Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Η Δύναμις και η Δόξα, του Γκράχαμ Γκρην. Ένα κομψοτέχνημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας


Μεξικό, 1924. Η "επαναστατική" κυβέρνηση εξαπολύει διώξεις εναντίον την Καθολικής Εκκλησίας. Ο ήρωας είναι ένας αλκοολικός ιερέας, πατέρας εξώγαμου παιδιού, που το έχει αφήσει στην μοίρα του. Τον ιερέα κυνηγά η αστυνομία, μέχρι που εκείνος βρίσκει διάφορα καταφύγια σε σπίτια χωρικών ή εγκαταλελειμμένα μέρη. Η ιστορία αναπτύσσεται μέσα από μία συνεχόμενη καταδίωξη, υπό το κλίμα του συνεχούς φόβου ότι θα συλλάβουν τον ιερέα. Κι ενώ εκ πρώτης όψεως αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο να θέλει να ξεφύγει ο "παπαμέθυσος", λύνεται σχεδόν αμέσως αυτή η απορία. Ο Γκρην ξεκινώντας από την βασική αρχή "ουδείς αναμάρτητος" δημιουργεί έναν αντιήρωα πρότυπο. Αντιφατικό, μα πλήρως αληθινό. Ο εθισμένος στο αλκοόλ ιερέας νιώθοντας την αδήριτη ανάγκη διακονίας των πιστών, ακόμη κι όταν βρίσκεται υπό συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης και απειλής της ίδιας του της υγείας και της ζωής, δεν αρνείται να τους εξομολογήσει, να τελέσει λειτουργίες και να βαφτίσει παιδιά. Υποταγή και ταπείνωση μέσα όμως από την παράλληλα αναπόφευκτη ανθρώπινη διάπραξη αμαρτιών.

Το σκηνικό εξέλιξης της δράσης απλώνεται σε μια έρημη χώρα με εγκαταλελειμμένα σπίτια, γκρεμισμένες εκκλησίες και ανθρώπους που ζουν συγκαταβατικά, μόνο και μόνο, γιατί τους πιέζουν οι πνεύμονές τους να αναπνεύσουν. Ζουν με το ζόρι, μέσα στην πείνα και στη δυστυχία. ("Χίλιες φορές να πεθάνω", αναφέρει σε έναν διάλογο η γυναίκα στον άντρα της, που έχουν σώσει τον μέθυσο ιερέα ή "παπαμέθυσο" κατά τον συγγραφέα. Και της απαντά εκείνος: "Α, φυσικά. Αυτό εννοείται. Μόνο που πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε.") Όμως οι κακουχίες και οι λύπες ενώνουν τον λαό και για αυτό τον λόγο υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ όλων να καλύψουν τον ιερέα που δεν ονοματίζεται και να γλιτώσει τη σύλληψη. Η θυσία τους αυτή μάλιστα φτάνει μέχρι το σημείο να μαρτυρήσουν στο όνομά του όμηροι. Η δράση αυτή θα προκαλέσει στη συνέχεια την λογική αντίδραση. Έτσι ο κόσμος που στην αρχή δεν μιλούσε και περίμενε υπομονετικά να φανερωθεί μόνος του στην αστυνομία ο ιερέας χωρίς να τον καταδώσουν εκείνοι (αόρατος κανόνας της σιωπής), γίνεται στη συνέχεια μνησίκακος και συνεχίζει να προχωρά με κατεβασμένα κεφάλια μα με θυμωμένη καρδιά, σαν να του λέει νοητικά "Παραδώσου ή φύγε κι άφησέ μας μόνους, παρέα με τη δική μας δυστυχία." Παραπλήσιο σκηνικό παρατηρείται και όταν ο ιερέας βρίσκεται στη φυλακή. Ενώ όλοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που καταδιώκεται από την αστυνομία, κανένας από τους συγκρατούμενούς του δεν τον φανερώνει. Κι η ελπίδα φωλιάζει κάπου καλά κρυμμένη, τουλάχιστον για τον άνθρωπο, γιατί για ένα άλογο ον είναι ευκολότερο να βρεθεί:
"Κι ήρθε: ένα ψωραλέο θηλυκό σκυλί. Ήταν προφανές πως είχε μέρες να φάει. Το είχαν εγκαταλείψει. Σε αντίθεση όμως με εκείνον, το σκυλί διατηρούσε μια κάποια ελπίδα. Η ελπίδα είναι ένα ένστικτο που μόνο ο λογικός ανθρώπινος νους μπορεί να σκοτώσει. Τα ζώα ποτέ δεν γεύονται την απόγνωση."
Ο αμαρτωλός ιερέας, ως άνθρωπος κι αυτός, θέλει να σώσει τη ζωή του αλλά ούτε στιγμή δεν απαρνείται το ιερό του καθήκον και την ιεροσύνη του. Όταν μάλιστα του συνιστούν να αποκηρύξει την τελευταία και μ' αυτόν τον τρόπο να σωθεί (όπως έκανε ο έτερος ιερέας Πάδρε Χοσέ και υπέκυψε στον συμβιβασμό), δεν του περνά καν από το μυαλό αυτή η πράξη δειλίας και άρνησης της ιερής του αποστολής. Ο ιερέας του Γκρην συναντά τον Γιάννη Αγιάννη του Ουγκώ και τον Σωκράτη τον Αθηναίο και αγιοποιείται μέσα από την γήινη, γεμάτη αμαρτίες, εγγενή του φύση. Ο ιερέας έχει ζήσει και τις καλές στιγμές της ζωής, τότε που τον είχαν όλοι σε υπόληψη και έκανε χρήση της κοινωνικής του δύναμης. Στη συνέχεια, όμως, διώκεται απλώς και μόνο για την ιδιότητά του αυτή και γίνεται η αιτία να σκοτώνονται όμηροι στα χωριά, σε περίπτωση που οι κάτοικοι δεν ομολογούν την κρυψώνα του ή κάποια στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτόν και τη σύλληψή του.

Ο συγγραφέας εξυμνεί το θαύμα της τελευταίας στιγμής, το γεγονός ότι μέσα από την ευκαιρία της αμαρτωλότητας μπορούμε να φτάσουμε στη μετάνοια και στη σωτηρία της ψυχής μας. Η μαρτυρία και η αγιοποίηση του ανθρώπου φανερώνονται συχνά στο έργο. Όταν ο υπαστυνόμος ομολογεί πως υπήρχαν άνθρωποι που σκότωσε, όμως ήθελε να τους χαρίσει τον κόσμο όλο, ο ιερέας του απαντά νηφάλια: "Μπορεί και να το έκανες." Μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του μυθιστορήματος. Ο ιερέας δεν είναι λίγες οι φορές που έρχεται στα όριά του. Όταν τον κρύβουν από την αστυνομία οι χωρικοί ενός χωριού και είναι εξουθενωμένος, βρώμικος, χωρίς ύπνο, μέσα στο σωματικό πόνο και την απόγνωση, αναγκάζεται να δεχθεί να εξομολογήσει τον κόσμο που περιμένει εδώ και κάμποσο καιρό έναν ιερέα, για να του ανοίξει την καρδιά του. Μπορεί να έχει χάσει κάθε απόθεμα ψυχολογικής αντοχής, όμως πάντοτε θα βρίσκεται για αυτόν στην άκρη ένα λιγοστό φως που θα ζεστάνει την ψυχρότητα των συνθηκών. Ο διάλογος που ακολουθεί λαμβάνει χώρα μεταξύ του ιερέα και ενός αφελούς γέρου χωρικού που μετά την δική του εξομολόγηση, παρακαλά τον παπαμέθυσο να εξομολογηθούν και οι γυναίκες:
"-Να φέρω τις γυναίκες;", έλεγε τώρα ο γέρος. "Πάνε πέντε χρόνια...""-Ωχού, ας έρθουν. Ας έρθουν όλοι!", φώναξε θυμωμένος ο ιερέας. "Υπηρέτης σας είμαι". Κάλυψε τα μάτια με τα χέρια του κι έβαλε τα κλάματα.Ο γέρος άνοιξε την πόρτα: δεν ήταν εντελώς σκοτεινά έξω, κάτω από την πελώρια μισοφωτισμένη αψίδα του έναστρου ουρανού. Πήγε στις καλύβες των γυναικών και χτύπησε την πόρτα."-Ελάτε", είπε. "Πρέπει να εξομολογηθείτε. Τουλάχιστον από ευγένεια για τον ιερέα." Εκείνες του κλαψούρισαν πως ήταν κουρασμένες... Τι πείραζε να πάνε το πρωί; "Θέλετε να τον προσβάλετε;", είπε εκείνος. "Γιατί νομίζετε πως ήρθε εδώ; Είναι άγιος πατέρας, πολύ άγιος. Τον έχω τώρα στην καλύβα μου και κλαίει για τις αμαρτίες μας".
Σε κάποιο άλλο σημείο του μυθιστορήματος γίνεται λόγος για τη στέρηση και τον Παράδεισο. Ο Γκρην, με μαγική γραφή που εξυμνεί τη λογοτεχνικότητα, επιδίδεται σε φιλοσοφικά ζητήματα με απλές λέξεις, μέσα από τον λόγο και τις διδαχές του ιερέα. Η ευτυχία περνά μέσα από τη δυστυχία, η αγάπη μέσα από τον πόνο, η χαρά μέσα από την λύπη. Για να απολαύσει κανείς την ευημερία και τη γαλήνη, πρέπει πρώτα να γευθεί αναγκαστικά τα αγκάθια της φτώχειας, της στέρησης, της πείνας. Μέσα από ένα αριστουργηματικό λόγο, ο ιερέας κάνει λόγο για την απληστία ("οι πλούσιοι του Βορρά τρώνε αλμυρά φαγητά για να διψάσουν") και για τον δρόμο προς τον Παράδεισο:
"Για αυτό σας λέω ότι ο Παράδεισος είναι εδώ: ετούτο εδώ είναι ένα κομμάτι του Παραδείσου, όπως ακριβώς είναι και ο πόνος κομμάτι της χαράς". Είπε, "Να προσεύχεστε πως θα υποφέρετε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Ποτέ μη βαρεθείτε να υποφέρετε. Η αστυνομία σας παρακολουθεί, ο στρατός μαζεύει φόρους, ο χεφέ σας ξυλοφορτώνει, γιατί είστε πολύ φτωχοί και δεν μπορείτε να πληρώσετε, η ευλογιά και ο πυρετός, η πείνα... όλα αυτά είναι κομμάτι του Παραδείσου - η προετοιμασία. Χωρίς αυτά, ποιος ξέρει, ίσως να μην απολαμβάνατε τόσο τον Παράδεισο. Ίσως ο Παράδεισος να μην ήταν πλήρης."
Oι παραλληλισμοί και οι ομοιότητες μεταξύ αφενός της χριστιανικής πίστης και αφετέρου της ελπίδας για ζωή ενός ανθρώπου μέσα στην αμαρτία μοιάζουν αναπόφευκτα συμπεράσματα. Ο μιγάς, ως άλλος Ιούδας από τη μια γνωρίζει την αγαθότητα του ιερέα και από την άλλη τον καταδίδει για τα χρήματα. Η στάση, δε, του ιερέα, που με αξιοζήλευτη υπομονή, αν και διαισθάνεται την επικείμενη προδοσία του, δεν κάνει τίποτε για να την αποτρέψει και οδηγείται στην παγίδευσή του, δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης. Ο μιγάς, σαν προκλητικός διάβολος, απευθύνεται με θρασυδειλία στον ιερέα, όντας άρρωστος, και του ζητά, αν τολμά και έχει τη δύναμη του Θεού, να τον σώσει.
"-Ξέρεις τι εννοώ. Καταλαβαίνεις από Θεό, έτσι δεν είναι;" Το καυτό χέρι έσφιγγε τον ιερέα. "Ίσως τον έχεις εκεί - σε κάποια τσέπη. Τον κουβαλάς μαζί σου, έτσι δεν είναι, μην τυχόν και είναι κανένας άρρωστος... Ε, λοιπόν, εγώ είμαι άρρωστος. Γιατί δεν μου τον δίνεις εμένα; Ή μήπως πιστεύεις πως δεν θα 'θελε καμιά σχέση μαζί μου... έτσι και με ήξερε;"-"Έχεις πυρετό".Ο άντρας όμως δεν έλεγε να σταματήσει. Ο ιερέας θυμήθηκε μια φλέβα πετρελαίου που είχαν βρει κάποτε κάποιοι κοντά στην Κονσεπσιόν. Επί σαράντα οκτώ ώρες έβλεπες ένα μαύρο σιντριβάνι να υψώνεται τον ουρανό, μέσα από το άχρηστο, βαλτώδες χώμα, να κυλάει και να χάνεται - πενήντα χιλιάδες γαλόνια την ώρα. Έτσι και με το θρησκευτικό αίσθημα του ανθρώπου - ξεσπά άξαφνα: μια μαύρη στήλη αναθυμιάσεων και ρυπαρότητας, που κυλάει και πάει χαμένη."
Όταν φτάνουμε προς το τέλος, οι αντοχές του ήρωα έχουν σχεδόν εξανεμιστεί. Παρ' όλο, λοιπόν, που γνωρίζει την παγίδα που του έχουν στήσει, εντούτοις πλησιάζει τον ετοιμοθάνατο εγκληματία, για να τον εξομολογήσει και να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία να φύγει ειρηνικά. Αυτός, λοιπόν, τον προειδοποιεί ότι βρίσκεται σε ενέδρα και πρέπει να αφήσει το μέρος το γρηγορότερο δυνατό. Του δίνει, δε, και το κρυμμένο του όπλο. Ο αλκοολικός ιερέας, που ό,τι χρήματα βγάζει τα παίρνει σε ποτό, ο πατέρας ενός εξώγαμου παιδιού που έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια αλλά προσεύχεται συνεχώς για αυτό και τη δική του σωτηρία, δεν κάνει ούτε βήμα πίσω. Ο Γκρην μας δείχνει μ' αυτόν τον τρόπο ότι ο καθένας μπορεί να σωθεί, ακόμη και την τελευταία στιγμή, αρκεί να πιστέψει. Πάντως, σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι το βιβλίο δεν απευθύνεται απαραιτήτως σε πιστούς. Θα έλεγα, μάλιστα, το αντίθετο, καθώς ο συγγραφέας δεν διστάζει να έχει ως ήρωα έναν απομυθοποιημένο ιερέα που σηκώνει στις πλάτες του πολλά βάρη και να δηλώσει έτσι κάτι σπουδαίο: ότι άλλο πράγμα είναι η Εκκλησία και άλλο οι υπηρέτες - ιερείς. Η πρώτη φέρει τις ιδέες και οι δεύτεροι, ως άνθρωποι αμαρτωλοί, οφείλουν να τις μεταλαμπαδεύσουν.

Μία άλλη φιγούρα, επίσης λεπτοδουλεμένη, είναι εκείνη του υπαστυνόμου, ενός ανθρώπου που πάνω απ' όλα βάζει το καθήκον, θανατώνει για χάρη του κρατικού συμφέροντος, χωρίς όμως να απεμπολεί και τις ενοχές του (Τον βλέπουμε για παράδειγμα να δίνει ο ίδιος χρήματα στον ιερέα - όταν τον συλλαμβάνει την πρώτη φορά, για να πληρώσει το πρόστιμό του - η ευαίσθητη φύση του δεν μπορεί να καταπνιγεί). Ιδεαλιστής, πιστεύει ότι αυτό που κάνει ανταποκρίνεται πράγματι στο σωστό, με καρδιά και πόνο ψυχής, όμως με αυστηρή προσήλωση στην πραγμάτωση των ιδεών του. Το γενικό καλό έρχεται πάνω απ' όλα κι αν αυτό επιτάσσει θυσίες και απώλειες ζωών, θα το τηρήσει στο έπακρο, ακόμη κι αν ενδόμυχα διαφωνεί. Κι αν αυτό σας θυμίζει Πόντιο Πιλάτο, δεν θα διαφωνούσα μαζί σας. Ο υπαστυνόμος πιστεύει στην εξάλειψη της φτώχειας, της διαφθοράς και των προκαταλήψεων πάσει θυσία, ώστε να κληροδοτήσει έναν καινούριο κόσμο στα παιδιά, που πεινασμένα για φαΐ και διψασμένα για δικαιοσύνη, τον παρακολουθούν στην παρακάτω σκηνή να κάνει επίδειξη του όπλου του:
"Περιτριγύρισαν εντελώς τον υπαστυνόμο: έτσι κυκλωμένος από τόση ανασφαλή χαρά, τακτοποίησε πάλι το όπλο στην άκρη του μηρού του.
- "Πώς το λένε;", ρώτησε ο Λουίς.
- "Είναι Κολτ τριανταοχτάρι".
- "Πόσες σφαίρες παίρνει;"
- "Έξι."
- "Έχετε σκοτώσει κανέναν μ' αυτό;"
- "Όχι ακόμα", είπε ο υπαστυνόμος.
Τα παιδιά ήταν ξέπνοα από τον ενθουσιασμό. Ο υπαστυνόμος στεκόταν με το χέρι στη θήκη και κοιτούσε τα προσηλωμένα, υπομονετικά καστανά μάτια. Για αυτά αγωνιζόταν
."
Στο τέλος φτάνει και η λύτρωση. Η ανάβαση της πλαγιάς του βουνού αποτελεί τον προσωπικό Γολγοθά του παπαμέθυσου, αλλά και τον δρόμο προς τη σωτηρία του. Συγχωρεί και προσφέρει την τελευταία στιγμή. Συγχωρεί τον προδότη του και κάνει ό,τι μπορεί για να εξομολογήσει έναν ετοιμοθάνατο εγκληματία λίγο πριν πεθάνει προσφέροντας τις υπηρεσίες του. Αν και δεν τα καταφέρνει, λέει γρήγορα την ευχή άφεσης των αμαρτιών πριν "προλάβει η ψυχή να απομακρυνθεί" από τα εγκόσμια. Αναγνωρίζει ότι φτάνει το τέλος του, η ιδέα του αναπόφευκτου θανάτου του κόβει την ανάσα, βάζει σε παύση τις αισθήσεις του και τον φέρνει πιο κοντά στον Παράδεισο, εκεί που δεν θα υπάρχει λύπη και στεναγμός, πλούτος και διαφθορά, ζήλια και φθόνος, παρά μόνο φως και αγάπη ή αλλιώς ό,τι αντικατοπτρίζεται στα μάτια ενός εξαγνισμένου παιδιού, που δεν "πρόλαβε" να ζήσει και να δοκιμαστεί από μια ολόκληρη και σκληρή ζωή, γιατί, πολύ απλά, υπέκυψε νωρίτερα. Αυτά τα παιδικά μάτια είναι ο Παράδεισος, ο θησαυρός όλου του κόσμου, η χαρά που δεν μπορεί να ιδωθεί κι η μελωδία που δεν μπορεί να ακουστεί από θνητό.


Πολιτική και θρησκεία στο έργο συγκρούονται. Στην πραγματικότητα άραγε; Όμως και άλλα δίπτυχα μάχονται αναμεταξύ τους, όπως η κοινωνία με την πολιτική, όπου οι πληβείοι γίνονται τα θύματα της όποιας κυβερνητικής πολιτικής. Διαχρονικό συμπέρασμα. Ο ατμοσφαιρικός συγγραφέας Γκράχαμ Γκην μέσα από αυτό το κεντημένο, αριστοτεχνικά περιπετειώδες, ψυχογραφικό μυθιστόρημα εποχής καταφέρνει να μας πείσει ότι οι κακουχίες σ' αυτόν τον κόσμο δεν αντιπροσωπεύουν τίποτ' άλλο παρά μια τζούρα παραδείσου κι ότι η ελπίδα είναι τελικά πολύ σπουδαία για τον άνθρωπο για να την εξαφανίζει απερίσκεπτα και αφειδώς, όπως επίσης και για να την πουλά ξεδιάντροπα.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Πόλις".