Tromsø, Νορβηγία. Φωτογραφία: Morten |
«Ακόμη και τους -5 βαθμούς Κελσίου θα φτάσει ο υδράργυρος στην Αττική τις προσεχείς μέρες αρχής γενομένης από αύριο, ενώ σε περιοχές ορεινές ή ημιορεινές η θερμοκρασία θα αγγίξει ακόμη και τους -15.»
-
Επιτέλους!
Μια άσπρη μέρα! Πού θα πάμε αύριο;
-
Καναπέ
και νέτφλιξ. Τι καλύτερο απ’ αυτό;
-
32
είσαι. Σύνελθε! Να πάμε Παρνασσό; Έστω Πάρνηθα, που είναι και δίπλα;
-
Κι
εσύ 36. Και τι μ’ αυτό;
-
Ίσα
– ίσα, που εσύ θα έπρεπε να με σπρώχνεις στον βούρκο της αχαλίνωτης διασκέδασης!
Έλα λίγο πιο κοντά. Μ’ αρέσει, όταν με αγκαλιάζεις από πολύ κοντά.
-
Από
πόσο κοντά;
-
Από
τόσο καλά είναι. Λοιπόν, θα πάμε στην Πάρνηθα; Άσ’ τα φιλιά! Θα πάμε;
-
Όταν
βλέπω δυο μάτια σε τέτοια απόγνωση είναι δυνατόν να σου πω «όχι»;
-
Αν
ευθύνονται τα μάτια μου για αυτό, δε νομίζω αν βγάλω τους φακούς επαφής να αλλάξεις
γνώμη;
-
Δεν
σου υπόσχομαι τίποτα.
-
Τι;
-
Ααα!!
Άσε με, γαργαλιέμαι…
- Είδες; Τελικά δεν έχει καθόλου κίνηση.
-
Ε,
δεν είναι και πολλοί οι τρελοί που με βαριά χιονόπτωση ζώνουν το αμάξι με αλυσίδες
και προσπαθούν να γίνουν ταινία.
-
Μην
το λες αυτό. Υπάρχουν και χειρότερα.
-
Από
το να γίνουμε ταινία; Όπως;
-
Να
γίνουμε πρώτο θέμα στο «Φως στο Τούνελ». Ξέρεις πόσοι αγνοούνται που πήγαιναν
σε χειμερινά καταφύγια και δεν επέστρεψαν ποτέ;
-
Τώρα
μου το λες;
-
Χαχα!
Έλα μωρέ, τώρα. Ποιος θέλει να βγει η φάτσα του στην οθόνη, χαμένος στα χιόνια;
-
Και
η ηλικία του…
-
Ορίστε;
-
Λέω
δεν θα βγει μόνο η φάτσα του δημόσια, αν κάποιος χαθεί. Θα βγει και η ηλικία του.
-
Ας
υιοθετήσουμε το αισιόδοξο σενάριο ότι δεν θα χαθούμε.
- Μην αλλάζεις τον σταθμό!
-
Αφού
το ξέρεις, δεν μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια.
- Εμένα μ’ αρέσουν.
- Να βάλουμε κάτι ενδιάμεσο;
-
Δεν
θα αλλάξεις σταθμό. Δε φτάνει που τραβολογιόμαστε στο άγνωστο με βάρκα την
ελπίδα…
-
Δεν
πάμε στο άγνωστο!
-
Δεν
μ’ αφήνεις να έχω και μια ωραία παρέα!
-
Νόμιζα
ότι εγώ θα ήμουν η παρέα σου.
-
Δεν
είναι πανέμορφα;
-
Είναι.
-
Δεν
είχα δίκιο να έρθουμε;
-
Αν
αυτό θέλεις να ακούσεις…
-
Γιατί
μού επιτίθεσαι;
-
Όποιος
αγαπάει παιδεύει, έλεγ’ η γιαγιά μου.
-
Παιδεύει
έλεγε. Όχι βασανίζει.
-
Υπερβολές…
-
Κάποια
στιγμή πρέπει να μιλήσουμε.
-
Κάπου
με καφέ και τζάκι, αν είναι δυνατό.
-
Τι
πιο όμορφο σκηνικό από το χιόνι;
-
Και
να πούμε τι;
-
Πιστεύεις, αν προχωρήσουμε και κάνουμε παιδιά, πως θα μπορούμε να είμαστε μαζί υπό
αυτές τις συνθήκες;
-
Πού
το πας πού το φέρνεις πάλι στα παιδιά.
-
Δεν
είμαστε 28.
-
Και
λοιπόν;
-
Αν
τύχει, θα έρθουν.
-
Θα
χτυπήσει μια μέρα το κουδούνι και θα μας πουν: «Χαίρετε, είμαι ο πελαργός απ’
το Λητώ, σας έφερα το παιδιά που ζητήσατε.»
-
Φαντάζεσαι;
-
Δημήτρη,
μιλάω σοβαρά. Τον τελευταίο καιρό φέρεσαι αλλοπρόσαλλα. Ξέρω, δεν πάει καλά η
δουλειά σου, όμως τα πράγματα έτσι είναι. Η ζωή έτσι είναι. Δεν υπάρχει τίποτα
πιο μόνιμο από το προσωρινό. Από το να συμπεριφέρεσαι τόσο απότομα απέναντι σε
άτομα που σε αγαπούν και το ξέρεις ότι σε αγαπούν και πόσο πολύ σε αγαπούν, δεν
βγάζει κάπου. Ή μάλλον βγάζει στο ότι τα απομακρύνεις και με τον καιρό όλο και περισσότερο,
μέχρι που…
-
Μέχρι
που; Φεύγουν. Πες το.
-
Είσαι
γλυκός, είσαι τόσο ευαίσθητος κι όμως εσείς οι άντρες θεωρείτε ότι το να
μείνετε για παραπάνω ανθρώπινοι θα σας μετατρέψει σε τέρατα.
-
Εσύ
με βλέπεις σαν τέρας;
-
Εγώ
δεν μπορώ να κρίνω, γιατί σε αγαπώ. Και η αγάπη είναι σαν την ομίχλη που
γκρίνιαζες τόση ώρα. Σου θολώνει την όραση.
-
Όταν
δεν αισθάνομαι ασφαλής…
-
Μα
είσαι ασφαλής. Κοίτα! Πατάς στα δυο σου πόδια, απολαμβάνεις τον αέρα, ψηλαφίζεις
το χιόνι και χαζεύεις αυτό το υπέροχο κάτασπρο τοπίο χωρίς να είσαι μόνος. Τι
άλλο θα μπορούσες να θέλεις; Έχεις ιδέα πόσοι θα ήθελαν να είναι στη θέση σου;
-
Πόσοι;
-
Πολλοί.
Σταμάτα να κοροϊδεύεις…
-
Από
το να έχω μούτρα, αυτό δεν είναι καλύτερο;
-
Ημίμετρο…
Έστω!
-
Πράγματι
είναι υπέροχο το χιόνι.
-
Ήσυχο.
Διακριτικό. Κρυφακούει τόσες σκέψεις και τις κρατά για τον εαυτό του.
-
Συγγνώμη
για πριν. Ήμουν λάθος.
-
Δεν
άκουσα καλά. Τι είπες;
-
Συγγνώμη,
είπα για πριν.
-
Τι;
-
Συγγνώμη!
-
Τι;
-
Είσαι
χαζό.
-
Αυτό
το άκουσα.
-
Ωχ!
Μην πετάς, είναι κρύα!
-
Σώπα…
Μη μου το λες!
-
Μην
πετάς είπα! Θα αντεπιτεθώ! Τώρα τρέχα να κρυφτείς.
Αφού έτρεξαν για κάμποση ώρα και έπαιξαν αρκετό χιονοπόλεμο, κοντοστάθηκαν να πάρουν ανάσες. Πλησίασαν μεταξύ τους, αγκαλιάστηκαν και θυμήθηκαν πόσο ερωτευμένοι ήταν. Δεν κουνήθηκαν έτσι όρθιοι που στέκονταν, για ώρα. Το χιόνι τώρα έπεφτε πιο πυκνό, πιο γρήγορα, λες και τους στόχευε κάποιος καιρός που ζήλευε. Σε λίγα κιόλας λεπτά είχαν καλυφθεί από τις άσπρες νιφάδες. Δεν διέκρινες ρούχα και μέρη του σώματος παρά μονάχα δυο σφαίρες να κινούνται πάνω κάτω, αριστερά δεξιά, δεξιά αριστερά, κάτω πάνω. Ήταν δυο ερωτευμένοι χιονάνθρωποι.