Φωτογραφία: Θωμάς Βλαχογιάννης
Ποτέ
δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί όλα του τα ρούχα ήταν συνέχεια από δεύτερο
χέρι. Πάντοτε πλυμένα, σιδερωμένα στην εντέλεια και μοσχοβολούσαν καλύτερα κι
απ’ όταν πουλήθηκαν για πρώτη φορά. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να φτάσει εκείνη η
δύσκολη ώρα του αποχαιρετισμού του κάθε νοικοκύρη, για να μπορέσει να βάλει
κάτι πάνω του. Πολλές φορές παρά λίγο να γίνει τσακωτός την ώρα που διάλεγε
σεντόνι από το νέο αίμα που κατέκλυζε τον χώρο, έμπαινε στη σφαίρα κυριαρχίας
του και αλώνιζε τα λημέρια του προηγούμενου ενοίκου.
Είχαν
έρθει φορές που μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που οι πρόγονοί του είχαν δώσει
τον απαράβατο όρκο σιωπής προς το ανθρώπινο είδος, μια υπόσχεση που αποτελούσε
εκείνο το δυσδιάκριτο όριο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας ή κατ΄ άλλη
άποψη, των δύο παράλληλων κόσμων. Δενόταν με κάποιους ανθρώπους μονομερώς.
Χωρίς ανταπόκριση. Σιχαινόταν κάποιους άλλους χωρίς να εκδηλώνει το άχτι του.
Το μοναδικό που μπορούσε να κάνει ήταν να τρυπώσει από μέσα τους σαν
φθινοπωρινό αεράκι. Αγαπούσε όμως και αρκετούς, δίνοντας το «παρών» σε
ευτυχισμένες στιγμές ζωής. Όπως σε μία τότε, γύρω στο 1985, όταν ο παππούς που
έπαιζε την τέταρτη παρτίδα τάβλι με τον εγγονό του, αποφάσισε να εγκαταλείψει
τον κόσμο των ανθρώπων χαμογελαστός. Βγήκε από την πόρτα του πέτρινου σπιτιού
του και πήρε δυο ξύλα για τη σόμπα. Με το που τα άφησε δίπλα της, αντιλήφθηκε
ότι η ζωή, όπως όλα τα άλλα θηλυκά, τον είχε ξεγελάσει. Για μια στιγμή του
φάνηκε ότι ο παππούς, καθώς έφευγε, του έκλεισε το μάτι, σαν να του ’λεγε
νοερά: «Μη φοβάσαι, θα σου κάνω κι εγώ παρέα από δω και στο εξής.» Ίσως να ’ταν
και η ιδέα του. Ποτέ του δεν μπόρεσε να εμπεδώσει, γιατί ο εγγονός είχε
πλαντάξει στο κλάμα εκείνη την ώρα. Ο παππούς του ήταν πολύ ευτυχισμένος.
Κάποια
από τα φαντάσματα του παρελθόντος, μακρινοί του συγγενείς, τον στοίχειωναν
αρκετές φορές. Αυτό σήμαινε ότι είχε πολύ συχνές επισκέψεις κατά τη διάρκεια
μερικών κρύων χειμωνιάτικων βραδιών. Οι ένοικοι απέδιδαν το κρύο και τα αέρινα
ρεύματα στον καιρό και στο δυνατό φύσημα του ανέμου.
Δεν
ζούσε πια το παρελθόν, παρά μονάχα το δικό του παρόν. Ζούσε... Τρόπος του
λέγειν, τέλος πάντων. Αποφάσισε να βάλει ένα τέλος στην παλιά του ζωή και να
χτίσει ένα καινούριο μέλλον με προοπτικές, που ίσως κάποια στιγμή θα τον
βοηθούσαν να ξελασπώσει από τον επίγειο βούρκο και να ανυψωθεί προς τα επάνω.
Και τι σημαίνει «μέλλον με προοπτικές»; Δουλειά με χρήματα. Όπου χρήματα για
τους ανθρώπους, δόξα για τα φαντάσματα. Αυτό ήταν το συναλλακτικό τους μέσο: η
δόξα. Κάποιοι είχαν καταφέρει λόγω υστεροφημίας να πλουτίσουν. Τα φαντάσματα
του Σόπενχάουερ ή του Ομήρου, χρησιμοποιούσαν πάντοτε δαντελωτά σεντόνια λόγω
εξασφαλισμένης υστεροφημίας. Για όλους τους λοιπούς, όμως, η δίψα για δόξα ήταν
ο μεγάλος τους στόχος, το κρυφό τους γινάτι, η μυστική τους διακαής επιθυμία.
Ματαιοδοξία στο απόλυτό της μεγαλείο. Και εδώ έρχεται η στιγμή που ακόμα μια
ρήση του σοφού λαού επιβεβαιώνεται: «Πρώτα φεύγει ο άνθρωπος και μετά το χούι.»
Το «μετά» ήταν σχετικό, καθώς η «Αλλάξτε ζωή Ανώνυμη Εταιρία» ήταν προϊόν
υπεράνθρωπης - πράγματι- προσπάθειας και μεγάλου κόπου.
Είχε
ψάξει να βρει τους καλύτερους συνεργάτες, ώστε να συμβάλουν κι εκείνοι στην
επιχείρησή του με τα αντίστοιχα οφέλη. Το σλόγκαν της εταιρίας: «Φανταστικοί
συνεργάτες για φανταστικά αποτελέσματα» έδινε και έπαιρνε στους διαδρόμους
γειτονικών σπιτιών. Απέκτησε γρήγορα πελατεία και φήμη. Τα φαντάσματα της
χρεοκοπίας, της ξενοφοβίας και της υποκρισίας είχαν σχεδόν καθημερινά την
τιμητική τους. Οι μέρες και ιδιαιτέρως οι νύχτες, λόγω της διπλοβάρδιας,
περνούσαν γρήγορα αλλά εξοντωτικά. Οι δουλειές πλήθαιναν, οι πελάτες απαιτούσαν
και ο εργοδότης με τη σειρά του έπρεπε να ανταποκριθεί στο μεγάλο φόρτο
εργασίας. «Πού είναι η αναφορά από τον τομέα χρεοκοπίας; Η Ελλάδα καταρρέει...
Αν δεν πουλήσουμε τώρα τρόμο, πότε; Μου λέτε;»
Ο
διευθυντής της επιχείρησης σχεδόν κραύγαζε. Πήγαινε κι ερχόταν, με το λευκό του
σεντόνι να ανεμίζει μέσα στην υπερένταση του ανέμου και με τα μαύρα του μάτια
σε πλήρη διαστολή: «Σε λίγο πρέπει να στείλουμε εφιάλτες στον κόσμο, ονειρώξεις
στους τραπεζίτες και ένα ευχάριστο βράδυ στους κατοίκους της Γερμανίας κι αυτός
ακόμα να φανεί!», ωρυόταν απευθυνόμενος στη γραμματέα του. Δεν πρόλαβε να
αποσώσει την φράση του και ένα γιγαντιαίο λευκό πέπλο με σχεδόν ανεπαίσθητα ορατές
λωρίδες γκρι μπήκε φουριόζικο και λαχανιασμένο μέσα στο γραφείο:
- «Συγγνώμη για την καθυστέρηση, κύριε
διευθυντά, αλλά μου δώσατε πολύ δύσκολο χαρτοφυλάκιο. Πέρα από μένα, βρίσκονταν
εν δράση και οι συνάδελφοι της ξενοφοβίας και υποκρισίας.»
- «Εγώ τους έστειλα. Δώσε μου την
αναφορά, για να τη στείλω στο τμήμα μυθοπλασίας. Από εκεί...», γύρισε
απευθυνόμενος και συνωφρυομένος όπως ήταν στη γραμματέα του, «...να αρχίσει
αμέσως η αποστολή ονείρων, φόβων και εφιαλτών.» Η τελευταία έγνεψε καταφατικά
κουνώντας τη βαρυτική της αύρα προς τα κάτω και εγκατέλειψε το γραφείο.
Το
φάντασμα της χρεοκοπίας πέρασε έναν πράσινο φάκελο στον ανώτερό του. Εκείνος
άρχισε να το διαβάζει τόσο γρήγορα, λες και ήξερε από πριν το περιεχόμενό του:
«Ήμουν στοιχειωμένο για μέρες στη Βουλή, μέχρι που αποφασίστηκε ο νέος
Πρωθυπουργός. Τον ακολούθησα ως το Μέγαρο Μαξίμου. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν.
Κανείς δεν μου έδινε σημασία. Κάποιοι περνούσαν ακόμα κι από μέσα μου! Δεν
ήξερα πού να ρίξω το κεφάλι μου (μακάρι να ήμουν άνθρωπος να μπορούσα απλώς να
το γείρω). Τελικά σχηματίστηκε κυβέρνηση, αλλά εξακολουθούν να με αναφέρουν.
Σαν να με φοβούνται, ενώ δεν τους έχω κάνει τίποτα. Αισθάνομαι πολύ άβολα. Τη
μητέρα μου, τη Δραχμή, νομίζω ότι κάποιοι τη μισούν. Θέλω να ηρεμήσω. Ήρθε ο
καιρός πια να κάνω διακοπές. Θέλω να πάω σε μεσογειακή χώρα. Βρίσκομαι ανάμεσα
στην Κύπρο και την Ισπανία». Ο διευθυντής τελείωσε την ανάγνωση.
-
«Ακριβώς όπως τα περίμενα», είπε και ένα χαιρέκακο χαμόγελο απλώθηκε σχεδόν
αμέσως στο κάτασπρο πρόσωπό του.
-
«Τι; Δεν σας άρεσε η αναφορά;»
-
«Το κείμενο; Υπέροχο! Στην κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα αναφέρομαι. Α!
Όσον αφορά τον τελευταίο υπαινιγμό περί άδειας αναψυχής σε Κύπρο ή Ισπανία,
απορρίπτεται.»
-
«Μα...».
-
«Καληνύχτα...»
-
«Και μετά σου λένε ότι ο αποθανών δεδικαίωται...», μουρμούρισε το σκληρά
εργαζόμενο φάντασμα της χρεοκοπίας, καθώς άφηνε πίσω του τον ανώτερό του και τη
γραμματέα του. Ύστερα, ο διευθυντής αιωρήθηκε γρήγορα προς τον φορητό του
υπολογιστή και άνοιξε το αρχείο με τίτλο: «Ελλάδα». Εκεί εντόπισε αμέσως τους
δυο φακέλους από τις γραπτές αναφορές των άλλων συναδέλφων του, εκείνων του
τομέα της ξενοφοβίας και της υποκρισίας. Άρχισε να διαβάζει το πρώτο,
αιωρούμενο πέρα δώθε στο δωμάτιο, ανεμίζοντας παράλληλα το λευκό του μανδύα:
«Ήμουν
εκεί, όταν συνέβη το μοιραίο. Η ικανότητα της τηλεμεταφοράς από κάποιους
θεωρείται προνόμιο, για μένα είναι κατάρα. Έχω γίνει μάρτυρας εγκλημάτων χωρίς
να μπορώ να καταθέσω, όπως και τότε στην Παιανία. Ο μετανάστης πήγαινε
γυρεύοντας. Είπε ότι είχε γυναίκα άρρωστη και παιδιά. Έβλεπα τι πήγαινε να
κάνει. Του μίλησα, αλλά δεν με άκουσε. Δεν μπορούσε... Χρειαζόταν χρήματα. Για
φάρμακα, για διασκέδαση, για επιβίωση; Όταν απειλούσε τη μητέρα των παιδιών,
ήθελα να παρέμβω, να του κρατήσω το χέρι και να του πω να σταματήσει, γιατί
γνώριζα τη συνέχεια: Ο γιος υπερασπίζεται τη μητέρα του και η οργή νικάει.
Μακάρι να με βοηθούσε ο φίλος μου, που έπαιζε στην όπερα και έγινε διάσημος...
Η έκβαση δεν ήταν καλή. Μια ανθρώπινη απώλεια και μια κατακερματισμένη ψυχή ο
απολογισμός. Ξαφνικά, βρέθηκα στην Αθηνάς. Ένιωσα μοναξιά. Δεν μιλούσε σχεδόν
κανείς ελληνικά. Λίγα βήματα παραπέρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα προσπαθούσε να
περάσει απέναντι στο φανάρι τραβώντας γρήγορα και μακριά, γεμάτη θυμό, το χέρι
της από την προτασσόμενη παλάμη ενός αλλοδαπού, που ήθελε μονάχα να τη
βοηθήσει.»
Ο προϊστάμενος σημείωσε ένα τικ
δίπλα στον τίτλο της αναφοράς και συνέχισε διαβάζοντας την επόμενη και
συγκεκριμένα αυτή του φαντάσματος της υποκρισίας:
«Στην
αρχή νόμιζα ότι ήμουν το πιο τυχερό από όλους τους άλλους φίλους μου. Θα
παρακολουθούσα συνέχεια θέατρο, κινηματογράφο και γενικά καθετί που σχετίζεται
με την υποκριτική τέχνη. Αλλά αντί να γελάσω, γελάστηκα. Έκανα υπερωρίες.
Γυρνούσα από πολιτικό γραφείο σε πολιτικό γραφείο, από εταιρία σε εταιρία και
το χειρότερο: από σπίτι σε σπίτι. Οι καλύτεροι ηθοποιοί είναι οι ερασιτέχνες
άνθρωποι, όταν αποφασίσουν, για ιδιοτελείς τις περισσότερες φορές σκοπούς, να
κοροϊδέψουν. Και τα καταφέρνουν περίφημα. Η πραγματικότητα δεν ξεπερνά απλώς
την φαντασία. Υπάρχουν φορές που την ισοπεδώνει.»
«Αν
την ισοπεδώνει, λέει;»,
έκανε ο προϊστάμενος αναστενάζοντας ελαφρώς. Η πραγματικότητα, για όσο διάστημα
ήταν άνθρωπος, τον είχε δοκιμάσει προκλητικά. Ευθαρσώς και συνεχώς τον
προσκαλούσε σε νέες ασκήσεις αντοχής της τύχης, της μοίρας, του ριζικού, ή όπως
αλλιώς λέγεται. Παιχνίδια του πεπρωμένου, σχέδια ασχεδίαστα, επιθυμίες
ανεπιθύμητες και σκέψεις αλόγιστες συνέθεταν την ποικιλομορφία της ζωής του.
Ήταν άνθρωπος και ζούσε σαν φάντασμα. Είχε μάτια και δεν έβλεπε. Είχε αυτιά και
δεν άκουγε. Είχε στόμα και δε μιλούσε. Και το κυριότερο: Είχε καρδιά και δεν
ένιωθε. Υπήρξε ένας, αλλά σημαντικός. Οι αποφάσεις του ίσως άλλαζαν το ρου της
ιστορίας, ίσως πάλι και όχι, αλλά άξιζε τον κόπο. Το μόνο που χρειαζόταν να
κάνει ήταν να σηκώσει ψηλά το χέρι του, όταν θα του έκαναν μία και μοναδική
ερώτηση. Δεν το τόλμησε. Ο βουλευτικός του μισθός και η ασυλία τον προστάτευαν.
Ο γιος του είχε ξεκινήσει από καιρό τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Κάποια στιγμή,
μια μέρα του Γενάρη, τον βρήκε μισολιπόθυμο, όπως νόμιζε, στο χαλάκι της εξώπορτας
του σπιτιού τους. Τον έκανε παραδίπλα με τα πόδια του, για να περάσει κι έφυγε.
Θα έβρισκε καιρό να του τα ψάλει αργότερα. Τελικά ο γιος του δεν ήταν μισολιπόθυμος. Είχε ξεμείνει από δόση κι από ζωή, όμως ο πατέρας του δεν
πτοήθηκε. «Η πατρίδα με χρειάζεται» διεμήνυε σε όλους τους καλοθελητές
δημοσιογραφίσκους, που πάλευαν να κερδίσουν μια του κουβέντα μήπως και
ανανέωναν τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου τους για λίγο ακόμη ορισμένο χρόνο. Η
χώρα ψυχορραγούσε και μαζί μ’ αυτή τα απομεινάρια της ελπίδας που είχαν
εγκαταλειφθεί ως ένδοξο κληροδότημα μιας τιμημένης μα καταρρέουσας ιστορίας.
Μιας ιστορίας που είχε χάσει το κεφαλαίο της γιώτα εδώ και πολύ καιρό. Η
σύζυγός του τού ζητούσε διακαώς διαζύγιο. «Μετά τις εκλογές» επέμενε εκείνος
δίχως ίχνος συναισθήματος. Τον εγκατέλειψε δύο εβδομάδες πριν το εκλογικό
αποτέλεσμα. Ισχυρίστηκε ότι είχε ταξίδι για δουλειές. Δεν επέστρεψε ποτέ.
Το βιογραφικό του για το
αξίωμα του φαντάσματος ήταν πλήρες: Υψηλόβαθμο στέλεχος στην κρατική διοίκηση,
αποστασιοποιημένος συναισθηματικά από συγγενείς και φίλους, δήθεν πατριώτης και
κυρίως ιδιοτελής, καιροσκόπος. Υπήρξε πράγματι μεγάλος ανταγωνισμός για το
ποιος θα έπαιρνε τη θέση, αλλά τελικά και δικαιωματικά την κέρδισε με την αξία
του, ή μάλλον με την έλλειψή της...
Δεν κοιμόταν πλέον, γιατί κοίμιζε άτακτα παιδιά.
Και μόνη η επίκλησή του από τα στόματα των γονέων ήταν αρκετή, για να τα
τιθασεύσει. Δεν φοβόταν πλέον, γιατί φόβιζε. Όμως τρόμαζε, όταν έπρεπε ο ίδιος
να θυμηθεί, γιατί παράλληλα έπρεπε και να μετανιώσει. Να μετανιώσει για λόγια
που δεν είπε, για πράξεις που δεν έκανε, για έρωτες που δεν κράτησε, για φιλίες
που δεν συντήρησε.
Ήταν κάποτε άνθρωπος, αλλά δεν ονειρεύτηκε. Δεν
φίλησε από αγάπη, παρά μόνο από υποχρέωση, ίσως και από οίκτο. Καταραμένος με
άλλα λόγια, αλλά προικισμένος για φάντασμα. Μια τιμωρία που στην αρχή για
εκείνον φάνταζε ως επιβράβευση, ύστερα ως αγγαρεία και τώρα πια ως ανάγκη μιας
κάποιας ύπαρξης.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το χτύπημα της πόρτας.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν αιφνίδια και η γραμματέας μπήκε φουριόζα στο γραφείο
με το φόρεμά της να κυματίζει ατιθάσευτο:
-
«Συγγνώμη, που σας ενοχλώ, αλλά η κατάσταση στην Ελλάδα δεν μπορεί να
ελεγχθεί!»
-
«Στείλατε τους...», δεν πρόκαμε να ολοκληρώσει την ερώτησή του και εκείνη τον
πρόλαβε:
-
«Μάλιστα. Στείλαμε τα φαντάσματα του ένδοξου παρελθόντος, αλλά δεν θυμήθηκαν
τίποτα. Ύστερα πήγαμε σε πιο κοντινές εποχές. Στους καιρούς του Τρικούπη και
του Βενιζέλου. Πάλι τίποτα. Δεν μπορούμε να αφυπνίσουμε τους Έλληνες. Να τους
βγάλουμε από τη νωθρή τους λήθη, από την ... μισό λεπτό να δω πώς ακριβώς το
έχετε αναφέρει...» Κοίταξε τις σημειώσεις της.
-
«Από την επανάπαυση του σαθρού παρόντος σε θεμέλια που τρίζουν», τη συμπλήρωσε.
-
«Ακριβώς», συμφώνησε η γραμματέας.
-
«Ευχαριστώ, δεν θα σε χρειαστώ άλλο», της αποκρίθηκε κοφτά και η τελευταία
αποχώρησε μέσα στο άγχος.
Ο
διευθυντής πήρε θέση στην πολυθρόνα του και συνειδητοποίησε ότι είχε καταφέρει,
όσα χρόνια διατέλεσε βουλευτής ως άνθρωπος, να πετύχει το στόχο του: την
εξολόθρευση της ελπίδας μια διά παντός σε μια χώρα, που πλέον την χρειαζόταν,
όπως ο δύτης το οξυγόνο. Και εκείνη τη στιγμή, κάπου στο αριστερό μέρος του
σεντονιού του, κάτι σαν χτύπος να τάραξε τη σιδερωμένη του γραμμή. Πάλι...
Ακόμα μία φορά... Ο χτύπος επαναλήφθηκε. Και τότε συνειδητοποίησε ότι
αισθάνθηκε. Ένιωσε. Ήταν έτοιμος πλέον να παραδώσει τα σκήπτρα του στον επόμενο
φιλόδοξο και φέρελπι φανταστικό διευθυντή. Πέταξε από πάνω του το κατάλευκο
πέπλο, διαπέρασε τον τοίχο και με ένα πλατύ χαμόγελο κίνησε, για να ζητήσει
συγγνώμη από τη γυναίκα που κορόιδεψε, από το γιο που αμέλησε και από το λαό
που ξεγέλασε. Ίσως να προλάβαινε την τελευταία φουρνιά αυτοχείρων.
Όλοι
οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου κοιτούσαν συνωφρυομένοι το δάσκαλο και περίμεναν να
ακούσουν από τα χείλη του τι απέγινε το φάντασμα του βουλευτή.
- «Η ιστορία τελείωσε εδώ. Μην
περιμένετε συνέχεια», είπε χαμογελώντας απευθυνόμενος στα σαράντα μάτια των
εκστατικών μαθητών της τάξης του. «Τα υπόλοιπα ανήκουν στην φαντασία σας.»
Ένας μαθητής από το πίσω θρανίο πετάχτηκε:
-
«Δηλαδή μετάνιωσε, κύριε;»
- «Ασφαλώς.
Επανέφερε την ανθρώπινη φύση του. Συνειδητοποίησε τα λάθη του και έδιωξε μακριά
τη λήθη του.»
-
«Τι είναι λήθη;»
-
«Δεν είπαμε να σημειώσετε όλες τις άγνωστες λέξεις, για να τις εξηγήσουμε στο
επόμενο μάθημα;»
Μια
μαθήτρια σήκωσε το χέρι της από το πρώτο θρανίο.
-
«Πιστεύετε στα φαντάσματα;» Ρώτησε με γουρλωμένα μάτια γεμάτα απορία, μόλις ο
δάσκαλος της έδωσε το λόγο.
- «Πιστεύω
στο διαχωρισμό μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Το τι υπάρχει εδώ όλοι το
ξέρουμε. Για το τι όμως ενδεχομένως υπάρχει κάπου αλλού, μόνο υποθέσεις
μπορούμε να κάνουμε. Το σίγουρο είναι ένα: πως αν αγαπάτε τους γονείς σας, τους
φίλους σας και στη συνέχεια το ταίρι σας, δεν θα έχετε τα «προσόντα» να γίνετε
φαντάσματα. Θα τη γλιτώσετε...» Ο δάσκαλος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το μικρό
μειδίαμα που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
Τα
παιδιά έμειναν αποσβολωμένα να τον κοιτούν. Εκείνος σηκώθηκε από την έδρα του
και άρχισε να σημειώνει κάτι στο μαυροπίνακα μιλώντας παράλληλα προς τους
μαθητές του: «Σας γράφω στον πίνακα μια φράση σχετικά με τη σύγκρουση δύο
κόσμων. Αντιγράψτε τη, σημειώστε τις άγνωστες λέξεις και ζητήστε από τους
γονείς σας να την ερμηνεύσουν. Μαζί θα την αναλύσουμε την επόμενη φορά.» Ύστερα
από ένα λεπτό περίπου, υπήρχε γραμμένη με άσπρη κιμωλία η εξής φράση: «Το
όνειρο και το φιλί είναι οι πιο ασυνάρτητες ανισώσεις μεταξύ φαντασίας και
πραγματικότητας. Το πρώτο σου επιτρέπει να ξεφύγεις και το δεύτερο σου
απαγορεύει να φύγεις. Για αυτό τα βλέπουμε και τα δύο με κλειστά μάτια.»
|