Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Το ενυδρείο, του Γιώργου Κουτσούκου.




Ο Γιώργος Κουτσούκος επανέρχεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο με τη νουβέλα "Το ενυδρείο". Ήρωας ένας άντρας, ο Παύλος Καρτίνης, ο οποίος σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση εξιστορεί την αναζήτηση του ερωτικού πάθους στις γειτονιές της Αθήνας. Μιας Αθήνας που βουλιάζει στην πλημμύρα της μελαγχολίας της. Το Κολωνάκι κι η Ομόνοια έχουν απόσταση πλέον μιας σελίδας. Οι δρόμοι της πρωτεύουσας αποτελούν το σκηνικό των περιπλανήσεων του Παύλου, ο οποίος μεταφέρει πλήρως τη μουδιασμένη ατμόσφαιρα των κατοίκων της πόλης. Κάποιοι τα παρατούν, κάποιοι προβληματίζονται και κάποιοι άλλοι παίρνουν βαθιά ανάσα και προχωρούν. Όμως όλοι σχεδόν απορροφώνται από τους ρυθμούς της πρωτεύουσας. Η οικονομική κρίση διαβρώνει τις τελευταίες άμυνες του ανθρώπινου οργανισμού κόντρα στο συνεχώς παρόν αντίξοο κλίμα.

Ο ήρωας προσεγγίζει γυναίκες που αρέσουν στα αδηφάγα του μάτια, αφήνοντας το πορτοφόλι του να πέσει μπροστά στα πόδια τους δήθεν τυχαία. Κάποιες τσιμπούν το δόλωμα αλλά αποχωρούν στη συνέχεια, κάποιες μπαίνουν στον πειρασμό να το κλέψουν, ενώ κάποιες άλλες αποκρούουν ευγενικά ή δέχονται ευχάριστα τον ιδιόμορφο τρόπο προσέγγισής τους από τον Παύλο. Ο τελευταίος είναι ένας κυνηγός που έχει θάρρος στο να εξαπατά και δειλία στο να ερωτευτεί. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η αποτυχία του είναι παταγώδης, αλλά αυτή η γεύση της απογοήτευσης δεν μένει για πολύ στο νου του αναγνώστη και στην ψυχή του Παύλου και αυτό για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, διότι ο Παύλος είναι αποφασισμένος να συνεχίσει και κάποια στιγμή να πετύχει το στόχο του και δεύτερον, διότι ορισμένες σκηνές έχουν τόσο έντονη κωμική φλέβα, που μετατρέπουν την αίσθηση της αμηχανίας σε μια αστεία στιγμή.

Μοναξιά και συναισθηματική αστάθεια συνθέτουν το δίπολο της νουβέλας αυτής που ως πυρήνα τους έχουν το ίδιο πρόσωπο και τον ίδιο σκοπό: τον ήρωα να προσπαθεί να κερδίσει έστω και λίγα λεπτά έρωτα με κάποιο από τα γυναικεία του  - αρχικώς - θύματα. Και λέω αρχικώς, διότι θύτης και θήραμα στο έργο αυτό αντιστρέφονται συχνά. Οι ρόλοι αναποδογυρίζουν. Νικητής και ηττημένος. Ποιος νίκησε τελικά; Η κοπέλα που αρνήθηκε το έξυπνο και ειλικρινές σε πολλές περιπτώσεις φλερτ του Παύλου; Μήπως νίκησε τελικά ο ίδιος ο Παύλος που, μέσω της απόρριψης, γλίτωσε από το να περνά άβολες περιπέτειες και να αναλαμβάνει ευθύνες για τις πράξεις του στη συνέχεια; Σίγουρα η απογοήτευση υπερισχύει όμως το σημαντικότερο είναι ότι δεν νικά η ηττοπάθεια. Ο ήρωας συνεχίζει να έλκεται από τα ετερώνυμα φορτία και παρά το αρνητικό τους πρόσημο δεν πτοείται ουδόλως και εξακολουθεί να αναζητά το έτερον ήμισυ. Τη μονιμότητα την έχει βγάλει απ' το μυαλό του. Το γρήγορο και εύκολο πολλές φορές είναι και δελεαστικότερα.

"Νιώθω ότι είστε θλιμμένη". Μ' αυτή τη φράση απευθύνεται σε κάθε γυναίκα που θα τον ειδοποιήσει, φωνάζοντάς τον, ότι του παρέπεσε το πορτοφόλι. Τι πιο σύνηθες από μια θλιμμένη γυναίκα στην Αθήνα; Συντριπτική πλειοψηφία. Όπως και συντριπτικά τα ποσοστά να ξεκινήσει κουβέντα μεταξύ της γυναίκας και του Παύλου. Από εκεί και πέρα τη σκυτάλη παίρνει το φλερτ και η άμεση διαλογική αφήγηση.

Η νουβέλα αυτή θα μπορούσε να αποτελεί και μια συλλογή διηγημάτων αφιερωμένων στην Αθήνα. Ο συγγραφέας, όμως, προτίμησε να δέσει τις ιστορίες υπό έναν κοινό ήρωα και έναν κοινό σκοπό. Όπως ο ίδιος είπε στην παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο "Πλειάδες" επεξεργαζόταν την ιδέα του συγκεκριμένου πονήματος 5 χρόνια!

Τελειώνοντας κανείς αυτή τη συλλογή των διηγημάτων (κατά έναν περίεργο τρόπο αρνούμαι να χαρακτηρίσω το βιβλίο αυτό ως "νουβέλα"), έχει χαρτογραφήσει όλες τις αγαπημένες του περιοχές, έχει ευχηθεί για τον Παύλο να ξεφύγει από τη μοναχικότητα που τόσο απλόχερα του προσφέρει η πρωτεύουσα και έχει αναρωτηθεί για τα εξής: Πρώτον, σε περίπτωση που είναι άντρας, μήπως έφτασε η στιγμή να αγοράσει καινούριο πορτοφόλι; Και δεύτερον, αν είναι γυναίκα, μήπως είναι θλιμμένη;

* Το έργο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη. 

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

"Το πρόσωπο του τέρατος και ο φόβος μήπως το συνηθίσουμε"

Ανατριχιαστικά διαχρονικός ο λόγος του Μάνου Χατζιδάκι.




Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.
(...) 
Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ το μυαλό της κότας. Απ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;
Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ τους εχθρούς.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πώς λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
(...)
Πώς θ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
(...)

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Jo Nesbo: Η λεοπάρδαλη



780 σελίδες. Όσο κι αν σ' αρέσει κάποιος συγγραφέας, η αλήθεια είναι ότι παίρνεις βαθιά ανάσα για να ξεκινήσεις ένα τόσο μεγάλο έργο. Αν όμως βγει απολαυστικό, έχει κερδηθεί το στοίχημα και από το συγγραφέα, αλλά και από τον αναγνώστη. Εν προκειμένω, ο Jo Nesbo επιστρέφει δριμύτερος. Η πλοκή κρατά συνεχώς την προσοχή τεταμένη, το ενδιαφέρον αμείωτο και τα μάτια ξάγρυπνα. Ο μύθος, βέβαια, πολύπλοκος. Αρέσκεται άλλωστε, στις πολύπλοκες ιστορίες και στα δεκάδες ονόματα ο Nesbo. Όμως στο συγκεκριμένο έργο, επαναλαμβάνονται τόσες φορές που δεν ξεχνιούνται. Η ροή απαιτεί συνεχώς από τον αναγνώστη ως σιωπηρό παρατηρητή να συμμετάσχει στην εξιχνίαση του μυστηρίου. Οι σελίδες, επομένως, κυλούν ξέφρενα για μας από τη μια και αδυσώπητα για τον ήρωα Χάρι Χόλε από την άλλη. Κάθε σελίδα αποτελεί και ένα γερό χαστούκι στην προσωπικότητά του.

Ο συγγραφέας μεταχειρίζεται ευφυώς την ιδέα του δολοφόνου - μαριονέτας, ο οποίος υποκινεί τον φυσικό αυτουργό των εγκλημάτων σε νέες διαπράξεις, προκειμένου να αφήσει αδιάσειστα στοιχεία ενοχής στο διάβα του και να συλληφθεί από την αστυνομία. Όμως ο δολοφόνος παρουσιάζεται εξυπνότερος από τον υποκινητή του (χωρίς να γνωρίζει ότι υπάρχει υποκινητής) και εκτελεί τα θύματά του με αριστοτεχνική δεξιοτεχνία. Το ποιοι κρύβονται πίσω από τα ιδιαιτέρως σκληρά στην περιγραφή τους εγκλήματα δεν πρόκειται να σας το αποκαλύψω, καθώς θα το μάθετε στις τελευταίες 100 σελίδες του ογκώδους αυτού πονήματος, το οποίο - αν είστε λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας - δεν πρόκειται να ξεκολλήσετε από πάνω σας.

Ας σταθώ, όμως, τώρα σε κάποια άλλα σημεία του βιβλίου. Πρώτον, στη δομή του. Πρώτη φορά ο Nesbo δημιουργεί τόσο μικρά σε έκταση κεφάλαια. Το μεγαλύτερο, αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν γύρω στις 12 σελίδες και κατά μέσο όρο το κάθε κεφάλαιο έπιανε γύρω στις 8 σελίδες. Αυτό το αναφέρω, γιατί κατ' αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται κάτι σπουδαίο: ο λήπτης της πληροφορίας δεν κουράζεται και συγκεντρώνει στο μυαλό του λίγες και χρήσιμες πληροφορίες μέχρι να προχωρήσει παρακάτω. Ένα αρκετά θετικό σημείο, σε σύγκριση με προηγούμενα έργα του, μικρότερα μεν, πολύπλοκα επίσης δε. 

Δεύτερον, ο συγγραφέας κεντάει στη διαμόρφωση της εξέλιξης της υπόθεσης. Έχει μελετήσει άψογα όλα τα ενδεχόμενα, όλες τις εναλλακτικές και με αυτόν τον τρόπο γνωρίζει την άποψη που θα έχει σχηματιστεί στο νου του αναγνώστη, ο οποίος παράλληλα έχει μετατραπεί με τη σειρά του σε ντετέκτιβ, προκειμένου να βοηθήσει τον Χάρι Χόλε στην εξιχνίαση του μυστηρίου. Ο Nesbo γράφει και διαβάζει ταυτόχρονα. Γνωρίζει πόσο πολύ τυρί έχει πετάξει στη "φάκα", τι είδους και ποιες πληροφορίες έχει (παραπλανητικά) δώσει. 

Τρίτον, ο συγγραφέας αναπλάθει τον ήρωά του. Μας παρουσιάζει έναν πολύ δυνατό Χάρι μέσα από την απόλυτη αδυναμία του και μας δείχνει ότι, όταν ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα πλέον να χάσει και έχει φτάσει στον πάτο, αναγκαστικά ακολουθεί η ανάβαση. Σφίγγει τα δόντια και προχωρά. Έτσι και ο Χάρι. Αν και αλκοολικός, με εξαφανισμένο τον έρωτα της ζωής του στο 99% του βιβλίου (να τονιστεί ότι στο τέλος εμφανίζεται - αλίμονο! - ), με ελάχιστους και καλούς φίλους και το κυριότερο με έναν πατέρα που χαροπαλεύει, εντούτοις προχωρά τη ζωή του, αλλά και την έρευνα. Δημιουργεί μια υποτυπώδη σχέση με μία συνάδελφό του (Κάγια) και βοηθά τα μέγιστα στο να βρεθεί ο πραγματικός ένοχος. Η δουλειά του, εν τέλει, αποτελεί το μοναδικό του καταφύγιο, το μοναδικό μέρος που μπορεί να προσφύγει, για να ξεχάσει τα βάσανα της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής. Δεν εργάζεται για τα χρήματα, καθώς για εκείνον η μοναδική τους χρησιμότητα είναι η κάλυψη των απολύτως βασικών αναγκών του - συμπεριλαμβανομένου και του ουίσκι. Εντύπωση προκαλεί το ότι αν και στα προηγούμενα έργα του δεν φαίνεται να είναι φιλόδοξος, στο συγκεκριμένο, ωστόσο, φαίνεται να ανταγωνίζεται ξεκάθαρα τον Μπέλμαν, το νέο διευθυντή της Kripos (National Crime Investigation Center, Εθνικό Κέντρο Εγκληματολογικών Ερευνών). Ο Νέσμπο, επιθυμεί και εσωτερική ίντριγκα, εισάγοντας το νέο χαρακτήρα του Μπέλμαν - εικάζω στο πόστο του Τομ Βόλερ - ώστε να ανεβάσει ακόμη περισσότερο την αδρεναλίνη και ο Χάρι να μη βρει ποτέ την ησυχία του. Το πόσο θα αντέξει ο Χάρι και το πόσα ψυχικά αποθέματα έχει κρατήσει, μας το απαντά έμμεσα ο ίδιος, όταν στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου εξαφανίζεται από τη Νορβηγία και φεύγει για τα πέρατα της οικουμένης και την Άπω Ανατολή.


Τέταρτον, το έργο αυτό περιέχει τις πιο βάναυσες, ίσως και πιο αποτρόπαιες, σκηνές δολοφονιών ανάμεσα σε όλα τα έργα του συγγραφέα ως τώρα. Όμως, αυτός δεν είναι λόγος να μην το διαβάσετε. Απλώς, προσπερνάτε τη σελίδα με μια γρήγορη ματιά και συνεχίζετε στην επόμενη. Εξάλλου, και ο ίδιος ο Nesbo έχει αναφέρει σε συνέντευξή του ότι, αν του δινόταν η ευκαιρία να ξανάγραφε τη "Λεοπάρδαλη", δεν επρόκειτο να περιέγραφε τέτοιες σκηνές βασανιστηρίων και βίαιου τέλους των εκάστοτε θυμάτων. Προσωπικά, αν και δεν αρέσκομαι στα θρίλερ, δεν επηρεάστηκα καθόλου αρνητικά στην ανάγνωση. 

Και ενώ ως εδώ θα χαρακτήριζα τη "Λεοπάρδαλη" ως το καλύτερο έργο του συγγραφέα ως τώρα, ο καταιγισμός διαλογικής αφήγησης, ονομάτων, ευτελούς επιπέδου διαλόγου σε ελάχιστα σημεία - που από την άλλη αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ως αντεπιχείρημα - και η απουσία λογοτεχνικότητας στο δεύτερο μισό του έργου (ο συγγραφέας δηλαδή αρκείται στην απλή εξιστόρηση των γεγονότων χωρίς να περνά κάποιο μήνυμα στον αναγνώστη που θα μπορούσε να τον κάνει καλύτερο άνθρωπο. Μήπως όμως έτσι δεν είναι η αστυνομική λογοτεχνία;) με συγκρατούν στο να δώσω το χρυσό μετάλλιο στη "Λεοπάρδαλη", το οποίο και παραμένει κατά τη γνώμη μου στη "Νέμεσις". Παρένθεση: Ομολογουμένως πάντως, ο Nesbo κάνει ό,τι μπορεί για να δείξει και τον ανθρώπινο χαρακτήρα των ηρώων, τα ελαττώματά τους, τις αδυναμίες τους, όπως και τις αντοχές τους και τις καλές τους στιγμές, σε αντίθεση με άλλα στυγνά και στεγνά αστυνομικά μυθιστορήματα που αποκλειστικό τους σκοπό έχουν το αίμα, τους φόνους και την αποκάλυψη του δολοφόνου.)

Ένα είναι, πάντως, σίγουρο: ότι ο Nesbo με αυτό του το έργο επέστρεψε δριμύτερος. Άλλα δύο έργα μένουν, μέχρι να μάθουμε την κατάληξη (ή μήπως εξέλιξη;) του Χάρι Χόλε. Ο συγγραφέας ανέφερε, ωστόσο, πρόσφατα σε μία συνέντευξή του ότι ίσως γράψει ακόμη ένα βιβλίο για τον ήρωα με δραματικό, κατά πάσα πιθανότητα, τέλος. Όχι απαραίτητα θάνατο. Άλλωστε δεν πεθαίνουν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και οι σχέσεις... 

* Η σειρά του Χάρι Χόλε κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

                                     
Το τρέιλερ της "Λεοπάρδαλης"

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Κάτω απ' τις πέτρες της Αγοράς.

Αφιερωμένο στη μνήμη του Μάνου Χατζιδάκι και στη Ρωμαϊκή του Αγορά*



Γλιστρώντας στα σοκάκια της Πλάκας, ανακαλύπτεις ίχνη βαριά. Οι τουρίστες δεν σε εμποδίζουν να σηκώσεις τους μικρούς, αρχαίους βράχους της Ρωμαϊκής Αγοράς. Κι εκεί, κάτω από κάθε πέτρα που κλοτσάς καθημερινά αδιάφορος, ξεσκεπάζεις και μια μελωδία του Χατζιδάκι. "Κάθε σπίτι κρύβει λίγη αγάπη στη σιωπή...", σου θυμίζει η πόλη. "Θυμήσου με, είμαι ακόμα ζωντανή. Εδώ. Κάτω απ´ το χάρτινο το φεγγαράκι, που το συντροφεύει τ' αστέρι του Βοριά." Και τότε η φίλη του κοιτάζει αποσβολωμένη απροσδιόριστα, σαν να προσπαθεί να εντοπίσει έναν ήχο απ´ τα παλιά. Ο σύντροφός της τον ακούει! Μαζί. Είναι σαν να ´ρχεται να σου πιάνει το χέρι και να σου λέει:"Εγώ είμαι εδώ, περιπλανήσου ελεύθερα!".
Η στιγμή αυτή γίνεται πια παρελθόν κι η φίλη ανοιγοκλείνει τα μάτια δακρυσμένη: "Θυμήθηκα", προφέρει με βραχνάδα στη φωνή. Ίσα που αρθρώνει τη λέξη. "Τώρα το δάκρυ κυλάει στο χώμα και πέρα απ´ το Βοριά. Ένα καράβι ρωτάει ακόμα πού θα βρει στεριά...", ακούνε μόνο εκείνοι. Κανείς άλλος.
Η κατηφόρα δύσκολη. Στις πλάτες τους η παλιά Αθήνα, οι μελωδίες της, ο Μάνος που έφυγε νωρίς... Ο καθένας χαμένος στη δικιά του, σκληρή Αθανασία. Εκείνη σκέφτεται την αποτυχημένη της προσωπική ζωή και κείνος μια απαγορευμένη προσφώνηση. Η Κλητική πολλών ανθρώπων δεν θα ξανακουγόταν απ´ το στόμα του. Ευχές χωρίς ανταπόκριση.
"Καθαρτικός ο πόνος της νοσταλγίας", σκέφτεται και της πιάνει το χέρι. Η ντροπή υποχωρεί, όπως τρέχει να κρυφτεί ο φοβισμένος σκύλος στο άκουσμα μιας κόρνας αυτοκινήτου.
"Καθαρτικός ο πόνος της νοσταλγίας ", σκέφτεται και του το σφίγγει κι εκείνη.
Το τότε γλείφει τις αισθήσεις τους, όπως τα κύματα της τρικυμίας τα θαλασσινά βράχια. "Πάντα θα υπάρχουμε", τους ψιθυρίζει η παλιά πόλη. "Τ´ ακούτε; Ακούστε τον άνεμο της Αθήνας. Φωνάζει ο Γκάτσος για μιαν Αθανασία."
Κι έτσι συνεχίζουν τη διαδρομή τους. Με ίσκιους από αόρατα φαντάσματα που τους συντροφεύουν ως την Πνύκα. Από κει και πέρα απαγορεύεται να τους συνοδεύσουν. Ο χώρος απευθύνεται αυστηρώς προς ανθρώπους. Ερωτευμένους. Με οτιδήποτε. Με οποιονδήποτε.

William Shakespeare: Δωδέκατη νύχτα ή ό,τι προτιμάτε



Μια κωμωδία παρεξηγήσεων με έντονο το στοιχείο της τραγικότητας. Αυτό είναι το έργο της Δωδέκατης Νύχτας. Ο Σαίξπηρ έγραψε αναμφισβήτητα ακόμη έναν ύμνο για τον Έρωτα. Μέσα από τη μεταμφίεση της αρχοντοπούλας Βιόλας ως Σεζάριο και την εκπληκτική της ομοιότητα με τον αδερφό της ονόματι Σεμπάστιαν, ο θεατρικός συγγραφέας - ποιητής δημιουργεί μία κατάσταση παρανοήσεων και υπογραμμίζει το υποβόσκον χάσμα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι. Η πλοκή του έργου ακολουθεί την τριγωνική σχέση ή αλλιώς τη σχέση "γάτας με ποντίκι": 

  • Η αρχοντοπούλα Βιόλα είναι ερωτευμένη με το δούκα της Ιλλυρίας, Ορσίνο.
  • Ο Ορσίνο είναι ερωτευμένος με την κόμισσα Ολίβια.
  • Η Ολίβια είναι ερωτευμένη με τη Βιόλα - μη βιαστείτε! - , μεταμφιεσμένη όμως η τελευταία ως άντρας με το όνομα "Σεζάριο".
Η κόμισσα Ολίβια αρνείται πεισματικά το στενό ρομαντικό μαρκάρισμα του δούκα Ορσίνο. Δεν ενδίδει στα πολλά και γλυκά του λόγια, όσες φορές κι αν προσπαθεί να την προσεγγίσει. Έρωτας χωρίς ανταπόκριση, αλλά και έρωτας με πείσμα. Όμως ουδείς αναντικατάστατος, όπως και εν προκειμένω η έλκουσα το αντίθετο φύλο της, Ολίβια. Η τελευταία γοητεύεται από τον υπηρέτη του δούκα Ορσίνο, Σεζάριο και χρησιμοποιεί με πονηριά ένα δαχτυλίδι με σκοπό να τον ξαναδεί. Ο Σεζάριο - Βιόλα αποκρούει πολύ ευγενικά το φλερτ της. Ο Σαίξπηρ, πέρα από το ανεκπλήρωτο του φτερωτού θεού,  δίνει βαρύτητα στη γυναίκα. Της δίνει πρωτοβουλία. Τη μετατρέπει σε κυνηγό από θήραμα. Της προσδίδει μια δυναμικότητα. Ενδεχομένως η Ολίβια λόγω της καταγωγής και της υψηλής κοινωνικής και οικονομικής της θέσης να έχει ένα παραπάνω θάρρος, ώστε να φανερώσει τον ενθουσιασμό της και τα αγνά της αισθήματα σε έναν άνδρα. Παρ' όλα αυτά, δεν θεωρείται διόλου εύκολο και πόσο μάλλον και σε εκείνη την εποχή (περίπου 1600 μ.Χ.) να αναλαμβάνει τα ηνία της ερωτικής πρωτοβουλίας μια γυναίκα. Δεύτερο παράδειγμα δυναμισμού μέσα στο ίδιο έργο αποτελεί η Βιόλα, που αν και μεταμφιεσμένη, έχει κλειστεί στο σώμα, τις συνήθειες και τη συμπεριφορά ενός άνδρα, μόνο και μόνο για να βρίσκεται κοντά στον αγαπημένο της Ορσίνο, ο οποίος ιδέα δεν έχει για την ταυτότητα του αφοσιωμένου του υπηρέτη. Ο Σαίξπηρ καταφέρνει έτσι να δημιουργήσει μια ευφυή κωμωδία καταστάσεων που δεν μπορεί να γλιτώσει απ' την τραγικότητα που διέπει γενικά τους χαρακτήρες των έργων του. Η τελευταία αυτή τραγικότητα εντείνεται στον χαρακτήρα του Μαλβόλιο, επιστάτη της Ολίβια, ο οποίος είναι ερωτευμένος με εκείνη. Πειθόμενος, λοιπόν, από τα ψέματα του υπηρέτη της και της ακολούθου της (Φαμπιάν και Μαρία αντίστοιχα), γελοιποιείται μπροστά στην Ολίβια, τηρώντας τις συμβουλές και ψεύτικες διαβεβαιώσεις τους.

Ο έρωτας ισοπεδώνει, εκμηδενίζει, θυματοποιεί και εν τέλει αλλοτριώνει. Δυο απλές γραμμές κρύβουν πίσω τους θησαυρούς νοημάτων, για αυτό και ο συγγραφέας δοξάζεται ανελλιπώς εδώ και 400 χρόνια από το θάνατό του. Στο τέλος οι παρεξηγήσεις λύνονται και οι παρανοήσεις διορθώνονται. Δεν θα υπεισέλθω σε περισσότερες λεπτομέρειες του φινάλε, παρά θα μείνω σε ορισμένα σημεία άξια λογοτεχνικής προσοχής.

  1. Πράξη πρώτη, σκηνή πρώτη: Το έργο ξεκινά με τον Ορσίνο να εξυμνεί την έξαρση του έρωτα: "Αχ, Έρωτα θεέ, τι άπληστος, τι ακόρεστος που είσαι! Ενώ όλα τα χωράς, όλα τα δέχεσαι, σαν θάλασσα, ό,τι θα καταπιείς, όσο ακριβό κι υπέροχο κι αν είναι, μέσα σε μια στιγμή ξεπέφτει, ευτελίζεται και δεν σου φτάνει. Τόσο γεμάτος με μορφές της φαντασίας είν' ο έρωτας, που είναι από μόνος του η τέλεια φαντασίωση". Με άλλα λόγια: "Έρως ανίκητε στη μάχη...". Εδώ ο Σαίξπηρ συναντά το Σοφοκλή. Τα αισθήματα λαμπαδιάζουν, το συναίσθημα μένει ατιθάσευτο και τα πνεύματα σπιθίζουν μέσα από ένα ιδεατό πνευματικό συναπάντημα. Το ξεκίνημα του έργου θυμίζει την έναρξη της Οδύσσειας. Αν και όχι ευθέως, καθώς εδώ ο  συγγραφέας δεν επικαλείται τη μούσα του, παρ' όλα αυτά είναι φανερό ότι η έμπνευσή του επιτυγχάνεται εμμέσως μέσω της επίκλησης στον έρωτα με λόγια ύψιστα, που δείχνουν τον άνθρωπο πίσω από το συγγραφέα και που φανερώνουν πόσο πολύ είχε ερωτευτεί ο Σαίξπηρ στη ζωή του.
  2. Πράξη δεύτερη, σκηνή τέταρτη - Η άρνηση της απόρριψης: Βιόλα: "Μα, κύριε, αν δεν μπορεί να σας ερωτευτεί;" Ορσίνο: "Δεν δέχομαι τέτοιαν απάντηση." Βιόλα: "Ναι, αλλά πρέπει. Πείτε πως μια γυναίκα, που ίσως να υπάρχει κιόλας, καρδιοχτυπά για 'σας τόσο πολύ όσο εσείς για την Ολίβια. Δεν μπορείτε να την αγαπήσετε και της το λέτε. Δεν πρέπει αυτή να το δεχτεί ως απάντηση;" Ορσίνο: "Καμιάς γυναίκας τα πλευρά δεν θ' άντεχαν χτυπήματα από πάθος τόσο δυνατό σαν την αγάπη που μου δέρνει την καρδιά. Κι ούτε καμιάς γυναίκας η καρδιά ειν' αρκετά μεγάλη να κρατάει τόσα πολλά. Δεν ξέρουνε πώς να κρατούν." Ο εγωισμός ανέκαθεν υπήρχε και θα υπάρχει στην αδύναμη ανθρώπινη φύση. Πόσο μάλλον όταν βρίσκεται σε έξαρση με τον έρωτα. Η διεκδίκηση γίνεται κατάκτηση. Ο ρομαντισμός πάθος. Η απόρριψη πείσμα. Για τον Ορσίνο, πιο πολύ βάλλεται συναισθηματικά ένας άνδρας από μια γυναίκα. Η γυναίκα δεν πονά όσο ένας πραγματικά πονεμένος ερωτευμένος. Ο Ορσίνο αρνείται να μπει στη θέση εκείνου που δίνει την απόρριψη, αποσιωπώντας εμμέσως πλην σαφώς την ερώτηση της Βιόλας. Δεν θέλει να το σκεφτεί. Μπορεί και να το αποφεύγει, επειδή δεν τον συμφέρει η απάντηση. Σε κάθε περίπτωση κατ' αυτόν, ο απλός έρωτας που θα μπορούσε να νιώσει για αυτόν μια γυναίκα δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνον που νιώθει αυτός για την Ολίβια. (Στη συνέχεια βέβαια, αντιλαμβανόμενος τη θυσία της Βιόλας με το τέχνασμα της μεταμφίεσης μόνο και μόνο για να τον έχει δίπλα της και να τον βλέπει, θα συγκινηθεί και η άκαμπτη στάση του θα σπάσει παίρνοντας τελικά εκείνη για γυναίκα της ζωής του.)
  3. Πράξη τρίτη, σκηνή πρώτη: Ο Σαίξπηρ διδάσκει. Όχι μόνο συναίσθημα. Τρέφει και το πνεύμα. Συνήθως προτιμά να χρησιμοποιεί δεύτερους χαρακτήρες, για να εκστομίσουν τεράστιες αλήθειες, όπως στην περίπτωση του Φέστε, γελωτοποιού της Ολίβια: Φέστε: "Τι καιροί και τούτοι! Για ένα έξυπνο μυαλό, οι φράσεις είναι σαν το μαλακό γάντι. Πολύ εύκολα τις γυρίζεις το μέσα έξω!" Βιόλα: "Αυτό να λέγεται. Όποιοι παίζουν πονηρά με τις λέξεις, εύκολα τις κάνουν πάσης χρήσεως." Φέστε: "Για αυτό κι εγώ δε θα 'θελα η αδελφή μου να έχει όνομα, κύριε." Βιόλα: "Γιατί, άνθρωπέ μου;" Φέστε: "Διότι, κύριε, το όνομά της είναι λέξη. Κι όποιος παίζει πονηρά μ' αυτή τη λέξη, μπορεί να κάνει την αδερφή μου πάσης χρήσεως. Πραγματικά, όμως, οι λέξεις έχουν γίνει πολύ άτιμες από τότε που τις χάλασαν όσοι παίρνουν όρκο να κρατούν το λόγο τους." Ο Σαίξπηρ στο απόσπασμα αυτό δίνει ρεσιτάλ συλλογιστικής σκέψης και διδακτισμού. Το πρώτο (βλ. Όποιοι παίζουν πονηρά με τις λέξεις, εύκολα τις κάνουν πάσης χρήσεως) θα μπορούσε να θεωρηθεί καυστικό πολιτικό σχόλιο διαχρονικού χαρακτήρα, καθώς οι πολιτικοί είναι εκείνοι που παίζουν κυρίως με τις λέξεις χρησιμοποιώντας τες όπως εκείνοι θέλουν, τις περισσότερες δε φορές προς ίδιον όφελος. Όσο για το δεύτερο (βλ. οι λέξεις έχουν γίνει πολύ άτιμες από τότε που τις χάλασαν όσοι παίρνουν όρκο να κρατούν το λόγο τους ) τι να θυμηθεί και να αναφέρει κανείς; Προδοσίες; Απιστίες; Διαφθορά; Σε κάθε τομέα της ζωής μας, οι λέξεις κινούν τα νήματα των καταστάσεων. Το μυαλό είναι ο πηλός, οι φθόγγοι τα χέρια και η εικόνα που διαμορφώνεται η προσλαμβάνουσα αίσθηση και το τυχόν προκαλούμενο αίσθημα.
  4. Πράξη τρίτη, σκηνή πρώτη. Η Ολίβια ρωτά τη Βιόλα - Σεζάριο τι νιώθει για εκείνη, έχοντας καταλάβει ότι ο Σεζάριο δεν ενδιαφέρεται ερωτικά για το άτομό της. Βιόλα: "Σας συμπονώ" Ολίβια: "Είναι κι αυτό ένα βήμα προς τον έρωτα." Βιόλα: "Ούτε στο ελάχιστο. Είναι πολύ κοινή συνήθεια να δείχνουμε συμπόνια στους εχθρούς μας." Ολίβια: "Τότε, λοιπόν, νομίζω ήρθε η ώρα να χαμογελάσω πάλι. Ω, κόσμε, πόσο εύκολα οι φτωχοί βρίσκουνε κάτι για να περηφανευτούν! Αν πρέπει να σε φάνε τα θηρία, προτιμάς να πέσεις σε λιοντάρι αντί σε λύκο." Η αξιοπρέπεια, το "όρθιο κεφάλι" άλλως, στοιχείο που διακατείχε συνήθως τους άπορους, έρχεται εδώ να κάνει την εμφάνισή του διά στόματος της κόμισσας Ολίβιας. Όταν κάποιος σε συμπονά, είναι πολύ πιθανό και να συμπάσχει μαζί σου. Εν προκειμένω το μικρόβιο του έρωτα είναι εμφανές και στους δύο ήρωες. Αγαπούν. Η μια το κρύβει (Βιόλα), η άλλη το αποκαλύπτει (Ολίβια). Και οι δύο όμως, μέχρι αυτό το σημείο, δεν έχουν φτάσει στην κάθαρση και πνίγονται στο ανεκπλήρωτο του πόθου τους.  Παρακάτω η Ολίβια υπογραμμίζει το αέναο κυνήγι του έρωτα και πως δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε ποτέ, ακόμη κι αν ο στόχος μας θεωρείται σίγουρο ότι θα επιτευχθεί. Ολίβια: "Κι η αγάπη μου είναι τόση που ούτε μυαλό ούτε σύνεση μπορεί να τη φιμώσει. Μα τώρα μην προφασιστείς ανόητες αντιλήψεις, πως επειδή σου ανοίχτηκα, πρέπει να εγκαταλείψεις. Σκέψου: καλός ο έρωτας όταν τον κυνηγούμε, μα αν έρχεται από μόνος του, μην τον περιφρονούμε." Τέλος, με φανερό το στοιχείο της προοικονομίας (προειδοποίηση του αναγνώστη για το τέλος του έργου - ο συγγραφέας με άλλα λόγια μας "κλείνει το μάτι") η Ολίβια τονίζει τη θηλυκότητά της, καθώς όλες οι γυναίκες αρέσκονται στο να τις φλερτάρουν και να τις κυνηγούν. Και ποιος ξέρει; Ίσως καταλήξουν τελικά και με αυτόν που στην αρχή δεν ήθελαν... Βιόλα: "Αντίο, ωραία δέσποινα. Δεν θα ξανάρθω πίσω με δάκρυα του αφέντη μου [εννοεί τον Ορσίνο] μπροστά σας να θρηνήσω." Ολίβια: "Όχι, να 'ρθεις, γιατί η καρδιά μπορεί ν' αλλάξει θέση κι η αγάπη του, που τη μισώ, ν' αρχίσει να μ' αρέσει." Κατ' άλλη άποψη, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η Ολίβια δεν ορέγεται το κόρτε του Ορσίνο, αλλά απλώς επιθυμεί ενδόμυχα και διακαώς να ξαναδεί κάποια στιγμή το Σεζάριο - Βιόλα.
  5. Πράξη πέμπτη, σκηνή πρώτη: Ο Σαίξπηρ, πάλι μέσω του Φέστε, καταπιάνεται με την προσφορά των φίλων και των εχθρών και την επίδραση που ασκούν στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Η κριτική των εχθρών μπορεί να αποβεί ειλικρινέστερη και εν τέλει άκρως βοηθητική, σε αντίθεση με την επίπλαστη κολακεία των φίλων. Ορσίνο: "Εσένα σε ξέρω. Τι κάνεις, καλέ μου φίλε;" Φέστε: "Να σας πω την αλήθεια, κύριε, καλύτερα χάρη στους εχθρούς μου, χειρότερα χάρη στους φίλους μου" Ορσίνο: "Το αντίθετο: καλύτερα χάρη στους φίλους σου." Φέστε: "Όχι, κύριε, χειρότερα." Ορσίνο: "Πώς είναι δυνατόν;" Φέστε: "Μα, κύριε, οι φίλοι μου με κολακεύουν και με κάνουν να νιώθω γελοίος. Οι εχθροί μου, από την άλλη, μου το λένε ξεκάθαρα ότι είμαι γελοίος. Άρα, από τους εχθρούς μου, κύριε, κερδίζω την αυτογνωσία, ενώ από τους φίλους μου την κοροϊδία. Οπότε, αφού τα συμπεράσματα είναι σαν τα φιλιά κι οι τέσσερις αρνήσεις κάνουν δυο καταφάσεις, τότε λοιπόν, χειρότερα χάρη στους φίλους μου και καλύτερα χάρη στους εχθρούς μου."

Η ειρωνεία, η τραγικότητα και ο ρομαντισμός δεν είναι απλώς παρόντα, αλλά δεν εγκαταλείπουν στιγμή αυτό το κωμικό έργο του Σαίξπηρ. Κύριος πρωταγωνιστής, ο έρωτας. Όπως και το μήνυμα ότι ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνεται στη σθεναρή μας πολιορκία αυτός ή αυτή που κυνηγούμε, ο έρωτας θα βρει τη λύση. Άλλωστε, υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές, όπως λέει ο σοφός λαός ή αλλιώς, ουδείς αναντικατάστατος. Ό,τι προτιμάτε...


*Η παραπάνω ανάλυση εστίασε στους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου. 
** Η "Δωδέκατη Νύχτα" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη σε μετάφραση Νίκου Χατζόπουλου, Αθήνα 2010.