Η αντιπολίτευση στην π.Μ. (*προ Μνημονίου)
εποχή νοείτο κυρίως ως εξωτερική. Αποτελούσε δηλαδή τον όρο εκείνο με τον οποίο
ήθελε κάποιος να δηλώσει την ενάντια στα κυβερνητικά πεπραγμένα κριτική από τα
λοιπά κόμματα του Κοινοβουλίου, η οποία μπορεί να ήταν ήπια έως και βάναυση. Η
λεγόμενη «εσωτερική αντιπολίτευση» (ένα είδος κομματικής απειθαρχίας) δεν
συγχωρείτο και ακολουθούσε η δημοκρατική διαδικασία της διαγραφής του βουλευτή
από τον πρόεδρο του κόμματος. Πλέον, όμως, στην μ.Μ. (*μετά Μνημόνιον) εποχή
και δη τον τελευταίο καιρό, ο εσωτερικός αντίλογος τείνει να γίνει ο κανόνας
και μαλιστα παίρνοντας συχνά την μορφή πολυπόπροσωπης συνυπόγραφης δήλωσης (βλ.
«η ισχύς εν τη ενώσει», κοινή επιστολή κ.ά.).
Η δημοκρατία δρα πολυπλεύρως ασφαλώς. Και
εντός Βουλής δια της ψηφοφορίας και εκτός αυτής δια των εκλογών και
δημοψηφίσματος κυρίως. Όμως, η ισχύς της δεν παύει εκεί. Δρα και εντός
κόμματος, όπως και έξω απ’ αυτό. Ο βουλευτής έχει λάβει την ελεύθερη εντολή από
τον εκλογέα να τον αντιπροσωπεύσει, όπως πιστεύει εκείνος καλύτερα. Όμως,
ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τη στρατηγική του κομματικού σχηματισμού στον
οποίο ανήκει.
Πολλές φωνές έχουν ακουστεί τελευταία για την
πρόωρη διεξαγωγή εκλογών με σκοπό την απαλλαγή του πρωθυπουργού από την (πιο)
αριστερή πτέρυγα και τη διενέργειά τους χωρίς σταυρό αλλά με λίστα. Από την
άλλη, το γραφικό πια «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» ξεστομίζεται από
όλους όσοι θέλουν να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να αφήσουν και τις φωνές αυτές
να ακούγονται. Καλώς, κακώς δεν απασχολεί το παρόν άρθρο, καθώς είναι πολιτικό
και όχι κομματικό. Το ρητορικό ερώτημα, όμως, που τίθεται είναι το εξής: Μπορεί
άραγε η δύναμη των συνιστωσών να υπερκεράσει αυτή της συνισταμένης; Σύμφωνα με
τη φυσική όχι, σύμφωνα με την πολιτική ίσως. Με άλλα λόγια, μπορεί το αυτοάνοσο
ενδοκομματικό ρεύμα αντίστασης να κατασπαράξει την συνήθη εξωτερική
αντιπολίτευση και να ρίξει μια ώρα νωρίτερα την όποια κυβέρνηση; Ας μη
βιαστούμε να απαντήσουμε, καθώς οι πιέσεις που πηγάζουν από την στείρα
ιδεολογική εμμονή μπορεί να κρύβουν μία πολύ μεγαλύτερη επικινδυνότητα σε σχέση
με την αναγκαστική αντιπολίτευση που πρέπει ούτως ή άλλως λόγω του ρόλου του να
ασκήσει το δεύτερο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα.
Το παραπάνω αποτελεί ένα απ’ τα παιχνίδια Δημοκρατίας.
Ας αναφερθούμε τώρα και σε ένα δεύτερο, το εξής: Μπορεί ο κλασικός ρόλος της
αξιωματικής αντιπολίτευσης (να ασκεί δριμία κριτική με σθεναρή εναντίωση
απέναντι στα κακώς κείμενα της κυβέρνησης) να συνεχίσει άκριτα και κατά τη
διαπραγμάτευση του νέου σχεδίου σωτηρίας (συμφωνία γέφυρα, όπως θέλετε πείτε
το); Θα μπορούσε μία σοβαρή (αξιωματική και όχι μόνο) αντιπολίτευση να
αντιστρατευτεί το κλείσιμο μιας καλύτερης (αν επέλθει) συμφωνίας για τη χώρα;
Θα έπρεπε να θεωρείται αδιανόητο να υπάρχουν υποστηριχτές της δραχμής (όχι
γενικά, αυτό μπορεί ο καθένας να το υποστηρίξει), οι οποίοι καραδοκούν στη
γωνία από τα έδρανά τους μόνο και μόνο για να δουν την αποτυχία του κράτους,
ώστε να καρπωθούν και να εκμεταλλευτούν την μετέπειτα οικτρή απογοήτευση του
εκλογικού σώματος. Αυτό θυμίζει εμφυλιακό κλίμα. Θυμίζει κοράκια που στέκονται
δίπλα στον ετοιμοθάνατο και περιμένουν να ακούσουν την τελευταία πνοή του.
Θυμίζει απανθρωπιά. Η θέση της τωρινής αντιπολίτευσης ενδεχομένως να είναι το
ίδιο δύσκολη με της κυβέρνησης. Η αμηχανία της απέναντι στη ραγδαία εξέλιξη των
γεγονότων την αποπροσανατολίζει. Το τελευταίο φαινόμενο είναι σαφώς άξιο
προσοχής από πλευράς της πολιτικής επιστήμης. Ας μην αποτελέσει, όμως, στο
τέλος φαινόμενο που θα αγγίξει τα λημέρια της ανθρωπιστικής επιστήμης, γιατί
εκεί τα πράγματα θα είναι δύσκολα και οι συνειδήσεις των πολιτικών
ανύπαρκτες.