Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Δίπλα στο παράθυρο.



Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 7 ακριβώς. Ας τολμούσε να παρακούσει στην εντολή που του δόθηκε... Θα πήγαινε να έκανε παρέα σε αυτό που είχε πάρει τη θέση του λίγες μέρες πριν. Σηκώθηκε από το κρεβάτι έχοντας γροθιές τα χέρια της πάνω στο στρώμα. Επαλήθευσε τη δύναμή της και τη χαρά της. Παραμονή Χριστουγέννων. Φόρεσε τις παντόφλες της και σνομπάροντας τη μαγκούρα από τη λαχτάρα της προσμονής, πλύθηκε, ντύθηκε και ξεκίνησε τις δουλειές. Είχε καιρό να δει τον εγγονό της. Όλο διάβασμα, φροντιστήρια, εξόδους με φίλους και πάρτυ. Καμία από τις προτεραιότητές του δεν ήταν η επίσκεψη της γιαγιάς. Τον συμμεριζόταν όμως. Αν και, όταν ήταν στην ηλικία του, η μοναδική της έξοδος ήταν η κυριακάτικη εκκλησία και ίσως κάποιος γάμος ή βάφτιση από το σόι, μπορούσε να προσαρμοστεί στα πρέπει των καιρών. 

Έφτιαξε τα υλικά για το φύλλο και άρχισε να το ανοίγει. Η γέμιση ήταν έτοιμη. "Μπακαβά!", έλεγε όταν ακόμη ήταν μικρός. Το αγαπημένο του γλυκό. Μπορεί να ήταν Χριστούγεννα και τα ζαχαροπλαστεία να είχαν γεμίσει με μελομακάρονα και κουραμπιέδες, αλλά αυτή θα του έκανε "μπακαβά". Μόλις τον έβγαλε από τον φούρνο, η οσμή της επιτυχίας της έσπασε τα ρουθούνια. Αφού ξαπόστασε λίγα λεπτά, άρχισε να συμμαζεύει λίγο το καθιστικό. Όχι ότι είχε τίποτα, αλλά έπρεπε να καλύψει την ανησυχία της. Την άλλη μέρα το πρωί θα τέλειωνε με τη γαλοπούλα, τις πατάτες και τις σαλάτες και θα τους περίμενε με ανοιχτές αγκάλες.

- "Καλώς ήρθατε!", τους είπε με ένα ασυγκράτητο, πλατύ χαμόγελο μόλις πάτησαν στο ξύλινο πάτωμα του σπιτιού. Αγκάλιασε τον εγγονό της, όπως το λούτρινο αρκουδάκι που είχε παιδί.

- "Πώς και τόσο νωρίς; Θέλει ακόμη περίπου μία ώρα το φαΐ, για να γίνει."

- "Ξέρεις, μητέρα... Δεν θα καθίσουμε εδώ.", της απάντησε με ελαφρώς κατεβασμένο το κεφάλι η κόρη της.

- "Πάμε στο σαλόνι αν θέλετε. Έχω ανάψει και τα σώματα για ζέστη."

- "Όχι... Εννοούσα ότι δεν θα φάμε εδώ."

- "Μα έτσι δεν είχαμε πει; Τι λένε αυτοί, Διονυσάκο; Εγώ που σου έφτιαξα μπακαβά;" Τα μάτια του εγγονού έλαμψαν.

- "Δεν γίνεται, μητέρα. Μας έχει καλέσει ο διευθυντής στο σπίτι του. Δεν μπορούμε να του αρνηθούμε την επίσκεψη."

- "Και τόσο φαγητό τι θα το κάνω; Και τον μπακλαβά;"

- "Θα έρθουμε αύριο. Και αύριο Χριστούγεννα είναι!" Η κόρη τής χάιδεψε την πλάτη και της ευχήθηκε χρόνια πολλά. Φίλησε στο μάγουλο τον εγγονό της και ξεπροβόδισε τον γαμπρό της, που ακολουθούσε τους άλλους δύο.

- "Καλά να περάσετε!", τους είπε γλυκά με ένα χαμόγελο που έσβησε απότομα στο κλείσιμο της πόρτας.

- "Μήπως δεν έπρεπε να την αφήσουμε μόνη;", αναρωτήθηκε προς τον σύζυγό της η γυναίκα, καθώς έφευγαν.

- "Δεν μπορείς να αρνηθείς την πρόσκληση του διευθυντή. Σε τέτοιες εποχές πρέπει να τα έχεις καλά με τους ανωτέρους σου.", της είπε ο άντρας της και πάτησε πιο έντονα το γκάζι.

Εκείνη την ώρα πίσω στο πατρικό σπίτι η πρώτη νιφάδα έπεσε στο πεντακάθαρο τζάμι του παραθύρου. Κι άλλη μία. Τώρα πια χρειαζόταν τη μαγκούρα της. Της είχαν τελειώσει τα χαμόγελα. Και πού να πήγαινε; Ένα καλό εστιατόριο ήξερε μονάχα. Βρισκόταν κοντά στη γειτονιά, πέντε λεπτά με το αμάξι. Και της έλεγε ο συγχωρεμένος ο άντρας της: "Μάθε να οδηγείς, να μη χρειάζεσαι κανέναν άλλο." Όχι αυτή. Βασιζόταν στην έπαρση της νιότης της και στην ελπίδα ότι ο άντρας της δεν θα πέθαινε ποτέ... Και τώρα δεν μπορούσε να πάει στο μαγαζί που γιόρταζαν μαζί όλες τις επετείους τους. Ούτε οδηγούσε ούτε μπορούσε να αφήσει μόνο του το σπίτι. Και τόσα φαγιά; Τι θα τα έκανε;

"Ας έρχονταν", αντιμίλησε φωναχτά και με θυμό στις σκέψεις της. 

Με το που την κάλεσαν στο τηλέφωνο από την εταιρία του ραδιοταξί, έσβησε μεμιάς την τηλεόραση, σιγούρεψε ότι το ακριβό της κολιέ ήταν καλά δεμένο γύρω από το λαιμό της και βγήκε από το σπίτι.

Το εστιατόριο ήταν λίγο πιο μακριά απ' ότι πίστευε. "Τελικά όσο μεγαλώνει ο χρόνος, μεγαλώνει και η απόσταση...", ήταν ο τελευταίος της συλλογισμός πριν πληρώσει τον οδηγό, στον οποίο απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη "όχι" στην ερώτησή του αν χρειαζόταν βοήθεια για να κατέβει. Οι περισσότεροι πελάτες είχαν φύγει, οπότε βρήκε μια καλή θέση δίπλα στο παράθυρο. Το χιόνι άρχιζε να πέφτει πιο πυκνό. Αφού την σέρβιραν, ύψωσε ελαφρώς το ποτήρι της προς τη μεριά του πεζοδρομίου και ήπιε μια γουλιά κρασί. Χρόνια πολλά, ευχήθηκε από μέσα της κοιτάζοντας με χαμόγελο δυο περαστικά παιδιά σαν να έκανε σε εκείνα την πρόποση. Χαζογέλασαν με την εικόνα της και συνέχισαν τον δρόμο τους. Εκείνη, πάντως, είχε ευχηθεί σε κάποιον...

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Κατάθρωπος




- "Άνω θρώσκω. Άνθρωπος το όνομά του. Στα νέα ελληνικά αυτός που κοιτάζει ψηλά, το ον που έχει στόχο να προοδεύει, να εξελίσσεται. Ας δούμε, όμως, μερικά παραδείγματα. Τι πράξεις είδατε το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε; Από τα παραδείγματα θα μπορέσουμε να συμπεράνουμε το είδος των δραστηριοτήτων του ανθρώπου." Ο δάσκαλος άφησε κάτω τον μαρκαδόρο του πίνακα.
Τα παιδιά σήκωσαν σχεδόν όλα το χέρι τους.
- "Ναι, Μιχάλη", για πες μας.
- "Εγώ είδα το Σάββατο έναν πολύ έξυπνο άνθρωπο. Πήγε με το αμάξι του και το πάρκαρε δίπλα σε ένα σήμα που έμοιαζε με μικρό αμάξι!. Σαν καροτσάκι ήταν πιο πολύ..." Ο δάσκαλος δεν ήθελε να χαλάσει τον ενθουσιασμό του μαθητή.
- "Ναι, Ματίνα."
- "Εγώ είδα, όσο περίμενα τον μπαμπά να έρθει να με πάρει την Παρασκευή από το σχολείο, έναν κύριο να δίνει ένα αλουμινόχαρτο με σκόνη σε κάτι πιο μεγάλα παιδιά. Μάλλον ζάχαρη θα ήταν, γιατί θα πεινούσαν τα καημένα..." 
- "Μπορεί", έκανε δειλά ο δάσκαλος... "Εσύ, Ελένη;"
- "Εγώ είδα, όταν γύρισα από το μάθημα στο σπίτι, τη μαμά να βοηθά γρήγορα έναν φίλο του μπαμπά να ντυθεί, γιατί ο κύριος ήταν φτωχός, μου είπε και δεν είχε ρούχα..." Ο δάσκαλος έσφιγγε με τα δάχτυλα την έδρα του. "Εσύ, Νίκο;"
- "Εγώ είδα ένα παιχνίδι που μου άρεσε πολύ τις προάλλες."
- "Δηλαδή;", έκανε ο δάσκαλος με απορία.
- "Να, με πήγαν οι γονείς μου μια βόλτα στην Ακρόπολη και σε αυτά τα μηχανήματα του μετρό, που κλείνουν γρήγορα τις πορτούλες τους, παίζανε ένα παιχνίδι κάποιοι. Περνούσε πρώτα ένας με την κάρτα του και μετά προσπαθούσαν να περάσουν πίσω από αυτόν όσο περισσότεροι γινόταν."
- "Εσύ, Γιάννη;"
- "Εγώ δεν είδα τίποτα, κύριε."
- "Γιατί;"
- "Ήμουν τιμωρία όλη την εβδομάδα."
- "Α, δεν θέλω τέτοια... Εσύ ένα τόσο καλό παιδί και να σε βάλουν οι γονείς σου τιμωρία και μάλιστα όλη την εβδομάδα; Τι έκανες;"
- "Ρώτησα τον μπαμπά με ποιον φίλο του φιλιόταν στο στόμα, όταν μπήκα στην αποθηκούλα να πάρω την μπάλα του μπάσκετ και με έβαλε τιμωρία, επειδή μπήκα στην αποθηκούλα χωρίς να χτυπήσω την πόρτα." Ο δάσκαλος δεν είχε πλέον λόγια. Ξεροκατάπιε, όταν μία μαθήτρια από το προτελευταίο θρανίο του απέσπασε την προσοχή με την επιμονή της.
- "Κύριε, κύριε, να πω κι εγώ τι είδα;"
- "Ναι. Άννα. Πες μας τι πράξη είδες."
- "Είδα κάποιους σαν εμάς..."
- "Μαθητές;"
- "Ναι, μαθητές. Τους είδα να κάνουν παρέλαση."
- "Τώρα; Αυτή την εποχή;"
- "Ναι!" 
- "Μπορεί να τιμούσαν κάποιον τοπικό ήρωα."
- "Δεν ξέρω, κύριε. Μπορεί. Αλλά μου άρεσε πολύ, γιατί πίστευαν στον Θεούλη όλοι."
- "Τι εννοείς;"
- "Είχαν ζωγραφίσει στο χέρι τους μαύρους σταυρούς με τις άκρες τους όμως να τραβιούνται λίγο παραπάνω. Ήταν λίγο περίεργοι σταυροί αυτοί..."
Ο δάσκαλος, όπως ήταν στηριγμένος, κατάλαβε ότι έσφιγγε τόσο πολύ την ξύλινη έδρα, που είχε μετακινήσει κατά λίγα χιλιοστά το μικρό τραπέζι από τη θέση του. Σηκώθηκε εντελώς όρθιος πλέον, πήγε στον πίνακα και άλλαξε τη λέξη που είχε γράψει πριν από λίγο.
- "Τελικά σήμερα μάθαμε άλλη λέξη από αυτή που σας είχα πει στην αρχή."
"Κατάθρωπος", έγραψε με έντονα γράμματα στον πίνακα σβήνοντας την προηγούμενη.