Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Η Δύναμις και η Δόξα, του Γκράχαμ Γκρην. Ένα κομψοτέχνημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας


Μεξικό, 1924. Η "επαναστατική" κυβέρνηση εξαπολύει διώξεις εναντίον την Καθολικής Εκκλησίας. Ο ήρωας είναι ένας αλκοολικός ιερέας, πατέρας εξώγαμου παιδιού, που το έχει αφήσει στην μοίρα του. Τον ιερέα κυνηγά η αστυνομία, μέχρι που εκείνος βρίσκει διάφορα καταφύγια σε σπίτια χωρικών ή εγκαταλελειμμένα μέρη. Η ιστορία αναπτύσσεται μέσα από μία συνεχόμενη καταδίωξη, υπό το κλίμα του συνεχούς φόβου ότι θα συλλάβουν τον ιερέα. Κι ενώ εκ πρώτης όψεως αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο να θέλει να ξεφύγει ο "παπαμέθυσος", λύνεται σχεδόν αμέσως αυτή η απορία. Ο Γκρην ξεκινώντας από την βασική αρχή "ουδείς αναμάρτητος" δημιουργεί έναν αντιήρωα πρότυπο. Αντιφατικό, μα πλήρως αληθινό. Ο εθισμένος στο αλκοόλ ιερέας νιώθοντας την αδήριτη ανάγκη διακονίας των πιστών, ακόμη κι όταν βρίσκεται υπό συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης και απειλής της ίδιας του της υγείας και της ζωής, δεν αρνείται να τους εξομολογήσει, να τελέσει λειτουργίες και να βαφτίσει παιδιά. Υποταγή και ταπείνωση μέσα όμως από την παράλληλα αναπόφευκτη ανθρώπινη διάπραξη αμαρτιών.

Το σκηνικό εξέλιξης της δράσης απλώνεται σε μια έρημη χώρα με εγκαταλελειμμένα σπίτια, γκρεμισμένες εκκλησίες και ανθρώπους που ζουν συγκαταβατικά, μόνο και μόνο, γιατί τους πιέζουν οι πνεύμονές τους να αναπνεύσουν. Ζουν με το ζόρι, μέσα στην πείνα και στη δυστυχία. ("Χίλιες φορές να πεθάνω", αναφέρει σε έναν διάλογο η γυναίκα στον άντρα της, που έχουν σώσει τον μέθυσο ιερέα ή "παπαμέθυσο" κατά τον συγγραφέα. Και της απαντά εκείνος: "Α, φυσικά. Αυτό εννοείται. Μόνο που πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε.") Όμως οι κακουχίες και οι λύπες ενώνουν τον λαό και για αυτό τον λόγο υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ όλων να καλύψουν τον ιερέα που δεν ονοματίζεται και να γλιτώσει τη σύλληψη. Η θυσία τους αυτή μάλιστα φτάνει μέχρι το σημείο να μαρτυρήσουν στο όνομά του όμηροι. Η δράση αυτή θα προκαλέσει στη συνέχεια την λογική αντίδραση. Έτσι ο κόσμος που στην αρχή δεν μιλούσε και περίμενε υπομονετικά να φανερωθεί μόνος του στην αστυνομία ο ιερέας χωρίς να τον καταδώσουν εκείνοι (αόρατος κανόνας της σιωπής), γίνεται στη συνέχεια μνησίκακος και συνεχίζει να προχωρά με κατεβασμένα κεφάλια μα με θυμωμένη καρδιά, σαν να του λέει νοητικά "Παραδώσου ή φύγε κι άφησέ μας μόνους, παρέα με τη δική μας δυστυχία." Παραπλήσιο σκηνικό παρατηρείται και όταν ο ιερέας βρίσκεται στη φυλακή. Ενώ όλοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που καταδιώκεται από την αστυνομία, κανένας από τους συγκρατούμενούς του δεν τον φανερώνει. Κι η ελπίδα φωλιάζει κάπου καλά κρυμμένη, τουλάχιστον για τον άνθρωπο, γιατί για ένα άλογο ον είναι ευκολότερο να βρεθεί:
"Κι ήρθε: ένα ψωραλέο θηλυκό σκυλί. Ήταν προφανές πως είχε μέρες να φάει. Το είχαν εγκαταλείψει. Σε αντίθεση όμως με εκείνον, το σκυλί διατηρούσε μια κάποια ελπίδα. Η ελπίδα είναι ένα ένστικτο που μόνο ο λογικός ανθρώπινος νους μπορεί να σκοτώσει. Τα ζώα ποτέ δεν γεύονται την απόγνωση."
Ο αμαρτωλός ιερέας, ως άνθρωπος κι αυτός, θέλει να σώσει τη ζωή του αλλά ούτε στιγμή δεν απαρνείται το ιερό του καθήκον και την ιεροσύνη του. Όταν μάλιστα του συνιστούν να αποκηρύξει την τελευταία και μ' αυτόν τον τρόπο να σωθεί (όπως έκανε ο έτερος ιερέας Πάδρε Χοσέ και υπέκυψε στον συμβιβασμό), δεν του περνά καν από το μυαλό αυτή η πράξη δειλίας και άρνησης της ιερής του αποστολής. Ο ιερέας του Γκρην συναντά τον Γιάννη Αγιάννη του Ουγκώ και τον Σωκράτη τον Αθηναίο και αγιοποιείται μέσα από την γήινη, γεμάτη αμαρτίες, εγγενή του φύση. Ο ιερέας έχει ζήσει και τις καλές στιγμές της ζωής, τότε που τον είχαν όλοι σε υπόληψη και έκανε χρήση της κοινωνικής του δύναμης. Στη συνέχεια, όμως, διώκεται απλώς και μόνο για την ιδιότητά του αυτή και γίνεται η αιτία να σκοτώνονται όμηροι στα χωριά, σε περίπτωση που οι κάτοικοι δεν ομολογούν την κρυψώνα του ή κάποια στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτόν και τη σύλληψή του.

Ο συγγραφέας εξυμνεί το θαύμα της τελευταίας στιγμής, το γεγονός ότι μέσα από την ευκαιρία της αμαρτωλότητας μπορούμε να φτάσουμε στη μετάνοια και στη σωτηρία της ψυχής μας. Η μαρτυρία και η αγιοποίηση του ανθρώπου φανερώνονται συχνά στο έργο. Όταν ο υπαστυνόμος ομολογεί πως υπήρχαν άνθρωποι που σκότωσε, όμως ήθελε να τους χαρίσει τον κόσμο όλο, ο ιερέας του απαντά νηφάλια: "Μπορεί και να το έκανες." Μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του μυθιστορήματος. Ο ιερέας δεν είναι λίγες οι φορές που έρχεται στα όριά του. Όταν τον κρύβουν από την αστυνομία οι χωρικοί ενός χωριού και είναι εξουθενωμένος, βρώμικος, χωρίς ύπνο, μέσα στο σωματικό πόνο και την απόγνωση, αναγκάζεται να δεχθεί να εξομολογήσει τον κόσμο που περιμένει εδώ και κάμποσο καιρό έναν ιερέα, για να του ανοίξει την καρδιά του. Μπορεί να έχει χάσει κάθε απόθεμα ψυχολογικής αντοχής, όμως πάντοτε θα βρίσκεται για αυτόν στην άκρη ένα λιγοστό φως που θα ζεστάνει την ψυχρότητα των συνθηκών. Ο διάλογος που ακολουθεί λαμβάνει χώρα μεταξύ του ιερέα και ενός αφελούς γέρου χωρικού που μετά την δική του εξομολόγηση, παρακαλά τον παπαμέθυσο να εξομολογηθούν και οι γυναίκες:
"-Να φέρω τις γυναίκες;", έλεγε τώρα ο γέρος. "Πάνε πέντε χρόνια...""-Ωχού, ας έρθουν. Ας έρθουν όλοι!", φώναξε θυμωμένος ο ιερέας. "Υπηρέτης σας είμαι". Κάλυψε τα μάτια με τα χέρια του κι έβαλε τα κλάματα.Ο γέρος άνοιξε την πόρτα: δεν ήταν εντελώς σκοτεινά έξω, κάτω από την πελώρια μισοφωτισμένη αψίδα του έναστρου ουρανού. Πήγε στις καλύβες των γυναικών και χτύπησε την πόρτα."-Ελάτε", είπε. "Πρέπει να εξομολογηθείτε. Τουλάχιστον από ευγένεια για τον ιερέα." Εκείνες του κλαψούρισαν πως ήταν κουρασμένες... Τι πείραζε να πάνε το πρωί; "Θέλετε να τον προσβάλετε;", είπε εκείνος. "Γιατί νομίζετε πως ήρθε εδώ; Είναι άγιος πατέρας, πολύ άγιος. Τον έχω τώρα στην καλύβα μου και κλαίει για τις αμαρτίες μας".
Σε κάποιο άλλο σημείο του μυθιστορήματος γίνεται λόγος για τη στέρηση και τον Παράδεισο. Ο Γκρην, με μαγική γραφή που εξυμνεί τη λογοτεχνικότητα, επιδίδεται σε φιλοσοφικά ζητήματα με απλές λέξεις, μέσα από τον λόγο και τις διδαχές του ιερέα. Η ευτυχία περνά μέσα από τη δυστυχία, η αγάπη μέσα από τον πόνο, η χαρά μέσα από την λύπη. Για να απολαύσει κανείς την ευημερία και τη γαλήνη, πρέπει πρώτα να γευθεί αναγκαστικά τα αγκάθια της φτώχειας, της στέρησης, της πείνας. Μέσα από ένα αριστουργηματικό λόγο, ο ιερέας κάνει λόγο για την απληστία ("οι πλούσιοι του Βορρά τρώνε αλμυρά φαγητά για να διψάσουν") και για τον δρόμο προς τον Παράδεισο:
"Για αυτό σας λέω ότι ο Παράδεισος είναι εδώ: ετούτο εδώ είναι ένα κομμάτι του Παραδείσου, όπως ακριβώς είναι και ο πόνος κομμάτι της χαράς". Είπε, "Να προσεύχεστε πως θα υποφέρετε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Ποτέ μη βαρεθείτε να υποφέρετε. Η αστυνομία σας παρακολουθεί, ο στρατός μαζεύει φόρους, ο χεφέ σας ξυλοφορτώνει, γιατί είστε πολύ φτωχοί και δεν μπορείτε να πληρώσετε, η ευλογιά και ο πυρετός, η πείνα... όλα αυτά είναι κομμάτι του Παραδείσου - η προετοιμασία. Χωρίς αυτά, ποιος ξέρει, ίσως να μην απολαμβάνατε τόσο τον Παράδεισο. Ίσως ο Παράδεισος να μην ήταν πλήρης."
Oι παραλληλισμοί και οι ομοιότητες μεταξύ αφενός της χριστιανικής πίστης και αφετέρου της ελπίδας για ζωή ενός ανθρώπου μέσα στην αμαρτία μοιάζουν αναπόφευκτα συμπεράσματα. Ο μιγάς, ως άλλος Ιούδας από τη μια γνωρίζει την αγαθότητα του ιερέα και από την άλλη τον καταδίδει για τα χρήματα. Η στάση, δε, του ιερέα, που με αξιοζήλευτη υπομονή, αν και διαισθάνεται την επικείμενη προδοσία του, δεν κάνει τίποτε για να την αποτρέψει και οδηγείται στην παγίδευσή του, δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης. Ο μιγάς, σαν προκλητικός διάβολος, απευθύνεται με θρασυδειλία στον ιερέα, όντας άρρωστος, και του ζητά, αν τολμά και έχει τη δύναμη του Θεού, να τον σώσει.
"-Ξέρεις τι εννοώ. Καταλαβαίνεις από Θεό, έτσι δεν είναι;" Το καυτό χέρι έσφιγγε τον ιερέα. "Ίσως τον έχεις εκεί - σε κάποια τσέπη. Τον κουβαλάς μαζί σου, έτσι δεν είναι, μην τυχόν και είναι κανένας άρρωστος... Ε, λοιπόν, εγώ είμαι άρρωστος. Γιατί δεν μου τον δίνεις εμένα; Ή μήπως πιστεύεις πως δεν θα 'θελε καμιά σχέση μαζί μου... έτσι και με ήξερε;"-"Έχεις πυρετό".Ο άντρας όμως δεν έλεγε να σταματήσει. Ο ιερέας θυμήθηκε μια φλέβα πετρελαίου που είχαν βρει κάποτε κάποιοι κοντά στην Κονσεπσιόν. Επί σαράντα οκτώ ώρες έβλεπες ένα μαύρο σιντριβάνι να υψώνεται τον ουρανό, μέσα από το άχρηστο, βαλτώδες χώμα, να κυλάει και να χάνεται - πενήντα χιλιάδες γαλόνια την ώρα. Έτσι και με το θρησκευτικό αίσθημα του ανθρώπου - ξεσπά άξαφνα: μια μαύρη στήλη αναθυμιάσεων και ρυπαρότητας, που κυλάει και πάει χαμένη."
Όταν φτάνουμε προς το τέλος, οι αντοχές του ήρωα έχουν σχεδόν εξανεμιστεί. Παρ' όλο, λοιπόν, που γνωρίζει την παγίδα που του έχουν στήσει, εντούτοις πλησιάζει τον ετοιμοθάνατο εγκληματία, για να τον εξομολογήσει και να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία να φύγει ειρηνικά. Αυτός, λοιπόν, τον προειδοποιεί ότι βρίσκεται σε ενέδρα και πρέπει να αφήσει το μέρος το γρηγορότερο δυνατό. Του δίνει, δε, και το κρυμμένο του όπλο. Ο αλκοολικός ιερέας, που ό,τι χρήματα βγάζει τα παίρνει σε ποτό, ο πατέρας ενός εξώγαμου παιδιού που έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια αλλά προσεύχεται συνεχώς για αυτό και τη δική του σωτηρία, δεν κάνει ούτε βήμα πίσω. Ο Γκρην μας δείχνει μ' αυτόν τον τρόπο ότι ο καθένας μπορεί να σωθεί, ακόμη και την τελευταία στιγμή, αρκεί να πιστέψει. Πάντως, σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι το βιβλίο δεν απευθύνεται απαραιτήτως σε πιστούς. Θα έλεγα, μάλιστα, το αντίθετο, καθώς ο συγγραφέας δεν διστάζει να έχει ως ήρωα έναν απομυθοποιημένο ιερέα που σηκώνει στις πλάτες του πολλά βάρη και να δηλώσει έτσι κάτι σπουδαίο: ότι άλλο πράγμα είναι η Εκκλησία και άλλο οι υπηρέτες - ιερείς. Η πρώτη φέρει τις ιδέες και οι δεύτεροι, ως άνθρωποι αμαρτωλοί, οφείλουν να τις μεταλαμπαδεύσουν.

Μία άλλη φιγούρα, επίσης λεπτοδουλεμένη, είναι εκείνη του υπαστυνόμου, ενός ανθρώπου που πάνω απ' όλα βάζει το καθήκον, θανατώνει για χάρη του κρατικού συμφέροντος, χωρίς όμως να απεμπολεί και τις ενοχές του (Τον βλέπουμε για παράδειγμα να δίνει ο ίδιος χρήματα στον ιερέα - όταν τον συλλαμβάνει την πρώτη φορά, για να πληρώσει το πρόστιμό του - η ευαίσθητη φύση του δεν μπορεί να καταπνιγεί). Ιδεαλιστής, πιστεύει ότι αυτό που κάνει ανταποκρίνεται πράγματι στο σωστό, με καρδιά και πόνο ψυχής, όμως με αυστηρή προσήλωση στην πραγμάτωση των ιδεών του. Το γενικό καλό έρχεται πάνω απ' όλα κι αν αυτό επιτάσσει θυσίες και απώλειες ζωών, θα το τηρήσει στο έπακρο, ακόμη κι αν ενδόμυχα διαφωνεί. Κι αν αυτό σας θυμίζει Πόντιο Πιλάτο, δεν θα διαφωνούσα μαζί σας. Ο υπαστυνόμος πιστεύει στην εξάλειψη της φτώχειας, της διαφθοράς και των προκαταλήψεων πάσει θυσία, ώστε να κληροδοτήσει έναν καινούριο κόσμο στα παιδιά, που πεινασμένα για φαΐ και διψασμένα για δικαιοσύνη, τον παρακολουθούν στην παρακάτω σκηνή να κάνει επίδειξη του όπλου του:
"Περιτριγύρισαν εντελώς τον υπαστυνόμο: έτσι κυκλωμένος από τόση ανασφαλή χαρά, τακτοποίησε πάλι το όπλο στην άκρη του μηρού του.
- "Πώς το λένε;", ρώτησε ο Λουίς.
- "Είναι Κολτ τριανταοχτάρι".
- "Πόσες σφαίρες παίρνει;"
- "Έξι."
- "Έχετε σκοτώσει κανέναν μ' αυτό;"
- "Όχι ακόμα", είπε ο υπαστυνόμος.
Τα παιδιά ήταν ξέπνοα από τον ενθουσιασμό. Ο υπαστυνόμος στεκόταν με το χέρι στη θήκη και κοιτούσε τα προσηλωμένα, υπομονετικά καστανά μάτια. Για αυτά αγωνιζόταν
."
Στο τέλος φτάνει και η λύτρωση. Η ανάβαση της πλαγιάς του βουνού αποτελεί τον προσωπικό Γολγοθά του παπαμέθυσου, αλλά και τον δρόμο προς τη σωτηρία του. Συγχωρεί και προσφέρει την τελευταία στιγμή. Συγχωρεί τον προδότη του και κάνει ό,τι μπορεί για να εξομολογήσει έναν ετοιμοθάνατο εγκληματία λίγο πριν πεθάνει προσφέροντας τις υπηρεσίες του. Αν και δεν τα καταφέρνει, λέει γρήγορα την ευχή άφεσης των αμαρτιών πριν "προλάβει η ψυχή να απομακρυνθεί" από τα εγκόσμια. Αναγνωρίζει ότι φτάνει το τέλος του, η ιδέα του αναπόφευκτου θανάτου του κόβει την ανάσα, βάζει σε παύση τις αισθήσεις του και τον φέρνει πιο κοντά στον Παράδεισο, εκεί που δεν θα υπάρχει λύπη και στεναγμός, πλούτος και διαφθορά, ζήλια και φθόνος, παρά μόνο φως και αγάπη ή αλλιώς ό,τι αντικατοπτρίζεται στα μάτια ενός εξαγνισμένου παιδιού, που δεν "πρόλαβε" να ζήσει και να δοκιμαστεί από μια ολόκληρη και σκληρή ζωή, γιατί, πολύ απλά, υπέκυψε νωρίτερα. Αυτά τα παιδικά μάτια είναι ο Παράδεισος, ο θησαυρός όλου του κόσμου, η χαρά που δεν μπορεί να ιδωθεί κι η μελωδία που δεν μπορεί να ακουστεί από θνητό.


Πολιτική και θρησκεία στο έργο συγκρούονται. Στην πραγματικότητα άραγε; Όμως και άλλα δίπτυχα μάχονται αναμεταξύ τους, όπως η κοινωνία με την πολιτική, όπου οι πληβείοι γίνονται τα θύματα της όποιας κυβερνητικής πολιτικής. Διαχρονικό συμπέρασμα. Ο ατμοσφαιρικός συγγραφέας Γκράχαμ Γκην μέσα από αυτό το κεντημένο, αριστοτεχνικά περιπετειώδες, ψυχογραφικό μυθιστόρημα εποχής καταφέρνει να μας πείσει ότι οι κακουχίες σ' αυτόν τον κόσμο δεν αντιπροσωπεύουν τίποτ' άλλο παρά μια τζούρα παραδείσου κι ότι η ελπίδα είναι τελικά πολύ σπουδαία για τον άνθρωπο για να την εξαφανίζει απερίσκεπτα και αφειδώς, όπως επίσης και για να την πουλά ξεδιάντροπα.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Πόλις".

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Το φαράγγι, της Ιωάννας Καρυστιάνη



Στις 5 Δεκεμβρίου είχα την τιμή να παρουσιάσω στα Studio Mabrida της οικογένειας Σοφιανού την προσέγγισή μου πάνω στο νέο έργο της Ιωάννας Καρυστιάνη, που μας τίμησε με την παρουσία της. Παρακάτω ακολουθεί το εισαγωγικό κείμενό μου της ωραίας αυτής βραδιάς:

Βαρδής, Γεράσιμος, Ευδοκία, Ινώ, Ελισαίος, Θεώνη και Αργύρης. Επτά αδέρφια που μαζεύονται απ΄ όλα τα μέρη όπου κατοικούν, ταγμένα να εκπληρώσουν μια υπόσχεση που τα βαραίνει, να ξεκινήσουν όλα μαζί μια εκδρομή. Και οι επτά σε ώριμη πλέον ηλικία, οδεύουν καρτερικά για την αδερφική επανασύνδεση σε ένα μέρος χωρίς πολλά χρώματα. Αυτό άλλωστε επιβάλλει η σιωπηρή σοβαρότητα της αδερφικής αναθέρμανσης. Χέρια που πιάνονται, βλέμματα που ανταλλάσσονται, λόγια που δεν λέγονται μα είναι σαν να ’χουν ήδη ειπωθεί. Η συγγραφέας μεταφέρει σε πολλά χωρία του έργου αυτό το αόρατο μάγεμα της αδερφικής επικοινωνίας.

Ο τόπος, το φαράγγι. «Το φαράγγι σε συμμαζεύει, οι άνθρωποι αφήνουν κατά μέρος, έστω και για λίγο, τα περιττά και τα περίπλοκα και μένουν ενώπιος ενωπίω», αναφέρει η συγγραφέας για τον τόπο. «Εκεί οι άνθρωποι ξαναβαφτίζονται στην κολυμβήθρα της οικογένειας.» Τα αδέρφια από καιρό κανόνιζαν και ξεκανόνιζαν το ραντεβού με την οικογενειακή νοσταλγία. Πολλές οι υποχρεώσεις του καθενός, άλλες οικογένειες, άλλες ζωές. Γραμμές παράλληλες που προσπαθούν έστω και για λίγο να στραβώσουν, ώστε να βρουν ένα σημείο τομής. Τα επτά αδέρφια πρέπει να πραγματοποιήσουν το τάμα που είχαν βάλει στην κηδεία του πατέρα τους. Μένει να βρουν όχι μόνο το κατάλληλο μέρος, αλλά και τον χρόνο για να συναντηθούν όλα μαζί. Το ασφεντιανό φαράγγι, λοιπόν, στα Σφακιά ο προορισμός τον Μάιο του 2014, το εξομολογητήριο των αδερφών μέσα από την αφήγηση του τότε με συχνές επιστροφές στο τώρα.

Ο λόγος χειμαρρώδης, σαν καρδιογράφημα, με τις λέξεις - παλμούς να κινούν την αντλία της καρδιάς. Μέσα από ένα όμορφα κεντημένο συντακτικώς σχήμα ασύνδετο, οι λέξεις, προσεκτικά διαλεγμένες, γνέφουν αριστοτεχνικά την πλοκή, όπως με κόπο και επιμέλεια πλέκει η αράχνη τον ιστό της. Αφού λοιπόν τις βάσεις, τα λόγια δηλαδή, συντροφεύει η αδιαμφισβήτητη τέχνη και τεχνική της συγγραφέως, επιβεβαιωμένη άλλωστε από τις πάμπολλες προηγηθείσες δουλειές της, σειρά έχει ο μύθος, η ιστορία. Κάθε αδερφός ή αδερφή, ανάλογα με την ιστορία στην οποία γίνεται η αναφορά, θυμάται στιγμές έντονες, αναπολεί αισθήματα βαθιά και ξύνει πληγές αφημένες προσωρινά στον λήθαργο της συνήθειας, στην ευκολία της αναβολής, έρμαιο της ρουτίνας. Οι εικόνες και οι σκηνές είναι τόσο ζωντανές, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται άκρως ευκρινώς ο χαρακτήρας του κάθε ήρωα. Το μυθιστόρημα αποτελείται από ανθρώπους που δεν είναι πια νέοι αλλά σπαρταρούν για λίγη ζωή ακόμη. «Πάντα έτσι γίνεται μεγαλώνοντας», αναφέρει η συγγραφέας «όμως, παραμεγαλώνοντας, να που γεννιέται η επιθυμία επικύρωσης της ζωής που έφυγε και η ανάγκη εγκαρτέρησης για τη ζωή που απομένει». Σε αυτό το τελευταίο εστιάζει και το εξής απόσπασμα, που αποτελεί μια από τις πιο δυνατές στιγμές της αντάμωσης των αδερφιών στο φαράγγι.

«Γλείφοντας και μασουλώντας προχωρούσαν ακόμη πιο αργά τώρα, ο ρυθμός είχε πέσει πολύ, αιτία το κοκτέιλ από κούραση και σκέψεις, όλοι θα έβαζαν με το νου τους ένα σωρό, από κοντά και τον χρόνο που αρχίζει να απειλεί. – Ακούτε βρε; Φώναξε με όλη της την ψυχή, ξυπνήσανε και οι πέτρες. – Ακούτε; Ζούμε σας λέω, ζούμε, ζούμε ακόμη και τα εφτά αδέρφια και είμαστε μαζί. Αυτό είναι το τυχερό μας.»
Τα λόγια αυτά της Ινούς σαν να ηχούν με αντίλαλο στον αγέρα του φαραγγιού, αλλά κυρίως στις συνειδήσεις των ηρώων και στα μηνίγγια του αναγνώστη. Όσο περνά ο χρόνος, οι ενδοσκοπήσεις των αδερφών πληθαίνουν, η υπομονή τους δοκιμάζεται, το φαράγγι αλλάζει όψη, γίνεται τόπος ανάγκης για εξιλέωση και συνεργός στις εσωτερικές απολογίες των αδερφιών. Αν και τα πρόσωπα είναι πολλά, δεν πρέπει να κάνει εντύπωση το γεγονός ότι δεν κυριαρχεί ο διάλογος. Σπάνια θα δούμε στο βιβλίο συζήτηση μεταξύ των αδερφιών στο τώρα. Τον λόγο παίρνουν οι συλλογισμοί και το συναίσθημα. Οι πράξεις και τα λόγια του παρελθόντος απ’ τη μια και οι συνέπειές τους που σκάνε σαν κύματα στο παρόν από την άλλη. Τα αδέρφια δεν έχουν μεταξύ τους ανοιχτούς λογαριασμούς που πρέπει να κλείσουν, ούτε κυριαρχούν οι προστριβές. Η νοσταλγία, αυτό το απροσδιόριστο συναίσθημα, κυρίως γιατί ακροβατεί ανάμεσα στα στρατόπεδα του θετικού και του αρνητικού προσήμου, της γλυκιάς υπενθύμισης από τη μια και της μάταιης επιστροφής στην τότε πραγματικότητα από την άλλη, έχει έναν και μόνο σκοπό: την αναθέρμανση των δεσμών των μελών της αρχικής μεγάλης οικογένειας και τη διατήρηση της αναμμένης σπίθας μεταξύ τους που με την πάροδο του καιρού τρεμοσβήνει. Ο χρόνος, εξάλλου, δεν επουλώνει απαραίτητα τις πληγές, απλώς είτε αναισθητοποιεί το τραύμα είτε μεταλλάσσει τον πόνο σε συνήθεια.

Η οικογένεια αποτελεί τον βασικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι ιδέες και τα μηνύματα του έργου. Οικογένεια και μάλιστα εν ευρεία εννοία. Όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο συγγενών, αλλά, δευτερευόντως και σε συλλογικό επίπεδο συμπολιτών υπό την έννοια της οικογένειας της κοινωνίας, ως δεύτερου κυττάρου της πολιτείας. Η οικογένεια λοιπόν. Επτά αδέρφια από την ίδια κοιλιά αλλά με σαφώς διαφορετικές πορείες. Όπως ακριβώς δηλαδή και τα κλαδιά ενός δέντρου. Πηγάζουν όλα από τον ίδιο κορμό. Η σκιαγράφηση των βασικών προσώπων, αλλά και της φιγούρας της μητέρας, του πατέρα και του Μάρκου (συζύγου της Ευδοκίας που αυτοκτόνησε) μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά δίνουν μια μεστή γεύση από το ποιόν των χαρακτήρων. Ο Βαρδής, ο στυλοβάτης της οικογένειας, ο Γεράσιμος, η μοναδική αναφορά «αριστερού» στο έργο, η χήρα Ευδοκία του «πάντα ευχαριστώ», που έπειτα θέλει «να γίνει Κουφοντίνας», ο ομοφυλόφιλος αδερφός Ελισσαίος, που έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων, η ευαίσθητη ζωγράφος Θεώνη και ο εσωστρεφής Αργύρης, ως ήρεμη δύναμη. Δεν θα σταθώ, για λόγους χρόνου, ξεχωριστά στην ιστορία και το υπόβαθρο του καθενός. Αυτό θα το ανακαλύψουμε όλοι όσοι βρεθούμε στο φαράγγι και ξεφυλλίσουμε το βιβλίο. Θα μείνω μόνο σε ορισμένα αποσπάσματα - πινελιές του μυθιστορήματος, και πιο συγκεκριμένα στα εξής.

Πρώτο απόσπασμα: Η αγάπη και ο θάνατος της μητέρας των αδερφιών:

«Όταν η Αλεξάνδρα και ο Βαρδής άρχισαν να ψάχνουν Βουλγάρα για τη μαμά, οι ίδιοι αδύνατον ν’ αφήσουν τη δουλειά στο φούρνο για να την φροντίζουν, η μαμά δύστροπη, δεν της έκαναν ούτε οι Βουλγάρες, ούτε οι Αλβανίδες, ούτε οι Ουκρανές, ο γιος και η νύφη της τα είχαν φτύσει. Της τηλεφώνησα κι εγώ, είπε η Θεώνη, την πήρα με το καλό. Μαμά, η κοπέλα από τη Σόφια είναι εγγυημένη, μιλάει αρκετά καλά τα ελληνικά, θα την έχεις παρέα. Ξέρει από τριαντάφυλλα; Με ρωτάει. Μαμά, δεν έχεις πια τριανταφυλλόκηπο. Εγώ όμως θέλω να μιλάω για τριαντάφυλλα. Όσο ζω ακόμη, θέλω να μιλώ για τριαντάφυλλα
Δεύτερο απόσπασμα: Η υποταγή της Ινούς στην αγάπη που είχε για τον άντρα της.
«Στα παραγγέλματά του, Ινώ, κυρά μου, το τασάκι, Ινώ, παιδί μου, το κρασί, εκείνη ασυναίσθητα χτυπούσε δυο φορές τα τακουνάκια της στο πάτωμα, σαν φαντάρος μπροστά στον στρατηγό, προτού τρέξει να εκτελέσει κατά γράμμα και με χαμόγελο τις εντολές, ώστε να κυλήσει απρόσκοπτα η τελετή της χαλάρωσης του άντρα της από τα τρεχάματα της δουλειάς, να εκτιμηθεί δεόντως το καλοσερβιρισμένο ζεστό δείπνο, να ακολουθήσει η φάση της χώνεψης μπροστά στην τηλεόραση και να κλείσει το πρόγραμμα κάτω από τα στρωσίδια, που μπορεί να μην εόρταζαν όπως παλιότερα τους έρωτες του ζεύγους, κρατούσαν πάντως την ενθύμησή τους, ήταν η φωλιά που βαστούσε τα κορμιά τους δίπλα – δίπλα για ολόκληρη νύχτα. (...) Μπορεί να διαφήμιζε την επιτυχία της σε όλα αυτά, να έλεγε και μερικές υπερβολές, αλλά έτσι κάνουν όσοι δηλώνουν είτε πολύ ευτυχισμένοι, είτε πολύ δυστυχισμένοι, κλέβουν στο ζύγι.»
Τρίτο απόσπασμα, όταν ο Βαρδής ενημερώνεται τηλεφωνικά από τον γιο του ότι το παιδί της γυναίκας του ανήκει τελικά σε άλλο πατέρα και όχι στον γιο του. Αποτυπώνεται πλήρως ο σκοπός της συνάντησης, ότι δηλαδή η συνεύρεση των επτά αδερφών έγινε, για να περάσουν καλά ή τουλάχιστον για να μην περάσουν άσχημα. Κανείς δεν έπρεπε μήτε είχε δικαίωμα να κόψει τους δεσμούς που αναπλάθονταν στο φαράγγι. Αναφέρει, λοιπόν, η συγγραφέας:

«Προσέχοντας να μην πάρουν οι γύρω χαμπάρι, ο Βαρδής είπε όσα σωστά πατρικά λόγια μπόρεσε, λόγια του τηλεφώνου, που δεν υποκαθιστούν το ζωντανό στόμα, το ζωντανό βλέμμα και την αγκαλιά σαν ανοίγει αυτόματα, σωτήριος αερόσακος σε πρόσκρουση. Μακάρι να γινόταν να πετάξει αστραπή κοντά στον γιο του. Δεν γινόταν. Τις επόμενες ώρες, ενώ θα τον έτρωγε η ανησυχία, θα έπρεπε να παίζει θέατρο για να μη σπείρει στους έξι τη στενοχώρια. Μια μέρα ήταν αυτή.»
Τέταρτο σημείο η κορυφαία στιγμή της απορίας και ταυτόχρονα της απόγνωσης της Ευδοκίας, σχετικά με την απόφαση του συζύγου της Μάρκου να την εγκαταλείψει και να αυτοκτονήσει. Παλεύει για το αν θα πει την αλήθεια στα αδέρφια της. Άραγε θα φάνταζε ατιμωτική για τη μνήμη του Μάρκου της η ανακοίνωση της αυτοκτονίας στα υπόλοιπα αδέρφια; Η Ευδοκία μάχεται να συγκρατήσει το στόμα της και για χάρη όλων, για χάρη του όρκου του «φαραγγιού», αποσιωπά τα βάσανα που την βαραίνουν. Μας λέει, λοιπόν:

«Πώς βλαστοσέρνουνε οι καρπουζιές και οι αγγουριές και γίνονται πάπλωμα στα χαλικερά ακρωτηριανά χωράφια; Έτσι βλαστοσέρνουνε μέσα μου οι τύψεις. Μάρκο, ήμουνα απούσα; Λειψή για στήριγμά σου; Γιατί δεν με εμπιστεύτηκες να σκεφτούμε μαζί μια λύση δίχως θάνατο; Νομίζεις πως έβαζα το θερμοκήπιο πάνω από σένα; Πως δεν θα έκανα δίχως ταξίδια αναψυχής στις τουλίπες της Ολλανδίας και στα ηλιοτρόπια της Ρωσίας; Ψωμί και λάδι θα μου έφτανε, αρκεί να ήμουνα μαζί σου. Γιατί δεν έκαψες κι αυτό το σημείωμα; Γιατί το έγραψες; Πώς τα κατάφερες έτσι, να με ξεχρεώσεις μεν από το δάνειο, αλλά να με χρεώσεις ως το λαιμό και με το φευγιό σου και με την υποχρέωση της σιωπής;»
Τέλος, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί η αναφορά στην πολιτική υφή ορισμένων σημείων, που θίγουν τα κακώς κείμενα και την επικαιρότητα. Κοινός τόπος η διακαής προσμονή μιας αλλαγής, μιας επίπονης μεν αλλά διαφορετικής πνοής στην χώρα. Όμως τελικά, η συλλογικότητα, η ενωμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων χωρίς κομματικούς και χρωματικούς προσδιορισμούς για το καλό όλων ανεξαιρέτως, φαίνεται ότι αποτελεί όνειρο καλοκαιρινής νυχτός για την Ελλάδα. Αναφέρει η συγγραφέας:

«Και στις πιάτσες των ταξί, σαράντα πέντε λεπτά και μιάμιση ώρα και τρεις ώρες δίχως κούρσα, νύχτα που κανείς δεν πήγαινε πουθενά, έλεγε (ο Γεράσιμος) στους άλλους ρέστους συναδέλφους: Θα πεθάνουμε, και δεν θα ’χουμε πάρει μια ιδέα από ξεσηκωμό. (...) Στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, ο Γεράσιμος, δεν έλπιζε πια ότι θα αξιωνόταν να ζήσει μια πρωτιά της Αριστεράς, από πολλών ετών το είχε κιόλας συνηθίσει, μια κακιά συνήθεια, αστειευόταν με τους κοντινούς και ανεστέναζε άχαρα, θεατρικά. Δυσπιστούσε ακόμη και στην πιθανότητα να ζήσουν την τούμπα της κατάστασης τα εγγόνια του, οχτώ και πέντε χρονώ. Το χέρι κάποτε βαστούσε όπλο, μετά πανό, μετά τηλεκοντρόλ και τώρα το ποντικί του υπολογιστή, έλεγε και χτυπούσε το κεφάλι του. (...) Οι λαοί δεν πολεμάνε το άδικο μόνον όταν είναι σίγουροι ότι θα νικήσουν, το πολεμάνε γιατί δεν γίνεται να μην αντισταθούν και, σύντροφε, ο φόβος είναι σκουλήκι στο μυαλό
Τι πιο εύστοχο, για να αντικατοπτρίσει πλήρως την απώλεια του δικαιώματος στην ελπίδα, την απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα, όταν και η τελευταία εναλλακτική λύση σωτηρίας φαίνεται να μην θέλει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ή να συναινεί σιωπηρά στην επ’ αόριστον διαιώνισή του... Βλέπουμε ότι το όπλο έγινε ποντίκι, οι ιδέες μετατράπηκαν  σε τζούφια πυρομαχικά και τα παιδιά, εκ γενετής ακόμη, σε καταδικασμένους οφειλέτες: οφείλουν στη ζωή με το που βγαίνουν στη ζωή. Αλλά ας μείνουμε σε αυτούς τους προβληματισμούς κι ας ετοιμάσουμε κάποια στιγμή κι εμείς την κάθοδο σε ένα φαράγγι της δικής μας επιλογής. Ας μην πάψουμε να ονειρευόμαστε, γιατί, όπως λέει και η συγγραφέας: «Αν οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται κάτι ξυπνητοί, δεν ονειρεύονται τίποτα και κοιμισμένοι.»

Πολλές οι στιγμές και οι σκηνές έντασης, όπως η ανατριχιαστική και 
συγκλονιστική παράλληλα περιγραφή στο τέλος του βιβλίου του χαμού του φίλου του Αργύρη, όταν το πλοίο βουλιάζει μέσα στην τρικυμιώδη θάλασσα. Δεν θα αναφερθώ στο γεγονός, γιατί πραγματικά αξίζει να το διαβάσετε και να ανακαλύψετε την συγγραφική μαεστρία από μόνοι σας. Κάθε χαρακτήρας, λοιπόν, σέρνει από πίσω του και τον αόρατο σάκο της δικής του ζωής, με τις έγνοιες του και με την πολυπόθητη λύτρωση σε αναμονή. Μια λύτρωση που από τη μια μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από τη βοήθεια και τη στήριξη της οικογένειας, αλλά και μία λύτρωση από την άλλη που για χάρη ακριβώς της οικογένειας ματαιώνεται, αποκρύπτεται, υποβαθμίζεται και εν τέλει μετατοπίζεται αορίστως για το μέλλον. Γλυκόπικρα χαμόγελα, σφιγμένα χείλη και καθαρά μέτωπα. Αυτά τα τρία στοιχεία συνδέουν τα επτά αδέρφια, στην κάθοδο στο φαράγγι και στην επάνοδο έπειτα στις καθημερινότητές τους, πίσω στην πραγματική ζωή. Το τάμα εκπληρώθηκε, ο όρκος ακολουθήθηκε, η συνάντηση, έστω και τυπικά, έγινε. Ανήκει πια στο παρελθόν. Κι ας μην λέχθηκαν όσα ήταν κρυμμένα σε νου και καρδιά. Όχι άδικα. Κάθε ψυχή, άλλωστε, είναι υποθηκευμένη από τις δικές της δοκιμασίες. Ίσως δεν έπρεπε και να λεχθούν. Ίσως γιατί στην ανθεκτική αγάπη και στην αδερφική έγνοια του να μη στενοχωρηθεί κανείς, τα νήματα των μηνυμάτων κινούνται αόρατα, με τα βλέμματα, τα αγγίγματα, τις δυο – το πολύ τρεις – λακωνικές κουβέντες, συμπυκνωμένων όλων στα λόγια της Ινούς: «Ακούτε; Ζούμε σας λέω, ζούμε, ζούμε ακόμη και τα εφτά αδέρφια και είμαστε μαζί. Αυτό είναι το τυχερό μας.»



                                 Με την Ιωάννα Καρυστιάνη, μετά την παραπάνω ανάλυσή μου και το τέλος της παρουσίασης.
                                  

*Το "Φαράγγι" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Το Ζάρι

Έφτασε επιτέλους η όμορφη στιγμή του λυτρωτικού τέλους! Ένας χρόνος πέρασε. Η νέα μου νουβέλα, "το ζάρι", είναι επιτέλους έτοιμη προς πρόταση για έκδοση και Θεού θέλοντος προς ευρεία ανάγνωση.


Ύστερα από κόπο, κύματα εμπνεύσεων, αλλά και από βούρκους της πλοκής και νηνεμία της φαντασίας, ύστερα από τσιμπήματα της καθημερινότητας και τζούρες νοσταλγίας, το νέο μου έργο "Το ζάρι" έφτασε στο τέλος του. Ενθουσιασμός αλλά και μεγάλη αγωνία για το αν και πότε θα βγει. Όμως... scripta manent και είμαι σίγουρος ότι ό,τι νούμερο και να φέρει, το ζάρι ήρθε για να μείνει.
6 ήρωες, 6 διαφορετικές ιστορίες που τέμνονται. Διαφορετικές αφηγήσεις, διαφορετικοί δρόμοι, μα με το αναπάντεχο της ζωής πάντα συνοδοιπόρο.
Ευχαριστώ θερμά την οικογένειά μου και τους καλούς μου φίλους για τη στήριξή τους!
Αδημονώ να έρθει η στιγμή που θα σας ευχηθώ "καλή ανάγνωση!"


Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Γιώργος Σεφέρης, έφυγε σαν σήμερα.

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή το 1971 ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης.

Ας μας συντροφεύουν οι ιδέες του, μήπως και μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε σαν έθνος κάποια στιγμή...




Στα σκοτεινά πηγαίνουμε
στα σκοτεινά προχωρούμε...

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

ΠολυφΟνική Δημοκρατία







Πολύ φοβάμαι μην «κοιμηθούμε με δημοκρατία και ξυπνήσουμε με τυραννία», όπως είχε πει και ο Αριστοφάνης στους Αχαρνείς. Και μιας που είμαστε ακόμη στην ατμόσφαιρα των αρχαίων ένδοξων χρόνων, ας αναφέρουμε και το γεγονός ότι λίγα χρόνια πιο πριν είχε προετοιμάσει το έδαφος ο Αισχύλος, λέγοντας στον Προμηθέα Δεσμώτη ότι «ανήκει στις παθήσεις της εξουσίας να βλέπει παντού εχθρούς

Αγαπητοί αναγνώστες, αφού σας ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι απεχθάνομαι κάθε ιδέα που πρεσβεύει το κόμμα της Χρυσής Αυγής, θα προχωρήσω στα εξής τρία σημεία, ως συνιστώσες της παραχάραξης της πλουραλιστικής μας δημοκρατίας:

1.      Ο ενδεχόμενος αποκλεισμός του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος: Ως γνωστόν η διαδικασία της εξημέρωσης απαιτεί τον πρώτα απ’ όλα συμβιβασμό του εξημερωτή με το ότι είναι αντιμέτωπος με την ίδια την αγριότητα. Δεν μπορεί επομένως να εξοργίσει με μαστίγωμα το ζώο που προτίθεται να εξημερώσει. Αντίστοιχα, αν η Χρυσή Αυγή δεν προσκληθεί καν στην προεκλογική συζήτηση των πολιτικών αρχηγών (ντιμπέιτ), ανεξαρτήτως του αν δεχθεί να πάει ή όχι, το γεγονός αυτό θα εντείνει ακόμη περισσότερο τα πνεύματα, θα ακονίσει τα άκρα και θα ηρωοποιήσει για ακόμη μία φορά τους «κακόμοιρους» αδικημένους κατηγορούμενους στα μάτια του απλού κόσμου. Αποτέλεσμα μπούμερανγκ.

2.    Η τελολογική ερμηνεία του Συντάγματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας: Πρακτικά, για να ξεπεραστεί ο σκόπελος της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) έκρινε a priori την αδυναμία σύγκλησης διάσκεψης των πολιτικών αρχηγών στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών, αφού και ο Πρωθυπουργός  και ο Πρόεδρος των ΑΝΕΛ αλλά και ο Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. αρνήθηκαν οποιασδήποτε μορφής συνεργασία για το σκοπό συγκρότησης οικουμενικής κυβέρνησης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θεώρησε περιττή τη σύγκληση των αρχηγών, αφού η δεδηλωμένη δεν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να εξασφαλιστεί. Όμως παρέβλεψε ότι, πέρα από την εκμοντερνισμένη ερμηνεία του Συντάγματος, υποκρύπτεται ένας σοβαρός λόγος της σύγκλησης των αρχηγών υπό την επίβλεψή του: το Σύνταγμα απαιτεί από τον ΠτΔ να κάνει τα αδύνατα δυνατά υπό την παρουσία όλων, ώστε να διαπιστωθεί μια κάποια σύγκληση, αλλιώς θα μπορούσε να στείλει και με μήνυμα στο κινητό τη διερευνητική εντολή στους αρχηγούς και να μην τρέχουν στο Προεδρικό Μέγαρο να φωτογραφίζονται και να καίνε και βενζίνη τα αυτοκίνητα... Με λίγα λόγια, ο ανώτατος πολιτειακός μας χάρτης απαιτεί πολυφωνία και υπάρχει λόγος που στο άρθρο 37 ορίζει συγκεκριμένη διαδικασία. Το Σύνταγμα δεν αποτελεί κουρελόχαρτο! Το αντεπιχείρημα πάντως για τυπολατρική ερμηνεία του Συντάγματος μπορεί να υπερισχύσει μόνο στην περίπτωση που είναι ξεκάθαρη και αδιαπραγμάτευτη η πρόθεσή των διαφωνούντων πολιτικών αρχηγών για διακοπή επαφών με τους υπόλοιπους και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

3.    Ο δημοσιογράφος οφείλει να μην παίρνει θέση με την ερώτησή του. Το παραπάνω θεωρείται πρωταρχικός κανόνας και βασική δημοσιογραφική αρχή ακόμη και για τους πρωτοετείς φοιτητές. Δεν αντιλέγει κανείς ότι ο ερωτών πρέπει να είναι αυστηρός και πιεστικός. Όμως αυτό πρέπει να συμβαίνει ανεξαιρέτως με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς. Ως παράδειγμα μπορούμε να φέρουνε τη λαίλαπα υπέρ του «ΝΑΙ» πριν το κατά τα άλλα τραγελαφικό δημοψήφισμα (που κατέληξε σε διχοψήφισμα). Τέτοια ακατάσχετη καταστροφολογία και πανικός θα παρατηρούνταν (και αν) μόνο σε κανάλια κρατών όπου δεν μεσουρανεί de facto το δημοκρατικό καθεστώς.


Τα τρία παραπάνω παραδείγματα δείχνουν πόσο πληγώνουν τη δημοκρατία οι ίδιοι οι ισχυριζόμενοι υποστηρικτές της. Τρανή απόδειξη του ότι τελικά ο χειρότερος εχθρός τις περισσότερες φορές προκαλείται από τον ίδιο μας τον εαυτό και ότι οι περισσότερες... δολοφΩνίες διαπράττονται κατά λάθος. Δυστυχώς πλησιάζει η στιγμή – το απεύχομαι – που το εκλογικό σώμα δεν θα μπορεί να εμπιστευτεί κανένα κόμμα του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου» και θα στραφεί αλλού. Αλλά σ’ αυτό το «αλλού» δεν θα φταίει η δημοκρατία όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά η δημοκρατία που την φέραμε εμείς να είναι έτσι όπως είναι.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Δύο ποιήματα − του Μαρκ Στραντ (frear.gr)

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ (THE COMING OF LIGHT)
Ακόμη και τόσο αργά συμβαίνει:
Ο ερχομός της αγάπης, ο ερχομός του φωτός.
Ξυπνάς και τα κεριά ανάβουν σαν από μόνα τους,
αστέρια μαζεύονται, όνειρα ξεχύνονται στα μαξιλάρια σου,
αναδίδοντας ζεστά μπουκέτα ανέμου.
Ακόμη και τόσο αργά τα κόκαλα του κορμιού αστράφτουν
κι η σκόνη τού Αύριο λαμποκοπά στην ανάσα.

ΛΕΣ ΛΟΙΠΟΝ (SO YOU SAY)

Είναι όλα στο μυαλό, λες, και δεν έχει
καθόλου να κάνει με την ευτυχία. Ο ερχομός του κρύου,
ο ερχομός της ζέστης, το μυαλό έχει όλο τον καιρό στον κόσμο.
Παίρνεις το χέρι μου και λες κάτι θα συμβεί,
κάτι ασυνήθιστο για το οποίο ήμασταν πάντα προετοιμασμένοι,
σαν τον ήλιο που φτάνει μετά από μια μέρα στην Ασία,
σαν το φεγγάρι που αναχωρεί μετά από μια νύχτα μαζί μας.



Μετάφραση Κώστα Λιννού, αναδημοσίευση από το Περιοδικό Λόγου και Τέχνης frear.gr "http://frear.gr/?p=10431"

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Οδός ονείρων



Όταν άκουγα την ερώτηση "ποια όνειρα έχεις;" ή "τι θέλεις να γίνεις, όταν μεγαλώσεις;" πίεζα τα μάτια μου με δύναμη, άνοιγα ελαφρώς το στόμα μου, ώστε να εκβάλλω το καυσαέριο της σκέψης και το μυαλό μου πήγαινε σε παιδικές επιθυμίες, όπως το να γεμίσω το δωμάτιό μου με παιχνίδια, να έχω πολλούς φίλους, να πετάξω με το αεροπλάνο και άλλα πολλά και ξεχασμένα. Όταν εγκατέλειψα μια για πάντα την παιδική ηλικία, μορφώθηκα, ύστερα πήρα μεταπτυχιακό και παρά...μορφώθηκα και έπειτα μπήκα στον επαγγελματικό στίβο. Οι καθημερινοί ρυθμοί έγιναν έντονοι, οι οικογενειακές απαιτήσεις πολλαπλές και οι επαγγελματικές προκλήσεις καραδοκούσαν στη γωνία. Έτσι πέρασε ο καιρός και είχα ξεχάσει να συνεχίζω να ονειρεύομαι. Το τελευταίο σημείωμα που έστειλα στον (Φινλανδό) Άγιο Βασίλη - από εδώ και πέρα τα παιδιά να απευθύνονται μόνο σε "εγχώριους...", χρονολογείται δυο τρία χρόνια πριν πεθάνει η γιαγιά μου τη μέρα των γενεθλίων μου. Της είχα υποσχεθεί να τη θυμάμαι πάντα. Χαίρομαι τόσο πολύ που θα το καταφέρνω! Τότε, λοιπόν, παράτησα τα όνειρα στην άκρη. Ίσως γιατί ένιωθα κορεσμό ή ίσως γιατί μεγάλωσα ή αποφάσισα να μεγαλώσω ή αποφάσισαν να με μεγαλώσουν.

Αυτή η ιστορία πάνω - κάτω ακολουθεί όλους μας. Με άλλα πρόσωπα, άλλα παιχνίδια, άλλους τόπους μα με κοινά όνειρα. Γιατί, ποιος αμφισβητεί ότι ο καθένας μας ήθελε το καλό όλων γύρω του και ως συνέπεια και το δικό του καλό; Διάβαζε, μου 'λεγαν. Να μορφωθείς και να βγάλεις χρήματα. Αλλιώς πώς θα ζήσεις; Η μόρφωση (δυστυχώς όχι η παιδεία) ταυτιζόταν με το χρήμα. Μορφωμένος ίσον πλούσιος. Έπειτα το χρήμα ταυτίστηκε με την εξυπνάδα κυρίως και είχαμε την ακμή της φοροδιαφυγής και της ψευτοπολιτικής. Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου να ξετυλίγεται ένα κινηματογραφικό φιλμ με γραφικές φιγούρες για πρωταγωνιστές. Έβλεπα ηγέτες της τότε πολιτικής σκηνής να μαζεύουν πλήθη κόσμου κάτω απ' τα παραθύρια τους. Οι ψηφοφόροι έκαναν καντάδες κι εκείνοι ένιωθαν ότι είχαν πετύχει τον στόχο τους: να τους ερωτευτεί ο λαός. Κι εκεί πάλι έφερνα στο νου ως αυθόρμητο παραλληλισμό μια πανευτυχή οικογένεια που φαίνεται τόσο χαμογελαστή και ευκατάστατη μπροστά στους τρίτους και στη συνέχεια οι σύζυγοι απατούν ο ένας τον άλλο και το παιδί τους μεγαλώνει παραμελημένο με το πλαστικό χρήμα των πιστωτικών καρτών. Τα έβλεπα όλα αυτά και έλεγα ότι κάτι δεν έκανα καλά. Ότι μεγάλωνα με το σταυρό στο χέρι, ότι δεν θα χρησιμοποιούσα ψέματα για να προσελκύσω πελάτες, ότι ο κώδικας των ηθικών μου αξιών έφτανε μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Είχα ένα όριο. Το όριο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και όταν έβαζα το κουστούμι μου, πρόβαινα πάντα στο απαραίτητο μέτρημα: Αν η αξία του ξεπερνούσε τη δική μου ως ανθρώπου, τότε είχα πρόβλημα. Και πάντοτε, όταν το φοράω, αναρωτιέμαι αν χάλασα, αν η αξία μου είναι μικρότερη από αυτή του κουστουμιού μου. Ως τώρα η απάντηση είναι αρνητική. Αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα ενδώσω στην εύκολη λύση και ότι μεγαλώνοντας θα γίνω τόσο μικρός, ώστε το λαμπερό κουστούμι να απορροφήσει κάθε ίχνος ανθρωπιάς που κρύβω μέσα μου.

Πριν κάποια χρόνια αναρωτιόμασταν αν θα ξενυχτούσαμε μαζί με τους φίλους μας πίνοντας μπίρες. Ύστερα, αν θα δυσαρεστούσαμε το γούστο της κοπέλας μας για το δώρο που της είχαμε πάρει, μετά μας απασχολούσε ποια μάρκα αυτοκινήτου θα ήταν καλύτερη να αγοράσουμε τώρα που έχουμε λεφτά (2004), ύστερα τι κινητό τελευταίας τεχνολογίας να πάρουμε. Στην αρχή του τέλους προβληματιζόμασταν ποιος να μας έλεγε την αλήθεια ο Παπανδρέου ή ο Καραμανλής; Αναρωτιόμασταν αν το δημοψήφισμα έγινε για ψυχολογικούς λόγους και πριν μία μόλις μέρα δεν ξέραμε τι νόμισμα θα έχουμε. Όμως, τι μετράει τελικά στην καθημερινότητά μας; Το νόμισμα ή το τι νομίζουμε για αυτήν; 

Έχει έρθει το σημείο μηδέν. Δεν γνωρίζω τι θα ήταν καλύτερο. Να έμενα στην παρέα μέχρι αργά το βράδυ και να μη μεγάλωνα; Να μην συμμετείχα σε πολιτικές συζητήσεις ή να μην νοιαζόμουν για το ρομαντικό δώρο; Αυτή τη στιγμή ξέρω μονάχα το εξής: Ότι όταν ο ήλιος ανατέλλει, ο Γάλλος σηκώνεται αγουροξυπνημένος και λέει μπονζούρ στον πύργο του Άιφελ, ο Άγγλος πετάγεται χαρούμενος καλημερίζοντας το Μπιγκ Μπεν, ο Γερμανός ξυπνά ακριβώς στις 6.32 χαιρετώντας την Πύλη του Βρανδεμβούργου, ο Φινλανδός σηκώνεται κάποια στιγμή μέσα στη συνεχή μέρα περιμένοντας τον Άγιο Βασίλη, ο Ισπανός ξυπνά επιφυλακτικός κοιτάζοντας το άγαλμα του Κολόμβου και ο Έλληνας... Ο Έλληνας σηκώνεται σκυφτός, μα με ένα αόρατο ανάστημα. Ο Έλληνας, που έχει κάνει τόσα πολλά λάθη αλλά έχει υποστεί δυσανάλογες τιμωρίες. Ο Έλληνας που χθες ποδοπατήθηκε πρέπει να αποδείξει το αυτονόητο: ότι όταν και όπως εκείνος ξυπνά, βλέπει πάντα την Ακρόπολη. Και όσο κι αν προς στιγμή ηρεμεί, άλλο τόσο βάρος επωμίζεται. Γιατί; Γιατί πρέπει να την παραδώσει λίθο λίθο, όπως ακριβώς την παρέλαβε από την Ιστορία. Αυτή αποτελεί τη μοναδική του ευθύνη μα και την ακατανίκητη ελπίδα του. Η Ακρόπολη, που σαν συννεφάκι στο πίσω μέρος του μυαλού του, έχει ανάγκη από κληρονόμους με αξιοπρέπεια. 

Αυτό αν καταφέρουμε, μόνο τότε η οδός Ονείρων θα μας οδηγήσει στην παιδική κάθαρση. Γιατί αυτή διακαώς ζητούμε. Να επαναφέρουμε το παιδί που προσωρινά έχει θαφτεί μέσα μας. Αν δεν το καταφέρουμε, τότε ασχέτως πλούτου ή νομίσματος, η οδός Ονείρων θα οδηγεί πάντα σε αδιέξοδο και η κλεμμένη Καρυάτιδα θα παραμείνει για πάντα ορφανή.

*Υγ. Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παραπάνω φωτογραφία, που έβγαλα μαζί με κάποιους φίλους τις προάλλες και απεικονίζει το όνομα της οδού πάνω σε ένα εύθραυστο, γυάλινο τζάμι.

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Μ' αρέσεις άμα σωπάινεις, του Πάμπλο Νερούδα, σε μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή

Σαν σήμερα, το 1904, γεννήθηκε ο μεγάλος ποιητής Πάμπλο Νερούδα. Παραθέτω ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματά του.




Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Η ευθανασία των ιδεών: Ευρώπη, adieu!




Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν κάποιες αλληλουχίες βάσεως του DNA, που ονομάζονταν γονίδια. Τα γονίδια αυτά διασκορπίστηκαν σαν χρυσόσκονη από τον Θεό πάνω σε όλη τη γη. Τα πιο ζεστά, αυθόρμητα, απερίσκεπτα αλλά και φιλότιμα έπεσαν πάνω στο νότιο μέρος της Γηραιάς Ηπείρου, ενώ τα υπόλοιπα ψυχρά, στυγνά, φιλόδοξα και αυστηρά στο βόρειο μέρος της. Οι άνθρωποι που φύτρωσαν, λοιπόν, από αυτή τη θεϊκής προέλευσης σπορά απέκτησαν και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των γονιδίων. Μόνο που στον Βορρά, κοντά στα νερά του Ρήνου, ο χιονιάς ενέτεινε στο πολλαπλάσιο τις ιδιότητες κάποιων γονιδίων και οι άνθρωποι εκεί ήταν αρκετά πιο ψυχροί από του υπόλοιπους, αρκετά πιο φιλόδοξοι και αρκετά πιο αυστηροί. Πίστευαν ότι κατάγονταν από μια ευλογημένη φυλή, που στη συνέχεια την αποκαλούσαν "άρια".

Η φυλή αυτή αναπτύχθηκε, έκανε καλή οικονομία, ανέπτυξε δομές και δημιούργησε ένα καλοκουρδισμένο σύστημα με συνέπεια ένα καλά οργανωμένο κράτος και μια άριστη ποιότητα ζωής για τους πολίτες του. Όμως, δεν της έφτανε αυτό. Για να δείξει πόσο πλούσια, έξυπνη και ζηλευτή χώρα ήταν, έπρεπε να επιβληθεί στους πιο αδύναμους. Το επιδίωξε αρκετές φορές, αλλά οι προσπάθειές της απέβησαν τελικά άκαρπες, αφού και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι είχαν εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και την ίδια ουσιαστικά νικημένη κατά κράτος. Όμως μια τέτοια φυλή με τέτοια γονίδια δεν είναι ποτέ δυνατόν να χάσει. Έτσι, κάνοντας χρήση της πανουργίας των γονιδίων της, σκέφτηκε να προσεγγίσει τον πόλεμο με την ειρήνη και να δημιουργήσει ένα οικοδόμημα τέτοιο, ώστε ως άλλος Δούρειος Ίππος να διοικεί σιωπηρά τα υπόλοιπα κράτη - μέλη του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ύστερα από κάποια χρόνια ήταν γεγονός.

Κι ύστερα απ' αυτή την αναγκαία εισαγωγή, ας περάσουμε στο φλέγον ερώτημα: Πού ανήκει η Ελλάδα; Ανήκει στη Δύση ή ανήκει στην Ανατολή; Ανήκει στον Βορρά ή στον Νότο; Έξι χρόνια παλεύουμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο τιμωρούμαστε με το μαστίγιο τόσο σκληρά. Ίσως να έφταιξαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι που δεν άφησαν διαθήκη και μας κληροδότησαν τις σοφίες τους εξ αδιαθέτου, τις οποίες καπηλέυτηκαν φέρνοντάς τες τώρα απέναντί μας οι Ευρωπαίοι εταίροι μας. Τι ωραία που θα ήταν αν πράγματι υπήρχε αυτό το αλληλέγγυο μόρφωμα των λαών εν ειρήνη διατεταγμένων... Πόσο ιδανική θα φάνταζε η συμβίωση χωρίς σύνορα σε έναν κόσμο που ο ένας θα βοηθούσε τον άλλο ανιδιοτελώς ή με κάποια εντελώς συμβολικά ωφελήματα... Ας μη γελιόμαστε. Είμαστε εκτός Ευρώπης εδώ και πολύ καιρό. Ίσως και από την πρώτη μέρα που μπήκαμε, διότι κατοικήσαμε ένα σπίτι το οποίο δεν ήταν δικό μας. Ο αρχιτέκτονας είχε δανειστεί τις ιδέες μας και εμείς είχαμε μισθώσει ες αεί το ακίνητο που σχεδίασε. Είμαστε εκτός Ευρώπης, διότι μας ξεγέλασαν. Ισονομία, ισοπολιτεία και ισότητα μας έταξαν. Το βέτο της εθνικής κυριαρχίας καταποντίστηκε, απορροφήθηκε από τις δημοκρατίες των υπόλοιπων χωρών. Πώς να αντιδράσει, άλλωστε, μια αδύναμη και φτωχή εν τοις πράγμασι (άλλο στα στατιστικά) χώρα μπροστά σε 17 ή 27 ή και 37 στο μέλλον άγρια στόματα που της μιλούν ακατάπαυστα για οφειλές, χρέη, υποσχέσεις και τραγωδίες;

Το δημοψήφισμα (ή και διχοψήφισμα, θα φανεί σε δυο τρεις μέρες ποια έννοια θα επιλεγεί τελικά) χρησιμοποιήθηκε ως ένα άκρως επικοινωνιακό κόλπο. Η συμφωνία θα υπογραφόταν. Ο λαός, όμως, ήθελε να ξεσπάσει. Να πει όχι στη μιζέρια, στον συνεχώς αυξανόμενο πλούτο, στην υποτέλεια. Ταύτισε το όχι του '41 με το όχι του '14. Μπέρδεψε τον εκδικητικό χαρακτήρα των εκλογών με τον αποφασιστικό χαρακτήρα ενός δημοψηφίσματος, μιας λαϊκής εντολής - συμβουλής προς τον Πρωθυπουργό, ο οποίος γλίτωσε την πτώση και την εσωκομματική του ανταρσία βάζοντας στη μέση το εκλογικό σώμα και δη τους οπαδούς του. Ο κόσμος, όμως, είχε ανάγκη να πει το όχι, ξανά στους Γερμανούς. Γνώριζε η πλειοψηφία του ότι τα πράγματα δεν μπορούν να πάνε πίσω, ότι η συμφωνία θα υπογραφεί και θα είναι και δυσβάσταχτη. Έπρεπε, εντούτοις, να φωνάξει.

Παράλληλα τα ιδιωτικά κανάλια σαν άλλοι ψευδοπροφήτες άρχισαν να κατακεραυνώνουν την επιλογή αυτή σε συνδυασμό με τις κλειστές τράπεζες. Ρωτούσαν τους ταλαιπωρημένους συνταξιούχους τι θα κάνουν τα 120 ευρώ ή αν είναι ευχαριστημένοι με την απόφαση του Πρωθυπουργού για δημοψήφισμα. Ήθελαν να τους προκαλέσουν πόνο και αυτόν τον πόνο να τον πουλήσουν προς τα έξω εισπράττοντας ναι. Τι χυδαίο... Τι ελεεινό... Τι τρισάθλιο... Δεν μπορώ να ξεχάσω τη σκηνή που ένας ρεπόρτερ μεγάλου ιδιωτικού καναλιού, όταν ρώτησε καταπονημένο συνταξιούχο γύρω στα 80 χρόνια αν ταλαιπωρείται έξω απ' την τράπεζα τόση ώρα (ερώτηση ρητορική δηλαδή κατά τον δημοσιογράφο), εκείνος του απάντησε ότι για χάρη του όχι και της αξιοπρέπειάς του προτιμά να ταλαιπωρηθεί. Ο ρεπόρτερ δεν τον άφησε να συνεχίσει και τον έσπρωξε, παρά λίγο να τον ρίξει κάτω, ώστε να τον απομακρύνει από το πλάνο και του έκοψε βίαια το λόγο. Αυτή είναι η δημοκρατία μας; Έτσι υποστηρίζεται μια πολιτική άποψη;

Δε θα κρίνω το γεγονός ως νομικός ότι το δημοψήφισμα ήταν αντισυνταγματικό, ούτε ότι διεξήχθη μέσα σε απελπιστικά γρήγορο χρονικό διάστημα, ούτε ότι ο ελληνικός λαός κλήθηκε να απαντήσει πάνω σε μία πρόταση που δεν ίσχυε και είχε αποσυρθεί. Τι σημασία έχουν όλα αυτά άλλωστε... Ο λαός διψούσε για όχι. 

Ακούω ότι την Κυριακή είτε υπογράφουμε νέα συμφωνία - μνημόνιο είτε βγαίνουμε από το ευρώ. Δεν με απασχολεί τι θα γίνει τελικά. Και ξέρετε γιατί; Γιατί δεν μπορεί να μου φύγει από τον νου η εικόνα της γιαγιάς που περίμενε στην ουρά επί έξι ώρες για να πάρει τα 120 ευρώ και να δώσει τα μισά στα άνεργα παιδιά της και ό,τι περισσέψει χαρτζιλίκι για τα εγγόνια της. Ίσως αν μείνουμε στο Ευρώ, να παραμείνουμε και Ευρωπαίοι. Ίσως αν μείνουμε στο Ευρώ, τα εγγόνια της αξιολάτρευτης γιαγιάς να φάνε προς το παρόν λίγη παραπάνω σοκολάτα. Το μέλλον, όμως, όλων μας φαίνεται αβέβαιο, όπως η πορεία ενός διάττοντος αστέρος. Κανείς δεν ξέρει σε ποιο σημείο ακριβώς θα πέσει.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Διχοψήφισμα



Φίλες και φίλοι,

ως νομικός και ως πολίτης αισθάνομαι την αδήριτη ανάγκη να πω δυο λόγια για την επικαιρότητα.

Παίρνω ως δεδομένο ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας την Παρασκευή 3 Ιουλίου δεν θα κρίνει αντισυνταγματικό το αντισυνταγματικό δημοψήφισμα και αν με ρωτήσετε γιατί, οι λόγοι είναι καθαρά πολιτικοί. Δεν δύναται να ακυρωθεί / ανακληθεί μία διαδικασία που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έτσι κι αλλιώς είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει. Επομένως, για ποιο λόγο να του δυσκολέψει τη ζωή του το Ανώτατο Δικαστήριο; Αρκετά έχει τραβήξει αυτή η χώρα. (Αντισυνταγματικό θεωρώ το δημοψήφισμα καθώς έχει να κάνει με μη κρίσιμο εθνικό θέμα όπως π.χ. αλλαγή μορφής πολιτεύματος ή άμεση αλλαγή νομίσματος, όπως απαιτεί το άρθρο 44 του Συντάγματος και επίσης έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα, πράγμα που το αποκλείει έτσι να υπαχθεί στην δεύτερη περίπτωση περί σοβαρού κοινωνικού ζητήματος.)

Το δημοψήφισμα εκ φύσεως χωρίζει τους ανθρώπους - φορείς της γνώμης σε δύο κατηγορίες. Αυτούς που συμφωνούν με την πρόταση και αυτούς που διαφωνούν. Επομένως δεν μπορεί να υποστηριχτεί το εξωφρενικό που ακούγεται ότι το δημοψήφισμα ενώνει τον λαό. Το δημοψήφισμα χωρίζει και φανατίζει τον λαό. Ή τουλάχιστον όχι τον όποιο λαό αλλά το εξαθλιωμένο εκλογικό σώμα της Ελλάδας. Ως θεσμός είναι άκρως δημοκρατικός. Λειτουργικά, όμως, αποτελεί την πιο έξυπνη υπεκφυγή ευθυνών από τον Πρωθυπουργό και εν προκειμένω την πιο λάθος χρονική στιγμή , όπως επίσης συνδράμει στη μεταβίβαση της ευθύνης της απόφασης από την εκτελεστική εξουσία σε ανθρώπους που την ψήφισαν ακριβώς για αυτό τον λόγο: για να αποφασίζει εκείνη αντί για αυτούς. Για αυτό υπάρχουν οι ηγέτες, για να διοικούν ακόμη και σε πολύ δύσκολες στιγμές.

Η αναγκαιότητα του δημοψηφίσματος απουσιάζει. Η κυβέρνηση είναι φρέσκια, έχει νωπή λαϊκή εντολή και ένα εντυπωσιακό, ακόμη και αυξανόμενο, ποσοστό στις δημοσκοπήσεις που συνηγορεί, ή καλύτερα συνηγορούσε, υπέρ της πολιτικής της στρατηγικής, αν υπήρχε και όποια κι αν ήταν αυτή. Όλοι μαζί νιώσαμε ότι είχε έρθει μια κάποια τζούρα ελπίδας. Θέλαμε τόσο πολύ να αλλάξουν τα πράγματα! Το ανθρωπιστικό πρόσωπο του κυβερνώντος κόμματος φάνηκε από μια σειρά νομοθετημάτων, όπως από το νόμο για την ανθρωπιστική κρίση. Δεν θα αμφισβητηθούν με το παρόν κείμενο οι προθέσεις της κυβέρνησης. Έχει ακουστεί ότι επίτηδες κωλυσιεργούσε η διαπραγμάτευση, γιατί εξ αρχής σκοπός του κόμματος ήταν μία νέα αρχή και η έξοδος από το Ευρώ. Αρνούμαι να πιστέψω ότι ένας τόσο διπλωμάτης και εύστροφος αλλά φιλόδοξος ηγέτης, όπως ο κ. Τσίπρας, θα δεχόταν να κατακτήσει τον τίτλο του Πρωθυπουργού της (υποτίμησης της) Δραχμής. Το δημοψήφισμα ήρθε, για να του λύσει τα χέρια από την σφοδρή εσωτερική του αντιπολίτευση. Η συμφωνία ήταν έτοιμη να περάσει για υπογραφή, αλλά το αντάρτικο από την κοινοβουλευτική του ομάδα τον προειδοποίησε ότι η συμφωνία θα καταψηφιζόταν με αποτέλεσμα να χάσει τη δεδηλωμένη από τη μια και να στιγματιστεί από την άλλη ότι πέρασε μια ακόμη δυσβάσταχτη συμφωνία με τη βοήθεια του αξιολάτρευτου τριπτύχου ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι. Δυστυχώς, το τρικ του δημοψηφίσματος δεν έκατσε καλά. Οι τράπεζες έκλεισαν. Η κάνουλα σφραγίστηκε και η Ευρωπαίοι φίλοι και αδερφοί μας έτριβαν (και τρίβουν) τα χέρια τους. 

Δεν θα σας παροτρύνω να ψηφίσετε οτιδήποτε. Όλοι έχουν δίκιο. Και εκείνοι του "ΌΧΙ" που τους πήραν τα σπίτια οι τράπεζες και εκείνοι του "ΝΑΙ" που δε θέλουν να πάει στράφι η 6χρονη τανταλώδης φορολόγησή τους. Όμως, στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε δύο πολύ βασικά πράγματα.

Πρώτον, υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι υποστηρικτές του ΝΑΙ είναι οι πλούσιοι και οι του ΟΧΙ οι πληβείοι. Θα έλεγα ότι ισχύει και κάτι άλλο, φίλοι μου. Όσοι έχουν βγάλει τα χρήματά τους στο εξωτερικό με την έλευση της Νέας Δραχμής και τη βέβαιη και βάναυση υποτίμησή της (νομπελίστες οικονομολόγοι μιλούν ακόμη και για 80%) θα γίνουν με το συνάλλαγμά τους ακόμη πλουσιότεροι, καθώς τα χρήματα του εξωτερικού θα αυγατίζουν στην Ευρώπη και θα αγοράζουν πολύ φτηνά τα εγχώρια προϊόντα και τις υπηρεσίες. Οι του ΝΑΙ από την άλλη, ακριβώς επειδή φοβούνται μην χαθούν οι καταθέσεις τους και οι κόποι πολλών χρόνων, θέλουν να παραμείνουν στην Ευρώπη, όχι γιατί αγαπούν τον Άδωνι ή την Μέρκελ, αλλά υποθέτω πως θέλουν να παραμείνουν προστατευμένοι από την ευρωπαϊκή ομπρέλα, όσο καλό ή κακό ακούγεται αυτό για κάποιους.

Δεύτερον και εδώ απαιτείται η προσοχή σας. Το δημοψήφισμα δεν είναι εκλογές! Η εκδικητική - ελεγκτική ψήφος αποδίδεται κατά την εκλογική διαδικασία με τον καταποντισμό των κομμάτων. Το δημοψήφισμα έχει να κάνει με ένα οικονομικό καθαρά θέμα. Δεν σημαίνει ότι οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να ψηφίσουν ΝΑΙ, ούτε και ότι οι οπαδοί της ΝΔ δεν μπορούν να ψηφίσουν ΟΧΙ και το αντίστροφο. Δεν σημαίνει ότι όποιος ψηφίσει ΟΧΙ είναι ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΑΙ ΝΔ ή Ποτάμι. Αν είναι δυνατόν! Γιατί πρέπει να χρωματίζεται πάντοτε κανείς σ' αυτήν εδώ την χώρα;

Όποια απόφαση κι αν ληφθεί - και εδώ είχε δίκιο ο Πρωθυπουργός - θα ληφθεί με αξιοπρέπεια, αλλά και θα γίνει σεβαστή, ελπίζω, με αξιοπρέπεια. Το καλό της Ελλάδας πρέπει να μας οδηγεί, με όποιο τρόπο κι αν πιστεύει κανείς πως θα έρθει αυτό. 

Στο δημοψήφισμα η χώρα βοηθείται. Στις εκλογές ανανεώνεται. Αυτό πρέπει να το εμπεδώσουμε και η 6η Ιουλίου να μας βρει όλους ενωμένους. Και τους Φουρτουνάκηδες και τους Βροντάκηδες.

Ψηφίζουμε με αξιοπρέπεια, όπως και σεβόμαστε το όποιο αποτέλεσμα επίσης με αξιοπρέπεια.


Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Η αγάπη είναι ο φόβος, του Μανόλη Αναγνωστάκη

Ένα συγκλονιστικό, ανατριχιαστικά επίκαιρο ποίημα του αξέχαστου Μανόλη Αναγνωστάκη.
Απαγγελία από τον ίδιο τον ποιητή.


Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυαΌταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωσηΤα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων5Και τί κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;Ξέρει να σφίξει γερά εκεί που ο λογισμός μάς ξεγελάΤην ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκεΣα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα10Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσανΠηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίαςΔιαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή;Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα;15Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδαΚάτι σα μια θαμπή ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τί να λογαριάσειςΣυμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσειςΔε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου20Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότηταΑνία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσειςΚι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.
Μα ποιός θά ’ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;Ποιός θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα;25Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτεςΖητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.
Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Το μεγάλο παιδί

Έρχονται κάποιες στιγμές που τολμώ να ξεφύγω λίγο απ' τα λημέρια του ρεαλισμού. Δεν είναι ποίημα, παρά απλοί στίχοι ατάκτως εμπνευσμένοι. Μία τέτοια στιγμή απεικονίζει κι η παρακάτω καταγραφή.


Το μεγάλο παιδί


Χέρια απλωμένα λείπουν απ' της πόλης τα αβοήθητα βλέμματα. 
Σιωπές κραυγάζουν στην απελπισία τους.

Σκιές χορεύουν μόνες τους. Tο σώμα που συντροφεύουν αρνείται να τις κινήσει.

Οι εκπνοές των αναστεναγμών πνίγουν την ατμόσφαιρα. 
Κάθε σπίτι παίζει το δικό του μονόπρακτο 
με τη Μοίρα κομπάρσο και το Πεπρωμένο σκηνοθέτη.

Η σβούρα έχασε τη φόρα της, η μανία της άρχισε να καταλαγιάζει, 
ενώ ένα παιδί χωρίστηκε βίαια απ΄τους γονείς του. 
Δεν ήταν όμως μικρό. 

Ήταν ένα μεγάλο παιδί βαλμένο στο παιχνίδι χωρίς τη θέλησή του. 
Κι οι δείκτες του ρολογιού συνεχίζουν να προχωρούν 
και τα χαμόγελα συνεχίζουν να ζωγραφίζονται, 
χαμένα μέσα στη μουτζούρα των καιρών.
Και τα χέρια συνεχίζουν να παραμένουν τεντωμένα, 
αλλά πλέον παλλόμενα απ' την διαρκή αντοχή τους. 
Επαιτούν για ειλικρίνεια, για μια λαμπάδα την ανάσταση. 
Μακάριος όποιος τη δει, όποιος διακρίνει τη σπίθα μέσα στο σκοτάδι, 
τη σελήνη μέσ' απ' τα σύννεφα και το μεγάλο παιδί μέσ' απ' τον όχλο...