Απόγευμα Κυριακής ήταν, παραμονή Δευτέρας. Τι πιο θλιβερό απ' αυτό... Κοιτούσε από δω, κοιτούσε από κει, τίποτα δεν τον γέμιζε. Το παρελθόν ήρθε και του 'δωσε τη λύση. Πήγε και πήρε την ατζέντα του, δώρο από τον φίλο του τον Παντελή. "Τι να έκανε τώρα ο Παντελής... Τελευταία φορά που τον είδα ήταν πριν 5 χρόνια, όταν ξεκινούσε δουλειά σε ένα νέο γραφείο", σκέφτηκε. Ξεκίνησε να βρίσκει ονόματα από το Α και προχωρούσε. Ο ένας παντρεμένος, ο άλλος στη Γερμανία, ο τρίτος στη Γαλλία, ο τέταρτος δεν είχε απαντήσει καν στις προπέρσινες ευχές του, επομένως γιατί να τον καλέσει; Ύστερα από ώρα στάθηκε κάποια στιγμή στο Μ. Τον Μανώλη! Ε, βέβαια τον Μανώλη. Θα κανόνιζαν και κάποιο καφεδάκι τώρα που θα πλησίαζε και η γιορτή του. Καλούσε. Μια ανακούφιση τον κυρίευσε, που δεν είχε αλλάξει κινητό, όπως πολλοί προηγούμενοι.
- "Παρακαλώ;", μια ηλικιωμένη γυναικεία φωνή απάντησε.
- "Η κυρία Ευτυχία;"
- "Μάλιστα."
- "Τι κάνετε; Ο Αναστάσης είμαι, ο φίλος του Μανώλη." Δεν ήρθε κάποια απάντηση. "Του Μανώλη... Του συμφοιτητή μου από το πολυτεχνείο..."
- "Ναι, κατάλαβα, παιδί μου. Ίσα που λίγο σε θυμήθηκα."
- " Ο Μανώλης;"
- "Δεν τα έμαθες;"
- "Τι να μάθω;"
- "Πόσο καιρό είχατε να τα πείτε με τον Μανώλη;"
- "Ε, ξέρετε, οι δουλειές, τα τρεξίματα, το ένα Σάββατο έφερνε το άλλο και πάει λέγοντας. Έφτασε η στιγμή να τα πούμε επιτέλους."
- "Λυπάμαι, παιδί μου. Λυπάμαι πολύ."
Η γραμμή του τηλεφώνου ακουγόταν πλέον κατειλημμένη. Η κυρία Ευτυχία ανέκαθεν ήταν ευγενική, ποτέ δεν θα του το έκλεινε στα μούτρα. Ήθελε όμως να κλάψει μόνη της.
Φοβήθηκε να πάρει κι άλλο τηλέφωνο. Έρχονταν και γιορτές, μην του χαλούσε και δεύτερη φορά το κέφι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δηλώστε το "παρών"...