Είναι ένα δίσημο, πολιτικό διήγημα, το οποίο ελπίζω να αφυπνίσει. Καλή σας ανάγνωση!
«Πάντοτε μου άρεσαν τα
φοιτητικά σπίτια. Η απλότητά τους από τη μια. Η συνθετότητα από συναισθήματα
χαράς, πίκρας, ελπίδας και χωρισμού από την άλλη. Αυτό το ανάμεικτο μίγμα
εναλλαγής των συνιστωσών του μέσα μας, υπό την επίδραση του έξω μας. Μου άρεσαν
οι βραδιές των ανέμελων εξομολογήσεων, τα μεσημεριανά γεύματα του ποδαριού, οι
απογευματινοί καφέδες της παραμονής των εξετάσεων, τα αναπάντεχα μηνύματα από
ανθρώπους που δεν έβλεπα ερωτικά και οι σιωπές από αμήχανες αρνήσεις των δικών
μου ερωτικών προτάσεων. Προτάσεων που η άνω τελεία τους εξελισσόταν βίαια σε
μια κάτω τελεία. Ύστερα νόμισα πως μεγάλωσα. Κόντευα τα τριάντα. Χαμηλή
ταχύτητα στο κοντέρ της ζωής του για έναν άνθρωπο – μαχητή, που είχε μάθει να
πολεμά μονάχα με το μυαλό, ή σωστότερα με το καλό μέρος του μυαλού του. Αν είχα
χρησιμοποιήσει την άλλη μεριά, την κακή, την υποχθόνια, θα είχα καταφέρει
σίγουρα περισσότερα. Θα είχα φέρει ανθρώπους με ισχύ δίπλα μου, θα είχα
δημιουργήσει τρικυμία σε καλά ισορροπημένες σχέσεις. Όμως δεν το ‘κανα. Γιατί;
Μα γιατί ήμουν το θύμα στο παιχνίδι που μέχρι πρότινος θεωρούσα ότι ήμουν ο
θύτης. Και για αυτό προτίμησα να αποχωρήσω. Να δώσω το πιόνι σε άλλον πρόθυμο
παίκτη. Αρνήθηκα να ζήσω παρασιτικά. Να αγαπώ κατά παραγγελία, να ψηφίζω κατ’
εκδίκηση, να συναναστρέφομαι κατά συνθήκη. Ποτέ δεν μου έκαναν κλικ οι
συμβάσεις, ούτε έκανα εγώ ποτέ κλικ, για να αντισταθώ μέσα από μια οθόνη. Η
τεχνολογία πάντοτε με φόβιζε. Μου θύμιζε τι μπορεί να δημιουργήσει ο άνθρωπος
για αυτόν χωρίς αυτόν. Και τώρα να ΄μαι εδώ, αλλά και εκεί. Παρών στο δικό μου
κόσμο και απών στο δικό σας.»
-
«Μάλιστα...», έκανε υποκριτικά ο
δημοσιογράφος ξεφυσώντας αναγκαστικά, με την επιβεβλημένη λυπηρή γκριμάτσα να
κατακλείει το πρόσωπό του. «Αυτό ήταν το γράμμα του τριαντάχρονου Νικόλα
Πικρού, δημοσιογράφου, λίγο πριν εξαφανιστεί το μοιραίο βράδυ της 8ης Ιουνίου. Σας παρακαλούμε, αν έχετε
οποιαδήποτε πληροφορία, μη διστάσετε να μας καλέσετε στα τηλέφωνα της εκπομπής
ως τις δύο και κάτι τη νύχτα. Μετά θα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα... και
χαμηλότερη η τηλεθέαση...» σκέφτηκε σιωπηρά το τελευταίο.
Στην άλλη άκρη του χώρου, σε έναν κατάλευκο, άνετο και φαρδύ
καναπέ καθόταν η μητέρα του αγνοούμενου, ατάραχη, με φανερή την επήρεια των
χαπιών πάνω της και τα δάκρυα να ρέουν σαν ποτάμι πάνω στα ροζιασμένα της
μάγουλα. Δίπλα της ο ψυχολόγος της εκπομπής της έδινε κουράγιο και της ψιθύριζε
λόγια παρηγοριάς, πιάνοντάς την από το μπράτσο συμπονετικά.
Κατά τη διάρκεια της εκπομπής υπήρξαν δυο – τρία ενθαρρυντικά
τηλεφωνήματα. Μπορεί να μη βοήθησαν στην εξεύρεση του Νικόλα, όμως συνέδραμαν
στη διαφημιστική δαπάνη της εκπομπής. Η μετάδοση τελείωσε, τα φώτα έσβησαν, ο
παρουσιαστής ευχαρίστησε τους καλεσμένους του και τη μητέρα του νεαρού, η οποία,
χαμένη στις σκέψεις της και την οδύνη της, δεν του έδωσε σχεδόν καμία σημασία.
Παράλληλα, χιλιάδες τηλεοράσεις έκλειναν, αλλά μία, σε κάποια πολυκατοικία στο
Παγκράτι, έμεινε ανοιχτή με τον τηλεθεατή να έχει ζωγραφισμένο ένα πλατύ
χαμόγελο στο πρόσωπό του.
- «Φάνηκαν καλά τα στοιχεία σου;»,
τον ρώτησε η κοπέλα που είχε στην αγκαλιά του.
- «Πεντακάθαρα. Σε δυο – τρεις
εβδομάδες, όταν θα επανεμφανιστώ ως ο Λάζαρος εκ του τάφου, θα σπεύσουν όλοι
για συνεντεύξεις και άλλα παρεπόμενα. Τότε θα τους πω ότι έφτασα στο χείλος της
καταστροφής και η φανταστική ιστορία μου θα γίνει ψωμοτύρι στα έντυπα. Είμαι
σίγουρος ότι οι προτάσεις θα πέφτουν βροχή», αποκρίθηκε ο Νικόλας.
- «Το καλό που σου θέλω, γιατί πρέπει να κλείσουμε και ξενοδοχείο
για τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Ο Αύγουστος πλησιάζει!»
- «Θα γίνει κι αυτό.»
- «Στη μητέρα σου πότε θα πεις την
αλήθεια;»
- «Θα δω. Προς το παρόν
περιμένουμε.»
- «Και μετά πώς έχει το σχέδιο;»
- «Μετά παρουσιάζομαι ως ο δημοσιογράφος που ήθελε να αλλάξει τον
κόσμο, προσλαμβάνομαι σε όποιον μου κάνει την καλύτερη προσφορά και εκδίδω το
αδημοσίευτο βιβλίο μου σε αποκλειστικότητα μεγάλου εκδοτικού οίκου.»
- «Να ζήσει η κρίση! Αν δεν ήταν αυτή, δεν θα είχαμε αφορμή για
τέτοια μεγαλεπήβολα σχέδια. Η κατάντια της χώρας είναι το ισχυρότερο άλλοθι
παραίτησης. Ποιος να το φανταζόταν;», είπε ειρωνικά η κοπέλα.
Έτσι κι έγινε. Ο Νικόλας ύστερα από τρεις εβδομάδες αναζήτησής του
από τις αρχές και την τηλεόραση, άφησε τον εαυτό του να βρεθεί με κουρελιασμένα
ρούχα στο λιμάνι του Πειραιά. Η μητέρα του είχε ειδοποιηθεί κάποιες μέρες πριν
από τον ίδιο ότι ήταν καλά και ότι δεν έπρεπε να ανησυχούσε. Η είδηση πούλησε
τρελά. Τα δελτία ειδήσεων και οι ραδιοφωνικές εκπομπές διάβαζαν και
ξαναδιάβαζαν το γράμμα του επαναστάτη νέου.
Τελικά ποιος νοιάστηκε αν ο Νικόλας πιπίλισε την καραμέλα της
εθνικής κρίσης προς ίδιον όφελος; Θα ‘ταν άραγε ο πρώτος ή ο τελευταίος; Αυτό
που ήθελε να κάνει το έκανε, όπως σε παράλληλη δράση ο εργοδότης μείωνε το
μισθό δεκάδων υπαλλήλων, επειδή «υπήρχε κρίση», όπως ένα ζευγάρι παντρεμένων
αποφάσιζε να μείνουν μαζί παρά την αμοιβαία αντιπάθειά τους που έτρεφε ο ένας
για τον άλλο, μόνο και μόνο για να μην τους ρουφήξει ο ανεμοστρόβιλος της χωριστής
φορολόγησης. Όπως όλα τα κόμματα χρειάζονταν την ψήφο των πολιτών, για να τους
βγάλουν από μια τεχνητή οικονομική κατάσταση ύφεσης που τα ίδια δημιούργησαν ή
που δεν γνώριζαν πώς να αντιμετωπίσουν.
Ποιος νοιάστηκε επομένως για το Νικόλα; Το βιβλίο του έγινε
ευπώλητο μέσα στην πρώτη κιόλας εβδομάδα κυκλοφορίας και η Athens Voice του πρότεινε μόνιμη συνεργασία στη
νέα της στήλη για τις κριτικές βιβλίων. Η ζωή συνεχίστηκε κανονικά με τον κόσμο
να πηγαίνει στις δουλειές του, όπως και πριν, να ανέχεται καταστάσεις, όπως και
πριν, να μην έχει διάθεση καν να ανοίξει το στόμα του, παρά μόνο όταν έπρεπε να
σιτιστεί για βιολογικούς καθαρά λόγους. Το καλοκαίρι, άλλωστε, βρισκόταν προ
των πυλών. Οι διακοπές αποτελούσαν ανέκαθεν το νούμερο ένα ανασταλτικό
παράγοντα κάθε είδους έκφρασης αντίθετης άποψης. Τα ηλιοκαμένα πεζοδρόμια ήταν
οι μοναδικοί μάρτυρες αυτής της ανεξήγητης αδράνειας των ανθρώπων με
κατεβασμένο κεφάλι και κάπου ξεχασμένο το ψηλό ηθικό φρόνημα.
Ποιος νοιάστηκε άρα για το Νικόλα; Όλοι και κανένας. Ένας
φευγαλέος ήρωας της καθημερινότητας υπήρξε, που έκανε ό,τι μπόρεσε, για να
εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις. Ισχυρίστηκε κατάθλιψη λόγω της οικονομικής
κατάστασης του κράτους και κυρίως της προσωπικής του εξαθλίωσης και κατάφερε να
βγει κερδισμένος στους έξω. Με τον εαυτό του θα έκανε άλλη στιγμή τον
απολογισμό. Ίσως όταν ύστερα από χρόνια δεν θα υπήρχε πια η κρίση να τον σώσει
και η καθαρή αξία του δεν θα διακρινόταν εις βάρος των άλλων. Ίσως, όταν
μεγαλύτερος πλέον, δεν θα είχε πού να ακουμπήσει, έρημος και μόνος όπως θα
ήταν, με τη ζυγαριά των «πρέπει» και των «θέλω» να μάχεται για την κατεύθυνση
που θα γύρει. Τότε θα έβλεπε πόσο πραγματικά θα άξιζε. Τρόμος θα τον διακατείχε
και θα άφηνε τον κόσμο τούτο, τον επίγειο, το μέγα, ανήμπορος, μέσα σε ένα
μουντό διαμέρισμα της πρωτεύουσας.
Ποιος, όμως, θα νοιαζόταν για το Νικόλα;