Επιστρέφω ύστερα από καιρό με νέο διήγημα. Ελπίζω να το αγαπήσετε, όπως και τα προηγούμενα... Θα 'ταν καλό την ανάγνωσή σας να συντροφεύει η ίδια μουσική που ενέπνευσε και μένα να το γράψω, ακούγοντάς την και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο χιόνι που έπεφτε με αθόρυβη μανία πάνω στο παράθυρό μου: Alexandre Desplat - The Meadow
12.30 μ.μ., Πάρνηθα
-
«Πάρε
κι αυτήν, κι άλλη, κι άλλη! Μη! Όχι στα μάτια, μωρέ!», αντέδρασε
κατσουφιασμένος ο μικρός ανήλικος μόλις δέχτηκε μια χιονόμπαλα στο μέτωπό του. Παρ’ όλο που παραπάνω απ’ το μισό καλύπτονταν
από τον μάλλινο σκούφο του, το χιόνι τον διαπέρασε κρυώνοντας για λίγα
δευτερόλεπτα το δέρμα του δεκάχρονου αγοριού. Ο Οδυσσέας πέρασε στην αντεπίθεση
και άρχισε να βάλλει ξέφρενα κατά του κατά δύο χρόνια μεγαλύτερου αδερφού του.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε χιόνι ο Οδυσσέας.
Το προηγούμενο βράδυ είχε στυλώσει τα μάτια του στην απέναντι από το σπίτι του κολόνα φθορισμού και χάζευε, σχεδόν μαγεμένος, τις νιφάδες που έπεφταν απαλά
στο έδαφος, αθόρυβα... Τι διακριτική παγωνιά...
Στο σπίτι η φωτιά στο
τζάκι έκαιγε για ώρα, πολλή ώρα. Τα ξύλα πάλευαν να κρατήσουν ζεστά τα αφεντικά
που προσωρινά υπηρετούσαν. Όμως ποιος τους έδινε πια σημασία; Το χιόνι είχε
κλέψει την παράσταση. Κάτασπρο και νωχελικό ζωγράφιζε απ’ την αρχή την
πόλη, άσπριζε τους γκρίζους δρόμους και καθάριζε τις ψυχές των ανθρώπων. Όσες
πιο πολλές αμαρτίες έβρισκε στο διάβα του, τόσο πιο θυμωμένο και πυκνό έπεφτε
απ’ τον ουρανό. Έπρεπε να καλύψει ολάκερη την πόλη, για να την εξαγνίσει. Να
φτάσει μέχρι τον τελευταίο λίθο και το πιο ψηλό τούβλο, για να πάρει μαζί του
τις αμαρτίες των κατοίκων της.
Ασφαλώς και ο μικρός Οδυσσέας δεν σκεφτόταν τα
παραπάνω. Δεν μπορούσε, άλλωστε, να τα σκεφτεί, γιατί οι μοναδικές αμαρτίες που είχε
μέχρι τότε κάνει ήταν να πει ψέματα στη δασκάλα του ότι είχε διαβάσει και να
μουτζουρώσει το τετράδιο του αδερφού του. Αυτό που μονάχα τον έκαιγε ήταν αν την
επόμενη μέρα θα πήγαινε στο σχολείο.
-
«Λόγω
της κακοκαιρίας και του χιονιά, θα 'ναι κλειστά τα δημόσια σχολεία αύριο», διέκοψε τις
σκέψεις του η μητέρα του που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του και δεν την είχε πάρει
χαμπάρι. Πετάχτηκε τρομαγμένος στην αρχή. Ύστερα, όμως, το πρόσωπό του έλαμψε και γέμισε χαμόγελα χαράς. «Μα τι χαζεύεις τόση ώρα στο τζάμι;»
-
«Το
χιόνι! Έχουν ασπρίσει όλα! Κοίτα!», της έδειξε τη θέα απ' το παράθυρο. Η μητέρα του έκανε ένα υποκριτικό καταφατικό
νεύμα κι έφυγε απ’ το δωμάτιο.
Ο Οδυσσέας έβαλε πάλι τα χέρια στο θολωμένο
απ’ τις ανάσες του τζάμι και συνέχισε να βλέπει έξω. Πόσες να ’ταν άραγε οι νιφάδες που αυτοκτονούσαν από ψηλά; Αμέτρητες...
Εκατομμύρια, δισεκατομμύρια ίσως... Όσες και οι ευχές που δεν εισακούονται.
Μπορεί και λιγότερες απ’ τις τελευταίες.
-
«Εντάξει,
παραδίνομαι, σταμάτα! Στοοοοπ!», φώναζε ο αδερφός του ο Ιάσονας, του οποίου τα
μάτια σχεδόν δεν φαίνονταν πλέον απ’ την κατάλευκη επίθεση που είχε εξαπολύσει εναντίον του ο
αδερφός του λίγα δευτερόλεπτα πριν. Ο Οδυσσέας σήκωσε ψηλά τα
χέρια κάνοντας το σήμα της νίκης και ξεκίνησε να φτιάχνει ένα χιονάνθρωπο,
καθώς ο Ιάσονας σκούπιζε το παγωμένο του πρόσωπο με το κασκόλ. Οι μεγαλύτεροι της παρέας απαθανάτιζαν τη σκηνή της χιονομαχίας σε βίντεο από κινητά υψηλής τεχνολογίας.
12.40 μ.μ., κάπου στη Σταδίου
-
«Ρε συ, τι κάνουμε τώρα; Αρχίζει να χιονίζει!» Μάζευε τα πράγματά του, ενώ ο
άλλος τον κοίταζε αποσβολωμένος:
-
«Πωωω... Τη βάψαμε, μαλάκα...»
-
«Τι κοιτάς; Πάρε κουβέρτα και σεντόνι! Ήρθαν οι μπάτσοι και μας
είπαν να φύγουμε...» Ο άλλος ίσα που μπορούσε να ανοίξει τα βλέφαρά του.
-
«Πότε ήρθαν;»
-
«Όσο εσύ κοιμόσουν. Έλα, σήκω!»
-
«Επ, επ... Μισό λεπτάκι, ρε φίλε. Και πού θα πάμε;» Η στοά ήταν άδεια από
κόσμο. Μόνο οι δυο τους της έδιναν ζωή. «Ίσως και για αυτό να ήταν άδεια...», θα συμπέρανε κάποιος πικρά. Ο
άλλος κοντοστάθηκε για λίγο. Γύρισε το κεφάλι του να δει, μια αριστερά και μια
δεξιά. Πουθενά φως. Ούτε απ’ αριστερά, ούτε από δεξιά.
-
«Πάντως εδώ δεν μπορούμε να μείνουμε. Μου ’παν αυτοί εκεί...», είπε κι έδειξε
τους αστυνομικούς που απομακρύνονταν απ΄ το σημείο, «...ότι έχει ο δήμος κάτι
αίθουσες που ζεσταίνουν κόσμο.» Ο άλλος άντρας είχε σηκωθεί, με κάτι
κουρελιασμένα σκεπάσματα στα χέρια κι έδειχνε έτοιμος. «Τα πήρες όλα;»
-
«Τι έχω για να πάρω;», του βγήκε μόνο η λεπτή ειρωνεία, δίχως το γέλιο. Λεπτή
όσο κι η απισχνασμένη σάρκα που είχε απομείνει να συντροφεύει τα οστά
του.
Ξυπόλυτοι κι οι δυο περπατούσαν πάνω στα
γλιστερά απ’ τον παγετό πεζοδρόμια, ενώ το χιόνι έκανε πια εμφανή την
παρουσία του. Ταυτόχρονα, μια μεγάλη, κατάμαυρη μερσέντες με φιμέ τζάμια και τέσσερις μοτοσυκλετιστές
τους προσπέρασε με φόρα. Έστρεψαν το βλέμμα τους αλλού. Πάνω στην κίνηση, ο ένας πρόσεξε δίπλα σ' ένα κάδο ανακύκλωσης ένα πεταμένο, βρεγμένο εξώφυλλο εφημερίδας. Έκανε λόγο
για την απολογία ενός πρώην υπουργού στη Βουλή, με την κατηγορία της νόθευσης
εγγράφου σε βαθμό κακουργήματος, επειδή εικαζόταν από τον Εισαγγελέα ότι είχε
σβήσει τα ονόματα των συγγενών του από τη λίστα Λαγκαρντ.
Τα άστεγα αδέρφια συνέχιζαν να πατούν πάνω στο
παγωμένο οδόστρωμα, ενώ η μερσέντες είχε ήδη φτάσει στη Βουλή και υπάλληλοι
άνοιγαν την πόρτα υποκλινόμενοι σχεδόν στον κατηγορούμενο βουλευτή.
12.45 μ.μ., δικηγορικό γραφείο
στο Κολωνάκι
Η μητέρα κρατούσε σφιχτά απ’ το χέρι
το μικρό κορίτσι, θα ’ταν δεν θα ’ταν δεκατριών ετών. Ο πατέρας του καθόταν απέναντί
τους. Στη μέση, στο γραφείο του, ο δικηγόρος προτείνοντας τα χέρια του και κάνοντας
χειρονομίες, για να πείσει τους πελάτες ότι η ιδανικότερη λύση δεν μπορούσε παρά να ήταν η δική του.
Στην αρχή δεν υπήρχε ένταση, κυριαρχούσε ο βεβιασμένος πολιτισμός του
καθωσπρεπισμού:
-
«Κύριε
Δανέζη, η σύζυγός σας...»
-
«Διορθώστε
σε πρώην σύζυγο, παρακαλώ...»
-
«Γιατί,
θέλω να παραμείνω νυν; Με ρώτησες;», αντέδρασε απότομα εκείνη.
-
«Δεν
υπάρχει λόγος να μένουμε σε τέτοια πράγματα. Παρίσταται και ένα παιδί στη συζήτηση.
Κακώς κατά τη γνώμη μου...»
-
«Και
πού να το παράταγα; Έχω κανέναν άλλο; Δεν είμαστε όλοι σαν τον κύριο από δω που έχει
τις εσώκλειστες βοηθούς στο σπίτι του να ξεπετάγονται σαν τα κεφάλια της Λερναίας
Ύδρας...»
-
«Μαμά,
τι σημαίνει εσώκλειστες;», ρώτησε αθώα
η Μαργαρίτα.
-
«Ορίστε!
Τα βλέπετε; Δευτέρα Γυμνασίου και δεν φρόντισε η μάνα του να της μάθει τι σημαίνει
εσώκλειστος...»
-
«Εσύ
ήξερες τι σήμαινε η λέξη σ’ αυτή την ηλικία; Που πούλησε ο πατέρας μου δυο στρέμματα
αμπέλια, για να κάνεις το διδακτορικό σου στη Γερμανία...»
-
«Δεν
τα έδωσε για μένα αν θες να ξέρεις, αλλά για σένα. Να έχεις έναν άντρα με επίπεδο
και να καμαρώνεις...»
-
«Σας
παρακαλώ!», έκανε ο Θανάσης Ιατρόπουλος βροντερά, με επιτακτικό τόνο στη φωνή
του. «Συγκεντρωθήκαμε εδώ σήμερα, για να ακούσουμε κυρίως τη γνώμη του παιδιού,
ώστε να προβούμε στη σύναψη του συμφωνητικού επιμέλειάς του μέχρι να ενηλικιωθεί.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο και όχι για να ξεσπάσετε και να εκφράσετε τα απωθημένα
σας μπροστά του.»
-
«Μα
δεν τη βλέπεις πώς μου μιλά, η ξεδιάντροπη...»
- «Ανάθεμα
η ώρα κι η στιγμή που δέχτηκα να με κεράσεις αυτό το ποτό στο Μοναστηράκι.»
-
«Ας
μην είχες μείνει έγκυος και θα ’σου λεγα αν θα έβαζες ποτέ νυφικό...» Οι φωνές,
αντί να σιγήσουν, γίνονταν ακόμη εντονότερες. Ο Θανάσης σηκώθηκε απ’ το γραφείο
του, πλησίασε τη Μαργαρίτα και της ψιθύρισε ευγενικά στ' αυτί να βγει για λίγο στην αίθουσα
αναμονής και να περιμένει εκεί μέχρι να την ειδοποιήσουν. Εκείνη έγνεψε συγκαταβατικά
και έφυγε για το έξω σαλόνι λυπημένη.
-
«Ορίστε,
τι καταφέρατε τώρα;», τους ρώτησε ο Θανάσης ισιώνοντας τη γραβάτα του. «Το παιδί
είναι πλέον αποπροσανατολισμένο, ώστε να πάρει μια σοβαρή απόφαση, ακούγοντας
τσακωμούς, κατηγορίες και υβριστικούς χαρακτηρισμούς εκατέρωθεν...»
- «Προς τα 'κει να τα πείτε», έκανε προκλητικά η γυναίκα. «Το ξέρεις ότι όλα τα δικαστήρια
δίνουν το παιδί στις μανάδες;»
-
«Φαντάζομαι
ότι δεν είναι καμία σαν κι εσένα... Για αυτό.»
Όσο κι αν προσπαθούσε ο δικηγόρος να τους συνετίσει,
δεν τα κατάφερνε. Έπρεπε να αφήσει την μπόρα να ξεσπάσει κι ύστερα να τους
επαναφέρει στην πραγματικότητα και την κρισιμότητα της στιγμής. Η Μαργαρίτα καθόταν
υπομονετικά εκεί που της ζήτησε ο δικηγόρος και κοιτούσε αδιάφορα περιοδικά που δεν της έλεγαν απολύτως
τίποτα. Ξάφνου άκουσε έναν γνώριμο ήχο έξω απ’ το δρόμο της πολυκατοικίας της
οδού Θεμιστοκλέους κι έτρεξε στο παράθυρο: ένα τριγωνάκι και το «σήμερα
τα Φώτα κι ο φωτισμός, η χαρά η μεγάλη κι ο αγιασμός...» συνοδεύονταν από
μια παιδική φωνή. Παράλληλα δυο ρακένδυτοι περαστικοί περνούσαν πίσω απ’ το
παιδί που τραγουδούσε τα κάλαντα, έχοντας ο ένας στα χέρια του μια λασπωμένη
εφημερίδα και αφήνοντας να φύγουν με οργή απ΄το στόμα του ακατάληπτες για τη
Μαργαρίτα λέξεις. Ο μικρός τελείωσε τα κάλαντα, πήρε το κατιτίς του κι έφυγε. Ο δρόμος γέμισε
πάλι με ξένους. Οι φωνές απ' το γραφείο δεν έλεγαν να κοπάσουν. Ποιος ήταν, τελικά όμως, περισσότερο
ξένος για 'κείνη, δυσκολευόταν να το απαντήσει. Οι μέσα ή οι έξω; Παράλληλα, σιωπηλοί
περαστικοί βάδιζαν γρήγορα, με αόρατες σκοτούρες να φιγουράρουν πάνω απ’ τα κεφάλια
τους.
Το χιόνι έπεφτε ξέπνοο πλέον. Είχε χαμηλώσει η έντασή
του. Έπαιζε συνωμοτικά με το μικρό κορίτσι. Κατάφερνε να του αποσπάσει το βλέμμα
και την προσοχή. Όμως μετά από λίγο, η Μαργαρίτα κατάλαβε ότι αυτό δεν έκανε τίποτε άλλο
παρά να την κοροϊδεύει. Να την κάνει να ξεχνά ότι σε λίγες ώρες θα άλλαζαν οι συνήθειές της, το σπίτι
της κι η ίδια της η ζωή.
13.00 μ.μ.
Σταμάτησε πια. Σώθηκε τ’ άσπρο τ’ ουρανού και
μαζί μ’ αυτό κι η όρεξη στην οικογένεια στην Πάρνηθα. Τα παιδιά βαρέθηκαν να
παίζουν κι οι μεγάλοι να βγάζουν φωτογραφίες και να τις θαυμάζουν. Τα δυο αδέρφια
έκαναν επιτόπου μεταβολή μόλις έφτασαν στο σπίτι αστέγων του Δήμου. Δεν το χρειάζονταν πια. Το χιόνι είχε σταματήσει. Ο αντίπαλος είχε πέσει. Κι η Μαργαρίτα δεν μετρούσε πλέον νιφάδες, παρά την ένδειξη του ταξίμετρου μέχρι να φτάσει, ως έπαθλο, στο νέο
της σπίτι με τη μητέρα της.
Το χιόνι άρχιζε να λιώνει.