Έγραφε
επιλεκτικά ανορθόγραφα. Θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να υπακούσει σε κανόνες που
είχε θεσπίσει κάποια ομάδα πνευματικών ανθρώπων. Τι κι αν ήταν η επίσημη γραφή του
κράτους; «Αποτελεί καταφανής αδικία»,
έλεγε περίτρανα όπου βρισκόταν, «η αγάπη
να είναι γένους θηλυκού και ο έρωτας αρσενικού. Δηλαδή οι γυναίκες δεν
ερωτεύονται και οι άντρες δεν αγαπούν;» Πάντοτε σε τέτοιου είδους απορίες
του, κανείς δεν μπορούσε να αποκριθεί αμέσως, πριν πρώτα περάσουν κάποια
δευτερόλεπτα ώριμης σκέψης. Ακόμη ένα παράδειγμα της ανορθόδοξης για πολλούς –
αν όχι για όλους - ισχυρογνωμοσύνης του
ήταν η γραφή της λέξης «τριαντάφυλλο» με ένα λάμδα. «Εξαρτάται από το φύλο του ατόμου για το οποίο προορίζεται», επέμενε,
όταν οι αντιρρήσεις περί των ριζών της σύνθετης αυτής λέξης έδιναν και έπαιρναν
από τους συνομιλητές του, θιασώτες των κλασικών ορθoγραφικών κανόνων. Το δε επιχείρημα ότι η σωστή γραφή των
λέξεων βασίζεται σε ολόκληρη επιστήμη, τη γλωσσολογία, το αντέκρουε με μεγάλη
ευκολία φέρνοντας για παράδειγμα την ψυχιατρική: «Και εκείνη επιστήμη είναι, αλλά οι πελάτες μπαίνουν στο ιατρείο με τον
αέρα ενός υγιούς ανθρώπου και βγαίνουν ασθενείς. Ποια η ωφέλεια;»
Η ζωή του
εξηντάχρονου Μανώλη, καθηγητή Μαθηματικών, έμοιαζε σαν ένα γοητευτικό θέατρο
του παραλόγου. Όλοι ήθελαν να δουν τις παραστάσεις του, κι ας ήξεραν ότι η
διέξοδος από το λαβύρινθο των απόψεών του αποτελούσε όνειρο θερινής νυκτός. Του
άρεσε να απομονώνεται στο εξοχικό του και να χάνεται πίσω από τις χειρόγραφες
σελίδες του. Σε περιόδους μεγάλου οίστρου, ζήτημα ήταν αν έβλεπε τη γυναίκα του
δυο φορές τη μέρα, μια την ανατολή, που του σέρβιρε το ζεστό, πρωινό του γάλα
και μια αργά το βράδυ, που τη συναντούσε για τον κοινό τους ύπνο. Ήταν συνήθως
εκείνη η στιγμή, που τη διακριτική ησυχία της νύχτας επισκίαζαν οι
επαναλαμβανόμενοι ήχοι του κούκου από το ξύλινο ρολόι του σαλονιού.
Αν
και συνταξιούχος πια, δεν επέτρεπε στο μυ του μυαλού του να χαλαρώσει. Σιχαινόταν
την αδράνεια, πόσο μάλλον όταν αυτή είχε να κάνει με το πνεύμα. Όταν στέρευε η
δημιουργικότητά του, άφηνε ένα σημείωμα για τη γυναίκα του, κολλημένο πάνω στην
πόρτα του ψυγείου με τις λέξεις: «Πάω να
γράψω, μη με ψάξεις» και κινούσε για μέρη του χωριού που πίστευε ότι θα
συνέδραμαν στις πνευματικές του εκλάμψεις και θα ενίσχυαν τις συγγραφικές του
αναζητήσεις. Ένα απ’ αυτά τα μέρη ήταν η θάλασσα. Τα αποτυπώματα της
συνεργασίας της τελευταίας με την ένταση του ανέμου προδίδονταν από το βαθμό
υγρότητας της άμμου. Θα μπορούσε να φλερτάρει ώρες με τη θάλασσα. Θεωρούσε ότι
ήταν το μοναδικό θηλυκό στη ζωή του που αντιστεκόταν σθεναρά στο στενό,
πλατωνικό του μαρκάρισμα. Πολλές φορές τα κύματα τον έβρεχαν. Αδιαφορούσε.
Άλλες πάλι σκύλοι από τις κοντινές αυλές γάβγιζαν ασταμάτητα. Πάλι αδιαφορούσε.
Καμιά φορά γάβγιζε κι εκείνος, για να ανταποκριθεί στο κάλεσμά τους, σαν να
βίωνε την αφόρητη μοναξιά τους. «Ασφαλώς
και μπορούν να μιλήσουν τα ζώα», υποστήριζε με σθένος, «απλώς το καθένα έχει ξεχωριστή γλώσσα, εκτός
από εκείνα του ίδιου είδους αλλά άλλης ράτσας, που διαφέρουν μόνο στη διάλεκτο».
Μία φορά είχε τύχει να κουτσουλίσει το κεφάλι του ακόμη και χελιδόνι. Δεν
πτοήθηκε. Το βούτηξε στο αλμυρό, αν και παγωμένο, νερό και συνέχισε να γράφει
απτόητος.
Γοητευτικά
ρηξικέλευθος στις απόψεις του καθώς ήταν, σαγήνευε σαν άλλος Σωκράτης όσους από
τους κατοίκους του χωριού επέλεγαν το καφενείο που σύχναζε, για να
κοντραριστούν μαζί του. Σε κάποια από τις «αναμετρήσεις» του είχε βάλει
στοίχημα με ένα συντοπίτη ένα μεγάλο κουτί με μπύρες, αν κατάφερνε να πείσει
τους παρευρισκόμενους ότι η λέξη «χώμα» γράφεται κανονικά με όμικρον. Τελικά, το
κατόρθωσε με το επιχείρημα ότι εκείνη δεν προέρχεται από το αρχαιοελληνικό «χώννυμι»,
αλλά από το λατινικό «homo» και σημαίνει το μέρος κατάληξης, τον προορισμό του ανθρώπου στο τέλος
της ζωής του.
Όταν
οι δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν σταδιακά και προσέγγιζε πλέον τα
ογδόντα χρόνια ζωής, αποφάσισε να βάλει σε δεύτερη μοίρα τους πνευματικούς
ακροβατισμούς και να ασχοληθεί περισσότερο με την οικογένειά του. «Νωρίς το κατάλαβες», τον αποπήρε η
συνομήλικη σύζυγός του σε μια από τις συζητήσεις τους, η οποία για να
αντισταθμίσει την εμφανή λύπη στο πρόσωπό του, ξεκίνησε αμέσως στο μαγειρικό
της στρατηγείο να του ετοιμάζει την αγαπημένη του στριφτόπιτα. Εκείνη τη μέρα ο
συνονόματος μικρός εγγονός του, μαζί με μία φίλη του από το σχολείο, τον είχαν
επισκεφτεί, για να τους βοηθήσει να εμπεδώσουν τι είναι η μαθηματική σταθερά
«π».
-
«Το πι είναι ένας αριθμός που φτάνει ως το
άπειρο. Δεν μπορεί κανείς να το προσδιορίσει επακριβώς. Είναι σαν...»
σκέφτηκε για λίγο κοιτώντας αφηρημένα προς το ταβάνι και σηκώνοντας το δεξί του
φρύδι. «Σαν τον έρωτα», απόσωσε τη
φράση του.
-
«Δηλαδή»;
Οι κόρες των
ματιών των μικρών μαθητών δεν άντεχαν περισσότερη διαστολή.
-
«Ποιες πράξεις των Μαθηματικών γνωρίζετε»;
- «Πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και
διαίρεση», απάντησε μεμιάς και υπερήφανα ο μικρός.
-
«Πολύ ωραία. Η πρόσθεση είναι η συμπλήρωση
των φρούτων με κάτι επιπλέον, με δύο ακόμη φρούτα φερ’ ειπείν. Η αφαίρεση είναι
ο αποχωρισμός δύο εκ των φρούτων για το επιδόρπιο, η διαίρεση ο χωρισμός των
φρούτων από το μανάβη σε κατηγορίες και ο πολλαπλασιασμός η αναπαραγωγή των
φρούτων από πολλά δέντρα αρκετές φορές. Ο έρωτας, όπως και το πι, αποτελούν και
τα δύο αποτελέσματα μαθηματικών πράξεων χωρίς σταθερό νούμερο. Με τον έρωτα
κάποιος άνθρωπος προσθέτει κάποιον άλλο άνθρωπο στη ζωή του. Αν το επιλέξουν,
θα πολλαπλασιαστούν με ένα ή περισσότερα παιδάκια, μέχρι να τους αφαιρέσει τη
ζωή ο θάνατος. Αν είναι άτυχοι, η μοίρα θα τους διαιρέσει, θα τους χωρίσει και
έτσι από ενωμένοι σαν ένα που ήταν πριν, θα γίνουν πάλι ο ένας το μισό του
άλλου. Καταλάβατε;»
-
«Περίπου», ακούστηκε παράλληλα η
μονολεκτική απάντηση από το παιδικό ντουέτο.
Ο Μανώλης
γύρισε προς την κουζίνα και ρίχνοντας μια γλυκιά ματιά στη σύζυγό του, έτσι όπως
ήταν με την ποδιά και το φανερό της μεράκι, να μαγειρεύει το αγαπημένο του
φαγητό, αποκρίθηκε:
-
«Είναι σαν να
βλέπεις μπροστά σου το αγαπημένο σου γλυκό, να πεινάνε τα μάτια σου και
η καρδιά σου να νιώθει χορτάτη. Ο έρωτας στη ζωή μας», απόσωσε τη σκέψη
του, ενώ παράλληλα σηκώθηκε όρθιος από την πολυθρόνα του κατευθυνόμενος προς
την κουζίνα, «είναι ό,τι ο τόνος στις
λέξεις. Όσο καλά κι αν ξέρεις ορθογραφία, δεν θα τις διαβάσεις ποτέ σωστά χωρίς
αυτόν.» Και απομακρύνθηκε χαμογελώντας στα παιδιά.
Ο μικρός
Μανώλης τότε, έβγαλε από την τσέπη του ένα κομμάτι σοκολάτας τυλιγμένης σε αλουμινόχαρτο
και γυρίζοντας προς την φίλη του με συνεσταλμένο ύφος και κατακόκκινα ζυγωματικά,
τη ρώτησε εναγωνίως:
-
«Θες να τη μοιραστούμε και να με προσθέσεις»;
* Η φωτογραφία είναι του φίλου Θωμά Βλαχογιάννη, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση.
** Κατ' επιλογή και επιμονή του γράφοντος, η λέξη "Μανώλης¨ θα παραμείνει με ωμέγα.
*** Το διήγημα έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 5 του περιοδικού Λόγου και Τέχνης "Φρέαρ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δηλώστε το "παρών"...