Βραβευμένο διήγημα στον Πανελλήνιο διαγωνισμό:
"Αντώνης Σαμαράκης"
«Τέλος στην αναστολή
πλειστηριασμών των ακινήτων», διάβασε στο
κάτω μέρος του εξωφύλλου της κυριακάτικης εφημερίδας. Τα ακροδάχτυλά του έσφιξαν
το φύλλο, το τσαλάκωσαν. Λες και έφταιγε εκείνο για τις ειδήσεις. Παράτησε κάτω
τις χάρτινες σελίδες με τις φλέβες στα χέρια του να πετάνε έντονα και τα πυκνά του
φρύδια να προσπαθούν να φτάσουν το ένα το άλλο. Ξεφύσηξε. Σηκώθηκε όρθιος και
κίνησε για το υπνοδωμάτιό του με την ελπίδα να βρει εκεί τον αναπτήρα. Ήθελε
απεγνωσμένα να ανάψει το προτελευταίο τσιγάρο, που είχε απομείνει στο πακέτο
του, αν και είχε προσπαθήσει να κόψει το κάπνισμα από καιρό. «Μόνο στις μεγάλες φουρτούνες» είχε πει
ότι ίσως ενέδιδε. Δεν βρήκε αυτό που έψαχνε. Αναστάτωσε όλο το σπίτι. Μέχρι που
θυμήθηκε. Είχε δανείσει τον αναπτήρα στον πρώτο του εξάδερφο, όταν είχε έρθει
για επίσκεψη την προηγούμενη μέρα. Και τώρα τι; Πώς θα αντιδρούσε σε αυτή την
είδηση; Πώς θα έδειχνε την αγανάκτηση, την απόγνωσή του; Στάθηκε όρθιος για
λίγο με τα μάτια κλειστά και τα χείλη σφιγμένα. Έδινε τη μικρή του μάχη. Τη
μάχη του πολίτη. Έδειχνε τη δύναμη της μονάδας. Τη σπίθα της αναμενόμενης
επανάστασης του τόπου... Αυτός θα ξεκινούσε τη μεγάλη αλλαγή... Αυτός θα έδινε
το μεγάλο «πάμε», κι ας ήταν λίγο μεγάλος. Όχι στο ύψος. Όχι στο σώμα. Στην
ηλικία. Και τι μ’ αυτό; Θα ξεσήκωνε το πλήθος... Θα τους έδειχνε εκείνος...
«Το χειρότερο είναι να μείνεις πάνω στην
απόπειρα. Εκεί δεν θα σε ακούσει κανείς. Δεν θα σε κοιτάξει κανείς. Δεν θα σε
λογαριάσει κανείς και ίσως σε λυπηθεί και κάποιος», του είχε μιλήσει με λόγια
σοφίας ένας καθηγητής του στο Λύκειο του χρόνια πριν. Είχαν κρατήσει για κάποιο
διάστημα επαφές και μαζί μ’ αυτές τη σχέση εκείνη που αναπτύσσεται μεταξύ
μαθητή και δασκάλου, άπειρου και γνώστη, αισιόδοξου και ρεαλιστή και κρατάει
μέχρι την προσωρινή νίκη του θανάτου επί της ζωής με διαιτητή τις εμπειρίες.
Δεν έπρεπε, το λοιπόν, να μείνει στην απόπειρα. Να κάνει πίσω. Να λοξοδρομήσει
και να παραμείνει στην εύκολη λύση της αναδίπλωσης, του δωρεάν ωχαδερφισμού,
του έτοιμου φαγητού που χορηγείται σε όλους, όσοι περνούν με επιτυχία τη
διαδικασία της πλύσης εγκεφάλου.
Θα
έπραττε. Δεν θα σιωπούσε. Βιάστηκε να ντυθεί. Να βάλει τα καλά του. Διάλεξε το
ωραίο του κοστούμι από την ντουλάπα. – Κάποια στιγμή σα να του φάνηκε ότι
μύριζε ακόμη ναφθαλίνη – Χτένισε τα ατίθασα από τις ιδέες του μαλλιά και άρπαξε
το ελαφρύ του πορτοφόλι. Κατόρθωσε τελευταία στιγμή να κλείσει το ξύλινο
παράθυρο του καθιστικού που αντιστεκόταν στην έντονη φορά του ανέμου, πριν η
κουρτίνα σύρει στο διάβα της ό,τι θα ’βρισκε μπροστά της. Έφτασε στο τραπέζι του
σαλονιού, έσκισε το φύλλο της εφημερίδας, το δίπλωσε στα τέσσερα και το πήρε
μαζί του. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Κίνησε για την επανάσταση.
Στη
διαδρομή σκεφτόταν: «Απλό ήταν. Αυτό
ήταν. Οι αξίες δεν θα χαθούν. Η νέα γενιά θα πάρει πίσω όσα ασυνείδητα ξεστόμισε
για μας. Θα της κληροδοτήσουμε μια χώρα καθαρή». Στο δρόμο για την πλατεία
των Λεόντων χαιρετούσε γνωστούς με ασυγκράτητο χαμόγελο.
-
«Γεια
σου, Βαγγελιώ! Ωραία μέρα για αντίσταση, δεν βρίσκεις;»
-
«Γεια
σου κι εσένα. Αντώνη! Για πού το ’βαλες;»
-
«Πηγαίνω
να μας αθωώσω στα μάτια των παιδιών!»
Η
κυρία Βαγγελιώ έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα με τα μάτια γουρλωμένα και τη
σκούπα ακίνητη στο περβάζι της πόρτας του μαγαζιού της.
Είχε
ανατείλει μια ηλιόλουστη μέρα σε όλο το νομό Ηρακλείου. Ο Αντώνης κατηφόριζε,
ανηφόριζε, στεκόταν και προχωρούσε. Έπαιρνε δυο – τρεις ανάσες για εφόδιο και
πάλι απ’ την αρχή.
-
«Γεια
σου, Πάτροκλε!»
-
«Γεια
σου, Αντώνη! Για πού έτσι φουριόζος; Κάτσε να πιεις ένα ουζάκι!»
-
«Τι
να προκάμω; Τώρα επαναστατούμε!»
-
«Και
πού ειν’ τ’ όπλο σου;»
-
«Πάντα μαζί
μου!», του απάντησε μεμιάς δείχνοντας το μυαλό του και συνέχισε το δρόμο
του, μέχρι που οι δελεαστικές μυρωδιές απ’ την πλατεία των Λεόντων τον
προειδοποίησαν ότι κοντοζύγωνε.
Κάθισε
δίπλα στο σιντριβάνι, βαστάζοντας την καφετιά του μαγκούρα και περίμενε γεμάτος
αγωνία να έρθουν και οι υπόλοιποι, να ξεκινήσουν μαζί. Γιατί οι αλλαγές, όπως διατρανώς δήλωνε όπου
στεκόταν και όπου βρισκόταν, γίνονται από
σύνολα συνειδητοποιημένα και όχι από καιροσκόπους διασκορπισμένους.
Η
ώρα περνούσε. Σηκώθηκε και αγόρασε ένα μπουκαλάκι νερό από το κοντινό περίπτερο
βαριανασαίνοντας. Όλες οι εφημερίδες έγραφαν για τα νέα μέτρα, που είχαν
προαποφασιστεί από τους κουστουμαρισμένους κυρίους πολιτευτάς μας. Έριξε ακόμη
μία ματιά ολόγυρα, γεμάτη απορία. Ένα συναίσθημα, το οποίο ύστερα από λίγη ώρα
θα παραχωρούσε τη θέση του στην απογοήτευση.
-
«Μα
πού είναι όλοι, Χρήστο; Γιατί δεν έρχονται;», ρώτησε τον
περιπτερά με φανερή την περιέργεια ζωγραφισμένη στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπό.
-
«Για
ποιο πράγμα, Αντώνη;»
-
«Μα
για την επανάσταση ασφαλώς! Πρέπει να μιλήσουμε, να αντισταθούμε!».
Ο περιπτεράς με ένα γλυκόπικρο μειδίαμα στα χείλη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι
χωρίς να αραδιάσει λέξη.
Ο
Αντώνης κατάλαβε. Πλήρωσε το τίμημα, και εκείνο του νερού και εκείνο της δημοκρατίας
κι αποχώρησε από το σημείο. Σκυμμένο κεφάλι. Κίνηση βαριά, χωρίς ρυθμό στο βηματισμό
της. Μάτια δακρυσμένα, γόνατα λυγισμένα. Κορμί να διαμαρτύρεται για το κόστος
της απρόσφορης αυτής απόπειρας. Καρδιά να πάλλεται και μυαλό να απεργεί. Κενός
από σκέψεις πλέον, από ιδέες. Εγκαταλελειμμένος από αξίες μιας παλιάς εποχής.
Και η τωρινή του ζωή γεμάτη συγγνώμες που δεν πρόλαβε να ζητήσει. Και ξαφνικά,
εκεί στο ισοζύγιο των ιδανικών με το τίποτα, κάτι τον τάραξε. Μια ασπρόμαυρη
μπάλα ποδοσφαίρου σταμάτησε ακριβώς μπροστά στα πόδια του.
-
«Μη,
κύριε! Θα τη μαζέψω εγώ!»
Ο
Αντώνης γύρισε και είδε ένα παιδί. Γύρω στα δώδεκα χρόνια το υπολόγισε. Όταν το
παιδί τον πλησίασε, εκείνος του χαμογέλασε γλυκά.
-
«Μη
φοβάσαι, δεν πρόκειται να στην πειράξω.»
Το παιδί τον ευχαρίστησε.
-
«Ξέρεις
ότι περίπου στην ηλικία σου είχα δει τελευταία φορά τον εγγονό μου;»
-
«Αλήθεια;»,
έκανε έκπληκτο εκείνο. «Πώς τον λένε;
Μήπως πηγαίνουμε στην ίδια τάξη;»
-
«Ω,
όχι», αποκρίθηκε μελαγχολικά ο Αντώνης, αλλά με το χαμόγελο
ακόμη παρόν στα χείλη του. «Δεν γίνεται. Ο
εγγονός μου λείπει. Εδώ και πολλά χρόνια. Βρίσκεται σε άλλη χώρα.»
-
«Τέλεια!
Για διακοπές;»
-
«Για
πάντα», απάντησε πικρά, με δυσκολία, σαν να σήκωνε
όλο το βάρος της σημασίας των λέξεων που ξεστόμιζε.
Το παιδί απόρησε
και σιώπησε.
-
«Μην
ντρέπεσαι να με ρωτήσεις το γιατί. Του ’ταξαν ένα καλύτερο μέλλον. Ξεγέλασαν
και τους γονείς του. Και τους προειδοποίησα: Μην ακούτε τις ειδήσεις! Σας
κοροϊδεύουν! Οι Έλληνες θα εμφανιστούν, θα μιλήσουν! Μη φύγετε...» Φώναζε
πλέον, κλαίγοντας γοερά. Η μητέρα του μικρού παιδιού ήρθε τρέχοντας, το άρπαξε
από το χέρι και το επέπληξε: «Τι του
δίνεις σημασία του ξεμωραμένου; Δε βλέπεις ότι παραληρεί;»
Δυο
– τρεις γείτονες, μάρτυρες του περιστατικού, έχοντας διαβεβαιώσει ότι ο Αντώνης
ήταν κάπως καλύτερα, τον πήγαν μέχρι το σπίτι του. Έφτασε στην πόρτα με
τρεμάμενα χέρια, αφού προηγουμένως τους ευχαρίστησε. Ευτυχώς τα κλειδιά τού ’καναν
τη χάρη και την άνοιξαν γρήγορα. Το ξύλινο πάτωμα του καθιστικού έτριξε
διαμαρτυρόμενο, καθώς ο Αντώνης διατάραξε τη μέχρι τότε ηρεμία του. Γέμισε ένα
ποτήρι νερό από τη βρύση της συγυρισμένης του κουζίνας και κάθισε σε μια πολυθρόνα
κάνοντας πρόποση ειρωνικά και μονολογώντας γλυκόπικρα: «Στην επανάσταση!». Αμέσως, πέταξε τη μαγκούρα του μακριά, με όση
δύναμη του ’χε απομείνει. Κοίταξε γύρω το σπίτι, σαν να είχε ανάγκη κάποιο
αίσθημα ασφάλειας. Αφού σιγουρεύτηκε ότι μπορούσε για την ώρα να αφήσει στην
άκρη την πικρία του, αποκοιμήθηκε εκεί, έχοντας κατορθώσει να κάνει κάτι που
δεν είχε συμβεί μέχρι στιγμής: την αρχή. Την αρχή για
ένα ταξίδι σε μέρη άβατα, εκεί που φοβάται συνήθως κανείς και μένει στην
απόπειρα, παγώνει στο "κι αν", στη στίξη του ερωτηματικού. Εκεί που
γυρίζεις την πλάτη στο ηλιοβασίλεμα την τελευταία στιγμή. Όταν είσαι ένα
χιλιοστό μακριά απ΄το άγγιγμα του προσώπου που αγαπάς. Στο χείλος του δισταγμού
και στη νίκη της αλλαγής του τόνου του «πότε», από το όμικρον στο έψιλον.
Η είδηση του χαμού του κυρίου Αντώνη συγκλόνισε τους γνωστούς
και φίλους του και λιγότερο τους συγγενείς του, καθώς δεν είχε κάτι να τους
αφήσει πέρα από το σπίτι που έμενε. Μπορεί η απώλεια να μη συγκίνησε το γιο
του, αλλά έδωσε το απαραίτητο σπρώξιμο, για να κυλήσουν οι ιδέες από γενιά σε
γενιά σε κάποιον άλλο και συγκεκριμένα στον εγγονό του, που είχε να δει από
μικρό παιδί.
Ο
Αντώνης είχε μόλις γυρίσει απ’ τη Βιέννη. Πατούσε ελληνικό έδαφος, αλλά το
μυαλό του βρισκόταν ακόμη εκεί. Στην πλακόστρωτη πλατεία του Αγίου Στεφάνου,
στα στενοσόκακα γύρω απ’ το σπίτι του Μότσαρτ, στα ανάκτορα της πριγκίπισσας
Σίσσυς στο αυτοκρατορικό μέγαρο Σένμπρουν, που πολιορκούνταν από εκατοντάδες
στρέμματα πράσινου, κτισμένο στην αριστερή όχθη το Δούναβη. Πιο παλιά πίστευε
ότι ο έρωτας μπορεί να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε ανθρώπους. Έσφαλε και μάλιστα
οικτρά.
Οι
ρόδες απ’ τις βαλίτσες κυλούσαν ξέφρενα, σαν να αδημονούσαν να αγκαλιάσουν τη
γη της πατρίδας τους. Η πόρτα του αεροδρομίου άνοιξε διάπλατα. «Μύρισε Ελλάδα», σκέφτηκε αμέσως και ένα
αυθόρμητο χαμόγελο πετάχτηκε στο πρόσωπό του. Μπορεί η Βιέννη να αποτελούσε πλέον
το σπίτι του, αλλά η πατρίδα πάντα παρέμενε μία. Η μυρωδιά του βροχερού χώματος
γέμισε τα ρουθούνια του με ηδονή. Αν και καλοκαίρι, είχε πληροφορηθεί μέσω
διαδικτύου ότι έβρεχε για τρεις συνεχόμενες μέρες σε ολόκληρη την επικράτεια. Ευτυχώς,
ο ήλιος είχε ξεπροβάλει ώρα πριν, καλωσορίζοντας το συνονόματο εγγονό του
Αντώνη στο Νότο της Ευρώπης. Παίρνοντας τη θέση του στο πίσω μέρος του ταξί,
άφησε το μάτι του να πέσει σε εγκάρδιες υποδοχές συγγενών και φίλων. Βλέμματα
χαράς διαδέχονταν αυτά της συγκίνησης.
-
«Τελικά,
ταξιδεύει ο κόσμος... Πού είναι η λεγόμενη κρίση;»
απευθύνθηκε περιχαρής προς στον οδηγό του κατακίτρινου τετράτροχου μέσου. «Πειραιά, παρακαλώ.»
-
«Πού
μένεις, άνθρωπέ μου;», απάντησε με ερώτηση απ’ τη μεριά του ο
ταξιτζής.
-
«Στη
Βιέννη. Οι γονείς
μου, όμως, κατάγονται από Ελλάδα.»
-
«Από
Αθήνα;»
-
«Όχι.
Από νησί. Ηράκλειο Κρήτης ο πατέρας μου και η μητέρα μου από το Κιόνι Ιθ...», ο
Αντώνης δεν πρόλαβε να αποσώσει την φράση του.
-
«Ιθάκης!»,
ήρθε η συμπλήρωση της λέξης με περισσή
περηφάνια! «Σαν έτοιμος από καιρό, σα
θαρραλέος...»
-
«Εντύπωση
μου προκαλεί! Λίγος κόσμος ξέρει τα χωριά της Ιθάκης.»
-
«Αλλά
πολύς τους δυο μόνιμους κατοίκους της.»
Ακολούθησε παύση για λίγα δευτερόλεπτα με τον Αντώνη
να συνοφρυώνεται και ο κύριος συνέχισε:
-
«Τον
Καβάφη και τον Όμηρο. Κι οι δυο τους μίλησαν για ταξίδι. Μόνο που ο δεύτερος
ήταν πιο... πολυλογάς.»
-
«Με
εντυπωσιάζετε που γνωρίζετε τόσα πολλά πράγματα, αν και...»,
κόμπιασε για μια στιγμή ο Αντώνης.
-
«Αν
και είμαι ταξιτζής; Πες το, μην ντρέπεσαι! Εδώ ο Όμηρος ξεμπρόστιασε σε τόσο
κόσμο την απιστία του Οδυσσέα, σε μένα θα κολλήσουμε;»
Η
αρχική ευδιαθεσία του Αντώνη είχε παραχωρήσει τη θέση της σε έναν ανεξήγητο
θαυμασμό. Είχε στο νου του ότι όλοι ανεξαιρέτως οι οδηγοί ταξί στην Ελλάδα ήταν
αναλφάβητοι και ότι τα μόνα πράγματα που ήξεραν να κάνουν, πέρα από το να
οδηγούν, ήταν να αλλάζουν σταθμούς στο ραδιόφωνο και να παίζουν το αγαπημένο
τους κομπολόι.
Η
υπόλοιπη ώρα μέχρι να φτάσουν στον επιθυμητό προορισμό πέρασε σαν αστραπή με
τον Αντώνη να απαντά σχεδόν χωρίς ανάσα στην ανάκριση που τού γινόταν σχετικά
με τη Βιέννη, τους κατοίκους της, τις τιμές εκεί, την εκπαίδευση και τους
πολιτικούς. Λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι του Πειραιά είχε σουρουπώσει. Το
πορτοκαλί φανάρι της λεωφόρου τους προειδοποίησε ότι έπρεπε να κόψουν ταχύτητα.
Τότε ο οδηγός στράφηκε με το πρόσωπο προς τα πίσω και πέταξε στα πόδια του Αντώνη
μια κυριακάτικη εφημερίδα, λίγο τσαλακωμένη από την πολλή χρήση στους πελάτες:
-
«Τον
βλέπεις αυτόν;» Ο Αντώνης έγνεψε καταφατικά. «Είναι προσωπικός νομικός σύμβουλος του
πρωθυπουργού της Αυστρίας και οικονομολόγος. Από τα λίγα μυαλά. Είχε προβλέψει
εδώ και χρόνια το τέλος μας.»
Ο
Αντώνης πρόσεξε την υπογραμμισμένη ημερομηνία έκδοσης του φύλλου: 12 Μαρτίου
2002. Έντεκα ολόκληρα χρόνια πριν.
-
«Και
εμείς τι κάναμε;», ρώτησε απορημένος εκείνος.
-
«Τις
πάπιες... με πορτοκάλι», απόσωσε την φράση του ο
οδηγός. «Γιατί τότε ονειρευόμασταν με
όνειρα δανεικά και τώρα τα ζούμε ως εφιάλτες με δανεικά.»
Το
πράσινο άναψε και το αμάξι ξεκίνησε να μεταφέρει το έμψυχο και άψυχο φορτίο
του, οδηγώντας το όλο και πιο κοντά στον προορισμό του. Σε αυτά τα τελευταία
δέκα λεπτά διαδρομής, ο Αντώνης έγινε μάρτυρας μιας πόλης που είχε να δει δέκα
χρόνια από κοντά. Είναι αλήθεια ότι ενημερωνόταν από το διαδίκτυο, αλλά τίποτα
δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωντανή εικόνα, τον βουβό ήχο απόγνωσης των
ανθρώπων και τα γοερά τους καλέσματά μέσα από τα βλέμματά τους. Μια κυρία δίπλα
σε μια στάση λεωφορείου βρισκόταν αιμόφυρτη στο δρόμο. Μόλις της είχαν αρπάξει
το κολιέ απ’ το λαιμό και την είχαν ρίξει κάτω σε μισολιπόθυμη κατάσταση. Οι
αλλοεθνείς δράστες έτρεχαν στα σκοτεινά δρομάκια της ταλαιπωρημένης πρωτεύουσας
να βρουν κάποιο καταφύγιο για συνεργό τους. Στο κατόπι τούς ακολουθούσε μία
ομάδα μαυροντυμένων ανδρών, με τυπωμένο στις μπλούζες τους το σήμα του
μαιάνδρου.
-
«Τους
είδες αυτούς;», ρώτησε ο ταξιτζής πριν στρίψει και χαθεί
εντελώς από το οπτικό τους πεδίο. Ο Αντώνης ξεστόμισε ένα πνιχτό «ναι». «Σε λίγο θα κυβερνήσουν. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά
μια γεύση του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Τον ένα τους τον αναγνώρισα. Είναι ο
βουλευτής του τρίτου κόμματος στη Βουλή, το ναό της δημοκρατίας μας.»
Τα
τελευταία ειρωνικά λόγια του οδηγού είχαν δώσει πλέον τη θέση τους σε μια
εκκωφαντική σιωπή. Το αίσθημα της προσμονής του Αντώνη να αντικρίσει την
πατρίδα του ύστερα από καιρό είχε σβήσει. Αντ’ αυτού, η λογική είχε κατακτήσει
τη μάχη με την καρδιά. Ένα αναπάντητο γιατί
τριβέλιζε το νου του και δεν τον άφηνε να περιπλανηθεί σε καμιά άλλη σκέψη,
παρά μονάχα στην ξένη χώρα που φαινόταν εμπρός του και την ιδεατή πατρίδα που
αγνόφεγγε πίσω του.
Έφτασαν
στη θάλασσα. Βγήκαν από το όχημα και ο οδηγός βοήθησε τον Αντώνη με τις
αποσκευές.
-
«Τι
σας χρωστάω;», ήρθε η ευγενική ερώτηση του πελάτη.
- «Είσαι
καλό παιδί και φαίνεσαι επιστήμονας. Εγώ τέλειωσα Φιλολογία κάποτε, αλλά μην τα
ρωτάς πώς έφτασα εδώ. Εσύ; Τι σπούδασες;»
- «Νομική»,
απάντησε αμέσως, περήφανα και χαμογελαστά ο Αντώνης. «Τώρα κάνω διδακτορικό στην
Αυστρία. Ήρθα για λίγο καιρό στην Ελλάδα, για να τακτοποιήσω κάποια κληρονομικά
θέματα του παππού μου.» Κόμπιασε για λίγο, με τα δάκρυα να φλερτάρουν τις
αυλακώσεις των ματιών του. «Είχα να τον
δω πολλά χρόνια.»
Ο
οδηγός τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και κίνησε να φύγει,
με ελαφρώς κατεβασμένο
το πρόσωπό του.
-
«Μα
πού πηγαίνετε; Δεν μου είπατε τι σας οφείλω!»
-
«Δωσ’
μου ελπίδα!», ήρθε σχεδόν αυτόματα, μα μελαγχολικά η
απάντηση στον Αντώνη.
-
«Μα
σας χρωστάω...», ο τελευταίος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει
την φράση του. Ο οδηγός πήρε πάλι τη θέση του στο ταξί διακόπτοντάς τον:
-
«Είναι
πολύ ακριβό το τίμημα, το ξέρω. Όμως αυτό μού οφείλεις», ακούστηκε
η βροντερή του φωνή απ’ το ανοιχτό παράθυρο και βάζοντας πρώτη, ξεκίνησε ακόμα
μία διαδρομή με τα ζεσταμένα λάστιχα να βρυχώνται σαν μαινόμενοι ταύροι.
Το
φουγάρο του πλοίου έσκουξε γοερά και επανέφερε τον αποσβολωμένο Αντώνη πίσω
στην αποστολή του. Οι κυματισμοί της θάλασσας τον καλωσόριζαν στο ταξίδι του
για το πατρικό του σπίτι. Τού άνοιγαν τον δρόμο για μια άλλη, όμως, διαδρομή,
από εκείνη που είχε σχεδιάσει. Δεν ήθελε να φύγει ξανά από την Ελλάδα. Ήθελε να
την αλλάξει.
Η σκυτάλη είχε δοθεί.
* Η πρώτη φωτογραφία είναι πνευματικής ιδιοκτησίας του Θωμά Βλαχογιάννη, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για την άδεια δημοσιοποίησής της.