Μια κωμωδία παρεξηγήσεων με έντονο το στοιχείο της τραγικότητας. Αυτό είναι το έργο της Δωδέκατης Νύχτας. Ο Σαίξπηρ έγραψε αναμφισβήτητα ακόμη έναν ύμνο για τον Έρωτα. Μέσα από τη μεταμφίεση της αρχοντοπούλας Βιόλας ως Σεζάριο και την εκπληκτική της ομοιότητα με τον αδερφό της ονόματι Σεμπάστιαν, ο θεατρικός συγγραφέας - ποιητής δημιουργεί μία κατάσταση παρανοήσεων και υπογραμμίζει το υποβόσκον χάσμα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι. Η πλοκή του έργου ακολουθεί την τριγωνική σχέση ή αλλιώς τη σχέση "γάτας με ποντίκι":
- Η αρχοντοπούλα Βιόλα είναι ερωτευμένη με το δούκα της Ιλλυρίας, Ορσίνο.
- Ο Ορσίνο είναι ερωτευμένος με την κόμισσα Ολίβια.
- Η Ολίβια είναι ερωτευμένη με τη Βιόλα - μη βιαστείτε! - , μεταμφιεσμένη όμως η τελευταία ως άντρας με το όνομα "Σεζάριο".
Η κόμισσα Ολίβια αρνείται πεισματικά το στενό ρομαντικό μαρκάρισμα του δούκα Ορσίνο. Δεν ενδίδει στα πολλά και γλυκά του λόγια, όσες φορές κι αν προσπαθεί να την προσεγγίσει. Έρωτας χωρίς ανταπόκριση, αλλά και έρωτας με πείσμα. Όμως ουδείς αναντικατάστατος, όπως και εν προκειμένω η έλκουσα το αντίθετο φύλο της, Ολίβια. Η τελευταία γοητεύεται από τον υπηρέτη του δούκα Ορσίνο, Σεζάριο και χρησιμοποιεί με πονηριά ένα δαχτυλίδι με σκοπό να τον ξαναδεί. Ο Σεζάριο - Βιόλα αποκρούει πολύ ευγενικά το φλερτ της. Ο Σαίξπηρ, πέρα από το ανεκπλήρωτο του φτερωτού θεού, δίνει βαρύτητα στη γυναίκα. Της δίνει πρωτοβουλία. Τη μετατρέπει σε κυνηγό από θήραμα. Της προσδίδει μια δυναμικότητα. Ενδεχομένως η Ολίβια λόγω της καταγωγής και της υψηλής κοινωνικής και οικονομικής της θέσης να έχει ένα παραπάνω θάρρος, ώστε να φανερώσει τον ενθουσιασμό της και τα αγνά της αισθήματα σε έναν άνδρα. Παρ' όλα αυτά, δεν θεωρείται διόλου εύκολο και πόσο μάλλον και σε εκείνη την εποχή (περίπου 1600 μ.Χ.) να αναλαμβάνει τα ηνία της ερωτικής πρωτοβουλίας μια γυναίκα. Δεύτερο παράδειγμα δυναμισμού μέσα στο ίδιο έργο αποτελεί η Βιόλα, που αν και μεταμφιεσμένη, έχει κλειστεί στο σώμα, τις συνήθειες και τη συμπεριφορά ενός άνδρα, μόνο και μόνο για να βρίσκεται κοντά στον αγαπημένο της Ορσίνο, ο οποίος ιδέα δεν έχει για την ταυτότητα του αφοσιωμένου του υπηρέτη. Ο Σαίξπηρ καταφέρνει έτσι να δημιουργήσει μια ευφυή κωμωδία καταστάσεων που δεν μπορεί να γλιτώσει απ' την τραγικότητα που διέπει γενικά τους χαρακτήρες των έργων του. Η τελευταία αυτή τραγικότητα εντείνεται στον χαρακτήρα του Μαλβόλιο, επιστάτη της Ολίβια, ο οποίος είναι ερωτευμένος με εκείνη. Πειθόμενος, λοιπόν, από τα ψέματα του υπηρέτη της και της ακολούθου της (Φαμπιάν και Μαρία αντίστοιχα), γελοιποιείται μπροστά στην Ολίβια, τηρώντας τις συμβουλές και ψεύτικες διαβεβαιώσεις τους.
Ο έρωτας ισοπεδώνει, εκμηδενίζει, θυματοποιεί και εν τέλει αλλοτριώνει. Δυο απλές γραμμές κρύβουν πίσω τους θησαυρούς νοημάτων, για αυτό και ο συγγραφέας δοξάζεται ανελλιπώς εδώ και 400 χρόνια από το θάνατό του. Στο τέλος οι παρεξηγήσεις λύνονται και οι παρανοήσεις διορθώνονται. Δεν θα υπεισέλθω σε περισσότερες λεπτομέρειες του φινάλε, παρά θα μείνω σε ορισμένα σημεία άξια λογοτεχνικής προσοχής.
Ο έρωτας ισοπεδώνει, εκμηδενίζει, θυματοποιεί και εν τέλει αλλοτριώνει. Δυο απλές γραμμές κρύβουν πίσω τους θησαυρούς νοημάτων, για αυτό και ο συγγραφέας δοξάζεται ανελλιπώς εδώ και 400 χρόνια από το θάνατό του. Στο τέλος οι παρεξηγήσεις λύνονται και οι παρανοήσεις διορθώνονται. Δεν θα υπεισέλθω σε περισσότερες λεπτομέρειες του φινάλε, παρά θα μείνω σε ορισμένα σημεία άξια λογοτεχνικής προσοχής.
- Πράξη πρώτη, σκηνή πρώτη: Το έργο ξεκινά με τον Ορσίνο να εξυμνεί την έξαρση του έρωτα: "Αχ, Έρωτα θεέ, τι άπληστος, τι ακόρεστος που είσαι! Ενώ όλα τα χωράς, όλα τα δέχεσαι, σαν θάλασσα, ό,τι θα καταπιείς, όσο ακριβό κι υπέροχο κι αν είναι, μέσα σε μια στιγμή ξεπέφτει, ευτελίζεται και δεν σου φτάνει. Τόσο γεμάτος με μορφές της φαντασίας είν' ο έρωτας, που είναι από μόνος του η τέλεια φαντασίωση". Με άλλα λόγια: "Έρως ανίκητε στη μάχη...". Εδώ ο Σαίξπηρ συναντά το Σοφοκλή. Τα αισθήματα λαμπαδιάζουν, το συναίσθημα μένει ατιθάσευτο και τα πνεύματα σπιθίζουν μέσα από ένα ιδεατό πνευματικό συναπάντημα. Το ξεκίνημα του έργου θυμίζει την έναρξη της Οδύσσειας. Αν και όχι ευθέως, καθώς εδώ ο συγγραφέας δεν επικαλείται τη μούσα του, παρ' όλα αυτά είναι φανερό ότι η έμπνευσή του επιτυγχάνεται εμμέσως μέσω της επίκλησης στον έρωτα με λόγια ύψιστα, που δείχνουν τον άνθρωπο πίσω από το συγγραφέα και που φανερώνουν πόσο πολύ είχε ερωτευτεί ο Σαίξπηρ στη ζωή του.
- Πράξη δεύτερη, σκηνή τέταρτη - Η άρνηση της απόρριψης: Βιόλα: "Μα, κύριε, αν δεν μπορεί να σας ερωτευτεί;" Ορσίνο: "Δεν δέχομαι τέτοιαν απάντηση." Βιόλα: "Ναι, αλλά πρέπει. Πείτε πως μια γυναίκα, που ίσως να υπάρχει κιόλας, καρδιοχτυπά για 'σας τόσο πολύ όσο εσείς για την Ολίβια. Δεν μπορείτε να την αγαπήσετε και της το λέτε. Δεν πρέπει αυτή να το δεχτεί ως απάντηση;" Ορσίνο: "Καμιάς γυναίκας τα πλευρά δεν θ' άντεχαν χτυπήματα από πάθος τόσο δυνατό σαν την αγάπη που μου δέρνει την καρδιά. Κι ούτε καμιάς γυναίκας η καρδιά ειν' αρκετά μεγάλη να κρατάει τόσα πολλά. Δεν ξέρουνε πώς να κρατούν." Ο εγωισμός ανέκαθεν υπήρχε και θα υπάρχει στην αδύναμη ανθρώπινη φύση. Πόσο μάλλον όταν βρίσκεται σε έξαρση με τον έρωτα. Η διεκδίκηση γίνεται κατάκτηση. Ο ρομαντισμός πάθος. Η απόρριψη πείσμα. Για τον Ορσίνο, πιο πολύ βάλλεται συναισθηματικά ένας άνδρας από μια γυναίκα. Η γυναίκα δεν πονά όσο ένας πραγματικά πονεμένος ερωτευμένος. Ο Ορσίνο αρνείται να μπει στη θέση εκείνου που δίνει την απόρριψη, αποσιωπώντας εμμέσως πλην σαφώς την ερώτηση της Βιόλας. Δεν θέλει να το σκεφτεί. Μπορεί και να το αποφεύγει, επειδή δεν τον συμφέρει η απάντηση. Σε κάθε περίπτωση κατ' αυτόν, ο απλός έρωτας που θα μπορούσε να νιώσει για αυτόν μια γυναίκα δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνον που νιώθει αυτός για την Ολίβια. (Στη συνέχεια βέβαια, αντιλαμβανόμενος τη θυσία της Βιόλας με το τέχνασμα της μεταμφίεσης μόνο και μόνο για να τον έχει δίπλα της και να τον βλέπει, θα συγκινηθεί και η άκαμπτη στάση του θα σπάσει παίρνοντας τελικά εκείνη για γυναίκα της ζωής του.)
- Πράξη τρίτη, σκηνή πρώτη: Ο Σαίξπηρ διδάσκει. Όχι μόνο συναίσθημα. Τρέφει και το πνεύμα. Συνήθως προτιμά να χρησιμοποιεί δεύτερους χαρακτήρες, για να εκστομίσουν τεράστιες αλήθειες, όπως στην περίπτωση του Φέστε, γελωτοποιού της Ολίβια: Φέστε: "Τι καιροί και τούτοι! Για ένα έξυπνο μυαλό, οι φράσεις είναι σαν το μαλακό γάντι. Πολύ εύκολα τις γυρίζεις το μέσα έξω!" Βιόλα: "Αυτό να λέγεται. Όποιοι παίζουν πονηρά με τις λέξεις, εύκολα τις κάνουν πάσης χρήσεως." Φέστε: "Για αυτό κι εγώ δε θα 'θελα η αδελφή μου να έχει όνομα, κύριε." Βιόλα: "Γιατί, άνθρωπέ μου;" Φέστε: "Διότι, κύριε, το όνομά της είναι λέξη. Κι όποιος παίζει πονηρά μ' αυτή τη λέξη, μπορεί να κάνει την αδερφή μου πάσης χρήσεως. Πραγματικά, όμως, οι λέξεις έχουν γίνει πολύ άτιμες από τότε που τις χάλασαν όσοι παίρνουν όρκο να κρατούν το λόγο τους." Ο Σαίξπηρ στο απόσπασμα αυτό δίνει ρεσιτάλ συλλογιστικής σκέψης και διδακτισμού. Το πρώτο (βλ. Όποιοι παίζουν πονηρά με τις λέξεις, εύκολα τις κάνουν πάσης χρήσεως) θα μπορούσε να θεωρηθεί καυστικό πολιτικό σχόλιο διαχρονικού χαρακτήρα, καθώς οι πολιτικοί είναι εκείνοι που παίζουν κυρίως με τις λέξεις χρησιμοποιώντας τες όπως εκείνοι θέλουν, τις περισσότερες δε φορές προς ίδιον όφελος. Όσο για το δεύτερο (βλ. οι λέξεις έχουν γίνει πολύ άτιμες από τότε που τις χάλασαν όσοι παίρνουν όρκο να κρατούν το λόγο τους ) τι να θυμηθεί και να αναφέρει κανείς; Προδοσίες; Απιστίες; Διαφθορά; Σε κάθε τομέα της ζωής μας, οι λέξεις κινούν τα νήματα των καταστάσεων. Το μυαλό είναι ο πηλός, οι φθόγγοι τα χέρια και η εικόνα που διαμορφώνεται η προσλαμβάνουσα αίσθηση και το τυχόν προκαλούμενο αίσθημα.
- Πράξη τρίτη, σκηνή πρώτη. Η Ολίβια ρωτά τη Βιόλα - Σεζάριο τι νιώθει για εκείνη, έχοντας καταλάβει ότι ο Σεζάριο δεν ενδιαφέρεται ερωτικά για το άτομό της. Βιόλα: "Σας συμπονώ" Ολίβια: "Είναι κι αυτό ένα βήμα προς τον έρωτα." Βιόλα: "Ούτε στο ελάχιστο. Είναι πολύ κοινή συνήθεια να δείχνουμε συμπόνια στους εχθρούς μας." Ολίβια: "Τότε, λοιπόν, νομίζω ήρθε η ώρα να χαμογελάσω πάλι. Ω, κόσμε, πόσο εύκολα οι φτωχοί βρίσκουνε κάτι για να περηφανευτούν! Αν πρέπει να σε φάνε τα θηρία, προτιμάς να πέσεις σε λιοντάρι αντί σε λύκο." Η αξιοπρέπεια, το "όρθιο κεφάλι" άλλως, στοιχείο που διακατείχε συνήθως τους άπορους, έρχεται εδώ να κάνει την εμφάνισή του διά στόματος της κόμισσας Ολίβιας. Όταν κάποιος σε συμπονά, είναι πολύ πιθανό και να συμπάσχει μαζί σου. Εν προκειμένω το μικρόβιο του έρωτα είναι εμφανές και στους δύο ήρωες. Αγαπούν. Η μια το κρύβει (Βιόλα), η άλλη το αποκαλύπτει (Ολίβια). Και οι δύο όμως, μέχρι αυτό το σημείο, δεν έχουν φτάσει στην κάθαρση και πνίγονται στο ανεκπλήρωτο του πόθου τους. Παρακάτω η Ολίβια υπογραμμίζει το αέναο κυνήγι του έρωτα και πως δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε ποτέ, ακόμη κι αν ο στόχος μας θεωρείται σίγουρο ότι θα επιτευχθεί. Ολίβια: "Κι η αγάπη μου είναι τόση που ούτε μυαλό ούτε σύνεση μπορεί να τη φιμώσει. Μα τώρα μην προφασιστείς ανόητες αντιλήψεις, πως επειδή σου ανοίχτηκα, πρέπει να εγκαταλείψεις. Σκέψου: καλός ο έρωτας όταν τον κυνηγούμε, μα αν έρχεται από μόνος του, μην τον περιφρονούμε." Τέλος, με φανερό το στοιχείο της προοικονομίας (προειδοποίηση του αναγνώστη για το τέλος του έργου - ο συγγραφέας με άλλα λόγια μας "κλείνει το μάτι") η Ολίβια τονίζει τη θηλυκότητά της, καθώς όλες οι γυναίκες αρέσκονται στο να τις φλερτάρουν και να τις κυνηγούν. Και ποιος ξέρει; Ίσως καταλήξουν τελικά και με αυτόν που στην αρχή δεν ήθελαν... Βιόλα: "Αντίο, ωραία δέσποινα. Δεν θα ξανάρθω πίσω με δάκρυα του αφέντη μου [εννοεί τον Ορσίνο] μπροστά σας να θρηνήσω." Ολίβια: "Όχι, να 'ρθεις, γιατί η καρδιά μπορεί ν' αλλάξει θέση κι η αγάπη του, που τη μισώ, ν' αρχίσει να μ' αρέσει." Κατ' άλλη άποψη, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η Ολίβια δεν ορέγεται το κόρτε του Ορσίνο, αλλά απλώς επιθυμεί ενδόμυχα και διακαώς να ξαναδεί κάποια στιγμή το Σεζάριο - Βιόλα.
- Πράξη πέμπτη, σκηνή πρώτη: Ο Σαίξπηρ, πάλι μέσω του Φέστε, καταπιάνεται με την προσφορά των φίλων και των εχθρών και την επίδραση που ασκούν στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Η κριτική των εχθρών μπορεί να αποβεί ειλικρινέστερη και εν τέλει άκρως βοηθητική, σε αντίθεση με την επίπλαστη κολακεία των φίλων. Ορσίνο: "Εσένα σε ξέρω. Τι κάνεις, καλέ μου φίλε;" Φέστε: "Να σας πω την αλήθεια, κύριε, καλύτερα χάρη στους εχθρούς μου, χειρότερα χάρη στους φίλους μου" Ορσίνο: "Το αντίθετο: καλύτερα χάρη στους φίλους σου." Φέστε: "Όχι, κύριε, χειρότερα." Ορσίνο: "Πώς είναι δυνατόν;" Φέστε: "Μα, κύριε, οι φίλοι μου με κολακεύουν και με κάνουν να νιώθω γελοίος. Οι εχθροί μου, από την άλλη, μου το λένε ξεκάθαρα ότι είμαι γελοίος. Άρα, από τους εχθρούς μου, κύριε, κερδίζω την αυτογνωσία, ενώ από τους φίλους μου την κοροϊδία. Οπότε, αφού τα συμπεράσματα είναι σαν τα φιλιά κι οι τέσσερις αρνήσεις κάνουν δυο καταφάσεις, τότε λοιπόν, χειρότερα χάρη στους φίλους μου και καλύτερα χάρη στους εχθρούς μου."
Η ειρωνεία, η τραγικότητα και ο ρομαντισμός δεν είναι απλώς παρόντα, αλλά δεν εγκαταλείπουν στιγμή αυτό το κωμικό έργο του Σαίξπηρ. Κύριος πρωταγωνιστής, ο έρωτας. Όπως και το μήνυμα ότι ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνεται στη σθεναρή μας πολιορκία αυτός ή αυτή που κυνηγούμε, ο έρωτας θα βρει τη λύση. Άλλωστε, υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές, όπως λέει ο σοφός λαός ή αλλιώς, ουδείς αναντικατάστατος. Ό,τι προτιμάτε...
*Η παραπάνω ανάλυση εστίασε στους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου.
** Η "Δωδέκατη Νύχτα" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη σε μετάφραση Νίκου Χατζόπουλου, Αθήνα 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δηλώστε το "παρών"...