Ανήμερα της επετείου των 91 χρόνων από τον θάνατό του, αναρτώ την ανάλυση ορισμένων σημείων από το αριστουργηματικό έργο "Η Δίκη" του Franz Kafka.
Ξεκινώντας να διαβάζω τη "Δίκη" (γερμ. der Prozess), προσπάθησα να μην παρασυρθώ από το νομικό μου επάγγελμα και να δω καθαρά λογοτεχνικά τα νοήματα του βιβλίου. Πράγμα ομολογουμένως αρκετά δύσκολο το τελευταίο. Κι αυτό γιατί ο Τσεχοεβραίος συγγραφέας Franz Kafka (και νομικός παρεμπιπτόντως) συνδέει, αριστοτεχνικά βέβαια, τον ρεαλισμό της γραφειοκρατίας και της καταπάτησης του τεκμηρίου αθωότητας με τη σουρεαλιστική πλοκή του έργου. Το έργο το έχω τελειώσει εδώ και αρκετό καιρό, όπως και τις σημειώσεις που το συνοδεύουν, αλλά όταν έχεις να κάνεις με ένα από τα Ευαγγέλια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αναβάλλεις τον ενθουσιασμό σου θέλοντας να βρεις τον χρόνο που απαιτεί ένα τέτοιο πόνημα, ώστε να του τον αφιερώσεις με όλη σου την ψυχή. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ ταπεινά και με όσο περισσότερη διεισδυτικότητα μπορώ, θα σας εισάγω στον κόσμο της "Δίκης". Το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 1914 και δημοσιεύθηκε το 1925. Ο Kafka είχε δώσει ρητή εντολή στον φίλο του Μαξ Μπροντ να καταστραφούν όλα του τα γραπτά μετά τον θάνατό του. Η εντολή αυτή ευτυχώς για μας δεν τηρήθηκε. Το έργο σε ορισμένα κεφάλαια έχει μείνει ανολοκλήρωτο, αλλά το μήνυμα του Kafka περνά αναλλοίωτο: Η δύναμη της εξουσίας, η υποταγή, η έλλειψη ισότητας, η διαπλοκή και η ματαιότητα αντίστασης από τους πολίτες. Οι νόμοι χάνουν την ισχύ τους, καθώς το δίκαιο του ισχυροτέρου, αν και αρκετές φορές παράλογο και, γιατί όχι και ανήθικο, βγαίνει νικητής. Η "Δίκη" του Franz Kafka βροντοφωνάζει μέσα από τον ανίκανο για οποιαδήποτε έξαρση ήρωά της την αναίσχυντη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποτελεί επίκαιρη όσο ποτέ γροθιά στο στομάχι κάθε πολίτη που ζητά από το Κράτος Δικαίου το αυτονόητο: τον σεβασμό της ύπαρξής του (minimum προστασίας) και συνεπώς και της προσωπικότητάς του.
Άγνωστη κατηγορία και κίβδηλο πολίτευμα
Πάμπολλα, όμως, είναι και τα παράπλευρα ζητήματα που θίγονται από το δεύτερο κιόλας κεφάλαιο του έργου, όπως η διαφθορά των υπαλλήλων κάθε βαθμίδας και η αναντιστοιχία της αμοιβής τους με τις εν γένει ικανότητές τους. Η κοινωνία του Κάφκα παραπέμπει στα κίβδηλα πολιτεύματα του Αριστοτέλη κατά κάποιο τρόπο και στο ότι το καθεστώς (κατά Σαμαράκη), ή αλλιώς το σύστημα, κατασπαράζει κάθε ίχνος αξιοκρατίας. Πολλές φορές ο συγγραφέας ξεσπά μέσα από τα φαινόμενα και τις καταστάσεις που παρουσιάζει ("Πώς θα ήταν δυνατόν σε τούτη την ανοησία όλης της υποθέσεως να αποφευχθεί η χειρότερη διαφθορά των υπαλλήλων; Αυτό είναι αδύνατον, αυτό δεν θα το κατόρθωνε ούτε και ο ανώτατος δικαστής για λογαριασμό του. Για αυτό και οι φύλακες ζητάνε να κλέψουν τα ρούχα του συλλαμβανομένου, για αυτό οι επιθεωρητές εισβάλλουν σε ξένα σπίτια, για αυτό προτιμούν να εξευτελίζουν αθώους μπροστά σε ολόκληρες συνελεύσεις αντί να τους ανακρίνουν.")
Ξεκινώντας να διαβάζω τη "Δίκη" (γερμ. der Prozess), προσπάθησα να μην παρασυρθώ από το νομικό μου επάγγελμα και να δω καθαρά λογοτεχνικά τα νοήματα του βιβλίου. Πράγμα ομολογουμένως αρκετά δύσκολο το τελευταίο. Κι αυτό γιατί ο Τσεχοεβραίος συγγραφέας Franz Kafka (και νομικός παρεμπιπτόντως) συνδέει, αριστοτεχνικά βέβαια, τον ρεαλισμό της γραφειοκρατίας και της καταπάτησης του τεκμηρίου αθωότητας με τη σουρεαλιστική πλοκή του έργου. Το έργο το έχω τελειώσει εδώ και αρκετό καιρό, όπως και τις σημειώσεις που το συνοδεύουν, αλλά όταν έχεις να κάνεις με ένα από τα Ευαγγέλια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αναβάλλεις τον ενθουσιασμό σου θέλοντας να βρεις τον χρόνο που απαιτεί ένα τέτοιο πόνημα, ώστε να του τον αφιερώσεις με όλη σου την ψυχή. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ ταπεινά και με όσο περισσότερη διεισδυτικότητα μπορώ, θα σας εισάγω στον κόσμο της "Δίκης". Το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 1914 και δημοσιεύθηκε το 1925. Ο Kafka είχε δώσει ρητή εντολή στον φίλο του Μαξ Μπροντ να καταστραφούν όλα του τα γραπτά μετά τον θάνατό του. Η εντολή αυτή ευτυχώς για μας δεν τηρήθηκε. Το έργο σε ορισμένα κεφάλαια έχει μείνει ανολοκλήρωτο, αλλά το μήνυμα του Kafka περνά αναλλοίωτο: Η δύναμη της εξουσίας, η υποταγή, η έλλειψη ισότητας, η διαπλοκή και η ματαιότητα αντίστασης από τους πολίτες. Οι νόμοι χάνουν την ισχύ τους, καθώς το δίκαιο του ισχυροτέρου, αν και αρκετές φορές παράλογο και, γιατί όχι και ανήθικο, βγαίνει νικητής. Η "Δίκη" του Franz Kafka βροντοφωνάζει μέσα από τον ανίκανο για οποιαδήποτε έξαρση ήρωά της την αναίσχυντη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποτελεί επίκαιρη όσο ποτέ γροθιά στο στομάχι κάθε πολίτη που ζητά από το Κράτος Δικαίου το αυτονόητο: τον σεβασμό της ύπαρξής του (minimum προστασίας) και συνεπώς και της προσωπικότητάς του.
Άγνωστη κατηγορία και κίβδηλο πολίτευμα
Το βιβλίο ξεκινά με μυστήριο, καθώς ο τραπεζοϋπάλληλος Γιόζεφ Κ. (το επώνυμό του δεν αναφέρεται ποτέ, το πνεύμα άκρας μυστικότητας άλλωστε διατρέχει κάθε σελίδα του έργου) κατηγορείται για ένα έγκλημα για το οποίο δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε. Ούτε αν το διέπραξε, ούτε το πότε αλλά ούτε καν και για ποιο έγκλημα κατηγορείται. Σε πολλά σημεία το βιβλίο θα μας θυμίσει και παραπέμψει συνεκδοχικά σε εποχές αντιδημοκρατικών καθεστώτων, κατά τις όποιες χωρίς να χρειαστεί να είχε κάνει κανείς κάτι το μεμπτό, παραπεμπόταν σε δίκη. Η εισαγωγή του έργου μας τοποθετεί μπροστά σε έναν εμβρόντητο άντρα, ο οποίος, σοκαρισμένος σχεδόν αλλά με τεράστια εξωτερική ηρεμία, βλέπει την αδικαιολόγητη σύλληψή του. Αγωνιά κλιμακωτά για την εξέλιξη της υπόθεσής του, καθώς κανένα ανακριτικό όργανο από τους αστυνομικούς δεν αναφέρεται στην κατηγορία, ούτε του δίνει κάποιο στοιχείο, ώστε να καταλάβει εκείνος έστω περί τίνος πρόκειται. Προφανώς ο συγγραφέας κάνει μία νοερή αλλά καθόλου απαρατήρητη μνεία στα δικαιώματα του υπόπτου / κατηγορουμένου. Αυτή η εκούσια αποσιώπηση του εγκλήματος αποβλέπει στην πρόκληση αγωνίας του αναγνώστη από τη μία και στη συναισθηματική φόρτιση του απεγνωσμένου ήρωα από την άλλη. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου, αγέλαστοι πάντοτε, φαίνονται να τελούν προδιαγεγραμμένες υπηρεσίες, σαν να είναι ταγμένοι σε συγκεκριμένη απόρρητη αποστολή. Όσοι περιτριγυρίζουν τον Κ. είτε φοβούνται μήπως κολλήσουν το μικρόβιο της συνέργειας σε έγκλημα (λες και είναι μεταδοτικό) είτε του απαντούν λακωνικά χωρίς ίχνος συναισθήματος πάνω τους. Και εδώ έρχεται να μας κερδίσει για ακόμη μία φορά η αλληγορική ερμηνεία και να μας μεταφέρει στη θεωρία της εγκληματολογικής επιστήμης περί ετικετοποίησης και κοινωνικού στίγματος, κατά την οποία αρκεί και ένας ψόγος από ανώτατο πολιτειακό όργανο, ώστε η φήμη ενός ανθρώπου να καταστραφεί, ακόμη κι αν είναι εντελώς αθώος. Το τεκμήριο αθωότητας παραβλέπεται συνεχώς ακόμη κι απ' τον ίδιο τον δικηγόρο του Κ., που στη συνέχεια καμώνεται πως τον βοηθά. Η ετικέτα έχει μπει. Και μάλιστα με τον καιρό γίνεται όλο και πιο έντονη αφήνοντας το ανεξίτηλο στίγμα της αμφιβολίας να κατατρέχει τον ήρωα σε όλο το έργο. Η βλάβη της υπόληψης και ο κλονισμός της επαγγελματικής θέσης του Κ. συνιστούν μερικές από τις επιπτώσεις που αφήνει πίσω του το στίγμα.
Πάμπολλα, όμως, είναι και τα παράπλευρα ζητήματα που θίγονται από το δεύτερο κιόλας κεφάλαιο του έργου, όπως η διαφθορά των υπαλλήλων κάθε βαθμίδας και η αναντιστοιχία της αμοιβής τους με τις εν γένει ικανότητές τους. Η κοινωνία του Κάφκα παραπέμπει στα κίβδηλα πολιτεύματα του Αριστοτέλη κατά κάποιο τρόπο και στο ότι το καθεστώς (κατά Σαμαράκη), ή αλλιώς το σύστημα, κατασπαράζει κάθε ίχνος αξιοκρατίας. Πολλές φορές ο συγγραφέας ξεσπά μέσα από τα φαινόμενα και τις καταστάσεις που παρουσιάζει ("Πώς θα ήταν δυνατόν σε τούτη την ανοησία όλης της υποθέσεως να αποφευχθεί η χειρότερη διαφθορά των υπαλλήλων; Αυτό είναι αδύνατον, αυτό δεν θα το κατόρθωνε ούτε και ο ανώτατος δικαστής για λογαριασμό του. Για αυτό και οι φύλακες ζητάνε να κλέψουν τα ρούχα του συλλαμβανομένου, για αυτό οι επιθεωρητές εισβάλλουν σε ξένα σπίτια, για αυτό προτιμούν να εξευτελίζουν αθώους μπροστά σε ολόκληρες συνελεύσεις αντί να τους ανακρίνουν.")
In dubio pro reo και κατασταλτική λειτουργία της ποινής
Όσο προχωρά η πλοκή και ο Κ. καλείται πάλι για ανάκριση, αλλά και όταν παίρνει πρωτοβουλία ο ίδιος να επισπεύσει την υπόθεσή του, η περιγραφή του σκηνικού από τον συγγραφέα γίνεται όλο και περισσότερο μουντή. Ασπρόμαυρες εικόνες σαν ένα φιλμ βωβού κινηματογράφου έρχονται στο νου του αναγνώστη, συνάδουσες με το ατμοσφαιρικό παραλήρημα απόγνωσης, δυσφορίας - που αγγίζει τα όρια της ασφυξίας - και κατάφωρης αδικίας. Ο Kafka χρησιμοποιεί την εσωτερική αφήγηση μιλώντας μέσα από την οπτική του ήρωα και όχι αυτή του παντογνώστη αφηγητή, χωρίς έτσι να ξεκαθαρίζει την αθωότητα του K. εκ πρώτης όψεως. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να συμπεράνει εύκολα κανείς ότι ο ήρωας πράγματι δεν έχει ιδέα περί της κατηγορίας του και των ενοχοποιητικών στοιχείων του φακέλου, αφού καλείται να υπερασπιστεί τον εαυτό του χωρίς να γνωρίζει το αυτονόητο: το δήθεν διαπραχθέν έγκλημα για το οποίο κατηγορείται. Η αρχή "nullum crimen nulla poena sine lege", δηλαδή "κανένα έγκλημα δεν υφίσταται, αν δεν υπάρχει ο αντίστοιχος νόμος που να το ποινικοποιεί", σε συνδυασμό με το τεκμήριο αθωότητας (in dubio pro reo), κατά το οποίο κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί ένοχος και άρα τεκμαίρεται αθώος μέχρι την έκδοση (τελεσίδικης) δικαστικής απόφασης, κάνουν συχνά την εμφάνισή τους στο μυθιστόρημα.
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί και στη σημασία της τιμωρίας. Συγκεκριμένα ο "μαστιγωτής" θα χτυπήσει τους δυο φύλακες, για τους οποίους ο Κ. ανέφερε πως δεν τέλεσαν άψογα τα καθήκοντά τους, όταν έφτασαν στο σπίτι του για να τον προσέχουν μη διαφύγει κι ύστερα να τον προσάγουν στην ασφάλεια. Όμως, όπως και ο ίδιος λέει, εξέφρασε απλώς κάποιο παράπονο και δεν έκανε κάποια επίσημη καταγγελία εναντίον τους. Το τελευταίο δεν έχει καμία σημασία για τον ανώτερό τους, τον "μαστιγωτή". Ο έμμεσος υπαινιγμός της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και του διαχωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις παραπέμπει σε πολιτείες, που βρίθουν προκαταλήψεων. Ο χοντρός και βουλιμικός δεν αξίζει ποτέ να ανελιχθεί επαγγελματικά και μόνο ως φύλακας μπορεί να υπηρετήσει τον σκοπό ύπαρξής του (πρβλ. και Πολιτεία του Πλάτωνα). "Κοίταξε τι παχύς που είναι - οι πρώτες ξυλιές θα χαθούνε ολότελα μέσα στο πάχος", διατείνεται άκομψα ο μαστιγωτής. Νωρίτερα ο ένας εκ των φυλάκων έχει επιτεθεί λεκτικά κατά του Κ. παραπονούμενος ότι αν δεν είχε μιλήσει ο τελευταίος, δεν θα είχαν υποστεί καμία κύρωση και ότι ακόμη κι αν γινόταν γνωστό τι (παράνομο) είχαν κάνει, κανείς δεν θα είχε αντιδράσει, εφόσον δεν θα υπήρχε επίσημη καταγγελία. Διαχρονικό; Κοφτερά επίκαιρο και ειρωνικό; Διαφθορά τότε και τώρα. Τιμωρία για το θεαθήναι και (εξαναγκαστική) παραδειγματική λειτουργία της ποινής σε πρώτο πλάνο. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο φύλακας, τον οποίο ο συγγραφέας πλάθει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί αμέσως η εντύπωση στον αναγνώστη ενός χαμηλά νοήμονος ανθρώπου, που προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην μέσα από μπαγαποντιές: "Τιμωρούμαστε μόνο επειδή εσύ μας κατήγγειλες. Διαφορετικά δε θα μας συνέβαινε τίποτε, ακόμα κι αν μάθαιναν τι είχαμε κάνει. Μπορεί κανείς να το ονομάσει αυτό δικαιοσύνη;" Παρ' όλο τον θρασύ αυτόν ισχυρισμό, ο Κ. προτίθεται να χρηματίσει τον μαστιγωτή και να τους απελευθερώσει, θεωρώντας ενοχικά ότι έφταιγε ο ίδιος για τη βαριά τους τιμωρία. Η πρότασή του απορρίπτεται, όμως το μεγαλείο της ψυχής του Γιόζεφ Κ. φανερώνεται για ακόμη μία φορά. Αν και έχει ταλαιπωρηθεί, συκοφαντηθεί και τυραννηθεί, δεν παραδίδει τα ηνία των ηθικών αξιών του. Οι χαμηλοί του τόνοι δεν πρέπει να συγχέονται με την καλή του ψυχή και την πρόθεση να σώσει αυτούς που τον είχαν περιπαίξει.
Το όνομα
Ο Κ. προσπαθώντας να βρει στήριξη και να αμυνθεί της αθωότητάς του επισκέπτεται τον θείο του, ώστε μαζί να βρουν μια λύση και να καθορίσουν τη γραμμή της από εδώ και πέρα στρατηγικής προσλαμβάνοντας αρχικά έναν δικηγόρο. Ο θείος τον διαβεβαιώνει ότι θα τον βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις όχι τόσο γιατί τον νοιάζεται ή τον αγαπά, αλλά γιατί ενδιαφέρεται για τη συνέχιση του καλού ονόματος της οικογένειάς τους, της φήμης με άλλα λόγια. "Θέλεις λοιπόν να χάσεις τη δίκη;" του αντιγυρίζει σε μια στιγμή απόγνωσης βλέποντας ότι ο Κ κρατά ήρεμους τόνους. "Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;", συνεχίζει. "Αυτό σημαίνει ότι απλώς διαγράφεσαι. Και πως ολόκληρο το συγγενολόι συμπαρασύρεται ή, τουλάχιστον, ταπεινώνεται." Λόγια βαριά, κάνοντας τον Κ. να αντιληφθεί ότι δεν κουβαλά πλέον μόνο την ευθύνη και το βάρος να κηρυχθεί αθώος, για να ελευθερώσει τον εαυτό του και να ελευθερωθεί από κάθε μομφή γενικά, αλλά κυρίως για να σώσει το καλό όνομα της οικογένειάς του (διαχρονικό στοιχείο που συναντάται από τα ομηρικά έπη), το επώνυμο της οποίας παρεμπιπτόντως ο συγγραφέας εσκεμμένα δεν αναφέρει πουθενά μέσα στο έργο. Για ποιο λόγο; Πρώτον, ίσως για να δείξει την δέουσα ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, οι οποίοι πρέπει να είναι αποκομμένοι από την όποια ιστορία κουβαλούν τα επίθετά τους, είτε καλή είτε κακή. Δεύτερον, ίσως για να κάνει τον ήρωά του να φαίνεται ακόμη πιο ασήμαντος ή και ταπεινός (διαζευκτικά ή σωρευτικά). Τρίτον, πιθανώς για να φανεί ένας άνδρας ανάμεσα στους τόσους, ένας άνθρωπος, του οποίου η τιμή και η αξία χάνονται ανάμεσα στο πλήθος και τα συμπαρασύρει η βουή του όχλου.
Έρως ανίκατε μάχαν
Ο Κ. μαζί με τον θείο του συναντά τον δικηγόρο, που πρόκειται να αναλάβει την υπόθεση. Δείχνει να μην τον αφορά τόσο η μονότονη συζήτηση περί της υπόθεσής του. Αυτό που τον έχει συνεπάρει είναι η έλξη που του ασκεί η γραμματέας του δικηγόρου. Αφού αποφασίσει να αποχωρήσει από τη συνάντηση αφήνοντας πίσω τον θείο του με τον δικηγόρο, φιλά την γραμματέα, η οποία όμως τυχαίνει να είναι παράλληλα και ερωμένη του μεγαλοδικηγόρου. Ο θείος του τον μέμφεται για την ανεύθυνη και απερίσκεπτη συμπεριφορά του. Ο Κ. όμως βρίσκεται αλλού, εκεί που ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να βρίσκεται. Στον έρωτα. Στο μοναδικό διάλειμμα από κάθε είδους έγνοια. Αν και το πόνημα του Kafka είναι καθαρά εγκεφαλικό, δεν παραλείπει εντούτοις να σημειώσει την αδήριτη, εσωτερική και ακατανίκητη ανάγκη του ανθρώπου για έρωτα, με άλλα λόγια να ξαποστάσει και να ξεσπάσει παράλληλα σε έναν άνθρωπο την σιωπηρή του ανησυχία, εκτονώνοντας έτσι τις ορμές του ανθρώπινου και ανδρικού του εαυτού. Κανείς δεν είναι μηχάνημα. Ακόμη και ο υποτονικός, άκακος και αθόρυβος Γιόζεφ Κ.
Η προετοιμασία για τη δίκη
Ο συγγραφέας δημιουργώντας τον δικό του κόσμο δεν διστάζει αρκετές φορές να ακροβατήσει ανάμεσα στο σουρεαλισμό και την πραγματικότητα. Επισκεπτόμενος έναν ζωγράφο με μεγάλη κοινωνική δύναμη και υψηλό status, νομίζοντας, υιοθετώντας προηγούμενες γνώμες, ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει, ο Κ. φτάνει στην κατοικία του και παράλληλα και χώρο εργασίας του. Εκεί συναντά κάποιες κοπέλες - μοντέλα, των οποίων το πορτραίτο ζωγραφίζει ο καλλιτέχνης. Μόλις οι κοπέλες βλέπουν τον Κ. τον φθονούν, καθώς νομίζουν ότι, αν και άσχημος, αποτελεί κι αυτός μοντέλο του αφεντικού τους. Ο ζωγράφος, αφού τις διώχνει, λέει στον Κ. ότι κι εκείνες ανήκουν στο δικαστήριο! Τα πάντα σχεδόν σχετίζονται με το δικαστήριο. Κι εδώ έρχεται αυτή η sui generis (ιδιότυπη) γραφή του Kafka να μας δώσει να εμπεδώσουμε πως τελικά ό,τι διαβάζουμε δεν αποτελεί απαραίτητα και κομμάτι της λογικής. Η ισοπέδωση της δικαστικής λειτουργίας έρχεται να επισημανθεί με τα λεγόμενα του ζωγράφου που κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά για τον Γιόζεφ Κ. είναι: "Το δικαστήριο, όταν μια φορά απαγγείλει κατηγορία, είναι απόλυτα βέβαιο για την ενοχή του κατηγορουμένου και μόνο δύσκολα κλονίζεται από τούτη την πεποίθησή του. (...) Αν ζωγραφίσω εδώ πάνω στον μουσαμά όλους τους δικαστές τον έναν πλάι στον άλλο και απολογηθείτε εσείς μπροστά σε τούτον το μουσαμά, θα έχετε περισσότερη επιτυχία παρά μπροστά στο πραγματικό δικαστήριο." Σε αυτό το σημείο να κάνω μία παρένθεση και να υπενθυμίσω ότι δεν είναι λίγες οι φορές που η έδρα του δικαστηρίου δεν δίνει προσοχή στα λεγόμενα των δικηγόρων. Η προαποφασισμένη δικαστική απόφαση ισούται με αρνησιδικία και συντριβή του τεκμηρίου αθωότητας. Ο Franz Kafka πέρα από εξαιρετικός συγγραφέας, δεν παύει να μας θυμίζει με τα γραφόμενά του ότι υπήρξε και ένας οξυδερκής νομικός.
Στη συζήτηση που έχει με τον ζωγράφο, λοιπόν, αναπτύσσεται και ένα αρκετά σοβαρό δικαϊκό φιλοσοφικό ζήτημα: αν υπάρχει πραγματική απονομή της δικαιοσύνης και ως εκ τούτου αν μπορεί να ακολουθήσει πραγματική αθώωση ενός κατηγορουμένου στην ποινική δίκη. Το σύστημα στο οποίο αναφέρεται ο ζωγράφος (Κafka, εσωτερική αφήγηση μιλώντας δι' αυτού) είναι τριμερές και αποτελείται από 1. την πραγματική αθώωση, 2. την φαινομενική αθώωση και 3. τη διαιώνιση.
Η τριμερής διάκριση των μεθόδων αθώωσης
Η πρώτη, ήτοι η πραγματική αθώωση, συνίσταται στην ανόθευτη διεργασία του δικαστικού σώματος και στην καθαρή ετυμηγορία του κατά της ενοχής του κατηγορουμένου, χωρίς να εμφυλοχωρήσουν άλλοι παράγοντες. Η απόφαση που θα δημοσιευτεί θα εντέλλεται την σύμφωνα με τον νόμο απαλλαγή του κατηγορουμένου, αφού έχει προηγηθεί η απαιτούμενη διαδικασία σύμφωνα με όσα ορίζει ο τύπος.
Η φαινομενική αθώωση, είναι φαινομενική ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι η αθωωτική απόφαση που θα βγει υπέρ του κατηγορουμένου θα είναι προσωρινή και δεν θα του εξασφαλίζει την παντοτινή του απαλλαγή από την κατηγορία. Η φαινομενική αθώωση επιτυγχάνεται, σύμφωνα με τις διδαχές του ζωγράφου στον Κ., μέσω της διαφθοράς του δικαστικού σώματος. Μόνη προϋπόθεση θα είναι μια έκδοση βεβαίωσης, στην οποία ο μεσάζων θα εγγυάται (ψευδώς) την αθωότητα του κατηγορουμένου στους γνωστούς δικαστές του κύκλου του. Παρ' όλα αυτά, η έκδοση της αθωωτικής αυτής απόφασης μπορεί να έχει πολύ μικρή διάρκεια και ο (προσωρινά) απαλλαγμένος κατηγορούμενος να συλληφθεί πάλι σε σύντομο χρονικό διάστημα, να ανακριθεί και να δικαστεί εκ νέου. Στην καινούρια δίκη μπορεί να ακολουθήσει πάλι φαινομενική αθώωση ή και πραγματική αθώωση. Στην πρώτη περίπτωση της φαινομενικής αθώωσης η δίκη θα επαναλαμβάνεται μέχρι την οριστική της αληθινή έκβαση (μέχρι να επέλθει η πραγματική αθώωση, της οποίας μπορούν να προηγηθούν πολλές φαινομενικές αθωώσεις) ή, βεβαίως, μέχρι και την καταδίκη του κατηγορουμένου.
Τέλος, στη διαιώνιση, η δίκη διατηρείται σε κατώτερο επίπεδο. Ο κατηγορούμενος με τον δικηγόρο του (τον οποίο ο συγγραφέας αναφέρει ως "βοηθό") πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή προσωπική επαφή με το δικαστήριο, να συναντούν τον αρμόδιο δικαστή ανά τακτά χρονικά διαστήματα και να προσπαθούν να τον κρατούν ενήμερο. Με άλλα λόγια, εξαλείφεται κάθε ίχνος αμεροληψίας και δίκαιης δίκης. Όμως, το σπουδαιότερο προκύπτει αν έρθουμε από την αντίστροφη μεριά των δικαστών. Για να τα ισχυρίζεται με τόσο σθένος όλα αυτά ο ζωγράφος, ο οποίος φαίνεται ότι είναι καλά μπασμένος στα κυκλώματα της υψηλής (δικαστικής και όχι μόνο) κοινωνίας, σημαίνει και ότι το μεγαλύτερο μέρος των δικαστών δέχονται τη δωροδοκία ή τέλος πάντων την όποια εκ του σύνεγγυς προσέγγιση με σκοπό την "εύρυθμη" ροή της δίκης. Αν κανείς τηρήσει ευλαβικά τις παραπάνω οδηγίες και βρίσκεται κοντά στους δικαστές, τότε η δίκη θα βρίσκεται μονίμως σε ένα κατώτερο στάδιο, θα αναστέλλεται η εξέλιξή της και ο κατηγορούμενος θα κυκλοφορεί ελεύθερος, μέχρι κάποια στιγμή ένας ευυπόληπτος δικαστής να αναλάβει τον φάκελο της δικογραφίας και να κρίνει πέρα από κάθε συμφέρον, δωροδοκία ή δέλεαρ. Η διαιώνιση, τέλος, προκρίνεται έναντι της επιλογής της φαινομενικής αθώωσης, καθώς σ' αυτήν το μέλλον του κατηγορουμένου καθίσταται λιγότερο αβέβαιο και δεν εκτίθεται στον συνεχή φόβο της αβέβαιης σύλληψης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της φαινομενικής αθώωσης. Για τη διαιώνιση τυπικά αρκεί η επίκληση σοβαρών λόγων που παρακωλύουν την εκδίκαση της υπόθεσης.
Οι δύο τελευταίες μέθοδοι αποφυγής καταδικαστικής απόφασης παρεμποδίζουν την καταδίκη του κατηγορουμένου. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα κατά τον ζωγράφο. Από την άλλη, όμως, παρεμποδίζουν και την πραγματική αθώωση κατά τον Γιόζεφ Κ. Η, δε, τελευταία σπάνια επιτυγχάνεται, καθώς το δικαστήριο είναι συνήθως κατά τον συγγραφέα αρνητικά διακείμενο κατά του κατηγορουμένου και η πραγματική αθώωσή του σπάνια μπορεί να συμβεί. Ο Kafka πιάνει το θέμα της δίκαιης δίκης (fair trial), του τεκμηρίου αθωότητας και εν γένει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια εποχή στην όποια η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα φάνταζε σαν όνειρο θερινής νυκτός. Η στηλίτευση της διαφθοράς και η συνεχής αμφιβολία περί πραγματικής αθωότητας κυνηγούν ακατάπαυστα όλο το έργο και εντείνονται μέσα από τη μουντή και σχεδόν αποπνικτική σε ορισμένα σημεία, σουρεαλιστική του ατμόσφαιρα. Το υπερρεαλιστικό στοιχείο του μυθιστορήματος εντοπίζεται σε αρκετά σημεία, όπως για παράδειγμα στο σημείο εκείνο όπου περιγράφεται η σύνδεση της σοφίτας του δωματίου του ζωγράφου με τα γραφεία του δικαστηρίου, όπερ και μεταφράζεται, κατά τον γράφοντα, στην προσέγγιση - οποτεδήποτε - των ανώτατων φορέων και των τριών εξουσιών από καλοθελητές και στον επηρεασμό τους, αποσπώντας τους έτσι από τον σκοπό που θα έπρεπε να υπηρετούν: την απρόσκοπτη λειτουργία του Κράτους Δικαίου. Σημειωτέον ότι το έργο γράφτηκε γύρω στο 1914.
Η φιγούρα του "ανθρωπάκου"
Γύρω απ' αυτή τη φιγούρα περιστρέφεται ο κύριος χαρακτήρας του έργου, ο Κ, αλλά και άλλοι δευτερεύοντες, όπως αυτός του κλητήρα, ο οποίος σκιαγραφείται ως ένας κατώτερος υπάλληλος των δικαστηρίων ανήμπορος να αντιδράσει στην απιστία της γυναίκας του και στον "δανεισμό" (ή αρπαγή) της από τον ανακριτή, τον φοιτητή και λοιπούς. Δεν χρειάζεται να μείνουμε στο φαινομενικό, καθώς ο συγγραφέας μέσα από το άκρως πεσιμιστικό ύφος γραφής του, που αγγίζει συχνά τα όρια της μυστικιστικής ατμόσφαιρας, βροντοφωνάζει σιωπηρά την ηττοπάθεια του γένους μας και τη νωθρότητα του πνεύματος και του σώματος σε περιπτώσεις που κανονικά θα έπρεπε να δίνουμε το μάξιμουμ των δυνατοτήτων μας, όταν λόγου χάρη πρέπει να υπερασπιστούμε την τιμή του ίδιου μας του σπιτιού και της οικογένειάς μας. Του κλέβουν τη γυναίκα για να εκτονώσουν τις σεξουαλικές τους ορμές. Δεν αντιδρά. Γιατί; Διότι σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν μπορεί, δεν έχει τη δύναμη. Το θύμα προκαλεί τον οίκτο του. Περιφερειακός χαρακτήρας ο κλητήρας, αλλά αποτελεί μία παρένθεση που κατά τον γράφοντα συνιστά και την κορωνίδα αυτού του αριστουργήματος, του οποίου λίγα σημεία "τολμώ" να ερμηνεύσω με το παρόν κείμενο. Παρακάτω σας παραθέτω τον συγκλονιστικό διάλογο μεταξύ του Κ. και του υποτακτικού κλητήρα, το τέλος του οποίου είναι τουλάχιστον αριστοτεχνικό:
Κλητήρας: "Θα έπρεπε κανείς μια φορά τον φοιτητή, που είναι άνανδρος, όταν θελήσει να αγγίξει τη γυναίκα μου, να τον ξυλοφορτώσει τόσο, που να μην τολμήσει ποτέ πια. Όμως εμένα δεν μου επιτρέπεται (...), επειδή όλοι φοβούνται τη δύναμή του. Μόνο ένας άντρας σαν εσάς θα μπορούσε να το κάνει."
"Γιατί εγώ;", ρώτησε ο Κ. με απορία. "Μα εσείς είστε κατηγορούμενος, έτσι δεν είναι;" είπε ο κλητήρας.
Πριν προχωρήσω στον διάλογο, σταματώ εδώ: Βλέπουμε την πλήρη εξίσωση της θέσης του κατηγορούμενου με εκείνης του καταδικασθέντος για ακόμη μία φορά. Το κοινωνικό στίγμα μένει ανεξίτηλο. Μια φορά κατηγορούμενος, για πάντα κατηγορούμενος. Ο κατηγορούμενος δεν έχει να χάσει τίποτα. Δεν προστατεύεται πια το όνομά του, η υπόληψή του. Κατηγορήθηκε και "προκαταδικάστηκε". Ένοχος σε κάθε περίπτωση.
"Ναι", είπε ο Κ, "όμως θα έπρεπε εγώ να φοβάμαι πολύ περισσότερο, γιατί αυτός, ακόμα και αν δεν έχει επιρροή για την έκβαση της δίκης, πιθανόν έχει επιρροή για την προανάκριση." "Ναι, βέβαια", είπε ο κλητήρας σαν να ήταν η γνώμη του Κ. ακριβώς τόσο σωστή όσο και η δική του. "Σε μας όμως συνήθως δεν γίνονται άσκοπες δίκες." "Δεν έχω την ίδια γνώμη", είπε ο Κ., "όμως αυτό δεν πρέπει να με εμποδίσει να περιποιηθώ τον φοιτητή αν μου δοθεί η ευκαιρία." "Θα σας ευγνομωνούσα", είπε ο κλητήρας κάπως τυπικά, φαινόταν ωστόσο αλήθεια ότι δεν πίστευε στη δυνατότητα να εκπληρωθεί ο μεγαλύτερος πόθος του. "Ίσως κι άλλοι απ' τους υπαλλήλους σας", συνέχισε ο Κ., "ίσως μάλιστα και όλοι να αξίζουν το ίδιο." "Ναι, ναι", είπε ο κλητήρας σαν να επρόκειτο για κάτι αυτονόητο. Ύστερα κοίταξε τον Κ. με ένα εμπιστευτικό βλέμμα, όπως δεν το 'χε κάνει ως τώρα παρ' όλη τη φιλοφρόνηση και πρόσθεσε: "Πάντα επαναστατεί κανείς".
Και εδώ προσκυνά κανείς τον συγγραφέα, καθώς περνά πλήρως το (ειρωνικό) ύφος - ακόμη και το βλέμμα - ενός σκυφτού ανθρώπου που περιμένει την επανάστασή του, που αδημονεί να έρθει η φυσική δικαιοσύνη και να αποκαταστήσει όλα τα έως τότε κακώς κείμενα. Πάντοτε έρχεται η λύτρωση. Για όλους. Ακόμη και για τους καταφρονημένους. Συγκλονιστική σκηνή σ' αυτό το πλήρως αλληγορικό - πεσιμιστικό - ψυχολογικό - δικαστικό θρίλερ αναζήτησης της αλήθειας του Κafka. Πάντα επαναστατεί κανείς...
Παρεμπιπτόντως ο Κ. ακόμη δεν γνωρίζει για ποιο έγκλημα κατηγορείται. Η μικρή του αντίσταση ζητώντας το λόγο για τον οποίο κατηγορείται πνίγηκε. Μέσα από τη συνεχή έρευνά του στην αρχή να μάθει κι ύστερα, αφού δεν τα κατάφερε, μέσα από τον αγώνα του να υπερασπιστεί τον εαυτό του, βλέπουμε ότι ο συγγραφέας αφήνει εκούσια κενά στον μύθο. Η όλη πλοκή μεταπηδά από το ένα συναπάντημα στο άλλο, από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο, από το ένα εμπόδιο στο άλλο, χωρίς ο ήρωας να παίρνει ποτέ συγκεκριμένες απαντήσεις. Τα πάντα είναι συγκεχυμένα. Η υπόθεση, οι ρόλοι, τα σχέδια. Όλα. Υποβόσκουσα δισημία παντού. Ένα ιδιότυπο, "καφκικό" κλίμα. Θολωμένο τοπίο η ζωή του Κ., αλλά όχι από τον καπνό της λύσης στον ορίζοντα...
Ακόμη ένας χαρακτήρας υποτέλειας αντιπροσωπεύει ο έμπορος Μπλοκ, στον οποίο απευθύνεται ο δικηγόρος σαν να μην τον εκλαμβάνει καν ως εντολέα και πελάτη του, αλλά απλώς σαν έναν κατώτερο άνθρωπο, χαμηλής αξίας και επιπέδου, από τον οποίο απλώς πληρώνεται. Ο συγγραφέας στηλιτεύει την έπαρση των φτασμένων (μεγαλό)δικηγόρων, την αρέσκειά τους στο να δείχνουν συνεχώς πόσο άμεμπτοι και ειδικοί επί του θέματος είναι και την τάση τους να πολυλογούν και να γράφουν πολλά και πολλές φορές περιττά πράγματα στα δικόγραφα. Ο Kafka δεν χαρίζεται ακόμη και στο ίδιο επαγγελματικό με εκείνον γένος, αν και, απ' ό,τι συμπεραίνει κανείς, η τριβή του με τη δικηγορία δεν έφερε και τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στο να την αγαπήσει. Έτσι δεν μας φαίνεται καθόλου παράξενο και το ότι ο ήρωας αποφασίζει να απαλλάξει τον δικηγόρο από τα καθήκοντά του βλέποντας την κωλυσιεργία του και τις εκ του πλαγίου μεθόδους που ακολουθεί. Ο θείος του γίνεται έξαλλος με την επιλογή του αυτή (βλ. ανωτέρω σχετικά με το όνομα της οικογένειας και τα συναφή), όμως ο Κ. πεπεισμένος για τη ματαιότητα της εξέλιξης της υπόθεσής του και, παρ' όλο που μέχρι το τέλος δεν γνωρίζει το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται, αποφασίζει να χειριστεί ο ίδιος την κατάσταση.
Η κάθαρση
Οι ελπίδες του εξανεμίζονται και αποφασίζει για αυτόν τον λόγο να επισκεφθεί έναν ιερέα. Το τέλος κοντοζυγώνει. Για να συνοδευτεί και από τη λύτρωση, πρέπει να προηγηθεί η εξομολόγηση και η ψυχολογική συμπαράσταση από τον ιερέα. Στην αρχή ο τελευταίος αντιμετωπίζει τον Κ. εξ αποστάσεως, αλλά δικαιολογείται ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Όλα τα μέλη του ποιμνίου του είναι ίσα και πρέπει να τηρείται ο ίδιος τύπος για όλους τους πιστούς ανεξαιρέτως. Αναφερόμενος ο ιερέας κυρίως στον Νόμο περνά σε ένα αλληγορικό επίπεδο και σε έναν συμβολισμό τη συζήτησή του με τον Κ. Τα περισσότερα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Ο Νόμος μπορεί να είναι ο Θεός, η Δικαιοσύνη, η Ηθική. Το υπερρεαλιστικό στοιχείο επιβεβαιώνεται για ακόμη μία φορά με την αποκάλυψη από τον ιερέα ότι αποτελεί κι εκείνος μέλος του δικαστηρίου της επικείμενης δίκης του Κ.! Ποιου δικαστηρίου, όμως, τελικά; Του επίγειου ή του επουράνιου. Από την απάντηση θα εξαρτηθεί και η γραφή της λέξης με κεφαλαίο δέλτα ή όχι. Ο κατανυκτικός περίγυρος της εκκλησιαστικής αίθουσας, τέλος, βοηθά τον Κ. στο να φτάσει ένα βήμα πριν το προσωπικό του Καθαρτήριο και τη λύση της τραγικής του μοίρας.
Η λύτρωση επέρχεται αλλά είναι ατιμωτική. Οι συνοδοί του Κ., που τον αφήνουν προς στιγμή να νομίζει ότι έχει πάρει εκείνος τα ηνία, προτίθενται να τον σκοτώσουν και μάλιστα χωρίς να το κρύβουν μπροστά του. Όμως οι ενδοιασμοί ή η όποια αρχική συστολή τους τούς κάνουν να μη θέλει ούτε ο ένας ούτε ο άλλος να αναλάβει να διαπράξει το έγκλημα. Ο ήρωας σε μία έξαρση εσωτερικού θάρρους και πλέον ανείπωτης απογοήτευσης σκέφτεται να συντομεύσει το μαρτύριό του και να απαλλάξει τους συνοδούς του από το δίλημμα του ποιος θα τον σκοτώσει. Όμως διστάζει να βάλει ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Ούτε για αυτό δεν στέκεται ικανός... Φοβισμένος, παραπεταμένος στο έλεος της ανώνυμης εξουσίας, περιμένει τον θάνατο. Ο συγγραφέας με μία φράση απόλυτα πικρής ειρωνείας αναφέρει για τη δειλία του Κ. να αυτοκτονήσει, προοικονομώντας παράλληλα τη λήξη της ελευθερίας του: "Αλλά δεν το έκανε, παρά έστρεψε τον ακόμα ελεύθερο λαιμό του και κοίταξε γύρω. Δεν κατόρθωσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Δεν κατόρθωσε να απαλλάξει τις αρχές απ' όλη την εργασία." Η σωτηρία βρίσκεται μέσω της αδιαμαρτύρητης υποταγής...
Το αναπόφευκτο τέλος του Κ. φτάνει ατιμωτικά. Σε μια άκρη, στα κρυφά, χωρίς να ξέρει τον λόγο, δολοφονείται. Αθώος στα μάτια του αναγνώστη, ξεψυχά στο περιθώριο. "Σαν το σκυλί, είπε και ήταν σαν να έλεγε πως η ντροπή θα επιζούσε περισσότερο απ' τον ίδιο."
Η Δίκη δεν είναι απλά ένα αστυνομικό ή νομικό μυθιστόρημα. Αποτελεί το ευαγγέλιο της φιμωμένης αμαρτίας του καθενός μας. Ο Kafka, μέσα απ' αυτόν τον ξένο προς την πραγματικότητα κόσμο της σκευωρίας και του αγνώστου, έστησε ταυτόχρονα και το σκηνικό μιας επίγειας προσομοίωσης της κόλασης και του παράδεισου. Η κατάταξη της ψυχής στο ένα ή το άλλο τερέν θα παραμείνει για όλους μας άγνωστη σ' αυτή τη ζωή χωρίς να μπορεί να την προεξοφλήσει κανείς, ίσως με μια μικρή εξαίρεση: αυτή του Γιόζεφ Κ.
* Η Δίκη κυκλοφορεί (και) από τις εκδόσεις "Ροές".
Όσο προχωρά η πλοκή και ο Κ. καλείται πάλι για ανάκριση, αλλά και όταν παίρνει πρωτοβουλία ο ίδιος να επισπεύσει την υπόθεσή του, η περιγραφή του σκηνικού από τον συγγραφέα γίνεται όλο και περισσότερο μουντή. Ασπρόμαυρες εικόνες σαν ένα φιλμ βωβού κινηματογράφου έρχονται στο νου του αναγνώστη, συνάδουσες με το ατμοσφαιρικό παραλήρημα απόγνωσης, δυσφορίας - που αγγίζει τα όρια της ασφυξίας - και κατάφωρης αδικίας. Ο Kafka χρησιμοποιεί την εσωτερική αφήγηση μιλώντας μέσα από την οπτική του ήρωα και όχι αυτή του παντογνώστη αφηγητή, χωρίς έτσι να ξεκαθαρίζει την αθωότητα του K. εκ πρώτης όψεως. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να συμπεράνει εύκολα κανείς ότι ο ήρωας πράγματι δεν έχει ιδέα περί της κατηγορίας του και των ενοχοποιητικών στοιχείων του φακέλου, αφού καλείται να υπερασπιστεί τον εαυτό του χωρίς να γνωρίζει το αυτονόητο: το δήθεν διαπραχθέν έγκλημα για το οποίο κατηγορείται. Η αρχή "nullum crimen nulla poena sine lege", δηλαδή "κανένα έγκλημα δεν υφίσταται, αν δεν υπάρχει ο αντίστοιχος νόμος που να το ποινικοποιεί", σε συνδυασμό με το τεκμήριο αθωότητας (in dubio pro reo), κατά το οποίο κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί ένοχος και άρα τεκμαίρεται αθώος μέχρι την έκδοση (τελεσίδικης) δικαστικής απόφασης, κάνουν συχνά την εμφάνισή τους στο μυθιστόρημα.
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί και στη σημασία της τιμωρίας. Συγκεκριμένα ο "μαστιγωτής" θα χτυπήσει τους δυο φύλακες, για τους οποίους ο Κ. ανέφερε πως δεν τέλεσαν άψογα τα καθήκοντά τους, όταν έφτασαν στο σπίτι του για να τον προσέχουν μη διαφύγει κι ύστερα να τον προσάγουν στην ασφάλεια. Όμως, όπως και ο ίδιος λέει, εξέφρασε απλώς κάποιο παράπονο και δεν έκανε κάποια επίσημη καταγγελία εναντίον τους. Το τελευταίο δεν έχει καμία σημασία για τον ανώτερό τους, τον "μαστιγωτή". Ο έμμεσος υπαινιγμός της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και του διαχωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις παραπέμπει σε πολιτείες, που βρίθουν προκαταλήψεων. Ο χοντρός και βουλιμικός δεν αξίζει ποτέ να ανελιχθεί επαγγελματικά και μόνο ως φύλακας μπορεί να υπηρετήσει τον σκοπό ύπαρξής του (πρβλ. και Πολιτεία του Πλάτωνα). "Κοίταξε τι παχύς που είναι - οι πρώτες ξυλιές θα χαθούνε ολότελα μέσα στο πάχος", διατείνεται άκομψα ο μαστιγωτής. Νωρίτερα ο ένας εκ των φυλάκων έχει επιτεθεί λεκτικά κατά του Κ. παραπονούμενος ότι αν δεν είχε μιλήσει ο τελευταίος, δεν θα είχαν υποστεί καμία κύρωση και ότι ακόμη κι αν γινόταν γνωστό τι (παράνομο) είχαν κάνει, κανείς δεν θα είχε αντιδράσει, εφόσον δεν θα υπήρχε επίσημη καταγγελία. Διαχρονικό; Κοφτερά επίκαιρο και ειρωνικό; Διαφθορά τότε και τώρα. Τιμωρία για το θεαθήναι και (εξαναγκαστική) παραδειγματική λειτουργία της ποινής σε πρώτο πλάνο. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο φύλακας, τον οποίο ο συγγραφέας πλάθει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί αμέσως η εντύπωση στον αναγνώστη ενός χαμηλά νοήμονος ανθρώπου, που προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην μέσα από μπαγαποντιές: "Τιμωρούμαστε μόνο επειδή εσύ μας κατήγγειλες. Διαφορετικά δε θα μας συνέβαινε τίποτε, ακόμα κι αν μάθαιναν τι είχαμε κάνει. Μπορεί κανείς να το ονομάσει αυτό δικαιοσύνη;" Παρ' όλο τον θρασύ αυτόν ισχυρισμό, ο Κ. προτίθεται να χρηματίσει τον μαστιγωτή και να τους απελευθερώσει, θεωρώντας ενοχικά ότι έφταιγε ο ίδιος για τη βαριά τους τιμωρία. Η πρότασή του απορρίπτεται, όμως το μεγαλείο της ψυχής του Γιόζεφ Κ. φανερώνεται για ακόμη μία φορά. Αν και έχει ταλαιπωρηθεί, συκοφαντηθεί και τυραννηθεί, δεν παραδίδει τα ηνία των ηθικών αξιών του. Οι χαμηλοί του τόνοι δεν πρέπει να συγχέονται με την καλή του ψυχή και την πρόθεση να σώσει αυτούς που τον είχαν περιπαίξει.
Το όνομα
Ο Κ. προσπαθώντας να βρει στήριξη και να αμυνθεί της αθωότητάς του επισκέπτεται τον θείο του, ώστε μαζί να βρουν μια λύση και να καθορίσουν τη γραμμή της από εδώ και πέρα στρατηγικής προσλαμβάνοντας αρχικά έναν δικηγόρο. Ο θείος τον διαβεβαιώνει ότι θα τον βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις όχι τόσο γιατί τον νοιάζεται ή τον αγαπά, αλλά γιατί ενδιαφέρεται για τη συνέχιση του καλού ονόματος της οικογένειάς τους, της φήμης με άλλα λόγια. "Θέλεις λοιπόν να χάσεις τη δίκη;" του αντιγυρίζει σε μια στιγμή απόγνωσης βλέποντας ότι ο Κ κρατά ήρεμους τόνους. "Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;", συνεχίζει. "Αυτό σημαίνει ότι απλώς διαγράφεσαι. Και πως ολόκληρο το συγγενολόι συμπαρασύρεται ή, τουλάχιστον, ταπεινώνεται." Λόγια βαριά, κάνοντας τον Κ. να αντιληφθεί ότι δεν κουβαλά πλέον μόνο την ευθύνη και το βάρος να κηρυχθεί αθώος, για να ελευθερώσει τον εαυτό του και να ελευθερωθεί από κάθε μομφή γενικά, αλλά κυρίως για να σώσει το καλό όνομα της οικογένειάς του (διαχρονικό στοιχείο που συναντάται από τα ομηρικά έπη), το επώνυμο της οποίας παρεμπιπτόντως ο συγγραφέας εσκεμμένα δεν αναφέρει πουθενά μέσα στο έργο. Για ποιο λόγο; Πρώτον, ίσως για να δείξει την δέουσα ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, οι οποίοι πρέπει να είναι αποκομμένοι από την όποια ιστορία κουβαλούν τα επίθετά τους, είτε καλή είτε κακή. Δεύτερον, ίσως για να κάνει τον ήρωά του να φαίνεται ακόμη πιο ασήμαντος ή και ταπεινός (διαζευκτικά ή σωρευτικά). Τρίτον, πιθανώς για να φανεί ένας άνδρας ανάμεσα στους τόσους, ένας άνθρωπος, του οποίου η τιμή και η αξία χάνονται ανάμεσα στο πλήθος και τα συμπαρασύρει η βουή του όχλου.
Έρως ανίκατε μάχαν
Ο Κ. μαζί με τον θείο του συναντά τον δικηγόρο, που πρόκειται να αναλάβει την υπόθεση. Δείχνει να μην τον αφορά τόσο η μονότονη συζήτηση περί της υπόθεσής του. Αυτό που τον έχει συνεπάρει είναι η έλξη που του ασκεί η γραμματέας του δικηγόρου. Αφού αποφασίσει να αποχωρήσει από τη συνάντηση αφήνοντας πίσω τον θείο του με τον δικηγόρο, φιλά την γραμματέα, η οποία όμως τυχαίνει να είναι παράλληλα και ερωμένη του μεγαλοδικηγόρου. Ο θείος του τον μέμφεται για την ανεύθυνη και απερίσκεπτη συμπεριφορά του. Ο Κ. όμως βρίσκεται αλλού, εκεί που ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να βρίσκεται. Στον έρωτα. Στο μοναδικό διάλειμμα από κάθε είδους έγνοια. Αν και το πόνημα του Kafka είναι καθαρά εγκεφαλικό, δεν παραλείπει εντούτοις να σημειώσει την αδήριτη, εσωτερική και ακατανίκητη ανάγκη του ανθρώπου για έρωτα, με άλλα λόγια να ξαποστάσει και να ξεσπάσει παράλληλα σε έναν άνθρωπο την σιωπηρή του ανησυχία, εκτονώνοντας έτσι τις ορμές του ανθρώπινου και ανδρικού του εαυτού. Κανείς δεν είναι μηχάνημα. Ακόμη και ο υποτονικός, άκακος και αθόρυβος Γιόζεφ Κ.
Η προετοιμασία για τη δίκη
Ο συγγραφέας δημιουργώντας τον δικό του κόσμο δεν διστάζει αρκετές φορές να ακροβατήσει ανάμεσα στο σουρεαλισμό και την πραγματικότητα. Επισκεπτόμενος έναν ζωγράφο με μεγάλη κοινωνική δύναμη και υψηλό status, νομίζοντας, υιοθετώντας προηγούμενες γνώμες, ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει, ο Κ. φτάνει στην κατοικία του και παράλληλα και χώρο εργασίας του. Εκεί συναντά κάποιες κοπέλες - μοντέλα, των οποίων το πορτραίτο ζωγραφίζει ο καλλιτέχνης. Μόλις οι κοπέλες βλέπουν τον Κ. τον φθονούν, καθώς νομίζουν ότι, αν και άσχημος, αποτελεί κι αυτός μοντέλο του αφεντικού τους. Ο ζωγράφος, αφού τις διώχνει, λέει στον Κ. ότι κι εκείνες ανήκουν στο δικαστήριο! Τα πάντα σχεδόν σχετίζονται με το δικαστήριο. Κι εδώ έρχεται αυτή η sui generis (ιδιότυπη) γραφή του Kafka να μας δώσει να εμπεδώσουμε πως τελικά ό,τι διαβάζουμε δεν αποτελεί απαραίτητα και κομμάτι της λογικής. Η ισοπέδωση της δικαστικής λειτουργίας έρχεται να επισημανθεί με τα λεγόμενα του ζωγράφου που κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά για τον Γιόζεφ Κ. είναι: "Το δικαστήριο, όταν μια φορά απαγγείλει κατηγορία, είναι απόλυτα βέβαιο για την ενοχή του κατηγορουμένου και μόνο δύσκολα κλονίζεται από τούτη την πεποίθησή του. (...) Αν ζωγραφίσω εδώ πάνω στον μουσαμά όλους τους δικαστές τον έναν πλάι στον άλλο και απολογηθείτε εσείς μπροστά σε τούτον το μουσαμά, θα έχετε περισσότερη επιτυχία παρά μπροστά στο πραγματικό δικαστήριο." Σε αυτό το σημείο να κάνω μία παρένθεση και να υπενθυμίσω ότι δεν είναι λίγες οι φορές που η έδρα του δικαστηρίου δεν δίνει προσοχή στα λεγόμενα των δικηγόρων. Η προαποφασισμένη δικαστική απόφαση ισούται με αρνησιδικία και συντριβή του τεκμηρίου αθωότητας. Ο Franz Kafka πέρα από εξαιρετικός συγγραφέας, δεν παύει να μας θυμίζει με τα γραφόμενά του ότι υπήρξε και ένας οξυδερκής νομικός.
Στη συζήτηση που έχει με τον ζωγράφο, λοιπόν, αναπτύσσεται και ένα αρκετά σοβαρό δικαϊκό φιλοσοφικό ζήτημα: αν υπάρχει πραγματική απονομή της δικαιοσύνης και ως εκ τούτου αν μπορεί να ακολουθήσει πραγματική αθώωση ενός κατηγορουμένου στην ποινική δίκη. Το σύστημα στο οποίο αναφέρεται ο ζωγράφος (Κafka, εσωτερική αφήγηση μιλώντας δι' αυτού) είναι τριμερές και αποτελείται από 1. την πραγματική αθώωση, 2. την φαινομενική αθώωση και 3. τη διαιώνιση.
Η τριμερής διάκριση των μεθόδων αθώωσης
Η πρώτη, ήτοι η πραγματική αθώωση, συνίσταται στην ανόθευτη διεργασία του δικαστικού σώματος και στην καθαρή ετυμηγορία του κατά της ενοχής του κατηγορουμένου, χωρίς να εμφυλοχωρήσουν άλλοι παράγοντες. Η απόφαση που θα δημοσιευτεί θα εντέλλεται την σύμφωνα με τον νόμο απαλλαγή του κατηγορουμένου, αφού έχει προηγηθεί η απαιτούμενη διαδικασία σύμφωνα με όσα ορίζει ο τύπος.
Η φαινομενική αθώωση, είναι φαινομενική ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι η αθωωτική απόφαση που θα βγει υπέρ του κατηγορουμένου θα είναι προσωρινή και δεν θα του εξασφαλίζει την παντοτινή του απαλλαγή από την κατηγορία. Η φαινομενική αθώωση επιτυγχάνεται, σύμφωνα με τις διδαχές του ζωγράφου στον Κ., μέσω της διαφθοράς του δικαστικού σώματος. Μόνη προϋπόθεση θα είναι μια έκδοση βεβαίωσης, στην οποία ο μεσάζων θα εγγυάται (ψευδώς) την αθωότητα του κατηγορουμένου στους γνωστούς δικαστές του κύκλου του. Παρ' όλα αυτά, η έκδοση της αθωωτικής αυτής απόφασης μπορεί να έχει πολύ μικρή διάρκεια και ο (προσωρινά) απαλλαγμένος κατηγορούμενος να συλληφθεί πάλι σε σύντομο χρονικό διάστημα, να ανακριθεί και να δικαστεί εκ νέου. Στην καινούρια δίκη μπορεί να ακολουθήσει πάλι φαινομενική αθώωση ή και πραγματική αθώωση. Στην πρώτη περίπτωση της φαινομενικής αθώωσης η δίκη θα επαναλαμβάνεται μέχρι την οριστική της αληθινή έκβαση (μέχρι να επέλθει η πραγματική αθώωση, της οποίας μπορούν να προηγηθούν πολλές φαινομενικές αθωώσεις) ή, βεβαίως, μέχρι και την καταδίκη του κατηγορουμένου.
Τέλος, στη διαιώνιση, η δίκη διατηρείται σε κατώτερο επίπεδο. Ο κατηγορούμενος με τον δικηγόρο του (τον οποίο ο συγγραφέας αναφέρει ως "βοηθό") πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή προσωπική επαφή με το δικαστήριο, να συναντούν τον αρμόδιο δικαστή ανά τακτά χρονικά διαστήματα και να προσπαθούν να τον κρατούν ενήμερο. Με άλλα λόγια, εξαλείφεται κάθε ίχνος αμεροληψίας και δίκαιης δίκης. Όμως, το σπουδαιότερο προκύπτει αν έρθουμε από την αντίστροφη μεριά των δικαστών. Για να τα ισχυρίζεται με τόσο σθένος όλα αυτά ο ζωγράφος, ο οποίος φαίνεται ότι είναι καλά μπασμένος στα κυκλώματα της υψηλής (δικαστικής και όχι μόνο) κοινωνίας, σημαίνει και ότι το μεγαλύτερο μέρος των δικαστών δέχονται τη δωροδοκία ή τέλος πάντων την όποια εκ του σύνεγγυς προσέγγιση με σκοπό την "εύρυθμη" ροή της δίκης. Αν κανείς τηρήσει ευλαβικά τις παραπάνω οδηγίες και βρίσκεται κοντά στους δικαστές, τότε η δίκη θα βρίσκεται μονίμως σε ένα κατώτερο στάδιο, θα αναστέλλεται η εξέλιξή της και ο κατηγορούμενος θα κυκλοφορεί ελεύθερος, μέχρι κάποια στιγμή ένας ευυπόληπτος δικαστής να αναλάβει τον φάκελο της δικογραφίας και να κρίνει πέρα από κάθε συμφέρον, δωροδοκία ή δέλεαρ. Η διαιώνιση, τέλος, προκρίνεται έναντι της επιλογής της φαινομενικής αθώωσης, καθώς σ' αυτήν το μέλλον του κατηγορουμένου καθίσταται λιγότερο αβέβαιο και δεν εκτίθεται στον συνεχή φόβο της αβέβαιης σύλληψης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της φαινομενικής αθώωσης. Για τη διαιώνιση τυπικά αρκεί η επίκληση σοβαρών λόγων που παρακωλύουν την εκδίκαση της υπόθεσης.
Οι δύο τελευταίες μέθοδοι αποφυγής καταδικαστικής απόφασης παρεμποδίζουν την καταδίκη του κατηγορουμένου. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα κατά τον ζωγράφο. Από την άλλη, όμως, παρεμποδίζουν και την πραγματική αθώωση κατά τον Γιόζεφ Κ. Η, δε, τελευταία σπάνια επιτυγχάνεται, καθώς το δικαστήριο είναι συνήθως κατά τον συγγραφέα αρνητικά διακείμενο κατά του κατηγορουμένου και η πραγματική αθώωσή του σπάνια μπορεί να συμβεί. Ο Kafka πιάνει το θέμα της δίκαιης δίκης (fair trial), του τεκμηρίου αθωότητας και εν γένει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια εποχή στην όποια η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα φάνταζε σαν όνειρο θερινής νυκτός. Η στηλίτευση της διαφθοράς και η συνεχής αμφιβολία περί πραγματικής αθωότητας κυνηγούν ακατάπαυστα όλο το έργο και εντείνονται μέσα από τη μουντή και σχεδόν αποπνικτική σε ορισμένα σημεία, σουρεαλιστική του ατμόσφαιρα. Το υπερρεαλιστικό στοιχείο του μυθιστορήματος εντοπίζεται σε αρκετά σημεία, όπως για παράδειγμα στο σημείο εκείνο όπου περιγράφεται η σύνδεση της σοφίτας του δωματίου του ζωγράφου με τα γραφεία του δικαστηρίου, όπερ και μεταφράζεται, κατά τον γράφοντα, στην προσέγγιση - οποτεδήποτε - των ανώτατων φορέων και των τριών εξουσιών από καλοθελητές και στον επηρεασμό τους, αποσπώντας τους έτσι από τον σκοπό που θα έπρεπε να υπηρετούν: την απρόσκοπτη λειτουργία του Κράτους Δικαίου. Σημειωτέον ότι το έργο γράφτηκε γύρω στο 1914.
Η φιγούρα του "ανθρωπάκου"
Γύρω απ' αυτή τη φιγούρα περιστρέφεται ο κύριος χαρακτήρας του έργου, ο Κ, αλλά και άλλοι δευτερεύοντες, όπως αυτός του κλητήρα, ο οποίος σκιαγραφείται ως ένας κατώτερος υπάλληλος των δικαστηρίων ανήμπορος να αντιδράσει στην απιστία της γυναίκας του και στον "δανεισμό" (ή αρπαγή) της από τον ανακριτή, τον φοιτητή και λοιπούς. Δεν χρειάζεται να μείνουμε στο φαινομενικό, καθώς ο συγγραφέας μέσα από το άκρως πεσιμιστικό ύφος γραφής του, που αγγίζει συχνά τα όρια της μυστικιστικής ατμόσφαιρας, βροντοφωνάζει σιωπηρά την ηττοπάθεια του γένους μας και τη νωθρότητα του πνεύματος και του σώματος σε περιπτώσεις που κανονικά θα έπρεπε να δίνουμε το μάξιμουμ των δυνατοτήτων μας, όταν λόγου χάρη πρέπει να υπερασπιστούμε την τιμή του ίδιου μας του σπιτιού και της οικογένειάς μας. Του κλέβουν τη γυναίκα για να εκτονώσουν τις σεξουαλικές τους ορμές. Δεν αντιδρά. Γιατί; Διότι σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν μπορεί, δεν έχει τη δύναμη. Το θύμα προκαλεί τον οίκτο του. Περιφερειακός χαρακτήρας ο κλητήρας, αλλά αποτελεί μία παρένθεση που κατά τον γράφοντα συνιστά και την κορωνίδα αυτού του αριστουργήματος, του οποίου λίγα σημεία "τολμώ" να ερμηνεύσω με το παρόν κείμενο. Παρακάτω σας παραθέτω τον συγκλονιστικό διάλογο μεταξύ του Κ. και του υποτακτικού κλητήρα, το τέλος του οποίου είναι τουλάχιστον αριστοτεχνικό:
Κλητήρας: "Θα έπρεπε κανείς μια φορά τον φοιτητή, που είναι άνανδρος, όταν θελήσει να αγγίξει τη γυναίκα μου, να τον ξυλοφορτώσει τόσο, που να μην τολμήσει ποτέ πια. Όμως εμένα δεν μου επιτρέπεται (...), επειδή όλοι φοβούνται τη δύναμή του. Μόνο ένας άντρας σαν εσάς θα μπορούσε να το κάνει."
"Γιατί εγώ;", ρώτησε ο Κ. με απορία. "Μα εσείς είστε κατηγορούμενος, έτσι δεν είναι;" είπε ο κλητήρας.
Πριν προχωρήσω στον διάλογο, σταματώ εδώ: Βλέπουμε την πλήρη εξίσωση της θέσης του κατηγορούμενου με εκείνης του καταδικασθέντος για ακόμη μία φορά. Το κοινωνικό στίγμα μένει ανεξίτηλο. Μια φορά κατηγορούμενος, για πάντα κατηγορούμενος. Ο κατηγορούμενος δεν έχει να χάσει τίποτα. Δεν προστατεύεται πια το όνομά του, η υπόληψή του. Κατηγορήθηκε και "προκαταδικάστηκε". Ένοχος σε κάθε περίπτωση.
"Ναι", είπε ο Κ, "όμως θα έπρεπε εγώ να φοβάμαι πολύ περισσότερο, γιατί αυτός, ακόμα και αν δεν έχει επιρροή για την έκβαση της δίκης, πιθανόν έχει επιρροή για την προανάκριση." "Ναι, βέβαια", είπε ο κλητήρας σαν να ήταν η γνώμη του Κ. ακριβώς τόσο σωστή όσο και η δική του. "Σε μας όμως συνήθως δεν γίνονται άσκοπες δίκες." "Δεν έχω την ίδια γνώμη", είπε ο Κ., "όμως αυτό δεν πρέπει να με εμποδίσει να περιποιηθώ τον φοιτητή αν μου δοθεί η ευκαιρία." "Θα σας ευγνομωνούσα", είπε ο κλητήρας κάπως τυπικά, φαινόταν ωστόσο αλήθεια ότι δεν πίστευε στη δυνατότητα να εκπληρωθεί ο μεγαλύτερος πόθος του. "Ίσως κι άλλοι απ' τους υπαλλήλους σας", συνέχισε ο Κ., "ίσως μάλιστα και όλοι να αξίζουν το ίδιο." "Ναι, ναι", είπε ο κλητήρας σαν να επρόκειτο για κάτι αυτονόητο. Ύστερα κοίταξε τον Κ. με ένα εμπιστευτικό βλέμμα, όπως δεν το 'χε κάνει ως τώρα παρ' όλη τη φιλοφρόνηση και πρόσθεσε: "Πάντα επαναστατεί κανείς".
Και εδώ προσκυνά κανείς τον συγγραφέα, καθώς περνά πλήρως το (ειρωνικό) ύφος - ακόμη και το βλέμμα - ενός σκυφτού ανθρώπου που περιμένει την επανάστασή του, που αδημονεί να έρθει η φυσική δικαιοσύνη και να αποκαταστήσει όλα τα έως τότε κακώς κείμενα. Πάντοτε έρχεται η λύτρωση. Για όλους. Ακόμη και για τους καταφρονημένους. Συγκλονιστική σκηνή σ' αυτό το πλήρως αλληγορικό - πεσιμιστικό - ψυχολογικό - δικαστικό θρίλερ αναζήτησης της αλήθειας του Κafka. Πάντα επαναστατεί κανείς...
Παρεμπιπτόντως ο Κ. ακόμη δεν γνωρίζει για ποιο έγκλημα κατηγορείται. Η μικρή του αντίσταση ζητώντας το λόγο για τον οποίο κατηγορείται πνίγηκε. Μέσα από τη συνεχή έρευνά του στην αρχή να μάθει κι ύστερα, αφού δεν τα κατάφερε, μέσα από τον αγώνα του να υπερασπιστεί τον εαυτό του, βλέπουμε ότι ο συγγραφέας αφήνει εκούσια κενά στον μύθο. Η όλη πλοκή μεταπηδά από το ένα συναπάντημα στο άλλο, από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο, από το ένα εμπόδιο στο άλλο, χωρίς ο ήρωας να παίρνει ποτέ συγκεκριμένες απαντήσεις. Τα πάντα είναι συγκεχυμένα. Η υπόθεση, οι ρόλοι, τα σχέδια. Όλα. Υποβόσκουσα δισημία παντού. Ένα ιδιότυπο, "καφκικό" κλίμα. Θολωμένο τοπίο η ζωή του Κ., αλλά όχι από τον καπνό της λύσης στον ορίζοντα...
Ακόμη ένας χαρακτήρας υποτέλειας αντιπροσωπεύει ο έμπορος Μπλοκ, στον οποίο απευθύνεται ο δικηγόρος σαν να μην τον εκλαμβάνει καν ως εντολέα και πελάτη του, αλλά απλώς σαν έναν κατώτερο άνθρωπο, χαμηλής αξίας και επιπέδου, από τον οποίο απλώς πληρώνεται. Ο συγγραφέας στηλιτεύει την έπαρση των φτασμένων (μεγαλό)δικηγόρων, την αρέσκειά τους στο να δείχνουν συνεχώς πόσο άμεμπτοι και ειδικοί επί του θέματος είναι και την τάση τους να πολυλογούν και να γράφουν πολλά και πολλές φορές περιττά πράγματα στα δικόγραφα. Ο Kafka δεν χαρίζεται ακόμη και στο ίδιο επαγγελματικό με εκείνον γένος, αν και, απ' ό,τι συμπεραίνει κανείς, η τριβή του με τη δικηγορία δεν έφερε και τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στο να την αγαπήσει. Έτσι δεν μας φαίνεται καθόλου παράξενο και το ότι ο ήρωας αποφασίζει να απαλλάξει τον δικηγόρο από τα καθήκοντά του βλέποντας την κωλυσιεργία του και τις εκ του πλαγίου μεθόδους που ακολουθεί. Ο θείος του γίνεται έξαλλος με την επιλογή του αυτή (βλ. ανωτέρω σχετικά με το όνομα της οικογένειας και τα συναφή), όμως ο Κ. πεπεισμένος για τη ματαιότητα της εξέλιξης της υπόθεσής του και, παρ' όλο που μέχρι το τέλος δεν γνωρίζει το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται, αποφασίζει να χειριστεί ο ίδιος την κατάσταση.
Η κάθαρση
Οι ελπίδες του εξανεμίζονται και αποφασίζει για αυτόν τον λόγο να επισκεφθεί έναν ιερέα. Το τέλος κοντοζυγώνει. Για να συνοδευτεί και από τη λύτρωση, πρέπει να προηγηθεί η εξομολόγηση και η ψυχολογική συμπαράσταση από τον ιερέα. Στην αρχή ο τελευταίος αντιμετωπίζει τον Κ. εξ αποστάσεως, αλλά δικαιολογείται ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Όλα τα μέλη του ποιμνίου του είναι ίσα και πρέπει να τηρείται ο ίδιος τύπος για όλους τους πιστούς ανεξαιρέτως. Αναφερόμενος ο ιερέας κυρίως στον Νόμο περνά σε ένα αλληγορικό επίπεδο και σε έναν συμβολισμό τη συζήτησή του με τον Κ. Τα περισσότερα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Ο Νόμος μπορεί να είναι ο Θεός, η Δικαιοσύνη, η Ηθική. Το υπερρεαλιστικό στοιχείο επιβεβαιώνεται για ακόμη μία φορά με την αποκάλυψη από τον ιερέα ότι αποτελεί κι εκείνος μέλος του δικαστηρίου της επικείμενης δίκης του Κ.! Ποιου δικαστηρίου, όμως, τελικά; Του επίγειου ή του επουράνιου. Από την απάντηση θα εξαρτηθεί και η γραφή της λέξης με κεφαλαίο δέλτα ή όχι. Ο κατανυκτικός περίγυρος της εκκλησιαστικής αίθουσας, τέλος, βοηθά τον Κ. στο να φτάσει ένα βήμα πριν το προσωπικό του Καθαρτήριο και τη λύση της τραγικής του μοίρας.
Η λύτρωση επέρχεται αλλά είναι ατιμωτική. Οι συνοδοί του Κ., που τον αφήνουν προς στιγμή να νομίζει ότι έχει πάρει εκείνος τα ηνία, προτίθενται να τον σκοτώσουν και μάλιστα χωρίς να το κρύβουν μπροστά του. Όμως οι ενδοιασμοί ή η όποια αρχική συστολή τους τούς κάνουν να μη θέλει ούτε ο ένας ούτε ο άλλος να αναλάβει να διαπράξει το έγκλημα. Ο ήρωας σε μία έξαρση εσωτερικού θάρρους και πλέον ανείπωτης απογοήτευσης σκέφτεται να συντομεύσει το μαρτύριό του και να απαλλάξει τους συνοδούς του από το δίλημμα του ποιος θα τον σκοτώσει. Όμως διστάζει να βάλει ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Ούτε για αυτό δεν στέκεται ικανός... Φοβισμένος, παραπεταμένος στο έλεος της ανώνυμης εξουσίας, περιμένει τον θάνατο. Ο συγγραφέας με μία φράση απόλυτα πικρής ειρωνείας αναφέρει για τη δειλία του Κ. να αυτοκτονήσει, προοικονομώντας παράλληλα τη λήξη της ελευθερίας του: "Αλλά δεν το έκανε, παρά έστρεψε τον ακόμα ελεύθερο λαιμό του και κοίταξε γύρω. Δεν κατόρθωσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Δεν κατόρθωσε να απαλλάξει τις αρχές απ' όλη την εργασία." Η σωτηρία βρίσκεται μέσω της αδιαμαρτύρητης υποταγής...
Το αναπόφευκτο τέλος του Κ. φτάνει ατιμωτικά. Σε μια άκρη, στα κρυφά, χωρίς να ξέρει τον λόγο, δολοφονείται. Αθώος στα μάτια του αναγνώστη, ξεψυχά στο περιθώριο. "Σαν το σκυλί, είπε και ήταν σαν να έλεγε πως η ντροπή θα επιζούσε περισσότερο απ' τον ίδιο."
Η Δίκη δεν είναι απλά ένα αστυνομικό ή νομικό μυθιστόρημα. Αποτελεί το ευαγγέλιο της φιμωμένης αμαρτίας του καθενός μας. Ο Kafka, μέσα απ' αυτόν τον ξένο προς την πραγματικότητα κόσμο της σκευωρίας και του αγνώστου, έστησε ταυτόχρονα και το σκηνικό μιας επίγειας προσομοίωσης της κόλασης και του παράδεισου. Η κατάταξη της ψυχής στο ένα ή το άλλο τερέν θα παραμείνει για όλους μας άγνωστη σ' αυτή τη ζωή χωρίς να μπορεί να την προεξοφλήσει κανείς, ίσως με μια μικρή εξαίρεση: αυτή του Γιόζεφ Κ.
* Η Δίκη κυκλοφορεί (και) από τις εκδόσεις "Ροές".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δηλώστε το "παρών"...