-
«Κόψ’ το καλύτερα! Δεν βλέπεις την ουρά του που
μένει απ’ έξω;»
-
«Γιατί, κυρία;»
- «Τι, γιατί; Ε; Τι γιατί; Δε βλέπεις; Στραβός
είσαι;» Του έπιασε την άκρη από τα μαλλιά στη φαβορίτα. Ο πόνος ήταν οξύς και
αξέχαστος. Σε σύγκριση, όμως, με τη βέργα του πατέρα του φάνταζε σαν αγγελικό
άγγιγμα. «Φέρ’ το εδώ!»
Η
δασκάλα τού άρπαξε το ψαλίδι από το χέρι και προσπάθησε να διορθώσει την ουρά
από το χελιδόνι του μαθητή της, ο οποίος είχε γείρει προς το πάτωμα όσο δεν πήγαινε
την απογοητευμένη του μούρη. Στα περισσότερα σχολεία της χώρας εκείνη την ώρα εκατοντάδες,
χιλιάδες ζεύγη αθώων κορών διαφορετικών χρωμάτων περίμεναν γεμάτα αγωνία να
έρθει η ώρα να ξεδιπλώσουν ένα ταλέντο που ακόμη δεν γνώριζαν ότι έχουν: να σκαρώσουν
μια παιδική ζωγραφιά.
Όταν
γύρισε στο σπίτι του και τον προϋπάντησε το γνωστό τρίξιμο της ξύλινης εξώθυρας,
κρατούσε στη γροθιά του το τσαλακωμένο χελιδόνι. Το ράμφος του προσπαθούσε
απεγνωσμένα να ξεγλιστρήσει ανάμεσα από τις χαραμάδες των δαχτύλων του, ώσπου
προσγειώθηκε αναγκαστικά πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
-
«Τα χέρια σου πλύνε!»
Η
μητέρα του, ξεθεωμένη από τις δουλειές, συνέχισε να καθαρίζει τα λαχανικά στον
νεροχύτη έχοντάς του γυρισμένη την πλάτη.
-
«Σήμερα κάναμε χελιδόνια στη ζωγραφική.»
-
«Τι έχουν πάθει με τα πουλιά; Την προηγούμενη
εβδομάδα δεν σας έμαθαν τον αετό;»
-
«Πετάνε! Είναι ωραία!»
Μετά από δυο τρία δευτερόλεπτα είπε επιτακτικά:
«Πλύνε τα χέρια σου!» Το έκανε.
-
«Μη! Όχι, όχι κάτω! Στάζει το νερό και θα έρθει
ο πατέρας σου και θα φωνάζει πάλι! Πού πας;»
-
«Δεν πεινάω!»
Άρπαξε
το τσαλακωμένο χελιδόνι από το τραπέζι, σέρνοντας την τσάντα του, ανέβηκε την
εσωτερική σκάλα και μπήκε στο δωμάτιό του. Οι πρώτες βρόχινες στάλες χτυπούσαν
διακριτικά το παράθυρό του. Έξω ο κήπος γιόρταζε. Πάλι θα απολάμβανε ένα
τρικούβερτο γλέντι. Ήταν άστατος ο καιρός αυτές τις μέρες. Η φαβορίτα του
πονούσε ακόμα από τη νουθεσία της δασκάλας. Πήρε το χάρτινο χελιδόνι και το
πατούσε δυνατά με την απαλή του παλάμη. Έσφιγγε τα δόντια του από την προσπάθεια.
Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι που είδε κι αποείδε και εμπέδωσε πια για τα
καλά πως μάταια μπορεί να διορθώσει κανείς ό,τι δεν πετάει. Κάθισε οκλαδόν στο
κρεβάτι του κοιτάζοντας το λαβωμένο χελιδόνι. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ή
μήπως…
Σηκώθηκε
με μιας, άνοιξε το συρτάρι από το απέναντι μαθητικό του γραφειάκι και έπιασε αμέσως
την κόλλα. Τους είχαν μάθει πριν από λίγες μέρες στην τάξη πώς να κολλάνε καλά.
Τους είχαν δείξει, μάλιστα, και κάτι κολλάζ ενός Αλύτη, που ποτέ δεν
κατάλαβε γιατί τον έλεγαν έτσι τον άνθρωπο, αν και είχε κατορθώσει τόσο ωραία
δουλειά. Αφού άπλωσε την κόλλα στην πίσω πλευρά του χελιδονιού, το έβαλε πάνω
στο τζάμι. Οι πυκνές πια ψιχάλες της βροχής πλέον το ξεδιψούσαν, έτσι
απεγνωσμένα ανοιχτό, όπως είχε το στόμα του.
-
«Έλα κάτω να φάμε!», ακούστηκε η μητέρα του από
τις σκάλες.
-
«Δεν πεινάω!», απάντησε φωνάζοντας.
-
«Έλα κάτω να φάμε! Θα μετρήσω μέχρι το 10!»
Τότε έστριψε αμέσως το κεφάλι του προς το
χελιδόνι και του είπε: «Μην τους ακούς. Κατά βάθος μου λένε ότι μ’ αγαπάνε.»
-
«Έναααα… Δύοοο…», ακουγόταν η φωνή της μητέρας,
ενώ ο μικρός συνέχιζε να απευθύνεται στον φίλο του.
«Έτσι κάνουν πάντα. Με μαλώνουν και μετά μου λένε
πως μ’ αγαπάνε.»
-
«Έξιιιι… Επτάααα…»
«Όταν μεγαλώσεις κι άλλο, θα φύγουμε μαζί. Θα
δεθώ στο πόδι σου και θα με πάρεις μαζί στον ουρανό, όπως στις ταινίες που δεν
μ’ αφήνουν να βλέπω.»
-
«Εννέαααα…»
Ο μικρός σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι και
κατέβηκε με φόρα τα σκαλιά.
Το χελιδόνι πια πετούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δηλώστε το "παρών"...