Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Το χελιδόνι

 


-        «Κόψ’ το καλύτερα! Δεν βλέπεις την ουρά του που μένει απ’ έξω;»

-        «Γιατί, κυρία;»

-      «Τι, γιατί; Ε; Τι γιατί; Δε βλέπεις; Στραβός είσαι;» Του έπιασε την άκρη από τα μαλλιά στη φαβορίτα. Ο πόνος ήταν οξύς και αξέχαστος. Σε σύγκριση, όμως, με τη βέργα του πατέρα του φάνταζε σαν αγγελικό άγγιγμα. «Φέρ’ το εδώ!»

Η δασκάλα τού άρπαξε το ψαλίδι από το χέρι και προσπάθησε να διορθώσει την ουρά από το χελιδόνι του μαθητή της, ο οποίος είχε γείρει προς το πάτωμα όσο δεν πήγαινε την απογοητευμένη του μούρη. Στα περισσότερα σχολεία της χώρας εκείνη την ώρα εκατοντάδες, χιλιάδες ζεύγη αθώων κορών διαφορετικών χρωμάτων περίμεναν γεμάτες αγωνία να έρθει η ώρα να ξεδιπλώσουν ένα ταλέντο που ακόμη δεν γνώριζαν ότι έχουν: να σκαρώσουν μια παιδική ζωγραφιά.

Όταν γύρισε στο σπίτι του και τον προϋπάντησε το γνωστό τρίξιμο της ξύλινης εξώθυρας, κρατούσε στη γροθιά του το τσαλακωμένο χελιδόνι. Το ράμφος του προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεγλιστρήσει ανάμεσα από τις χαραμάδες των δαχτύλων του, ώσπου προσγειώθηκε αναγκαστικώς πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

-        «Τα χέρια σου πλύνε!»

Η μητέρα του, ξεθεωμένη από τις δουλειές, συνέχισε να πλένει τα πιάτα στον νεροχύτη έχοντάς του γυρισμένη την πλάτη.

-        «Σήμερα κάναμε χελιδόνια στη ζωγραφική.»

-        «Τι έχουν πάθει με τα πουλιά; Την προηγούμενη εβδομάδα δεν σας έμαθαν τον αετό;»

-        «Πετάνε! Είναι ωραία!»

Μετά από δυο τρία δευτερόλεπτα είπε επιτακτικά: «Πλύνε τα χέρια σου!» Το έκανε.

-        «Μη! Όχι, όχι κάτω! Στάζει το νερό και θα έρθει ο πατέρας σου και θα φωνάζει πάλι! Πού πας;»

-        «Δεν πεινάω!»

Άρπαξε το τσαλακωμένο χελιδόνι από το τραπέζι, σέρνοντας την τσάντα του, ανέβηκε την εσωτερική σκάλα και μπήκε στο δωμάτιό του. Οι πρώτες βρόχινες στάλες χτυπούσαν διακριτικά το παράθυρό του. Έξω ο κήπος γιόρταζε. Πάλι θα απολάμβανε ένα τρικούβερτο γλέντι. Ήταν άστατος ο καιρός αυτές τις μέρες. Η φαβορίτα του πονούσε ακόμα από τη νουθεσία της δασκάλας. Πήρε το χάρτινο χελιδόνι και το πατούσε δυνατά με την απαλή του παλάμη. Έσφιγγε τα δόντια του από την προσπάθεια. Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι που είδε κι αποείδε και εμπέδωσε πια για τα καλά πως μάταια μπορεί να διορθώσει κανείς ό,τι δεν πετάει. Κάθισε οκλαδόν στο κρεβάτι του κοιτάζοντας το λαβωμένο χελιδόνι. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ή μήπως…

Σηκώθηκε με μιας, άνοιξε το συρτάρι από το απέναντι μαθητικό του γραφειάκι και έπιασε αμέσως την κόλλα. Τους είχαν μάθει πριν από λίγες μέρες στην τάξη πώς να κολλάνε καλά. Τους είχαν δείξει, μάλιστα, και κάτι κολλάζ ενός Αλύτη, που ποτέ δεν κατάλαβε γιατί τον έλεγαν έτσι τον άνθρωπο, αν και είχε κατορθώσει τόσο ωραία δουλειά. Αφού άπλωσε την κόλλα στην πίσω πλευρά του χελιδονιού, το έβαλε πάνω στο τζάμι. Οι πυκνές πια ψιχάλες της βροχής πλέον το ξεδιψούσαν, έτσι απεγνωσμένα ανοιχτό, όπως είχε το στόμα του.

-        «Έλα κάτω να φάμε!», ακούστηκε η μητέρα του από τις σκάλες.

-        «Δεν πεινάω!», απάντησε φωνάζοντας.

-        «Έλα κάτω να φάμε! Θα μετρήσω μέχρι το 10!»

Τότε έστριψε αμέσως το κεφάλι του προς το χελιδόνι και του είπε: «Μην τους ακούς. Κατά βάθος μου λένε ότι μ’ αγαπάνε.»

-        «Έναααα… Δύοοο…», ακουγόταν η φωνή της μητέρας, ενώ ο μικρός συνέχιζε να απευθύνεται στον φίλο του.

«Έτσι μου λένε πάντα. Με μαλώνουν και μετά μου λένε πως μ’ αγαπάνε.»

-        «Έξιιιι… Επτάααα…»

«Όταν μεγαλώσεις κι άλλο, θα φύγουμε μαζί. Θα δεθώ στο πόδι σου και θα με πάρεις μαζί στον ουρανό, όπως στις ταινίες που δεν μ’ αφήνουν να βλέπω.»

-        «Εννέαααα…»

Ο μικρός σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι και κατέβηκε με φόρα τα σκαλιά.

Το χελιδόνι πια πετούσε.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Εκτός Ύλης 2: Η απολογία ενός καθ' ομολογία αθώου.

 


Αγαπητοί φίλοι, αγαπητές φίλες,
μετά την τεράστια αγάπη σας προς τον μονόλογό μου "Εκτός Ύλης ή ο μονόλογος ενός καθ' ομολογία παράλογου", ο οποίος ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι με την ερμηνεία του Γεράσιμου Σκιαδαρέση σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη και παρουσιάστηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά και στο εξωτερικό με αποκορύφωμα την παρουσίασή του στη Βουλή των Ελλήνων την Παγκόσμια Ημέρα θεάτρου το 2018, μετά την με εκατομμύρια προβολές και viral αναδημοσίευσή του σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στο youtube, σας παραθέτω με ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρά τη συνέχεια και ολοκλήρωση του έργου. 

Στο Εκτός Ύλης 2 ο παραιτηθείς βουλευτής, ύστερα από την καταιγιστική ομιλία του στη Βουλή, κατηγορείται για προσβολή του πολιτεύματος. Στο έργο βλέπουμε την απολογία του στη δικαστική αίθουσα.

Είναι δυνατόν η αλήθεια να μείνει ασυγχώρητη; Η συνέχεια και το τέλος αυτού του ταξιδιού ολοκληρώνεται παρακάτω.

(*Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με απαραίτητη την αναφορά της πηγής, σύμφωνα με τον Ν.2121/1993.)


ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ 2 ή η απολογία ενός καθ' ομολογία αθώου


ΠΡΑΞΗ 1 – ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΥΛΗ.

Φωνή βουλευτή: «Καθυστέρησα, γιατί, όταν βγω απ’ αυτή την αίθουσα, απ’ αυτό το σκοτάδι, η μόνη μου ελπίδα είναι ότι έξω πλέον θα ’χει ξημερώσει…»

Ακούγονται φλας και φωνές δημοσιογράφων παντού: «Μια δήλωση, κύριε Υπουργέ!», «Κύριε Υπουργέ, μια δήλωση!»

Βουλευτής: «Όχι πια υπουργός, παρακαλώ.»

Δημοσιογράφος 1:«Μια δήλωση! Πώς αισθάνεστε που προσβάλατε το νομοθετικό σώμα της χώρας;».

Δημοσιογράφος 2: «Τι εννοούσατε με την αξία του κουστουμιού; Χαρακτηρίσατε ολόκληρη τη Βουλή ξετσίπωτη;»

Βουλευτής (προσπαθεί να τους απομακρύνει): «Μη βάζετε λόγια που δεν είπα, όπως τα λέτε εσείς.»

Δημοσιογράφος 3 (τα φλας συνεχίζουν εντονότερα): «Ποιοι είναι το τέρας του Χατζιδάκι, κύριε βουλευτά; Είπατε τους βουλευτές των Ελλήνων τέρατα;»

Δημοσιογράφος 4: «Φοβάστε για αντίποινα;»

Βουλευτής: «Τα μόνα αντίποινα για αυτή μου την ομιλία θα ήταν κάποια ευχαριστώ και μερικές συγγνώμες.»

Δημοσιογράφος 5: «Ανυποχώρητος ακόμα και τώρα;»

Δημοσιογράφος 6: «Πιστεύετε ότι μπορεί να πάρει η υπόθεση τη νομική οδό;»

Βουλευτής: «Κάντε στην άκρη, παρακαλώ. Αρκετές άκρες έχει το κοινοβούλιο, δεν χρειαζόμαστε περισσότερες…»

Δημοσιογράφος 7: «Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε για εσχάτη προδοσία, κύριε υπουργέ! Κύριε Υπουργέ, ποια θα ΄ναι η αντίδρασή σας;»

Ο βουλευτής αποχωρεί.

Εκφωνητής ειδήσεων: «Φειδωλός στις απαντήσεις του, σε αντίθεση με τα όσα ακούσαμε προ ολίγου στη Βουλή, ήταν ο παραιτηθείς υπουργός, κυρίες και κύριοι. Ο πρωθυπουργός, αμέσως μετά τον λόγο που τάραξε τα ομαλά νερά της δημοκρατίας μας, κάλεσε σε σύσκεψη το υπουργικό συμβούλιο, ώστε να κινηθούν άμεσα οι νομικές διαδικασίες που επιβάλλει το Σύνταγμα και ο Ποινικός Κώδικας. Ας δούμε ένα ρεπορτάζ για το τι ειπώθηκε πριν λίγο στο ελληνικό κοινοβούλιο και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. (Ακολουθούν μικρά και σύντομα αποσπάσματα από τη Βουλή για να γίνει σύνδεση με το 1ο μέρος: Βίντεο 1Βίντεο 2Βίντεο 3 )

 ,

Λίγες μέρες μετά

ΠΡΑΞΗ 2 – ΣΠΙΤΙ ΒΟΥΛΕΥΤΗ – ΒΡΑΔΥ.

Ένας κρότος αναστατώνει την ηρεμία του σπιτιού. Πολύς άνεμος ακούγεται να φυσά.  Ο βουλευτής ύστερα από λίγο πετάγεται έντρομος στο καθιστικό. Κι άλλος κρότος. Χτυπά το τηλέφωνο.

Βουλευτής: Ναι.

Γειτόνισσα (την ακούμε): Είστε καλά;

Βουλευτής: Προς το παρόν… Εσείς;

Γειτόνισσα: Μη μας φοβάστε εμάς. Εσάς έχουν βάλει στόχο. Για πόσο ακόμα;

Βουλευτής: Για πάντα, αν μπορούσαν.

Γειτόνισσα: Σε λίγο θα σας κάψουν ζωντανό.

Βουλευτής: Το έχουν καταφέρει με άλλους. Γιατί να μην επαναληφθεί;

Γειτόνισσα (αφελώς): Λέτε να ’ναι οι ίδιοι;

Βουλευτής: Ο τρόμος δεν έχει ταυτότητα, αγαπητή μου.

Γειτόνισσα: Να καλέσω τουλάχιστον την αστυνομία; Τι το θέλατε κι εσείς να τους τα πείτε έτσι; (Κι άλλος κρότος.)

Βουλευτής: Θέλουν να με φοβίσουν. Οι ανόητοι… (Κοιτά προς το παράθυρο.)

Γειτόνισσα: Κύριε υπουργέ…

Βουλευτής: Όχι πλέον…

Γειτόνισσα: Να ξέρετε… (δειλά) Να ξέρετε ότι εμείς σας στηρίζουμε. Και δεν εννοώ με ψήφο…

Βουλευτής (ειρωνικά): Και να θέλατε…

Γειτόνισσα: Μπορεί να μη σας ψηφίσαμε ποτέ λόγω κόμματος, αλλά να… (αμήχανα) Ό,τι θέλετε, να μας το πείτε. Σαν γείτονας προς γείτονα. (Μικρή παύση.) Τώρα, τι θα κάνετε;

(Ο άνεμος σταδιακά κοπάζει.)

Βουλευτής: Έχετε δει τι γίνεται όταν προσπαθείς να φοβίσεις ένα πεινασμένο άγριο ζώο, για να ηρεμήσει; Γίνεται πιο άγριο.

Γειτόνισσα: Γιατί δεν ομολογείτε να σας αφήσουν ήσυχο; Να νομίζουν ότι νίκησαν.

Βουλευτής: Για να ομολογήσεις, πρέπει να δεχτείς ότι έκανες έγκλημα. Κι εγώ εκεί μέσα τούς έκανα χάρη.

Γειτόνισσα: Ξανασκεφτείτε το, κύριε υπουργέ. Ομολογήστε. Μπορεί και να σας αθωώσουν!

Βουλευτής: Ένας αθώος δεν αθωώνεται ποτέ.

 

ΠΡΑΞΗ 3 – ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.

 

Οχλαγωγία. Φωνή προέδρου: «Ησυχία στο ακροατήριο. Παρακαλώ! Ησυχία, είπα! Οι δημοσιογράφοι ή θα βγουν έξω ή θα ησυχάσουν. Ελάτε κ. Υπουργέ. Σας ακούμε στην απολογία σας.»

Π.Β.: Όχι πλέον υπουργός…

Δικαστής: Για λόγους σεβασμού προς το αξίωμά σας. Παρακαλώ.

Π.Β. Η πρόταση του κυρίου Εισαγγελέα περί καταδίκης μου δεν με εκπλήσσει. Ο ρόλος του στη δίκη αυτή ήταν προκαθορισμένος. Πριν προβεί, όμως, στα βαρετά νομικά περί ελαφρυντικών μου ο δικηγόρος, επιτρέψτε μου να σας μιλήσω για τα μη νομικά εγώ. Δεν περίμενα να είχα τόσο μεγάλο ακροατήριο. Ελπίζω να μην είστε όλοι ψηφοφόροι μου… (Μικρή παύση.) Λίγοι μήνες πέρασαν και νιώθω πως ό,τι είπα ήταν χρόνια πριν. Ομολογώ, κυρία Πρόεδρε, ότι ακόμα και σήμερα δεν έχω καταλάβει ακριβώς για τι πράγμα ακριβώς κατηγορούμαι. Κάτι για «συκοφαντική δυσφήμιση του βουλευτικού σώματος», κάτι για «προσβολή του πολιτεύματος» ακούω, μα θεωρώ πως αυτά είναι προφάσεις. Οπότε θα σταθώ σε ορισμένα σημεία του λόγου μου, που αν και σύμφωνα με το Σύνταγμά μας έχει το «ακαταδίωκτο», εντούτοις δεν φαίνεται να είναι έτσι. Επομένως, είτε πρέπει να αλλάξει το Σύνταγμά μας και το πολίτευμα, είτε να ανοίξετε τώρα τις πόρτες και να αποχαιρετιστούμε. (Σιωπή.) Μάλιστα… Βλέπω επιλέγετε το πρώτο. Ας είναι... Ας μιλήσω, λοιπόν, ως ελεύθερος άνθρωπος, όσο δεν έχει καταργηθεί ακόμα και αυτή η ελευθερία. (Μουρμουρητό από την αίθουσα.)

Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, αυτήν την πανέμορφη μέρα, για να δούμε πώς θα μπορούσε κάποιος να υπηρετήσει τη δημοκρατία που υπερασπίζεστε. Ευχαριστώ πολύ όσους αφήσατε τα ζεστά σας σπίτια, ευχαριστώ όσους αφήσατε τα βολικά σας γραφεία, ευχαριστώ όσους αφήσατε τις συνήθειές σας και ήρθατε να δείτε κάτι το εντελώς ασυνήθιστο: έναν άνθρωπο που κατηγορείται για την ειλικρίνειά του. Θα μου πείτε δεν υπάρχει μόνο μία αλήθεια. Οι αλήθειες είναι τόσες όσα και τα έδρανα της Βουλής. Μπορεί και περισσότερες. Δεν σας κρύβω ότι πριν από λίγο καιρό είχα κανονίσει με την κόρη μου αυτή τη μέρα να τη γιορτάσουμε μαζί. Είναι τα γενέθλιά της… Παλιά σπάνια βρισκόμουν δίπλα της τέτοια μέρα. Συνήθως ήμουν στο γραφείο ή σε συνάντηση. Ήταν τότε που ο άλλος μου εαυτός έκανε πολλά πάρε δώσε με τη γοητεία της εξουσίας. Πού να ’ξερα ότι θα κινούνταν τόσο γρήγορα για μένα η ποινική διαδικασία και τα φετινά της γενέθλια δεν θα τα προλάβαινα να τα γιορτάσω, όπως θα ήθελα αλλά τελικά όπως θα ήθελαν άλλοι…

Να ’μαστε, λοιπόν, τώρα εδώ. (Κοιτά γύρω του τον χώρο του δικαστηρίου. Γελά) Ξέρετε ποιο είναι το περίεργο; Ούτε για κατάχρηση δημοσίου χρήματος κατηγορούμαι, ούτε για οποιοδήποτε άλλο οικονομικό έγκλημα. Ίσως να μπορούσα να κατηγορηθώ για πολλά οικογενειακά αδικήματα, που μένουν όμως ατιμώρητα από τον νόμο, που για τον νομοθέτη δεν φέρουν καμία αξία. Αν κατηγορούμουν για ασυγχώρητες παραλείψεις, για αδιαφορία ή για αμέλεια όσων με αγαπούσαν, δεν θα έμπαινα καν στον κόπο της σημερινής απολογίας. Θα δεχόμουν την καταδίκη μου, όποια κι αν ήταν αυτή. Όμως σήμερα δεν παλεύω για μένα, αλλά για μια δημοκρατία που φιμώνεται με αριστοτεχνική μαεστρία. Μιλώ για μια δική μου, ξεχασμένη δημοκρατία, για την οποία μίλησα πριν από λίγο καιρό στη Βουλή και πλέον για χάρη της κατηγορούμαι.

Όταν διάβασα το κατηγορητήριο, οι πρώτες μου σκέψεις ήταν ενθουσιώδεις. Θεώρησα ότι ήταν πολύ εύκολο να αποδείξω το αντίθετο από αυτό που με κατηγορούσαν. Στη δεύτερη ανάγνωση είδα ότι τα στοιχεία ήταν πολύ προσεκτικά δεμένα και πραγματικά θαυμάζω τον άνθρωπο που τα συνέταξε. Βοήθησε πολύ τον Εισαγγελέα στο έργο του, ώστε να ασκήσει την ποινική δίωξη βασιζόμενος στις «σοβαρές ενδείξεις» κόντρα σε μια δημοκρατία γεμάτη αντενδείξεις. Στην τρίτη ανάγνωση, πλέον, αντιλήφθηκα ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά και ότι οι υποκινητές της όλης διαδικασίας είναι πράγματι χαρισματικοί και ταλαντούχοι άνθρωποι, που δεν θα άφηναν κάποιον σαν κι εμένα να απειλήσει την ωραία τους ατμόσφαιρα και να εκβιάσει τη δεδομένη τους ατιμωρησία.

Όπως θα διαπιστώσατε κι εσείς, δεν έχω μάρτυρες υπεράσπισης. Δεν μπόρεσα να βρω. Οι μοναδικοί μάρτυρες υπεράσπισης είναι πια ψηφιακοί και θα τους διακρίνετε σε διαδικτυακά βίντεο. Είναι μερικοί διάσπαρτοι άγνωστοι φίλοι που τόλμησαν να υποστηρίξουν δημόσια τον λόγο μου. Όμως είμαι άτυχος, διότι είναι κι εκείνοι άτυχοι, ως άσημοι. Ποτέ δεν μου άρεσε, ξέρετε, η λέξη ανώνυμος. Τι πάει να πει «αυτός είναι δεν είναι επώνυμος, δεν τον ξέρει κανείς;» Δεν γεννήθηκε από γονείς; Δεν έχει επίθετο; Όνομα; Προφανώς και έχει. Απλώς δεν ακολουθείται ολημερίς κι ολονυχτίς από κάποια κάμερα. Όπως ποτέ δεν μου άρεσε κι η λέξη «άσχημος». Τι πάει να πει άσχημος; Άσχημος θεωρείται αυτός που δεν έχει σχήμα. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε σχήμα, είτε ωραίοι είτε όχι, είτε ντόπιοι είτε όχι, είτε πλούσιοι είτε όχι. Και κυρίως αναφέρομαι στα «είτε όχι»…  Δεν βρήκα, λοιπόν, κανένα μάρτυρα. Όλοι μου γύρισαν την πλάτη. Ίσως ένα, μπορεί και δύο άτομα να είχαν έρθει, αν δεν είχαν δεχτεί απειλητικά τηλεφωνήματα να μην καταθέσουν υπέρ μου.

(Οχλαγωγία. Δικαστής: Παρακαλώ! Ησυχία στο ακροατήριο! Ησυχία, για να μην έχουμε αποβολές… Ησυχία! Συνεχίστε. Και αν έχετε συγκεκριμένα στοιχεία περί απειλής, να τα προσκομίσετε στο δικαστήριο, αλλιώς μην τα αναφέρετε καν.)

Π.Β.: Επειδή θέλω το καλό τους, δεν θα προσκομίσω τα στοιχεία τους, κυρία Πρόεδρε. (Μικρή παύση.) Πριν προβώ στην αντίκρουση των κατηγοριών, θα ξεκινήσω αντίστροφα από τη γνωστή σας διαδικασία και θα μιλήσω λίγα λεπτά για το δικό μου φταίξιμο, που με έφερε σήμερα ως εδώ. Αρχικά μην χαίρεστε, κύριοι κατήγοροι, ότι θα μετανιώσω. Δεν έχω μετανοήσει ούτε και για ένα κόμμα που έβαλα στην ομιλία της παραίτησής μου. Αντίθετα, έχω μετανιώσει για χίλια δυο άλλα πράγματα στη ζωή μου. Μία μικρή αναφορά σάς έκανα στη Βουλή, όμως φωνή βοώντος εν τη ερήμω αποδείχτηκε. Θα μπορούσα να αναφερθώ για την τιμή των όπλων σε παραγραμμένα εγκλήματα, για εγκλήματα που αφορούσαν μίζες, δωροδοκίες, μαύρο χρήμα κάτω απ’ το τραπέζι, για ονόματα που μπροστά τους η Λίστα Λαγκάρντ θα θεωρούνταν λίστα για το ψιλικατζίδικο, θα μπορούσα να μιλήσω για ξαφνικές εξαφανίσεις επιχειρηματιών που ύστερα από καιρό αποδείχτηκε πως σχετίζονταν με την πολιτική μαφία, για στημένα πρωταθλήματα και διαιτητές που έφευγαν από τα γήπεδα με ασήκωτες τσέπες, για νομικούς συμβούλους του κράτους που ήξεραν όλη τη δικαστική έδρα με το μικρό της όνομα, για εισαγγελείς που έβαζαν στο αρχείο σκληρά κακουργήματα και πολλά άλλα ενδιαφέροντα για μένα, λεπτομέρειες για σας.

Κάποιοι από εσάς εδώ, μπορεί και όλοι, θέλετε να σβήσω, να χαθώ μέσα στη σιωπή μου, να ξεχαστώ. Αυτό νόμιζα ότι θα έκανα. Μία επαναστατική πράξη, ή ό,τι τέλος πάντων θεωρεί ο καθένας επαναστατικό, χάνεται συνήθως μέσα στη βοή του πλήθους, μέσα στη βοή του τέρατος. Έσφαλα. Έσφαλα, γιατί θεώρησα τη δική μου επανάσταση και δική σας επανάσταση. Όταν όμως σε έχουν μάθει να μη θεωρείσαι σκλάβος, ενώ είσαι, δεν θα μπορέσεις να επαναστατήσεις ποτέ. Και τώρα απειλούμαι με φυλάκιση για μία αόριστη κατηγορία και επιθυμείτε όσο τίποτε άλλο να περιμένω να πεθάνω μέσα σε ένα κελί. Όχι να πεθάνω. Να περιμένω να πεθάνω. Ακόμα χειρότερο. Τι σκληρό, ε; Τι απάνθρωπο… Απάνθρωπο να δικάζεσαι από ανθρώπους για τους ανθρώπους. Ομολογώ όμως ότι δεν θα σας κάνω τη χάρη. Αν κατηγορούμαι για την αλήθεια, προτιμώ να φύγω και από την αλήθεια. Αν, λοιπόν, δεν έχει τώρα κάποιος από εσάς ένα πιστόλι, μια τζούρα δηλητήριο ή ένα μαχαίρι κρυμμένο, θα αναγκαστείτε να ακούσετε την απολογία μου. 

Επέλεξα να γίνω πολίτης, γιατί βαρέθηκα τα ψέματα. Προτιμώ να έχω λιγότερες ενοχές που ακούω τα ψέματα παρά να έχω περισσότερες συνεχίζοντας να τα λέω. Στα χρόνια της ευμάρειας, είχαμε φτάσει οι πολιτικοί στη θέωση. Δεν μας ενδιέφεραν οι άλλοι άνθρωποι. Θεωρούσαμε ότι μέναμε μόνοι μας στον πλανήτη. Ότι οι υπόλοιποι ήταν απλά παράσιτα. Όσο θυμάμαι αυτά τα αισθήματα μου, νιώθω ένα ρίγος και ένα φόβο ότι αυτά σιγοβράζουν ακόμα μέσα μου, ότι περιμένουν πάλι τη στιγμή που θα βρουν διέξοδο να εκραγούν και θα με τραβήξουν πίσω τους… (σε ένταση) Όμως, όχι. Ένας εφιάλτης είναι. (Προσπαθεί να ηρεμήσει.) Τότε πράγματι δεν μπορούσε να μου περάσει ποτέ από τον νου ότι θα πέρναγα ό,τι περνούσαν οι άλλοι. Οι άλλοι… Ήμουν εγώ και οι άλλοι… Είχα ανοσία στον ανθρωπισμό. Είχα το αλάθητο. Ήμουν ο πάπας της πολιτικής. Έδωσα πατήματα στους άλλους να εμπιστευτούν την φιλοδοξία μου, την όμορφη αλαζονεία που με υπνώτιζε γλυκά στον ύπνο του δικαίου. Είχα δημιουργήσει μια ωραία αυλή που μου χάιδευε καθημερινά τα αυτιά και μου έλεγε συνεχώς ότι έχω δίκιο. Ασφαλώς και πληρωνόταν από μένα, αν αυτό σιγοψιθυρίζετε, όμως δεν με ένοιαζε. Μου έδειχνε τυφλή υπακοή, έφερνε ψηφοφόρους στο κόμμα, μεγέθυνε το ηγετικό μου προφίλ. Η δημοφιλία μου είχε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, που στο επόμενο συνέδριο του κόμματος είχα φανερώσει ανοιχτά την πρόθεσή μου να βάλω υποψηφιότητα για πρόεδρος και γιατί όχι και για μέλλων πρωθυπουργός. Τι άλλαξε και βγήκα από το καλούπι και ένα ωραίο πρωί αποφάσισα να παραιτηθώ και να κατηγορηθώ μάλιστα για αυτό; Δεν μπορώ να σας απαντήσω με σιγουριά. Μάλλον θα φταίει που εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καλά κι αναγκάστηκα να σκεφτώ. Με ταλαιπωρούσε η εικόνα ενός ξεβρασμένου πτώματος, μωρού ξένης καταγωγής, σε μία παραλία, που μέχρι τότε αποκαλούσαμε οι περισσότεροι πολιτικοί λαθρομετανάστη. Ένα μωρό χωρίς ζωή να χτυπιέται από το κύμα στην ακτή και παράλληλα να δέχεται τόσο μίσος. Εμείς ξεχωρίζαμε τη δική μας άρια φυλή και βγάζαμε τη χολή μας σε συνανθρώπους που ούτε καν γνωρίζαμε. Εμείς, άλλωστε, δεν έχουμε υπάρξει μετανάστες…(ειρωνικά) Και μη μου πείτε ότι άλλο οι κανονικοί και άλλο οι λαθραίοι, γιατί κι εσύ απιστείς κι εσύ φοροδιαφεύγεις κι εσύ βρίζεις κι εσύ χτίζεις στο δάσος. Επομένως το πού ξεκινά η παρανομία και το κανονικό και το πού τελειώνουν έχει να κάνει με το ποιος αφηγείται κάθε φορά το δικό του παραμύθι.

Μετά την απώλεια αυτής της μωρουδιακής και αθώας ψυχής, μάς ανακοινώθηκε μια άλλη απώλεια ενός νέου ανθρώπου από ατύχημα, ο οποίος θα μπορούσε να είχε σωθεί αλλά λόγω έλλειψης νοσοκομειακών, δεν τα κατάφερε. Το ασθενοφόρο έφτασε σε μισή ώρα, όταν ήδη πια ήταν πολύ αργά. Κι όσο σκεφτόμουν ότι ίσως αυτό το παιδί να ήταν ο γιος μου, όσο σκεφτόμουν ότι αν έδινα εγώ κι άλλοι δυο τρεις το μισό ετήσιο εισόδημα από τη βουλευτική μας αποζημίωση, θα είχαμε δύο, τρία ίσως και τέσσερα παραπάνω ασθενοφόρα και ίσως και μια ζωή περισσότερη... Όμως μετά τις εκλογές, παθαίναμε όλοι μια συλλογική αμνησία, η οποία θεραπευόταν στη λήξη της βουλευτικής περιόδου. Αυτό που λέγεται για τα χρήματα πρέπει να λέγεται και για τις ψήφους: Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. (Μικρή παύση.) Ένας άλλος πάλι λόγος που άλλαξα ήταν ίσως ότι είχα κερδίσει οι άλλοι να με φοβούνται και όχι να με σέβονται. Στη φωνή της γραμματέα μου που μιλούσαμε στο τηλέφωνο αργά το βράδυ άκουγα υποταγή και όχι οικειότητα. Και το βασικότερο όλων: Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξυπνούσα, ένιωθα ότι ξυπνούσα μόνος. Κι αυτό ήταν αυτή η μικρή, ασήμαντη λεπτομέρεια της καθημερινότητάς μου, που δεν μπορούσα άλλο να αντέξω.

Βλέποντας πριν από λίγο τις χειροπέδες που μου φορέσατε με περισσό μένος, θυμήθηκα ένα ακριβό αστραφτερό βραχιόλι που είχα δωρίσει στη Μάγδα, τη γυναίκα μου, πριν παντρευτούμε, λέγοντας της ότι θα την κρατώ για πάντα αιχμάλωτη στην ψυχή μου. Πριν αλλάξω, πριν υπηρετήσω την πολιτική, πριν ξεχάσω τον άνθρωπο που προϋπήρχε. Σ’ αυτή, λοιπόν, την ωραία στιγμή με το βραχιόλι, που θεωρούσα ότι την είχα κερδίσει και ότι ήταν θέμα χρόνου να μου πει το ναι, μού το γύρισε αμέσως πίσω και μου είπε πως ήθελε να της το δώσω ύστερα από χρόνια, αν πίστευα πραγματικά πως της άξιζε. Βιαστήκατε, λοιπόν, κύριοι πρώην συνάδελφοι, βιαστήκατε κύριε Εισαγγελέα, να με δέσετε πριν καν δείτε αν με χωρούν οι χειροπέδες σας. Ίσως φταίνε τα λάθη μου μέχρι πρόσφατα. Με κάθε υπογραφή που έβαζα, σφράγιζα όλο και περισσότερο την καταδίκη μου από την οικογένειά μου. Για αυτά τα λάθη θα μπορούσατε εύκολα να με συλλάβετε. Θα σας έδινα μόνος μου τα χέρια μου. (Μικρή παύση.)

Αφού μού απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες, δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να απαρνηθώ ό,τι τόλμησα να πω. Αλλά φαίνεται ότι οι κύριοι συνάδελφοι, ή μάλλον πρώην συνάδελφοι, δεν χόρτασαν και θέλουν κι άλλο. Σε λίγο, λοιπόν, θα τους ικανοποιήσω αυτή τη μεγάλη επιθυμία. Όμως πρώτα θέλω να σας πω ότι κάποιες στιγμές έφτασα στα όριά μου. Ήμουν έτοιμος να ενδώσω. Μου τηλεφώνησε μάλιστα πριν από δυο μέρες ένας παλιός φίλος από το κόμμα προτείνοντάς μου να αλλάξει η σημερινή έδρα και να έχουμε δικούς μας ανθρώπους. Να επέλεγα δηλαδή ποιος θα με δίκαζε.

Δικαστής: Σας παρακαλώ, κύριε Υπουργέ. Η Δικαιοσύνη δεν εκβιάζεται. Μην χειροτερεύετε τη θέση σας.

Π.Β: Κατηγορούμαι σήμερα, γιατί η δικαιοσύνη με εκβίασε. Επομένως, επιτρέψτε μου, κυρία Πρόεδρε να συνεχίσω. Είχα, λοιπόν, την ευκαιρία να επιλέξω τους δικαστές μου. Όμως αυτός που δικάζει τελευταίος είναι ο λαός. Με τα σφάλματά του, τις παραλείψεις του αλλά με ένα ένστικτο, που θέλω να πιστεύω πως στο τέλος θα με δικαιώσει. Οι παροιμίες δεν θεωρούνται άδικα σοφές. Έτσι, αποφάσισα να δικαστώ σήμερα ενώπιόν σας από άγνωστους δικαστές, με άγνωστες σχεδόν κατηγορίες, για άγνωστους λόγους αλλά με πολύ  γνωστούς κατήγορους.

Έδρασα σαν τότε που ήμουν μικρός και άκουγα τραγούδια χωρίς να καταλαβαίνω τους στίχους τους. Αυθόρμητα, προσπαθώντας να πω τη δική μου αλήθεια και να την σύρω κοντά στην αλήθεια που κυριαρχούσε στο σάπιο σύστημα της πολιτικής λοβιτούρας. Κάποιοι μού είπαν πως κακώς παραιτήθηκα. Έτσι κι αλλιώς δεν θα γλίτωνα την άρση της ασυλίας μου. Αν, όμως, δεν έπαιρναν πίσω την ασυλία μου, αυτό θα σήμαινε ότι ήμουν ίδιος μ’ αυτούς. Ότι θα την γλίτωνα με νόμους που βγάλαμε εμείς οι ίδιοι για τους εαυτούς μας, ότι θα λέγαμε στον κόσμο ότι το κακό, το άδικο, το ανήθικο, το έγκλημα δεν ισχύουν για μας αλλά μόνο για εκείνους που μας ψήφισαν και μας έφεραν ως εδώ. Θα σήμαινε ότι πράγματι τότε θα έκλεβα από το αλάθητο του πάπα. Όσοι άνθρωποι μού απέμειναν, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, μου είπαν πως κακώς τα έβαλα με το κύκλωμα. Ότι θα με κατασπάραζε. Ξέρετε, όμως, κάτι; (Με ένταση: ) Όσο τα υπνωτισμένα μας μυαλά θα επιπλέουν πάνω σε έναν χυδαίο ρεαλισμό, όσο θα επιβραβεύεται η αδιακρισία της κλειδαρότρυπας, όσο τα σύνορα θα χωρίζουν ανθρώπους, κανείς μας δεν θα μπορεί να λέγεται άνθρωπος. Θα υπογράφει πλέον επίσημα την αποποίηση ευθυνών του σε αυτή τη γη, θα υπογράφει την ηθική του ανωνυμία. Όποιο κύκλωμα μάς θέλει με χαμηλά το κεφάλι, τόσο πιο ψηλά πρέπει να το ορθώνουμε. Οι πολίτες πρέπει να γίνουν η λερναία Ύδρα απέναντι σε κάθε είδος φασισμού, σε κάθε είδος κυκλώματος. Κάθε κύκλωμα έχει την αντίστασή του. (με ένταση)

Αν νομίζετε ότι μετά την παραίτησή μου και τον λόγο μου, γύρισα πίσω στη γαλήνη και στις δάφνες μου, γελιέστε. Μαζί μου έμειναν ακόμα λιγότεροι απ’ όσους περίμενα. Αναγκάστηκα να μετακομίσω. Δεχόμουν βέβαια και γράμματα ψηφοφόρων μου που με παρότρυναν να ανακαλέσω την παραίτησή μου, αλλιώς με απειλούσαν ότι δεν θα με ψήφιζαν ξανά. Λυπάμαι αν τους έκανα να πιστέψουν ότι θα έβαζα πάλι υποψηφιότητα για να μπω σε αυτό το σπήλαιο της εικονικής πλειοψηφίας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κάποιοι θεώρησαν ότι το έκανα για να κερδίσω τις εντυπώσεις και τα φλας των καναλιών. Μέσα σ’ αυτούς και η γυναίκα μου…


ΠΡΑΞΗ 4 – ΑΝΑΜΝΗΣΗ

(Σπίτι πρώην βουλευτή. Η τέως γυναίκα του τον έχει επισκεφθεί.)

ΠΒ: Πότε γύρισε στην Ελλάδα;

Γ: Πριν από λίγες μέρες. Ίσα που πρόλαβε πριν κλείσουν τα αεροδρόμια.

ΠΒ: Έπρεπε να στείλει εσένα να πάρεις τα πράγματά του; Δεν μπορούσε να έρθει μόνος του;

Γ: Για να έρχομαι εγώ… Μη μου πεις ότι τώρα νοιάζεσαι για μένα…

ΠΒ: Πάντα νοιαζόμουν.

Γ: Είσαι τυχερός που ήρθα εγώ...

ΠΒ: Ούτε να με αντικρίσει δεν θέλει…

Γ: Το λιγότερο.

ΠΒ: Δε σβήνει εύκολα ο θυμός. Τον κατανοώ. Σας είχα παραμελήσει όλους. Αλλά είναι γιος μου!

Γ: Νόμιζες με έναν λόγο ότι θα εξιλεωθείς; Δεν γίνεσαι τόσο εύκολα ήρωας.

ΠΒ: Δεν θέλω κάτι τέτοιο. Όμως πάντα υπάρχουν οι δεύτερες ευκαιρίες. Γιατί επιτέλους δεν δέχεσαι τη συγγνώμη μου;

Γ: Δεν γίνονται θαύματα με μια συγγνώμη. Κι αυτό μέρος της γνωστής αλαζονείας σου. Το ότι δήθεν μετανόησες πιστεύεις ότι θα μας υποχρέωνε να γυρίσουμε πίσω σου σαν τα σκυλιά κουνώντας και την ουρά μας;

ΠΒ: Αν κάποτε με άκουγες σαν άντρα σου… (τον διακόπτει)

Γ: Υπήρξες.

 

ΠΡΑΞΗ 5 – ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπήρξα… Τι βάναυσος ο Αόριστος… Ούτε καν Παρατατικός! Ένας παρελθοντικός χρόνος που βάζει τελεία ανεπιστρεπτί. Ομολογώ πως την ήθελα να γυρίσει πίσω, την ήθελα δίπλα μου να μου συμπαρασταθεί, ένα κομμάτι του εγωισμού μου ζούσε και βασίλευε. Όμως άνθρωπος είμαι. Κατά βάθος ήξερα ότι σκεφτόμουν ανοησίες. Ξέβραζα τα αποθέματα αγάπης που δεν είχα δείξει, που θα έπρεπε να δείξω. Ανάμεσα στους τρεις τους, την πρώην γυναίκα μου, τον γιο μου και την κόρη μου, κέρδισα ξανά μόνο τη μία. Πάλι καλά να λέω. Κι αυτήν υπό περιορισμούς, που μου έθεσε η ίδια. Μπορεί μια στο τόσο να έρχεται στο σπίτι αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι ήθελε και θέλει να ξεχαστεί καθετί που με συνδέει με την πολιτική, που της θυμίζει εκείνον τον άλλο άνθρωπο που φυσιογνωμικά έμοιαζε με τον πατέρα της αλλά δεν ήταν κι αυτός… Όταν έφυγα από τη Βουλή, επέστρεψα στο νοσοκομείο να δω τι κάνει. Μπήκα στο δωμάτιο και την είδα να κλείνει την τηλεόραση που έδειχνε το πρόσωπό μου και να με κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση. Οι σιωπές μας συναντήθηκαν. Δεν ήθελα τίποτε άλλο στον κόσμο. Τη φίλησα στο μέτωπο. Ένιωθα ότι ζούσα σε όνειρο. Τι σου είναι το όνειρο και το φιλί… (Σκέφτεται με μειδίαμα.) Πόσες φορές είχα ονειρευτεί φιλώντας τη μητέρα της…Τον έρωτά μου… Τελικά, το όνειρο με το φιλί αποτελούν την πιο περίεργη σύνδεση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Το όνειρο σου επιτρέπει να ξεφύγεις και το φιλί σου απαγορεύει να φύγεις. Γι’ αυτό τα βλέπουμε και τα δύο με κλειστά μάτια… Μακάρι να έκλεινα τα μάτια μου και ανοίγοντάς τα να έπαιρνα μια τζούρα σπιτικής ευτυχίας αντί να περιμένω ολομόναχος μια δικαστική κρίση. (Μικρή παύση.)

Γεμάτη όρους και προϋποθέσεις η ζωή μας. Η πορεία μας σε τούτο τον ντουνιά, που λέγεται και κόσμος, μοιάζει με την κυκλοφορία σε ένα οδικό δίκτυο: Όπου σού τυχαίνει κόκκινο, σταματάς. Αν τολμήσεις και το περάσεις, θα υποστείς τις συνέπειες. Από το να μη σε δει κανείς εκείνη την ώρα μέχρι και το να μη σε ξαναδεί ποτέ. Κάποιοι βρίσκουν μπροστά τους περισσότερα πράσινα φανάρια και πιο πολλούς άδειους δρόμους κι έτσι ξεπερνούν το όριο ταχύτητας. Κάποιοι άλλοι πάλι πέφτουν στην κίνηση. Ποιος όμως μπορεί με βεβαιότητα να πει ποιο είναι το προτιμότερο;

Όλο αυτό το διάστημα που είχε παγώσει η εκδίκαση της υπόθεσής μου, αναρωτήθηκα μέσα μου «γιατί σε μένα;». Και μετά ο Θεός μού απάντησε «γιατί όχι;». Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει το ασύλληπτο, τον λόγο που γίνεται το καθετί. Ο φόβος που μας κράτησε μέσα, με έβαλε πολλές φορές στον πειρασμό να βρίσω, να αναρωτηθώ αν έκανα καλά που μέσα σε μια Βουλή 300 βουλευτών είπα δυο λόγια από τα χίλια που θα μπορούσε ένας κοινός νους να πει για το κατάντημα αυτής της χώρας, που όμως πάντα μπορεί να τα καταφέρει αν διαβάσει και τα υπόλοιπα κεφάλαια που δεν της επέτρεψαν να διαβάσει, αν βγει εκτός ύλης και βρει το μυστικό της αντίστασης. Αν ξεπεράσει τον φόβο. Τον φόβο… Ο μεγαλύτερος εχθρός για πρωτοβουλία, για δράση, για αλήθεια. Η υποταγή στον φόβο. Με αιτία τη δημόσια υγεία δόθηκε η έγκριση να φοράμε και κυριολεκτικά μάσκες. Να υποδυόμαστε, πλέον, και με τη βούλα. Να φοβόμαστε τον διπλανό, να τον κοιτάμε καχύποπτα. Και ο φόβος να καραδοκεί. Η καταγγελία να μας γίνεται συνήθεια και να προδίδουμε την καλοπέραση του άλλου για τα δικά μας απωθημένα. Πλέον, ο καταδότης γίνεται ήρωας, γεννιέται ένα άλλο πολίτευμα, η «φοβισμένη δημοκρατία». Στον βωμό της φοβισμένης δημοκρατίας οι πολίτες παραχωρούν σχεδόν ικετευτικά τα ατομικά τους δικαιώματα για χάρη του άγνωστου φόβου, για χάρη των λίγων που διοικούν. Η πολιτεία θα καταρρέει και εμείς θα ανταλλάζουμε καταγγελίες για δυο κιλά ψωμί. Αυτή θα ’ναι η αντιστοιχία. Θα κυκλοφορούμε με αγάπη και για συνάλλαγμα θα μας δίνουν φόβο. Φόβος για ένα μέλλον γεμάτο «μάλλον», φόβος να εκφράζεσαι, φόβος να μιλάς, φόβος να είσαι άνθρωπος, φόβος να είσαι εσύ ο φόβος τους. (Με κλιμακωτή ένταση:) Ε, λοιπόν, κύριοι δεν θα σας κάνω τη χάρη να σιωπήσω, δεν θα σας κάνω τη χάρη να πανηγυρίζετε πάνω από το πολιτικό μου κουφάρι, δεν θα σας κάνω τη χάρη να γελάτε πίσω από την πλάτη μου, να πανηγυρίζετε που τα πρόβατά σας θα μείνουν στο μαντρί. Ήρθε η ώρα τα πρόβατα να επαναστατήσουν, οι λύκοι να σιωπήσουν, οι αριθμοί να γίνουν άνθρωποι, οι πωλητές της ψήφου τους πολίτες, τα στόματα να μιλήσουν, η δημοκρατία να αναπνεύσει. Για αυτή την δημοκρατία βρίσκομαι τώρα εδώ, σε αυτή τη δημοκρατία θα θυσιάσω τον εαυτό μου, απ’ αυτή τη δημοκρατία θα κριθώ. Από αυτή κι όχι από τη φοβισμένη δημοκρατία, όχι από την πληρωμένη δημοκρατία, όχι από την εκδικητική δημοκρατία, όχι από τη μονοφωνική δημοκρατία. Η δημοκρατία που σαν μαριονέτα διαμορφώνεται σε κουκλοθέατρα μεγάλων γραφείων από λίγους για τους πολλούς είναι η ντροπή του πολιτεύματος. Η πραγματική δημοκρατία δεν γεννιέται από τους λίγους για να προστατευτούν οι πολλοί. Η πραγματική δημοκρατία γίνεται από τους πολλούς για να προστατευτούν οι λίγοι. (Παύση.)

Όσο, λοιπόν, σκεφτόμουν τα παραπάνω και προχωρώντας τώρα πλέον για τα καλά στην απολογία μου, βγήκε και κάτι καλό από όλη αυτή την αστυνομολαγνεία και την αστυνομοκρατία που για λόγους δημόσιας υγείας αναδύθηκαν με μεγάλη ετοιμότητα όσο βρισκόμασταν στα σπίτια μας. Εκτιμήσαμε τι είχαμε πριν, έναν περίπατο, δυο χαμόγελα, με δυο λόγια την ελευθερία. Είδαμε κάτι το οποίο αρνούμασταν με μανία να δούμε: ότι είμαστε όλοι ίδιοι, με ίδια προτεραιότητα στον θάνατο. Δακρύζαμε όλοι το ίδιο, γελούσαμε όλοι το ίδιο κι έτσι είδαμε πόσο ίσοι ήμασταν. Ήμασταν για κάποιες μέρες όλοι, όπως μας ήθελε ο Θεός να είμαστε. Καταργήθηκαν χρώματα, ηλικίες, φύλα. Τα έθνη έχασαν τη σημασία τους. Ίδιοι και ίσοι απέναντι στον φόβο, απέναντι στο άγνωστο. Οι καθρέφτες δε λειτουργούσαν πια, γιατί βλέπαμε τους εαυτούς μας στον διπλανό μας. (Μικρή παύση) Τελικά οι άγνωστοι ιοί δημιουργούνται, για να γνωρίσουμε καλύτερα τους ανθρώπους.

Και να ’μαι, πια, εδώ, ύστερα και από την καταδικαστική πρόταση του κυρίου Εισαγγελέα να προσπαθώ να αποδείξω κάτι που δεν έκανα, σύμφωνα με ένα σαθρό και αβάσιμο κατηγορητήριο. Δεν μετανιώνω. Δεν μετανιώνω για ό,τι επέλεξα να κάνω, γιατί πολύ απλά το επέλεξα. Δεν με έβαλαν οι άλλοι να γίνω πολιτικός. Δεν με έβαλαν οι άλλοι να διαβάζω στα κρυφά λογοτέχνες, όταν ήμουν μικρός, από το παλαιοβιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου. Δεν με έβαλαν οι άλλοι να υποσχεθώ στον μπακάλη της γειτονιάς μου τη δεκαετία του 70 ότι θα φέρω πίσω τον γιο του από την ξενιτιά. Θα το ξανάκανα. Το μοναδικό πράγμα που όντως έχω μετανιώσει είναι ότι ενώ στην αρχή μπορούσε να με κατηγορήσει μόνο ο άνθρωπος που με έφερε σε αυτόν τον κόσμο, η ίδια μου η μάνα, μετά από λίγα χρόνια μπορούσε να κατηγορήσει ο οποιοσδήποτε. Για αυτό, λοιπόν, πήρα σήμερα τη δύναμη, κυρία Πρόεδρε, κύριοι δικαστές, να παρουσιαστώ ενώπιόν σας και να μην τα παρατήσω: Για να μη δείξω τα σέβη μου σε ένα σύστημα που παρασιτεί πάνω στον λαϊκισμό και το βόλεμα. Άτιμη παγίδα η συνήθεια. Βούρκος ατελείωτος που σκοτώνει κάθε πρωτοβουλία, κάθε σ’ αγαπώ, κάθε όνειρο. Επαναπαύεσαι στο εύκολο και ξεχνάς την ίδια τη ζωή. Ζεις, επειδή πρέπει και όχι επειδή θέλεις. Κυνηγάς το γόητρο, το χρήμα κι άλλο χρήμα κι «ακόμα λίγο και τέλος» και περισσότερο χρήμα και όσο πιο πολύ μπορείς… Αυτό είχα πάθει. Τι αλήτης που ήμουν...

Πρόεδρος: Σας παρακαλώ. Συμπεριφερθείτε κοσμίως!

Π.Β: Γιατί, κυρία Πρόεδρε; Θα μου κάνω μήνυση; (Μικρή παύση.) Προτιμούσα να δώσω δημόσια έργα σε εταιρείες φαντάσματα, να μεσολαβήσω σε προμήθειες νοσοκομείων, οι οποίες έφταναν ελλιπείς. Ο κόσμος άφηνε την τελευταία του πνοή στα ράντζα. Χριστέ μου, στα ράντζα κι εγώ ταξίδευα στη Ζυρίχη, για να αποταμιεύσω τις δραχμές μου και μετά τα ευρώ μου σε ασφαλές μέρος. (Μικρή παύση.) Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, ίσως και να μην έπρεπε να απολογηθώ σήμερα… Αυτή θα ’ταν η τιμωρία μου. Αλλά μάλλον δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία από το να λέω φωναχτά τις πληγές μου, να τις ξύνω και να πονάω σαν σχολιαρόπαιδο που δεν έχει μάθει από τούμπες. Μα, ακόμα κι αν αθωωνόμουν, κυρία Πρόεδρε, κύριοι δικαστές, πού θα πήγαινα μετά; Δεν με περιμένει κανείς. Και δε μιλώ για αυτά τα δέκα μικρόφωνα που θα με συντροφεύουν για λίγα λεπτά μετά το δικαστήριο αλλά για αυτή την αδυσώπητη σιωπή στο σπίτι που ανακυκλώνεται συνεχώς. Μόνος μου. Η κόρη μου έδειξε κατανόηση αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει. Ο γιος μου έχει κόψει κάθε επαφή και η πρώην γυναίκα μου δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι αναγνώρισα τα λάθη μου. Εύχομαι να είναι καλά.

Φωνή ακροατηρίου: Είμαι. (Ένταση από το ακροατήριο.)

Π.Β.: Μάγδα;

Φωνή: Θα γίνω καλύτερα αν μείνεις πίσω απ’ τα κάγκελα.

Π.Β.: Πόσο καιρό είχα να ακούσω αυτή τη φωνή…

Πρόεδρος: Παρακαλώ, κύριε υπουργέ, συνεχίστε. Όχι διάλογος με το ακροατήριο.

Π.Β.: Πώς είναι ο γιος μας; Τον βλέπεις;

Πρόεδρος: Κύριε Υπουργέ, αν συνεχίσετε, θα αναγκαστώ να εκκενώσω την αίθουσα.

Π.Β.: Με συγχωρείτε, κυρία Πρόεδρε. Είχα καιρό να ακούσω αυτή τη φωνή. Με ταξίδεψε σε μια άλλη εποχή, που κλότσησα με δύναμη μακριά μου αλλά μοιάζει σαν το μοναδικό μου καταφύγιο, όταν βουτάω στη σιωπή. (Παύση.)

 

Π.Β.: Μέχρι τώρα, όμως, μιλούσαμε για τα δικά μου λάθη. Ας έρθουμε, όμως, και στα δικά σας, κύριοι κατήγοροι. Ανέχτηκα τις κατηγορίες σας, θα ανεχτείτε τον λόγο μου.

Αρχικά, το κράτος τόλμησε να με κατηγορήσει για τη δήθεν καταχρηστική άσκηση της ελευθερίας έκφρασης. Της ίδιας έκφρασης που έχουν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μόνο που εκείνα, κατά μια περίεργη σύμπτωση, έχουν όλα την ίδια γνώμη, ή σχεδόν όλα. Και κατά μια περίεργη πάλι σύμπτωση η γνώμη τους συμπίπτει με τη θέση της εκάστοτε κυβέρνησης. Κόβουν τον λόγο σε αντιφρονούντες πολίτες, διάσημοι δημοσιογράφοι διακόπτουν όποιον τολμά να αντιμιλήσει, ηχολήπτες κατεβάζουν την ένταση της φωνής όσων δεν τους συμφέρει να ακούγονται. Για αυτή τη δημοσιογραφία μιλάμε. Για τη δημοσιογραφία που διψά για πτώματα, για σκάνδαλο, για απείθαρχους πολίτες που δεν ακολουθούν τα συμφέροντα των μεγάλων αφεντικών. Η Ιερά Εξέταση υπήρξε τον Μεσαίωνα και η ιερά επανεξέταση στις μέρες μας. Δυστυχώς δεν ζει ο Όργουελ να νιώσει επαλήθευση και επιβεβαίωση για τη δυστοπία που είχε προβλέψει. (Μικρή παύση.)

Με κατηγορήσατε για προσβολή πολιτεύματος, επειδή κορόιδεψα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τους αντιπροσώπους του έθνους, λέγοντας πως το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που η αξία του κουστουμιού ξεπερνά την αξία του ανθρώπου που το φορά. Έχετε δίκιο. Και ξέρετε γιατί; Γιατί εσείς, κύριοι βουλευτές, κύριοι κατήγοροι, θα ισχυριζόσασταν χωρίς ντροπή το αντίθετο: ότι για σας το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που η αξία του ανθρώπου ξεπερνά την αξία του κουστουμιού του. Μέχρι εκεί θέλετε να φτάνουμε οι άνθρωποι και περισσότερο οι νέοι: μέχρι τον γιακά. Μέχρι εκεί πρέπει να φτάνει η αντίστασή μας. Μέχρι εκεί πρέπει να φτάνουν οι φωνές μας. Μετά γίνονται ενοχλητικές, επικίνδυνες και αν συνεχίσουν, δια μαγείας σβήνουν. Ο Μπίσμαρκ είχε πει ότι οι νόμοι είναι σαν τα λουκάνικα, καλύτερα να μη δεις πώς γίνονται. Όποτε θέλουμε και ο νόμος εξυπηρετεί το συμφέρον που τον επέβαλε, τον επικαλούμαστε, αλλιώς τον παραμερίζουμε επιδεικτικά. Λίγο καιρό πριν αποφασίσω να παραιτηθώ, οι αστυνομικοί συνέλαβαν έναν καστανά έξω από ένα πολύ γνωστό κέντρο διασκέδασης, επειδή δεν είχε άδεια. Έκαναν κάτι κακό; Μεμιάς και χωρίς δισταγμό θα σας πω όχι. Εφάρμοσαν τον νόμο. Όμως το ζήτημα είναι ότι εφάρμοσαν έναν από τους νόμους, διότι το μεγάλο κέντρο, του οποίου οι ήχοι τράνταζαν τα κάστανα παράλληλα και τα έκαναν να χοροπηδούν πάνω στα πυρωμένα κάρβουνα, πέρα από τις αυθαιρεσίες της κατασκευής του, είχε προβεί σε σωρεία φορολογικών παράλληλα με τη σύλληψη του καστανά. Δεν φταίει όμως ο επιχειρηματίας του κέντρου και του κάθε κέντρου. Φταίμε εμείς που κάνουμε τα στραβά μάτια. Η φοροδιαφυγή, θα μου πείτε, κουνάει τη μηχανή της οικονομίας. Όλοι το γνωρίζουν αυτό. Ακόμη και σπουδαίοι οικονομολόγοι κάνουν στην άκρη τα κομπιουτεράκια τους και εμμέσως πλην σαφώς την υποστηρίζουν. Θέλω να πω, αγαπητοί μου, ότι ακόμη κι η παρανομία, όταν έχει τον σκοπό της, γίνεται παράλληλος νόμος. Όχι στα χαρτιά, αλλά στη συνείδηση. Εκεί σφραγίζεται καλύτερα. Οι νόμοι βγαίνουν για τους πολλούς που ψηφίζουν, ψηφίζονται από τους λίγους που κυβερνούν και εφαρμόζονται ακόμα πιο λίγο από εκείνους που τους πιστεύουν. Γιατί η πίστη σε κάτι προϋποθέτει φόβο. Όποιος, λοιπόν, θεωρεί τον εαυτό του τόσο ισχυρό ώστε να μη φοβάται τίποτα και κανέναν, είναι εκ των πραγμάτων άπιστος. Στην αρχή της καριέρας μου φοβόμουν ακόμη και την σκιά μου. Κοιμόμουν 2 με 3 ώρες το βράδυ, για να βγάλω τις υποχρεώσεις της επόμενης μέρας. Όταν είδα ότι όλα λύνονταν πλέον με δυο τρεις καλές επαφές και κάποια πολλά μηδενικά σε τράπεζες του εξωτερικού, άρχισα να κοιμάμαι περισσότερο. Ο φόβος υποχωρούσε. Έβλεπα τη σκιά μου και την καμάρωνα. Δεν υπήρχαν πια αριστερές και δεξιές ιδεολογίες, παρά μονάχα αριστερές και δεξιές τσέπες. (Μικρή παύση.)

Με κατηγορήσατε για προσβολή του πολιτεύματος, γιατί τόλμησα να ξεστομίσω ότι η διαφθορά γλεντούσε και η δημοκρατία άντεχε, το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος είχε αρχίσει το ξέβγαλμα και η δημοκρατία άντεχε, ότι οι συνειδήσεις αλλοιώνονταν και η δημοκρατία, παρ’ όλα αυτά, άντεχε. Αντί να με συγχαρείτε που προσπάθησα να σας βγάλω από τη γλυκιά και θολή σας υπνηλία, στην οποία ήμουν βυθισμένος κι εγώ, με οδηγήσατε σε αυτό το σεπτό εδώλιο. Ομολογώ ότι οι καθαρίστριες έκαναν εξαιρετική δουλειά: τόση ώρα που το ακουμπώ και δεν έχω αγγίξει ίχνος σκόνης και βρωμιάς, σε αντίθεση με το έδρανο της βουλής, που όσο κι αν το καθάριζαν, η βρωμιά του δεν έφευγε με τίποτα. (Μουρμουρητά από το ακροατήριο.) Γιατί, λοιπόν, απορήσατε και θυμώσατε; (Με ένταση:) Ποιο πολίτευμα λέγεται δημοκρατικό, όταν το δημόσιο χρήμα το απολαμβάνουν λίγοι; Ποιο πολίτευμα λέγεται δημοκρατικό, όταν κάθε μία ψήφος ξεχωριστά αντιστοιχούσε και σε μια αγγαρεία, που τις περισσότερες φορές έφτανε στο βόλεμα των δικών μας; Ποιο πολίτευμα λέγεται δημοκρατικό, όταν η ψηφοφορία κατά συνείδηση μετατρεπόταν σε ψηφοφορία κατ’ εντολή;

Φωνές από το ακροατήριο: «Αποδείξεις! Θέλουμε αποδείξεις!»

Π.Β.: Μα σοβαρολογείτε, κύριοι; Κάθε επαγγελματίας κατεργάρης που σέβεται τον εαυτό του και τη λεία του φροντίζει πάντοτε να την αποκρύπτει τεχνηέντως. Ενώ το χρήμα είχε χαθεί φαινομενικά, αυτό έκανε σουλάτσα σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, λες και έκανε Εράσμους και οι Εισαγγελείς και Αντιεισαγγελείς έτρεχαν ξοπίσω του μήπως και το προλάβουν, λες και έπαιζαν πινακωτή. Οι συνάδελφοι βουλευτές, από την άλλη, ατράνταχτοι στις θέσεις τους, αγαλματάκια ακούνητα! Όμως κανείς δεν ξεσηκώθηκε (με λύπη, μικρή παύση), κανείς δεν ήθελε να χαλάσει την ηρεμία του. Να σηκωθεί και να έρθει να μας πει: Εσείς είστε οι Έλληνες του Παλαιολόγου; Εσείς είστε οι Έλληνες του Καποδίστρια; Κανείς δεν ήρθε. Και η ιστορία πάτησε το στοπ και η χώρα δεν είχε πια ανάγκη από ήρωες, γιατί δεν γνώριζε ότι έπρεπε να επαναστατήσει. Και τα παιδιά συνέχιζαν να μεγαλώνουν με τα «έλα μωρέ τώρα», με τα «δες τηλεόραση», με τα «παίξε ηλεκτρονικό και μη με ενοχλείς». Κι αυτά συνέχιζαν να μεγαλώνουν σαν ψάρια σε ιχθυοτροφείο, χωρίς να είναι έτοιμα να βγουν έξω στο πέλαγος, στην αληθινή ζωή. Και τα παιδιά κάναν δικά τους παιδιά και με τη σειρά τους έγιναν πολίτες που πωλούσαν τις ψήφους τους μπροστά στις ακριβές πολιτικές διαφημίσεις. Κι έτσι, η Ελλάδα, αν και βουτηγμένη στη θάλασσα, παρέμεινε μια χώρα ιχθυοτροφείου, μακριά από έγνοιες, όπως «ποιος θα σώσει επιτέλους αυτόν τον τόπο». Ώρες – ώρες νιώθω πως τα καναρίνια είναι περισσότερο ελεύθερα στα κλουβιά τους παρά οι άνθρωποι στις πόλεις τους. Γιατί αν δεν έχεις φροντίσει να μάθεις την ιστορία του τόπου σου, τότε δεν σου ανήκει τίποτα: απλώς φιλοξενείσαι.

(Μικρή παύση.)

Με κατηγορήσατε για προσβολή πολιτεύματος, επειδή ανέφερα στον λόγο μου τα Θεία, επειδή τόλμησα να πω ότι προδώσατε το Τίμιο Ξύλο της ίδιας σας της συνείδησης και της ψυχής. Και ξαφνικά ξεπετάχθηκαν όλοι οι αναμάρτητοι να δηλώσουν βαθιά προσβεβλημένοι και ότι δήθεν έθιξα την θρησκευτική τους υπόληψη. Τον Θεό τον κρύβουμε μέσα μας, αγαπητοί μου, άρα όποτε προδίδουμε τον εαυτό μας, προδίδουμε και τον Θεό. Οι μεγάλοι σταυροί σε αυτή τη χώρα από μερικούς μεταφράστηκαν σε ταξίδια στο εξωτερικό με την «ιδιαιτέρα γραμματέα τους», σε μαύρο χρήμα σε γνωστές οφσόρ, σε ψέματα ολκής, σε άρνηση του ίδιου τους του είναι. Τι θέλει ο Θεός; Τι να θέλει; Θέλει αυτό που είναι: αγάπη. Θα μου πείτε τώρα «ποιος μιλάει…» και θα έχετε και δίκιο. Πριν από κάποια χρόνια είχα ταξιδέψει στη Μαγιόρκα. Έτρωγα ό,τι είχε απομείνει από ένα καλό «δώρο φίλου» από το 2008. Παραγραμμένο μεν, αξιοποιημένο δε. Μετά ήρθε η κρίση και σταμάτησαν οι οικονομίες. Γνωρίζετε εξάλλου…

Φωνές από το ακροατήριο: Τι μας τσαμπουνάς; Εμείς είμαστε νέα βουλή, νέο αίμα!

Β: Ααα.. Τους χαιρετισμούς μου στον πατέρα σας. Πώς πάει το εργοστάσιο; Τον είχα πετύχει πρόπερσι τέτοιον καιρό στο υπουργείο οικονομικών. Χάρηκα που κέρδισε όλως τυχαίως τον διαγωνισμό.

Φωνές: Ντροπή σου! Ντροπή σου!

Β: Αναφέρομαι στο σώμα, απευθύνομαι στο σύνολο, κυρία Πρόεδρε.
Απευθύνομαι στην εικόνα που είχαμε καταφέρει να δημιουργήσουμε τόσα χρόνια. Αλήθεια, τι σκέπτεται ο μέσος Έλληνας, τι του ’ρχεται απευθείας στο νου, όταν ακούει τη λέξη Βουλή; (Μικρή παύση.) Αυτό ακριβώς. Οπότε ίσως και να έχω δίκιο. Επιτρέψτε μου, όμως, να συνεχίσω, καθώς, αφού θα καταδικαστώ, ίσως με αναστολή ελπίζω, υπολογίζω το βράδυ να είμαι στο σπίτι μου και να βλέπω το αγαπημένο μου ντοκιμαντέρ με ζώα. Για να μην παρεξηγηθώ κι άλλο, γιατί τελικά όλη αυτή η δίκη μοιάζει με ένα καλοστημένο όνειρο, θα ήθελα να διευκρινίσω το εξής για αυτό που έλεγα προηγουμένως: Πρέπει να φοβόμαστε τον Θεό, για να είμαστε έντιμοι; Πρέπει να φοβόμαστε τον νόμο, για να είμαστε δίκαιοι; Πρέπει να φοβόμαστε τι θα πει ο κόσμος, για να είμαστε ταπεινοί; Το μέσα μας δεν μας φοβίζει καθόλου; Τίποτα; Έστω μια σταλιά; Ε, ναι, λοιπόν, κύριοι συνάδελφοι. Προδώσατε το Τίμιο Ξύλο της ίδιας σας της συνείδησης, της ίδιας σας της ψυχής, θέλοντας τους πολίτες να δέχονται τα πάντα, θέλοντας τη νεολαία να είναι αμόρφωτη και να μπαίνει στο πανεπιστήμιο με 1,4. Είστε περήφανοι, λοιπόν, οι γονείς που το παιδί σας έγραψε το όνομά του, παρέδωσε λευκή κόλλα και πέρασε σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αν ντρέπεστε, το παιδί σας θα έχει παιδεία, αν και όχι μόρφωση. Αν πάλι δεν ντρέπεστε και είστε περήφανοι, τότε δεν θα φταίει εκείνο για ό,τι γίνει. Δεν φταίει ο πηλός για το σχήμα που του δίνει ο γλύπτης. Δεν φταίει ο γιος μου που δεν με υπολογίζει καθόλου για πατέρα του. Δεν φταίει που θέλει να ξεχάσει ακόμα και το όνομά μου. Μεγάλωσε με τις νταντάδες τα πρωινά και τη μάνα του τα απογεύματα. Μεγάλωνε αυτός και μίκρυνε η αγάπη του για μένα. Έτσι πάνε αυτά τα ποσά… Είναι αντιστρόφως ανάλογα… (Κατηφής. Μικρή παύση.)

Π.Β.: Κυρίες και κύριοι, ο δόλος με την αμέλεια χωρίζονται από μία λεπτή γραμμή. Το ότι ένα κατεστημένο επιθυμεί τους πολίτες και δη τους νέους αμόρφωτους είναι δεδομένο. Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Μα ασφαλώς ο Δαβίδ δεν μπορεί να νικήσει τον Γολιάθ, θα μου πείτε. Όμως μπορεί να επιλέξει έναν δρόμο που δεν θα τον βρει μπροστά του. Να διαλέξει να περάσει και από άλλα μονοπάτια που μέχρι τότε δεν του τα είχε πει κανείς. Ανοίγοντας τα μάτια και τεντώνοντας τα αυτιά μπορεί να αφουγκραστεί την ανάσα της κοινωνίας, να δει τα πραγματικά προβλήματα. Να ελέγχει αν το 1+1 κάνει 3 όπως του λένε, να μην το δέχεται αμαχητί. Αν η θεωρία του Δαρβίνου ισχύει και συνεχίζουμε να ζούμε τη ζωή μας χωρίς έγνοια, τότε είναι σίγουρο ότι θα εξελιχθούμε κι εμείς οι ίδιοι σε ρομπότ και δε θα χρειαστούμε αυτά που φτιάχνουμε τώρα. (Μικρή παύση.) Μια φορά η κόρη μου είχε παρατηρήσει στην παραλία μετά το μπάνιο μας, όταν ήμασταν ακόμα οικογένεια, ένα πλαστικό ποτήρι παρατημένο. Πήγε να το μαζέψει ρωτώντας με παράλληλα πού να το πετούσε. Τότε της έβαλα τις φωνές και της είπα να μην το αγγίξει καν και ότι όλο και κάποιος θα βρισκόταν να το πετάξει. Τελικά τα μικρόβια που μόλυναν τα είχα εγώ και όχι το πλαστικό της ακτής. Άραγε θα υπήρξε κάποιος άλλος που θα το περιμάζεψε ή το τράβηξε η φουρτούνα στην αγκαλιά της για τα επόμενα εκατοντάδες χρόνια; Είναι στη δική μας ευχέρεια ο κόσμος να γίνει πιο καθαρός. Κι επειδή είναι δύσκολη η μεταφορά, ας γίνει πραγματικότητα η κυριολεξία. (Μικρή παύση.)

Με κατηγόρησαν ακόμη, κυρία Πρόεδρε ότι προσέβαλα το δημοκρατικό πολίτευμα, επειδή ανέφερα στον λόγο μου ότι κυβερνά η μειοψηφία. Όπως με διαβεβαίωσε ο κύριος Υπουργός των Οικονομικών πλειοψηφία θεωρείται το 50,01% και πάνω. Τώρα αν το 25, 35 ή 40% θεωρούνται πλειοψηφία από τη δική σας μαθηματική σκέψη, τότε ζητώ συγγνώμη για τις γνώσεις μου. Ας μην παιδεύουμε, πλέον, τον λαό. Ας προσθέσουμε 290 έδρες μπόνους στο εκάστοτε πρώτο κόμμα που θα κυβερνά κι ας ψηφίζει ο λαός, για να βγουν οι υπόλοιπες 10. Πού να κουράζουμε τον κόσμο τώρα να βάζει σταυρούς, πάνω κάτω και επί τα αυτά… Λίγοι και καλοί. (Γελά.) Μα είναι δυνατόν; Είναι φανερό, ότι όλες οι κατηγορίες μου είναι προσχηματικές. Δεν είδα να ιδρώνει κανενός το αυτί για τις μειοψηφίες που πονούν, που κλαίνε, που βιάζονται, που δεν τολμούν να βγουν απ’ το σπίτι τους, επειδή φοβούνται τι θα πει ο κόσμος. Στην Αυστρία ακόμη να ξεπεράσουν την αποκάλυψη του 2008 ότι πατέρας βίαζε την κόρη του για 24 συναπτά χρόνια, έχοντας αποκτήσει παιδιά μαζί της. Η κοπέλα βρισκόταν για καιρό σε σοκ, αμίλητη, αγέλαστη. Μην ζαρώνετε τα μάτια, παρακαλώ. Δίπλα σας υπάρχουν. Το δίκαιο του ισχυροτέρου συνεχίζει να περιτριγυρίζει απτόητο κι εμείς κλείνουμε με θόρυβο τα βράδια τα παντζούρια μην και ταράξει την ησυχία μας. Οι μαθητές μαθαίνουν το πρωί στα σχολεία για τον ρατσισμό και τις επιπτώσεις του και κάποιοι απ’ αυτούς το απόγευμα πάνε και την πέφτουν σε παιδιά διαφορετικά. Εφόσον η παιδεία δεν έχει καρφιά ή φυσίγγια, πάντα θα βρίσκεται κάποιος χωρίς αυτήν που θα την απειλεί. Δεν ξέρετε πού αλλού υπάρχουν μειοψηφίες εκτός από δίπλα μας; Σε γωνίες, σε ίσκιους, σε ερημιές, όχι γιατί το επέλεξαν, αλλά γιατί εκεί οδηγήθηκαν. Όμως όλοι, κυρία πρόεδρε, αγαπητοί θεατές, βρισκόμαστε κάτω από έναν Θεό. Από τον ίδιο Θεό. Μπορεί να μην γνωρίζουν κάποιοι πώς τον λένε, ή ποια θρησκεία έχει τελικά δίκιο για το όνομά του, αλλά Αυτός είναι και είναι ένας. Ποιος Θεός θα επιθυμούσε την κακία; Την ωμή και γλιστερή κακία; Αν θεωρείτε ότι μια δημοκρατία που συγκροτήθηκε από τους πολλούς δεν πρέπει να νοιάζεται και για τους λίγους, τότε λυπάμαι που πατούμε στην ίδια γη, που μυρίζουμε την ίδια φύση, που χαϊδεύουμε τα ίδια ζώα. Αν θεωρείτε ότι μια δημοκρατία που δημιουργήθηκε από τους περισσότερους δεν πρέπει να νοιάζεται και για τους λιγότερους, δεν αξίζετε να έχετε ονόματα παρά μονάχα ποινικό μητρώο. Γιατί η ελπίδα μας είναι σαν την Χημεία: ξεκινά τη στιγμή που ένα άτομο πλησιάζει ένα άλλο. (Μικρή παύση.) Είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχουν πολλοί εδώ που πιστεύουν σε θανατικές ποινές, σε δήθεν υποκουλτούρες μαύρων, σε υποτίμηση των ανήμπορων ή σε αποστασιοποίηση των διαφορετικών. Γιατί ακριβώς όλοι αυτοί είναι διαφορετικοί. Κι εγώ, κι εσύ, κι εκείνη, κι εσείς. Όλοι είμαστε διαφορετικοί. Ευτυχώς… Αν όλοι αγαπούσαμε όσο μισούμε, ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος. (Παύση.) Παρακαλώ, μπορώ να έχω λίγο νερό;

Φωνή 1: Όχι!

Φωνή 2 στη φωνή 1: Ντροπή σου!

Φωνή 1 (πιο δυνατά): Οι Πακιστανοί ποτέ δεν θα ’ναι ίσοι με μας!

Βουλευτής προς φωνή 1 κουνώντας το κεφάλι του ειρωνικά: Να ξέρατε πόσο δίκιο έχετε…

(Αναστάτωση στο ακροατήριο. Του φέρνουν νερό. Πίνει.)

Πρόεδρος: Παρακαλώ, κύριε Υπουργέ, συνεχίστε.

Βουλευτής: Όχι πια Υπουργός, σας το ζητώ ως χάρη.

Πρόεδρος: Δεν έχω καμία πρόθεση να σας καλοπιάσω. Ούτε το λειτούργημά μου το επιτρέπει. Καθαρά και μόνο τιμής ένεκεν.

Βουλευτής: Τιμής ένεκεν… (ψιθυριστά)

Φτάνοντας στο τέλος, κατηγορήθηκα ότι προσέβαλα το δημοκρατικό πολίτευμα, επειδή έθιξα τα ατομικά δικαιώματα. Αυτή σας η λογοκρισία, κύριοι κατήγοροι, να ξέρετε ότι είναι το στόμα του δράκου που ξεπετάει ανελέητα φωτιές. Όταν σε μία κοινωνία ξεκινά η περιστολή δικαιωμάτων προς χάριν του λεγόμενου «δημοσίου συμφέροντος», αυτή πρέπει να γίνεται με φειδώ και αιδώ. Με αιδώ, γιατί πρέπει να ντρέπεται κανείς να αγγίξει τον πυρήνα της ύπαρξης του ανθρώπου στη γη που είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ίδια του η αναπνοή. Με φειδώ, γιατί ο χωρίς μέτρο περιορισμός της ελευθερίας της κίνησης, της πληροφόρησης, της ανάπτυξης της προσωπικότητας, θα δημιουργήσει «κατοικίδιους» ανθρώπους με ένα Θεό αφεντικό, κάτι που ούτε ο ίδιος ο δημιουργός μας δεν θα ’θελε. Η συναίνεση στην υποταγή αποτελεί κι αυτή δικαίωμα, όμως μέχρι ποιου σημείου ο άνθρωπος μπορεί να αφήνεται ελεύθερος στο να γίνεται ρεζίλι; Κανείς δεν γεννήθηκε με αλυσίδες. Όταν, όμως η συναίνεση δίνει τη θέση της στην ελεύθερη στάθμιση αγαθών από το κράτος με πρόφαση ένα δημόσιο συμφέρον που ποτέ δεν το έχουμε δει, δεν το έχουμε πιάσει, τότε το πολίτευμά μας φλερτάρει και με άλλα πέρα από τη δημοκρατία. Τότε η λογοκρισία, η χωρίς όρια τεχνολογική παρακολούθηση, η συνέτιση των ανθρώπων από δήθεν ειδήμονες και η απομόνωσή μας από κάθε είδους «επίφοβη» για το καθεστώς δραστηριότητα ή επαφή θα σημάνει και το τέλος. Το τέλος της ανθρωπότητας, το τέλος του σεβασμού, το τέλος των αξιών.

Και μόλις ήρθε η στιγμή για το τέλος το δικό μου. Γνωρίζω ότι σας κούρασα αλλά δεν έχω καμία ενοχή για αυτό. Γιατί για εσάς (δείχνει στην έδρα) είναι δουλειά και για σας (δείχνει τους κατήγορους) είναι διασκέδαση. Αναρωτιέμαι, αν σήμερα καταδικαστώ, πότε θα μπορέσω να ξαναδώ την κόρη μου και το σπίτι μου. Δεν είναι η ιδέα μου τελικά… Το σπίτι μικραίνει όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι. Κάποτε ο διάδρομος του χωλ μού φαινόταν ολόκληρο γήπεδο με δύο τέρματα. Πώς ρίχναμε εκεί παλιά σουτάκια για να μπαίνει γκολ στις απέναντι δύο κολώνες; Πώς θεωρούσα ότι τα πίσω δωμάτια του σπιτιού απείχαν από το σαλόνι μια αιωνιότητα μέχρι να πάω; Πώς τεντωνόμουν, για να πιάσω τα γαριδάκια που έκρυβε ο πατέρας μου στο πάνω ράφι; Και τώρα με δυο δρασκελιές τα κάνω όλα και ο χρόνος περισσεύει για να θυμάμαι τι έκανα παλιά. Το χωλ μίκρυνε. Το ίδιο και τα τέρματα. Η θεόρατη πόρτα τώρα πια τρίζει αδιάφορα και δεν είναι πια θεόρατη. Η πρόκληση να φτάσω τα γαριδάκια φαντάζει γελοία. Με μια ξενέρωτη επίσκεψη στο κοντινό σούπερ μάρκετ τα έχω όλα. Και τίποτα. Και τώρα αναπολώ το μικρό μου ύψος, τα μαθητικά μου βιβλία, τα αθλητικά παπούτσια που φορούσα στη γυμναστική, τους γονείς μου ευτυχισμένους με την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο. Ένα ξέγνοιαστο ανώριμο παιδί τότε. Τι να την έκανα την ωριμότητα; Ας γελάσω… Ωριμότητα… Η αντίδρασή μας να φύγουμε μακριά από το παιδί που κρύβουμε μέσα μας. Αυτό είναι η ωριμότητα. Κι όσο πιο πολύ ώριμος είσαι, τόσο πιο πολύ μόνος νιώθεις. (Μικρή παύση.)

Ακολουθεί το ποίημα «Μοναξιά» της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ (εκδόσεις Καστανιώτη):

https://www.youtube.com/watch?v=7UYfxBbEYLs

Όλοι και μόνοι μας, λοιπόν. Ούτε η ίδια μας η σκιά δεν θα μας βοηθήσει στα δύσκολα. Μόνοι, έτσι όπως γεννηθήκαμε στον κόσμο, θα σώσουμε και τον κόσμο. Μονάδες καλοσύνης που θα συναντηθούν καθ΄ οδόν και θα γίνουν ένα. Πάντα θα υπάρχει η αμφιβολία, ο φόβος για το λάθος. Όμως, από τα λάθη γιατρεύεται ο κόσμος. Κι έτσι, είχα στον νου συχνά τη σκέψη να κάνω πίσω. Να δεχτώ σιωπηρά την κατηγορία και την καταδίκη μου και να σιωπήσω για πάντα. Δεν μπορούσα όμως. Επιτέλους έπρεπε να μιλήσω. Έτσι είμαι. Αυτός είμαι. Ένα αδηφάγο όρνεο που επί τριάντα έτη δε μιλούσα. Έτρωγα και ξεχνούσα. Έτρωγα χρήματα και ξεχνούσα ανθρώπους. Τι έκανα… Τι μπόρεσα και έκανα… Και κανένας σας (απευθύνεται στο ακροατήριο), κανένας σας, δεν με σταμάταγε. Με εκλέξατε πέντε συνεχόμενες φορές. Για μένα το βουλευτιλίκι είχε γίνει το επίσημο επάγγελμά μου, η μία και μοναδική μου αγάπη, το οξυγόνο μου… (Μεγάλη παύση. Κοιτά την πρόεδρο αγέρωχα.) Ζητώ τη μεγίστη των ποινών. (Αντίδραση ξαφνιάσματος από το ακροατήριο.)

Δικηγόρος: Μα τι λέτε; Μη δίνετε σημασία, κυρία Πρόεδρε!

Π.Β (δυνατά): Είπα. (Σιωπή.) Ζητώ τη μεγίστη των ποινών. Δεν μου αξίζει να κυκλοφορώ ελεύθερος ανάμεσα σε μουδιασμένους νέους, σε αμφιταλαντευόμενους μεσήλικες και σε επαναστατημένους παππούδες. Δεν μου αξίζει να απολαμβάνω την κοινωνία που δημιούργησα. Σώστε με από αυτή. Γιατί όταν στην ελεύθερη κοινωνία κυριαρχεί η λάσπη, η καχυποψία και τα απωθημένα, προτιμώ να ζω στη φυλακή. Ίσως εκεί βρω περισσότερη δικαιοσύνη. Ζητώ τη μεγίστη των ποινών.

(Κάθεται στην καρέκλα του εδωλίου σκουπίζοντας με το μαντήλι του το μέτωπό του.)

Πρόεδρος: Ησυχία, παρακαλώ! Ησυχία! Το δικαστήριο διακόπτει, για να αποφανθεί.

(Ακούγονται καρέκλες που τρίζουν, καθώς σηκώνονται όλοι όρθιοι. Τα φώτα σβήνουν.)

(Τα φώτα ανάβουν και πάλι. Η έδρα επιστρέφει.)

Πρόεδρος: Το δικαστήριο κηρύσσει τον κύριο πρώην βουλευτή αθώο λόγω αμφιβολιών. Λύεται η συνεδρίαση.

(Ακούγονται κάποια χειροκροτήματα και αρκετά γιουχαΐσματα, ο πρώην βουλευτής έχει σκυφτό το κεφάλι, φαίνεται απογοητευμένος. Φλας αστράφτουν παντού. «Μία δήλωση!», «Πώς αισθάνεστε;», «Τι έχετε να πείτε στον κόσμο που σας πίστεψε;» Οι φωνές απομακρύνονται. Σιωπή.)

 

ΠΡΑΞΗ 6 – ΣΠΙΤΙ ΒΟΥΛΕΥΤΗ.

 

(Αυλή. Ακούγεται μηχανή αυτοκινήτου να σβήνει.)

Κόρη: Μα γιατί είσαι έτσι; Δικαιώθηκες! Αθωώθηκες, πατέρα!

Π.Β.: Λόγω αμφιβολιών… Δηλαδή δεν ξέρουν κι αυτοί οι ίδιοι τι είμαι. Δεν έπεισα. Δεν έπεισα…

Κόρη: Είσαι αθώος. Τον λόγο ας τον βρουν εκείνοι. Και είσαι καλά. Και για αυτό ευγνωμονώ τον Θεό! Έλα τώρα πάμε μέσα! (Ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου. Ο πρώην βουλευτής χαμογελά.)

Π.Β.: Πήγαινε και έρχομαι. Θα βάλω λίγη τροφή στον σκύλο, γιατί θα με δικάσει κι αυτός σε λίγο…

Κόρη: Μην αργήσεις… (Κλείνει την πόρτα.)

Π.Β. (εύχαρος): Σε δύο λεπτά είμαι πίσω. (Ψιθυριστά): Αμφιβολιών…  Λόγω αμφιβολιών...

(Ακούγεται να κλείνει και η δεύτερη πόρτα του αυτοκινήτου και στη συνέχεια βήματα. Ο σκύλος όλος χαρά και προσμονή για φαγητό δίνει την δική του «παράσταση.» Ακούγεται ξηρά τροφή να πέφτει μέσα σε ένα μπολ. Ο σκύλος ξεκινά να τρώει. Ξαφνικά ακούγεται απότομο φρενάρισμα από αμάξι στο δρόμο και έπειτα δύο πυροβολισμοί. Το αυτοκίνητο επιταχύνει τρελά, ενώ σχεδόν παράλληλα ακολουθεί ο ήχος μεγάλης ποσότητας ξηράς τροφής να πέφτει απότομα στο δάπεδο.)

 

ΑΥΛΑΙΑ