Έβλεπε το αεροπλάνο να απογειώνεται. Σαν να ’ταν
κι εκείνος μέσα, φανταζόταν τα διάφορα πρόσωπα των επιβατών: κάποιοι σκυθρωποί
ταξίδευαν για δουλειές, κάποιοι χαμογελαστοί βρίσκονταν προ των πυλών των
διακοπών τους, κάποιοι ανέμελοι ετοιμάζονταν να σπουδάσουν, κάποιοι
προβληματισμένοι αναρωτιόνταν αν έκαναν τη σωστή επιλογή, κάποιοι λυπημένοι επέστρεφαν
σε μία απεχθή πραγματικότητα. Κοίταξε το ρολόι του. Σήκωσε κάποιες μοίρες το
βλέμμα του ατενίζοντας στο άγνωστο και υπολόγισε: «Οι αεροσυνοδοί θα είχαν ήδη
δείξει τις οδηγίες ασφαλείας.» Οι μισοί και ούτε θα τις παρακολουθούσαν. Οι
περισσότεροι από αυτούς θα ‘ταν άπειροι από αεροπορικά ταξίδια. Άλλοι πάλι ίσως
να ‘ταν ανήλικα παιδιά χαμένα στην αθωότητα της ηλικίας και στην αλαζονεία της
νεότητας. Πόσο θα ’θελε κι εκείνος να πετούσε ψηλά, όπως τόσες άλλες φορές. Να
χανόταν στην έπαρση του ύψους, να κρυβόταν πίσω απ’ τα βαμβακερά σύννεφα, να
‘βλεπε τη θάλασσα ως καθρέφτη τ’ ουρανού, να αντιλαμβανόταν πόσο μικρός είναι κείνος
και πόσο μεγάλος ο κόσμος...
Κατέβασε το κεφάλι του, αφού χάθηκε από
μπροστά του το άσπρο μηχανοκίνητο χελιδόνι μαζί με εκείνη. Άφησε πίσω του το
συμπαθητικό στέκι των ανασταλτικών ποτών της υπνηλίας και κίνησε με τη
διπλωμένη εφημερίδα, που κρατούσε στο αριστερό του χέρι, προς την έξοδο του
εθνικού αερολιμένα. Είχε εκτελέσει και αυτό το τελευταίο, βαρύ καθήκον.
Προχώρησε ως την πιάτσα των δελεαστικών κίτρινων ταξί και επιβιβάστηκε χωρίς
ιδιαίτερη βιάση.
-
«Πού
πηγαίνουμε;», ρώτησε με περιέργεια στον τόνο μα με αδιαφορία στα μάτια ο
οδηγός.
-
«Ιπποκράτους 47
παρακαλώ», απάντησε ευγενικά εκείνος.
-
«Για δες... Και
πριν μια ώρα εκεί ήμουν!», αντέδρασε με ευχάριστη έκπληξη ο ταξιτζής.
-
«Μη μου πείτε
ότι με κλέψατε...», είπε με ελαφρώς ειρωνικό τόνο στη φωνή του, καθώς το ταξί
ξεκίνησε την κούρσα του. Ο οδηγός δεν φάνηκε να αντιλήφθηκε το αστείο και
απάντησε με γουρλωμένα μάτια:
-
«Όχι, όχι. Στο
45 ήμουν, δίπλα. Γεννούσε μια κυρία. Της έσπασαν τα νερά και την πήγα στο
μαιευτήριο. Είχε λιποθυμήσει και ο άντρας της απ’ την αγωνία και δεν είχε μέσο
μεταφοράς!»
Στο υπόλοιπο της διαδρομής δεν ακούστηκε
μιλιά. Είχε χαθεί στις αναμνήσεις του. Σκεφτόταν μνήμες και εικόνες απ’ τα
νεανικά του χρόνια μέχρι και πρόσφατες, που κρατούσε ο ένας σφιχτά το χέρι του
άλλου, σαν να ‘ταν σιαμαίοι, με την ανασφάλεια του αύριο και την ασφάλεια της
στιγμής. Ήταν ο άνθρωπος που νοιαζόταν για εκείνη, όμως αυτή τον είχε αφήσει
πλέον πίσω της. Ταξίδευε στα σύννεφα.
Πλήρωσε την κούρσα και κατέβηκε Ιπποκράτους 47
κι ας έμενε σε ένα κάθετο δρομάκι της Σταδίου. Είχε διαλέξει το 47, γιατί τόσα
χρόνια ήταν μαζί. Όσα σχεδόν τα ρυτιδιασμένα ρυάκια φλέβες που μαρτυρούσαν τη σφραγίδα
του χρόνου πάνω του. Το ότι ήταν κι οι δυο τους γιατροί και γνωρίστηκαν χάρη
στον όρκο του Ιπποκράτη δεν άφηνε περιθώριο επιλογής για άλλη οδό.
Περπατούσε και του φαινόταν ότι ο δρόμος
μεγάλωνε, η απόσταση διπλασιαζόταν, το κόκκινο στα φανάρια αδικούσε το πράσινο σε
διάρκεια. Ακόμη και πως τρεμόσβηνε το φεγγάρι τού πέρασε κάποια στιγμή απ’ το
καχύποπτο μυαλό του. Αν και πάντα το περπάτημα τού έκανε καλό, αποδείχθηκε ψυχοφθόρα
επιλογή για τις αντοχές του και βασανιστική για την υπομονή του.
Η εικόνα εκείνης έδινε συνεχώς το αδυσώπητο
«παρών» στα μάτια της φαντασίας του, έτσι όπως την είχε γνωρίσει, με τα μακριά
όμορφα μαλλιά της, με το λαμπερό χαμόγελό της, τα σαγηνευτικά της πράσινα
μάτια. Όλα αυτά και άλλα τόσα είχε για συντροφιά, μέχρι να φτάσει στο σπίτι
τους, να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά και να ανοίξει την επιβλητική ξύλινη
πόρτα, η οποία τον χαιρέτησε με το χαρακτηριστικό της, γνώριμο τρίξιμο. Ο
θόρυβος από τις αθηναϊκές εξατμίσεις των αυτοκινήτων και οι «φιλοφρονήσεις» του
ενός οδηγού προς τον άλλο δεν τον είχαν εγκαταλείψει, σε αντίθεση με την αδιαφορία
της αδερφής της αποθανούσας. «Αφού
αποφάσισε να αποτεφρωθεί, δεν είναι πια αδερφή μου», έλεγε και ξανάλεγε με
τη διαπεραστική της φωνή, που άγγιζε τα όρια του εκνευριστικού τις περισσότερες
των περιπτώσεων. «Είναι επιλογή της, ας
την κρίνει ο Θεός. Μην προλαμβάνεις από τώρα τις προθέσεις Του»,
προσπαθούσε να την πείσει εκείνος, όταν συνομιλούσαν κρυφά οι δυο τους, τις
τελευταίες της στιγμές. Δεν συναίνεσε στην αποτέφρωση και τον άφησε μόνο του να
κάνει ό,τι εκείνος νόμιζε σωστό.
Άφησε το παλτό του στην καρέκλα που βρήκε
πρώτη μπροστά του και άνοιξε το παραθυρόφυλλο. Το φως του γήινου δορυφόρου
μπήκε αδιάκριτα μέσα στο σπίτι, ο άνεμος εξόρισε την τεμπέλα σκόνη που είχε
απλωθεί πάνω στο πιάνο και η νύχτα ήρθε για συμπαράσταση στον ώμο του. Εκείνος,
με τα χέρια να κρύβουν το πρόσωπο, λες και ντρεπόταν να φανερωθεί μπροστά σε
μια πεταλούδα – ψυχή, ψιθύρισε: «Γύρισα». Έμεινε εκεί ακίνητος με τα χέρια στο
πρόσωπο. Αφού πέρασε κάμποση ώρα με την εκκωφαντική σιωπή να τρυπά τα μηνίγγια
του κάνοντας την αδιακρισία της απουσίας ανυπόφορη, σηκώθηκε και κουτσαίνοντας
πάνω στο ξύλινο πάτωμα, έφτασε με κόπο ως την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε
δύο αυγά και τα τοποθέτησε πάνω στον μαγειρικό πάγκο. Άρχισε να σπάει τα κελύφη
κλαίγοντας, σαν να προσπαθούσε να αντισταθεί στις ανάγκες της ψυχής του και με
τρεμάμενη δυνατή φωνή, ρώτησε: «Προτείνω να φάμε ομελέτα απόψε. Τι λες;». Η
μόνη απάντηση που ήρθε ήταν από το ξύλινο ρολόι του καθιστικού, που φανέρωνε
την ώρα και πρόδιδε την αιωνιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δηλώστε το "παρών"...