Σηκώθηκε αρκετά νωρίς. Η γυναίκα του δεν τον πήρε καν είδηση. Συνήθως εκείνη ήταν που κάθε πρωί τον σκούνταγε ξανά και ξανά, για να ξυπνήσει και να πάει στο γραφείο. Για να ζήσει ακόμα μία φορά την αναπόφευκτα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα. Πελάτες πολίτες που ζητούσε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Αυτό δεν τον πείραζε. Ίσα – ίσα. Για αυτό είχε γίνει βουλευτής. Για να ασχολείτο με τα κοινά. Αυτό που τον κατέτρωγε, όμως, ήταν ότι αναγκαζόταν καθημερινά να αραδιάζει ένα σωρό ψέματα σε αρρώστους, φτωχούς, απεγνωσμένους και αλλοδαπούς. Οι περισσότεροι είχαν δίκιο. Δεν μπορούσαν, όμως, να το βρουν. Πώς να το 'βρισκαν; Στα δικαστήρια; Όταν θα δικαζόταν η υπόθεσή τους το 2025; Στις εκλογές; Εκεί κι αν καταποντίζονταν τα πιστεύω τους... Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Έβαλε το καλό του
κοστούμι. Πήρε το χειρόγραφο λόγο που είχε ετοιμάσει πυρετωδώς όλο το προηγούμενο βράδυ,
φίλησε στο μέτωπο τη γυναίκα του κι έφυγε. Το εσωτερικό του υπηρεσιακού αυτοκινήτου τού φάνηκε πιο κρύο από τις προηγούμενες μέρες, κι ας είχε ζεστάνει
ο καιρός. Αν μπορούσε να ξασπρίσει αυτά τα φιμέ τζάμια... Να τα γρατζουνίσει
μέχρι τελικής πτώσεως...
Έφτασε στη Βουλή
ελαφρώς καθυστερημένος, αλλά πάνω στην ώρα που ανακοίνωναν το όνομά του ως τον
επόμενο ομιλητή. Ανέβηκε στο έδρανο λαχανιασμένος. Ξέσφιξε λίγο τη γραβάτα του, ή αλλιώς, τη
στολή εργασίας, ήπιε δυο γουλιές νερό και ξεκίνησε:
"Βλέπω απόψε έχουμε και παρατηρητές αρκετούς έφηβους, οπότε θα αλλάξω την προσφώνηση του λόγου μου από ''κύριοι συνάδελφοι'' σε ''σωτήρες του τόπου μας και κύριοι συνάδελφοι''. Συγκεντρωθήκαμε εδώ αναγκαστικά, για να υπερψηφίσουμε στο θέατρο του παραλόγου και δη κάποιοι από μας να στηρίξουμε την ουσιαστικώς αλλά όχι τυπικώς ανομιμοποίητη κυβέρνησή μας, κάποιοι άλλοι να την καταψηφίσουμε, όχι επειδή το επιθυμούμε αλλά επειδή μας το υπαγορεύουν και κάποιοι άλλοι να την κατακρίνουμε απέχοντας ή δηλώνοντας «παρών», παραχωρώντας έτσι κάθε πολιτική πρωτοβουλία στην τύχη ως απόλυτο έρμαιό της. Απευθύνομαι και στις τρεις αυτές κατηγορίες συναδέλφων, ανήμερα της ψήφου εμπιστοσύνης προς την πολυαγαπημένη αυτή συγκυβέρνηση σύσσωμου του ελληνικού λαού. Ήδη τα αγάλματα των αρχόντων έχουν ξεκινήσει να στήνονται και οι ανδριάντες του καθενός από μας θα κοσμούν μια μέρα των ημερών όλα τα παραρτήματα του Μαντάμ Τισό ανά τον κόσμο." Ελάχιστοι ψίθυροι ακούγονταν. Όλοι είχαν μείνει αποσβολωμένοι να παρατηρούν τον ανεξάρτητο βουλευτή, αλλά μέχρι πρότινος σιωπηλό αρωγό της κυβέρνησης, να διαχωρίζει ξεκάθαρα τη θέση του από κάθε κομματικό σχηματισμό του Κοινοβουλίου. "Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω ηθοποιός. Οι γονείς μου διαφωνούσαν κάθετα. Μου 'λεγαν και μου ξανάλεγαν ότι θα αλλοτριωθώ, θα διαφθαρώ, θα λυγίσω και θα πονέσω. Κι όντως. Τα κατάφερα. Έγινα πολιτικός. Ακόμη καλύτερα. Και το αποτέλεσμα; Πράγματι, αλλοτριώθηκα, διαφθάρθηκα, λύγισα. Με τη διαφορά ότι δεν πόνεσα ο ίδιος, αλλά τους άλλους. Πόνεσα όλα αυτά τα ζευγάρια ματιών που με βλέπουν από τα θεωρεία αυτή τη στιγμή κι όλα εκείνα που με 'βλεπαν σε εφημερίδες και οθόνες χωρίς να περιμένουν ανταπόκριση. Ζητώ συγγνώμη. Δεν ήξερα ότι στο χώρο αυτό παίζονται ρόλοι. Εγώ μάλλον θα έλειπα στη διανομή. Κάθε παράταξη παίζει το δικό της σκοπό. Πριν λίγες μέρες αποχώρησα από το κόμμα που υποστήριζα, γιατί πολύ απλά δήλωσα ευθαρσώς ότι αυτά που ευαγγελίζεται αποτελούν ένα από τα καλύτερα σενάρια επιστημονικής φαντασίας που δεν έχουν γραφεί καν για ταινία. Αν πάρει κανείς και διαβάσει τις προγραμματικές δηλώσεις οποιουδήποτε κόμματος πριν τις εκλογές, μοιάζουν σαν τα βιβλία ταινιών που έχουν τίτλο: "οι 1000 ταινίες που πρέπει να δεις πριν πεθάνεις." Ασφαλώς, ζήτημα είναι αν δει κανείς έστω και είκοσι ή τριάντα από δαύτες.
Δεν δέχτηκα,
λοιπόν, τη διανομή και να 'μαι τώρα άστεγος μα κι ελεύθερος. Ασκεπής μα και συνεπής.
Ακέφαλος μα κι αρτιμελής. Το πώς φτάσαμε ως εδώ δεν είναι ώρα να το αναπτύξω,
γιατί ο πρόεδρος του Σώματος θα μου αφαιρέσει το λόγο με συνοπτικές
διαδικασίες. Το μόνο που θα πω επ’ αυτού είναι τούτο: Φτάσαμε ως εδώ, γιατί μας
φέρατε εσείς εδώ", είπε κοιτάζοντας το κατάμεστο θεωρείο. "Όχι οι μικροί. Οι μεγάλοι. Ήσασταν οι ηθικοί αυτουργοί της
καταστροφής αυτής εδώ της χώρας. Διότι δεν τελέσατε έγκλημα μόνο δια πράξεως που ψηφίσατε
ανάξιους διαδόχους πανάξιων προγόνων, αλλά και δια παραλείψεως, που ανεχόσαστε όλα αυτά τα χρόνια - μην πω που ενθαρρύνατε - το βουλιμικό σαράκι της εξουσίας να
κατατρώει το Τίμιο Ξύλο της ίδιας σας της συνείδησης, της ίδιας σας της ψυχής. Ανεξαρτήτως
κόμματος μιλώ, επομένως μπορείτε κύριοι συνάδελφοι να με θεωρήσετε όλοι, μετά
χαράς, εχθρό σας. Εγώ πάντως δεν σας βλέπω έτσι.»
-
«Και πώς μας βλέπεις;», πετάχτηκε
ένας εκνευρισμένος βουλευτής από τα κάτω έδρανα.
- «Ως ασθενείς», του απάντησε αμέσως ο
συνάδελφός του. «Και για να μην παρεξηγηθώ, ήμουν κι εγώ ασθενής και μάλιστα
ψυχασθενής, όταν νόμιζα ότι μπορούσα να αλλάξω τον τόπο. Όταν αλλάζεις κάτι, είτε
το διαμορφώνεις εκ νέου είτε το μεταμορφώνεις. Κι εμείς όλοι, βάζω και τον εαυτό
μου μέσα, το παραμορφώσαμε. Παραμορφώσαμε τις αξίες. Παρα...μορφώσαμε τα παιδιά
μας με αχρείαστες πληροφορίες χωρίς να ξέρουν τα βασικά πράγματα, όπως φερ' ειπείν τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου ή το ποιοι είναι οι νομοί του κράτους. Ξέχασα, πλέον ονομάζονται «περιφέρειες». Εκσυγχρονιστήκαμε, βλέπετε... »
-
«Συντομεύετε παρακαλώ», ακούστηκε ο
Πρόεδρος της Βουλής.
-
«Αντιπαρέρχομαι τη λεκτική σας βία
απέναντι στον τελευταίο μου λόγο ως βουλευτή, κύριε Πρόεδρε και συνεχίζω. Τούτη
η Βουλή έκανε ένα μέγα σφάλμα. Αντί να σεβαστεί την ιερότητα της Δημοκρατίας
που πρεσβεύει και να αφήσει τη Δικαιοσύνη να κάνει αμέριμνη τη δουλειά της, προαποφάσισε σχεδόν, μυθοποιώντας την, την καταδίκη του νεοναζιστικού κομματικού μορφώματος που κατάφερε να
διεισδύσει σ’ αυτό εδώ το δημοκρατικό άβατο. Όμως, ποιο άβατο και ποιο
δημοκρατικό θα μου πείτε, όταν οι ίδιοι οι νόμοι του κράτους είναι καταφανώς
αντισυνταγματικοί; Όταν οι περικοπές καταπατούν εξόφθαλμα την αρχή της αναλογικότητας;
Όταν έχουμε κάθε εβδομάδα και μια αυτοκτονία στο μετρό; Για ποιο, λοιπόν,
δημοκρατικό άβατο μιλάμε; Ζητώ συγγνώμη. Ας ανοίξουν διάπλατα οι
πόρτες. Ας μπουν ακόμη περισσότεροι μαυροφορεμένοι κρεμανταλάδες. Ας μετουσιωθεί η οργή κι η αγανάκτηση του κόσμου σε μισαλλοδοξία, σε ρατσισμό, σε βία. Γιατί δεν μας φτάνουν ήδη η λογοκρισία, οι διακρίσεις εις βάρος συνανθρώπων και οι
εκβιασμοί που γίνονται ευθέως με τη σιωπηρή ή μη ευλογία των ανώτατων
πολιτειακών αρχόντων μας... Δεν μας φτάνουν...
Κύριοι
συνάδελφοι, η δική μου ψυχή έχει χτυπηθεί ανελέητα, όπως το μαχλέπι στο γουδί. Θραύσματα
ανθρωπισμού έχουν απομείνει πλέον, εξ ου και τούτη δω η εξομολόγηση. Το μοναδικό πράγμα
που θα σας ζητήσω είναι να μας δώσετε πίσω το δικαίωμα στην ελπίδα. Λίγα ψίχουλα που
θα περισσέψουν από ένα όνειρο μιας θερινής νυχτός. Σας ζητώ, εκ μέρους όλων των
αγανακτισμένων Ελλήνων, το δόλωμα που κάποτε προσφέρατε απλόχερα και τώρα ούτε κι αυτό μπορούμε να 'χουμε: τη φενάκη της
αισιοδοξίας, ένα κάποιο λόγο να ζούμε, μια ανάσα οξυγόνου από μια μισοάδεια
φιάλη. Μόνο έτσι θα τολμήσω να κοιτάξω πάλι αυτά τα παιδιά, που με καρφωμένα μάτια με
κοιτούν εδώ και ώρα και ντρέπομαι... Ντρέπομαι όσο τίποτε άλλο στη ζωή
μου να τα αντικρίσω και να τους απολογηθώ για ένα ολόκληρο έθνος.
Κύριοι
συνάδελφοι, ευχαριστώ πολύ για τη φαινομενική προσοχή σας. Όσα είχα να πω, τα
είπα. Κύριε Πρόεδρε, καθυστέρησα όσο περισσότερο γινόταν. Και ξέρετε γιατί;» Ο
Πρόεδρος της Βουλής τον κοιτούσε αμίλητος και τον λυπόταν τόσο πολύ, που μια
στιγμή νόμισε ότι είχε προδοθεί από το συνοφρυωμένο βλέμμα του.
- «Γιατί καθυστερήσατε, κύριε
συνάδελφε;», ρώτησε σχεδόν αδιάφορα, μα ευγενικά κατ' εξαναγκασμό.
- «Καθυστέρησα, γιατί, όταν βγω απ’ αυτή την αίθουσα, απ’ αυτό το σκοτάδι, η μόνη μου ελπίδα είναι ότι έξω θα 'χει
ξημερώσει...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δηλώστε το "παρών"...