Ξεφυλλίστε
σελίδες, δείτε σκηνές να περνούν γρήγορα από μπροστά σας, αφήστε την απόγνωση
με την οργή να εναλλάσσονται, να παλεύουν για το ποια απ’ τις δυο θα βγει
νικήτρια στην Ελλάδα του σήμερα και ποιον θα βρουν ως αντίπαλό τους στην
αβέβαιη Ελλάδα του αύριο. Ξεχυθείτε στους δρόμους, τους μάρτυρες των ζωών
κάποιων «αφελών» ανθρώπων (ανάμεσά τους κι εγώ) που πίστευαν ότι με μία
ολυμπιακή φλόγα η Ελλάδα θα πλουτίσει. Κλείστε τις κατευθυνόμενες τηλεοράσεις,
μαζί και τα παράθυρά τους. Κάνουν ρεύμα. Όχι το ηλεκτρικό. Αυτό έχει κοπεί.
Απομακρυνθείτε από τη Βουλή, εκεί πενθούν τη δημοκρατία.
Τότε
γιατί ελπίζουμε; Διότι, για να εξακολουθώ να γράφω αυτό το άρθρο στο Consensus (συναίνεση), σημαίνει, ότι κάπου
ελπίζω. Όμως ποιος είπε ότι το «ελπίζω» έχει μόνο μία σημασία; Ελπίζω σημαίνει
πρώτον, έχω ελπίδα και δεύτερον έχω την
ελπίδα, πιστεύω. Έχω πάψει να έχω την ελπίδα ότι πάμε κάπου ως χώρα και ως
κρατική οντότητα που σέβεται πάνω από όλα τον εαυτό της, την ιστορία της. Πλέον
προσπαθώ να έχω μόνο ελπίδα. Σκέτη, ούτε καν μέτρια, όπως ο καφές της
παρηγοριάς, που σερβίρουν οι οικογένειες όσων έχουν αυτοκτονήσει λόγω της
οικονομικής κρίσης.
Στο
κράτος πρέπει να γίνουν πολλά. Nα
διαγραφούν περισσότερα και να ξεχαστούν άπειρα. Χρειάζεται ολόκληρη λίστα, για
να αναφερθούν. Στην έκταση της Λα Γκαρντ, ίσως και λίγο μεγαλύτερη. Αλλά ας μην
μπλέκουμε με λίστες. Χάνονται και μπορεί κατά λάθος να πέσουν σε «αθώα» χέρια
βουλευτών, οι οποίοι κατηγορούνται άδικα και που η «σκληρή» κοινωνία
καπηλεύεται την άσχημη φήμη που έχει αποκτήσει το λειτούργημά τους. Η βουλευτική ιδιότητα πλέον στις μέρες μας έχει ταυτιστεί με το νεοαναδειχθέν επάγγελμα του δημοκράτη. Έχουμε φτάσει στον
πάτο της θάλασσας. Τρώμε πλαγκτόν πλέον, διότι ξεμείναμε από κουτόχορτο.
Πίνουμε αλμυρό νερό να ξεδιψάσουμε από ένα πελατειακό κράτος, που εμείς οι
πολίτες μοσχαναθρέψαμε. Δώσαμε πάμπολλες φορές εντολή σε ψηφοθηρικά χέρια,
άγνωστης προέλευσης και σκοπού και τώρα αναρωτιόμαστε, γιατί κοντεύει η
δημοκρατία να λεηλατηθεί, να ισοπεδωθεί, να εξευτελιστεί και εν τέλει, που
είναι και το χειρότερο, να παραποιηθεί. Διότι ως κοινοβουλευτική δημοκρατία
νοείται μεν η πολυφωνική δημοκρατία, αλλά με φιλελεύθερα ερείσματα, με αρχές
που σέβονται την ανθρώπινη αξία. Εφόσον μέχρι τώρα φοροδιέφευγα, για να μην
εφαρμοστεί ο φορολογικός νόμος, εφόσον μέχρι τώρα δωροδοκούσα, για να
νομιμοποιήσω το ακίνητο, εφόσον μέχρι τώρα γινόμουν συνδικαλιστής για μια θέση
σε υπουργικό συμβούλιο, εφόσον μέχρι τώρα έμπαινα σε παράταξη, για να έχω ένα
«εύκολο» πτυχίο, γιατί ζητάω τα ρέστα; Κανείς δεν δίνει πια απόδειξη... Με ποιο δικαίωμα επικαλούμαι τη δημοκρατία
απέναντι σε ναζιστικά φαινόμενα; Ποια δημοκρατία; Αυτή που κατακρεουργούσα
καθημερινά; Τώρα τη θυμήθηκα; Με ποιο δικαίωμα επικαλούμαι τη διαφάνεια, όταν
μένω σε αυθαίρετο; Με ποιο δικαίωμα απαιτώ να μη μου κοπεί ο 13ος και
14ος μισθός, εφόσον μου χτυπάει την πρωινή κάρτα ο συνάδελφος που
σηκώνεται νωρίτερα από το κρεβάτι του για δουλειά; Με ποιο δικαίωμα διαδηλώνω
στο Σύνταγμα, όταν μέχρι πρότινος θεωρούσα ότι ήταν μονάχα όνομα πλατείας και
όχι η εγγύηση του πολιτεύματός μου; Δεν φταίει το Σύνταγμα που το θυμήθηκα
αργά.
Η
οικονομικοκοινωνικοπολιτική κρίση στην Ελλάδα βοήθησε και ακόμη βοηθάει να
βρούμε τους εαυτούς μας. Βοήθησε εκείνους που ανέδειξαν ένα υβριδικό καθεστώς
να αναλογιστούν τις ευθύνες τους και όσους μεγαλώνουν μέσα σε και από ένα
τέτοιο καθεστώς να αποφύγουν να επαναλάβουν τα λάθη των προκατόχων τους. Η
κρίση στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει πριν πάρα πολλά χρόνια, όταν δεν ήταν ακόμη
οικονομική, αλλά ηθική. Όταν ως άλλοι Γαλάτες, πίναμε το μαγικό μας φίλτρο και
χωρίς να ελέγξουμε τις παρενέργειες, σπαταλούσαμε από συνήθεια φαιά ουσία και καταναλώναμε
πλαστικό χρήμα. Εκφράζομαι κυνικά, διότι ζω σε μία κυνική πραγματικότητα, με
κυνικά αισθήματα και κυνικούς αντιπροσώπους, που ο καθένας ξεχωριστά
παραδέχεται ότι δεν ευθύνεται ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος. Ας χτιστεί, λοιπόν,
δίπλα στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη και μνημείο του άγνωστου υπεύθυνου.
Συνήθως
σε όλα τα άρθρα, όπως και στις ιώσεις, προτείνεται μια συγκεκριμένη αντιμετώπιση.
Μακάρι να είχαμε να κάνουμε με έναν απλό ιό. Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική
ασθενή που μπορεί να εφεύρει το αντίδοτο μόνη της απέναντι σε ένα πολύ δυνατό
μικρόβιο. Πώς όμως; Κοιτάζοντας τι ιστορία αφήνει πίσω της. Όχι μόνο ξεκινώντας
από την χρυσή εποχή του Περικλή και του
Πλάτωνα, αλλά φτάνοντας έως και τη σκουριασμένη εποχή του Γιώργου και του
Αντώνη. Μόνο σε ηθικό επίπεδο και όχι νομοτελειακά. Ο νόμος δεν κλείνει, δεν
επουλώνει πλέον πληγές, διότι το τραύμα έχει συνηθίσει σε αυτή τη θεραπεία και
είναι πια άτρωτο. Η συνεχής παραγωγή νόμων προκαλεί πανικό στον εφαρμοστή του
δικαίου, αγανάκτηση στον ερμηνευτή του και οργή στον αποδέκτη του, ο οποίος και
εν τέλει κατ’ επιλογή τον αγνοεί και τον παραβαίνει εκδικητικά.
Η
κοινοβουλευτική δημοκρατία δοκιμάζεται. Η ενδοκομματική πειθαρχία πολιορκείται
στενά από την ελεύθερη εντολή. Οι ελεύθερες συνειδήσεις αρχίζουν να συνειδητοποιούν
πλέον ότι το εδώ και χρόνια σερβιρισμένο στους πολίτες γάλα έχει ήδη λήξει. Ο
πολιτικός χώρος αγκομαχά για ανανέωση, ζητά ελπίδα, (πίστη) και επαναφορά σε
λησμονημένα ιδεώδη, σε ξεχασμένες αξίες και σε παραπεταμένες αρχές. Όμως, για
να πραγματοποιηθεί αυτό, χρειάζεται μια σιωπηρή συναίνεση από όλους μας. Μία
συναίνεση που αίρει το άδικο της συνευθύνης μας και που θα λειτουργήσει κυρίως
διεισδυτικά στα καλα κρυμμένα μέσα μας απομεινάρια των ηθικών αξιών μας. Αυτά
τα αποθέματα θα μας σώσουν, έστω κι αν θεωρούνται πλέον είδη προς εξαφάνιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δηλώστε το "παρών"...