορηγείται σε όλους, όσοι περνούν με επιτυχία τη διαδικασία της πλύσης εγκεφάλου.

         Θα έκανε. Δεν θα σιωπούσε. Βιάστηκε να ντυθεί. Να βάλει τα καλά του. Διάλεξε το ωραίο του κουστούμι από την ντουλάπα. – Νόμιζε ότι μυρίζει ακόμη ναφθαλίνη – Χτένισε τα ατίθασα από τις ιδέες του μαλλιά και άρπαξε το ελαφρύ του πορτοφόλι. Κατόρθωσε τελευταία στιγμή να κλείσει το ξύλινο παράθυρο του καθιστικού που αντιστεκόταν στην έντονη φορά του ανέμου, πριν η κουρτίνα σύρει στο διάβα της ό,τι θα ‘βρισκε μπροστά της. Έφτασε στο τραπέζι του σαλονιού, έσκισε το φύλλο της εφημερίδας, το δίπλωσε στα τέσσερα και το πήρε μαζί του. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Πήγε για την επανάσταση.
Στο δρόμο σκεφτόταν: «Απλό ήταν. Αυτό ήταν. Οι αξίες δεν θα χαθούν. Η νέα γενιά θα πάρει πίσω όσα ξεστόμισε για μας. Θα της κληροδοτήσουμε μια χώρα καθαρή». Στο δρόμο για την πλατεία των Λεόντων χαιρετούσε γνωστούς με ασυγκράτητο χαμόγελο.
-         «Γεια σου, Βαγγελιώ! Ωραία μέρα για αντίσταση, δεν βρίσκεις;»
-         «Γεια σου κι εσένα. Λευτέρη! Για πού το ‘βαλες;»
-         «Πηγαίνω να μας αθωώσω στα μάτια των παιδιών»
Η κυρία Βαγγελιώ έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα με τα μάτια γουρλωμένα και τη σκούπα ακίνητη στο περβάζι της πόρτας του μαγαζιού της.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα σε όλη την Κρήτη. Ο Λευτέρης κατηφόριζε, ανηφόριζε, προχωρούσε, έπαιρνε δυο – τρεις ανάσες για εφόδιο και πάλι απ’ την αρχή.
-         «Γεια σου, Πάτροκλε!»
-         «Γεια σου, Λευτέρη! Για πού έτσι φουριόζος; Κάτσε να πιεις ένα ουζάκι!»
-         «Τι να προκάμω; Τώρα επαναστατώ!»
-         « Και πού ‘ν’ τ’ όπλο σου;»
-         «Πάντα μαζί μου!», του απάντησε μεμιάς δείχνοντας το μυαλό του και συνέχισε το δρόμο του, μέχρι που οι δελεαστικές μυρωδιές απ’ την πλατεία τον προειδοποίησαν ότι κοντοζύγωνε.
Κάθισε στο συντριβάνι και περίμενε γεμάτος αγωνία να έρθουν και οι υπόλοιποι, να ξεκινήσουν μαζί. Γιατί οι αλλαγές γίνονται από σύνολα συνειδητοποιημένα και όχι από καιροσκόπους διασκορπισμένους. Η ώρα περνούσε. Σηκώθηκε και αγόρασε ένα νεράκι από το κοντινό περίπτερο. Όλες οι εφημερίδες έγραφαν τα νέα μέτρα και την αναστολή των πλειστηριασμών, ακόμη και πρώτης κατοικίας.
-         «Μα πού είναι όλοι, Χρήστο; Γιατί δεν έρχονται;», ρωτά με περιέργεια στο βλέμμα τον περιπτερά.
-         «Για ποιο πράγμα, Λευτέρη;»
-         «Μα για την επανάσταση ασφαλώς. Πρέπει να μιλήσουμε, να αντισταθούμε». Ο περιπτεράς με ένα γλυκόπικρο μειδίαμα στα χείλη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι χωρίς να αραδιάσει λέξη.
Ο Λευτέρης κατάλαβε. Πλήρωσε το τίμημα, και το ένα και το άλλο, και αποχώρησε από το σημείο. Σκυμμένο κεφάλι για ακόμη μία φορά. Παρατημένα χέρια να συνοδεύουν χωρίς ρυθμό τον βηματισμό του. Μάτια δακρυσμένα, γόνατα λυγισμένα. Κορμί να διαμαρτύρεται για το κόστος της απρόσφορης αυτής απόπειρας. Καρδιά να πάλλεται και μυαλό να απεργεί. Κενός από σκέψεις, από ιδέες. Εγκαταλελειμμένος από αξίες μιας άλλης ζωής. Και η τωρινή του ζωή γεμάτη συγγνώμες που δεν πρόλαβε να ζητήσει. Και ξαφνικά, εκεί στο ισοζύγιο των ιδανικών με το τίποτα, κάτι τον τάραξε. Μια μπάλα ποδοσφαίρου σταμάτησε ακριβώς μπροστά στα πόδια του.
-         «Μη, κύριε! Θα τη μαζέψω εγώ!»
Ο Λευτέρης γύρισε και είδε ένα παιδί. Γύρω στα δώδεκα χρόνια το υπολόγισε. Του χαμογέλασε, όταν το παιδί τον πλησίασε.
-         «Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να στην πειράξω.»
Το παιδί τον ευχαρίστησε.
-         «Ξέρεις ότι είσαι περίπου στην ίδια ηλικία με τον εγγονό μου;»
-         «Αλήθεια;», έκανε έκπληκτο εκείνο. «Πώς το λένε; Μήπως πηγαίνουμε στην ίδια τάξη;»
-         «Ω, όχι», απάντησε μελαγχολικά ο Λευτέρης αλλά με παρόν το χαμόγελο στα χείλη του. «Δεν γίνεται. Λείπει ο εγγονός μου. Βρίσκεται σε άλλη χώρα»
-         «Για διακοπές»;
-         «Για πάντα», απάντησε πικρά ο Λευτέρης.
Το παιδί σιώπησε.
-         «Μην ντρέπεσαι να με ρωτήσεις το γιατί. Του ‘ταξαν ένα καλύτερο μέλλον. Ξεγέλασαν και τους γονείς του. Και τους προειδοποίησα: Μην ακούτε τις ειδήσεις! Σας κοροϊδεύουν! Οι Έλληνες θα εμφανιστούν, θα μιλήσουν! Μη φύγετε...» Έκλαιγε πλέον γοερά. Η μητέρα του μικρού παιδιού ήρθε, το άρπαξε από το χέρι και το επέπληξε: «Τι του δίνεις σημασία του ξεμωραμένου; Δε βλέπεις ότι παραληρεί;»
Αφού η αστυνομία διαβεβαιώθηκε ότι ο Λευτέρης ήταν καλά, τον άφησε στο σπίτι του. Άνοιξε την πόρτα με τρεμάμενα χέρια. Ευτυχώς τα κλειδιά τού ‘καναν τη χάρη και την άνοιξαν γρήγορα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα μονολογώντας: «Στην επανάσταση!», κάγχασε λες κι έκανε πρόποση μεθυσμένος. Ανασκουμπώθηκε και αποκοιμήθηκε εκεί, έχοντας κατορθώσει κάτι που δεν είχε συμβεί μέχρι στιγμής: την αρχή. Την αρχή για ένα ταξίδι σε μέρη άβατα, εκεί που φοβάται συνήθως κανείς και μένει στην απόπειρα, στο "κι αν", στη στίξη του ερωτηματικού. Εκεί που γυρίζεις την πλάτη στο ηλιοβασίλεμα την τελευταία στιγμή. Όταν είσαι ένα χιλιοστό μακριά απ΄το άγγιγμα του προσώπου που αγαπάς. Στο χείλος του δισταγμού και στη νίκη της αλλαγής του τόνου του «πότε», από το όμικρον στο έψιλον.


* Δημοσίευση στο bibliotheque.gr & στην Athens Voice

**Οι φωτογραφίες ανήκουν στην πνευματική ιδιοκτησία του φίλου Θωμά Βλαχογιάννη, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για την άδεια παραχώρησης.


Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Jo Nesbo: Το αστέρι το διαβόλου - η ολοκλήρωση μιας άτυπης τριλογίας




Το έτος 2011 εκδόθηκε το βιβλίο του Jo Nesbo: "Το αστέρι του διαβόλου" από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 8 ολόκληρα χρόνια, δηλαδή μετά την πρώτη του κυκλοφορία στην πατρίδα του συγγραφέα, τη Νορβηγία. Το βιβλίο κλείνει ένα κύκλο αγωνίας σχετικά πρώτον, με την εύρεση του δολοφόνου της επιστήθιας φίλης του ήρωα Χάρι Χόλε, Ελεν και δεύτερον, σχετικά με την αποκάλυψη του δράστη της λαθρεμπορίας όπλων.
Ο τίτλος του έργου έχει να κάνει με παράλληλες δολοφονίες, που έχουν κάποια κοινά σημεία, όπως η ιεροτελεστία του εγκλήματος, η απόσταση των πέντε ημερών ανά έγκλημα, το πεντάκτινο αστέρι και άλλα. Ο θεματικός άξονας, όπως και στα άλλα βιβλία του Νέσμπο, αν και φαινομενικά άπτεται περισσότερων της μιας προσπάθειας εξιχνιάσεως εγκλημάτων, εντούτοις γυρίζει γύρω από ένα και το αυτό θέμα. Όλες οι ιστορίες αποτελούν κρίκους μιας αλύσίδας ενοχοποιητικών στοιχείων και ενδείξεων που οδηγούν στο τέλος στον ένα και μοναδικό φταίχτη και δολοφόνο. Με αφορμή τη βασική ιστορία, ο Χάρι Χόλε θα εκμεταλλευτεί τα στοιχεία που θα προκύψουν και θα οδηγηθεί στην επιβεβαίωση του εδώ και καιρό υπόπτου για το φόνο πολλών, συναδέλφου του και εχθρού, Τομ Βόλερ.
Στο "Αστέρι" αν και η κορύφωση ουσιαστικά λειτουργεί ως κάθαρση εκ μέρους και των δύο προηγούμενων βιβλίων, η πλοκή του δεν κουράζει και προσιδιάζει περισσότερο σε εκείνη ενός βιβλίου θρίλερ ή μυστηρίου (μην σας παρασύρει ο τίτλος, δεν εχει να κάνει με σκοτεινα πράγματα καθόλου). Ο αναγνώστης εδώ είναι υποψιασμένος για το δολοφόνο, ειδικά από τη στιγμή που η φράση του ήρωα αντηχεί στα αυτιά της φαντασίας του: "Πάντα ο δολοφόνος είναι ο σύζυγος". Και μη νομίζετέ ότι σας είπα το τέλος, διότι δεν υπάρχει μόνο ένας σύζυγος στο βιβλίο...
Το εύρημα της θεατρικής σκηνοθεσίας, ως τρόπου λύσης εν τέλει του μυστηρίου των διαδοχικών δολοφονιών, το βρίσκω ευφυές και άκρως λογοτεχνικό. Ενδεχομένως, θα επιζητούσε κανείς μεγαλύτερη έμφαση στη σχέση ρομαντισμού μεταξύ θεάτρου και πραγματικότητας και λιγότερες περιγράφές στο πώς είναι ο καιρός στο Όσλο μέρα με τη μέρα. Προφανώς επειδή οι ηλιακές μέρες στη Νορβηγία είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, ο συγγραφέας δεν μπορούσε να κρατήσει την χαρά του και να μην τη μοιραστεί με τους αναγνώστες του - αν και η σκηνή της σεκάνς εξελίσσεται στη βροχή.
  
Ο ήρωας, Χάρι Χόλε, ποδοπατιέται από το Νέσμπο, λες και ο τελευταίος θέλει να πάρει εκδίκηση για δικές του ενοχικές περιπέτειες. Απλά κάνω μια εικασία... Προσωπικά, η ισοπέδωση του Χάρι μου αρέσει, καθώς ακροβατεί ανάμεσα στο δίλημμα του ήρωα και αντιήρωα. Έχουμε πολλά βιβλία, ώστε να δούμε πού το πάει ο Νέσμπο. Απλώς μια συνεχής ισοπέδωση του χαρακτήρα του Χόλε, θα αρχίσει να του στερεί τη μυθοποίηση και την αναγκαία υπεροχή που πρέπει να έχει κάποιος χαρακτήρας ενός βιβλίου, ώστε να βγάλει εις πέρας δύσκολες αστυνομικές αποστολές και λογοτεχνικά σχέδια... Ο λυτρωτής, το επόμενο βιβλίο του Νέσμπο, θα μας απαντήσει σύντομα ως προς την αναγκαιότητα ή μη του τεχνάσματος αυτού. Παρά ταύτα, το μήνυμα του συγγραφέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποθηκεύσει τεράστια ψυχικά αποθέματα, έχει περάσει  στο έπακρο.
Οι αντιρρήσεις μου: Αρχικά να πω ότι είναι δευτερούσες και ότι ο Νέσμπο, για ακόμη μία φορά, παραδίδει ένα καλογραμμένο έργο που καταφέρνει πλήρως το στόχο του: να μη κοιμηθείτε το βράδυ από την αγωνία. Όμως, αυτή η λογοτεχνική υπερπαραγωγή έργων πολύ φοβάμαι ότι θα επηρεάσει το ισοζύγιο ποιότητας και ποσότητας. Και η αλήθεια είναι ότι δεν χρειαζόμαστε ακόμα έναν Dan Brown. Χρειαζόμαστε συγγραφείς και όχι πλοκογράφους. Δεύτερη παρατήρηση είναι το πολύ συνοπτικό τέλος. Από τη μία ο Νέσμπο χρησιμοποιεί την τεχνική του κύκλου, δηλαδή κλείνει με την εικόνα ή την παραπομπή έστω στην εικόνα του πρώτου κεφαλαίου που άνοιξε το έργο. Πολύ πετυχημένο εύρημα, όμως αρκετά γρήγορο. Το κλείσιμο ενός βιβλίου, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να ΄ναι κοφτό, σύντομο, απότομο ή γρήγορο - όπως θέλετε πείτε το - μόνο στην περίπτωση που οδηγεί τον αναγνώστη σε τεράστια αγωνία και του προκαλεί το ενδιαφέρον για τη συνέχεια της πλοκής σε επόμενο έργο. Τέλος, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί για πολλοστή φορά πάρα πολλά ονόματα. Η αλήθεια είναι όχι τόσα όσα στα προηγούμενα λογοτεχνικά του πονήματα. Πράγμα περίεργο, καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε και με αρκετές διαφορετικές ιστορίες. (Η σημείωση αυτή αναφέρεται κυρίως για όσους έχουν θέμα με την αποστήθιση ονομάτων κσι τη μνήμη τους.)
Η διμερής λύση του μυστηρίου, δηλαδή το ποιος ή ποιοι είναι ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι των θυμάτων από τη μία και το ποιος είναι ο λαθρέμπορος όπλων και δολοφόνος της φίλης του Χόλε, Έλεν, από την άλλη, οδηγεί εν μέρει στην κάθαρση. Και αυτό διότι δεν είναι σίγουρο αν μία αυτοκτονία ή ένας οδυνηρός θάνατος είναι προτιμότερα από την αέναη διαπόμπευση και τον ισόβιο σωφρονισμό.
*Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Μεταίχμιο".

Δείτε εδώ το συγγραφέα να μιλά για το βιβλίο. (Να δείξετε υπομονή στην αγγλική προφορά του. Δεν είναι και ό,τι καλύτερο...)