Την έλεγαν Ελένη. Στα
βραχάκια της Ακρόπολης τα σώματά τους ακουμπούσαν το ένα το άλλο, ασυναίσθητα,
αυθόρμητα, τυχαία. Όμως δεν έκαναν κάποια κίνηση. Έμεναν εκεί, ακλόνητα να
επικοινωνούν σιωπηλά, ενώ η υπόλοιπη παρέα μιλούσε περί ανέμων και υδάτων: για
την κρίση, για τη μεταγραφή ενός γνωστού Έλληνα δημοσιογράφου σε ιδιωτικό
κανάλι, για την εφαρμογή του νέου κώδικα δικηγόρων. Οι δυο τους κοιτούσαν τη
μαγευτική θέα της Αθήνας και πίσω τους να παραφυλά ο Παρθενώνας. Απέναντί τους
ο Λυκαβηττός, έχοντας για γείτονα το ολοφώτιστο Αστεροσκοπείο. Ο άνεμος
μετέφερε τα μηνύματά τους. Τους άγγιζε και ήταν σαν να έσπρωχνε τη δειλία του να
κάνει στην άκρη και να τον κάνει να της πει επιτέλους πόσο πολύ την ήθελε. Ας
τους χώριζαν πολλά. Πάντα θα ‘βρισκαν άλλα τόσα ή και περισσότερα που θα τους
ένωναν.
«
Τον γοήτευε, κι ας μην
της το ’χε πει ακόμα. Τον μάγευε, κι ας μην της το ‘χε δείξει. Όμως μέχρι πότε;
«
Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια της ομιλίας της, κάθε κίνηση
του κορμιού της, κάθε παραξενιά και κάθε προτίμησή της. Κάθε «γιατί» στα «ναι»
και στα «όχι» της. Η μνήμη είναι όπλο και μάλιστα μεγάλο. Όταν η θύμηση τρέχει
με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τα πίσω, σκαλίζει τις απαρχές της μνήμης. Και όταν
φτάνεις στο: "σταμάτα!", όταν παρακαλάς να είχες ξεχάσει, θυμάσαι ότι
είσαι άνθρωπος. Ότι ερωτεύεσαι. Ότι γελάς, αφού πρώτα έχεις κλάψει, ότι
χαίρεσαι, αφού πρώτα έχεις λυπηθεί, ότι πεισμώνεις, αφού έχεις ήδη ταπεινωθεί. Και
εκεί, στην οριζόντια γραμμή του πλην, έρχεται το γιώτα από το ηχηρό
"όχι" της αντοχής σου και πέφτει πάνω του. Και τα αλλάζει όλα. Ο
ουρανός γίνεται θάλασσα, ο ήλιος γίνεται φεγγάρι και το παρόν που ζεις το παρόν
του ονειρεύεσαι.
Δύσκολο πράγμα ο έρωτας. Ανεξιχνίαστο – απ’ τα κρυφά
του ίχνη. Ανεξερεύνητο – απ’ την πλατωνική του υπόσταση. Άφταστο – απ’ τα υψηλά
του αισθήματα. Ατιθάσευτο – απ’ τα θηριώδη του πάθη. Ανεξάντλητο – απ’ την
άπειρη αγάπη του. Ακαταμάχητο – απ’ τις λογοτεχνικές του νίκες. Ανεξίτηλο – απ’
την ένταση των στιγμών του. Ανείπωτο – απ’ τον φόβο της έκφρασής του.
Απαράμιλλο – απ’ την ανεκτίμητη αξία του.
-«
-«
-«
Σταμάτησαν. Κοιτάχτηκαν για λίγο.
-«
-«
-«
-«
Έτρεχε σαν να μην καταλάβαινε από κούραση. Η καρδιά της
παλλόταν πιο γοργά κι απ΄ την κίνηση του Γούντυ του τρυποκάρυδου, όταν ο
τελευταίος προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τη λεία του. Αν έλεγε κανείς ότι τα
πόδια της είχαν βγάλει φτερά, θα αδικούσε την επίδοσή της. Η Ελένη κατέβαλλε όλη
της την ενέργεια και εκμεταλλευόταν κάθε εναπομείνασα δύναμη, ώστε να
προφτάσει την πτήση της στο διεθνή αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος»,
μια πτήση που χρονικά ήταν χαμένη από χέρι. Αυτό το αντιλήφθηκε, όταν
μπαίνοντας μέσα στη μεγάλη αίθουσα του αεροδρομίου, η ευγενική γυναικεία φωνή
μόλις ολοκλήρωνε στα αγγλικά την αναχώρηση της πτήσης της. Γνωρίζοντας ότι δεν
επρόκειτο να προλάβει, δεν πίεσε άλλο τον εαυτό της. Στάθηκε όρθια για κάμποση
ώρα μέχρι να πάρει αρκετές βαθιές ανάσες, να της σταματήσει η ταχυπαλμία, να
διώξει – όσο μπορούσε – το άγχος που μέχρι εκείνη τη στιγμή την κυρίευε και να
τηλεφωνήσει στην παρέα της γνωστοποιώντας τους ότι το ταξίδι για Κεφαλονιά είχε
πάρει άλλη τροπή. Η απάντηση που ήρθε από την άλλη γραμμή, κάθε άλλο παρά
αποθαρρυντική ήταν. Οι φίλοι της, μέσω του διαδικτύου, κατάφεραν και της βρήκαν
εναλλακτική διαδρομή. Λίγο χρονοβόρα, αλλά κατορθώσιμη. Θα ταξίδευε με το ΚΤΕΛ
ως τη Λευκάδα και από εκεί θα έπαιρνε το καράβι για Κεφαλονιά. Εκείνη, αν και
ένιωθε λίγο μεγάλη, για να προβεί σε ταξιδιάρικες περιπέτειες – βρισκόταν προς
το μέσο της τρίτης δεκαετίας της ζωής της - δέχτηκε εντούτοις την πρόταση και
κίνησε για το κεντρικό σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων στον Κηφισό. Αφού δεν
δυσκολεύτηκε να βρει εισιτήριο, λόγω κυρίως της μεσημβρινής ώρας αναχώρησης,
τοποθέτησε προσεκτικά τη μοναδική της βαλίτσα στο μέρος των αποσκευών στο κάτω
μέρος του πούλμαν και βρήκε τη θέση της στην τρίτη σειρά καθισμάτων. Εκείνη την
ώρα έλαβε ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο με όνομα αποστολέα:
Γιάννης. Το μήνυμα έγραφε: «Ελπίζω να περνάς καλά. Σου εύχομαι καλές διακοπές!
Σε περιμένω να σε καλωσορίσω στην Αθήνα μας.» «
Το βράδυ συνήθως οι αναστολές καταλαγιάζουν, όπως
ακριβώς και τα κύματα της θάλασσας. Μιας θάλασσας που αλλάζει πρόσωπο και
φαίνεται να ζηλεύει κάτι από τη γαλήνη της ανταγωνίστριας των νερών, της
λίμνης. Περασμένες εννέα κι ένιωθε ότι οι δυνάμεις της πλέον την εγκατέλειπαν.
Ο ήλιος είχε πάει κι εκείνος για ύπνο πριν μερικά λεπτά. Μονάχα η ιδέα των
καλοκαιρινών διακοπών μαζί με την παρέα της τιθάσευε την ισχυρή της επιθυμία να
τα παρατήσει όλα από την κούραση και να γυρίσει πίσω στο σπίτι.
Στο κατάστρωμα γνώρισε τον Άρη, του οποίου το παγωτό
ξέφυγε λόγω κάποιας αυθόρμητης κίνησης του κατόχου του από το χωνάκι που το
φιλοξενούσε κι έπεσε πάνω στο κατάλευκο φόρεμα της Ελένης. Αφού αντάλλαξαν δυο
– τρεις «φιλοφρονήσεις» στην αργκό διάλεκτο των ελληνικών, κίνησε ο καθένας
προς άλλη κατεύθυνση. Εκείνη στην τουαλέτα να καθαριστεί, εκείνος στο μπαρ του
πλοίου. Ο Άρης έβγαλε ένα μικρό σημειωματάριο που είχε πάντοτε πάνω του για
έκτακτες περιπτώσεις και άρχισε να καταγράφει το γεγονός, όχι όμως όπως θα
περίμενε ένας αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού. Έγραφε εγκωμιαστικά λόγια για
την Ελένη. Σχεδόν εξομολογούταν το θαυμασμό του για αυτήν πάνω στο χαρτί. Ίσως
εκείνη αποτελούσε τη μούσα που τόσο καιρό έψαχνε για τη νέα του νουβέλα.
Αποφασισμένος ότι δεν επρόκειτο να συμβεί κάτι θετικό, ιδίως από τη στιγμή που είχε
συμβεί το παραπάνω ατυχές γεγονός, άνοιξε το νουάρ μυθιστόρημα «Οι βιολέτες του
Μάρτη» του Φίλιπ Κερ και συνέχισε να διαβάζει από τη σελίδα 234 και εξής.
Παράλληλα η Ελένη, έχοντας μετανιώσει για τον άσχημο
τρόπο που τού είχε μιλήσει, ήθελε να ζητήσει συγγνώμη. Αν και η αξιοπρέπειά της
- μάλλον καλύτερα ο εγωισμός της – στάθηκαν ισχυρότατοι θιασώτες της αντίθετης
άποψης, αποφάσισε να τον ψάξει μέσα στο πλοίο. Ύστερα από δέκα λεπτά εντόπισε
έναν άντρα, γύρω στα 28, μετρίου αναστήματος, κανονικών κιλών και καστανών
μαλλιών με αρκετές άσπρες τρίχες στους κροτάφους, να κάθεται στη γωνία των
δερμάτινων καθισμάτων στον τελευταίο όροφο του εσωτερικού χώρου του πλοίου. Ο
άντρας ήταν χωμένος μέσα σε εκτυπωμένες σελίδες. Ήταν δε τόσο πολύ
απορροφημένος στην πλοκή του έργου, ώστε δεν είχε προσέξει ότι τον είχε
προσεγγίσει σε απόσταση χιλιοστών μια καλλίγραμμη μελαχρινή γυναικεία σιλουέτα,
γύρω στην ηλικία του. Η Ελένη ξερόβηξε επιδεικτικά. Καμία αντίδραση εκ μέρους
του. Έκανε άλλη μία απόπειρα. Αποτυχημένη κι εκείνη. Την τρίτη φορά κόντεψε να
πνιγεί, μέχρι που ο Άρης κατέβασε το βιβλίο του. Με κόρες που στροβιλίζονταν
από την φόρα του διαβάσματος, οι οποίες φρέναραν ακαριαία στη θέα που μόλις
αντίκρισαν απέναντί τους, της είπε:
-«
-«
Ο διάλογος
συνεχίστηκε, τα πνεύματα ηρέμησαν, τα χαμόγελα διαδέχτηκαν το ένα το άλλο, τα
αστεία έδιναν κι έπαιρναν και τα χέρια προσέγγιζαν αυθόρμητα το διπλανό σώμα.
Οι επαφές των ώμων και των μηρών έλεγαν πολλά. Καμιά φορά το ακούσιο και τ’ απ’
αλλού φερμένο δείχνουν όσα η γλώσσα δεν τολμά να ξεστομίσει.
Έφτασαν στο Φισκάρδο. Το υπέροχο, γραφικό χωριό της Κεφαλονιάς
το βράδυ έμοιαζε με όνειρο θερινής νυκτός. Οι ντόπιοι και οι τουρίστες
βρίσκονταν ένα βήμα πριν βυθίσουν το νησί. Οι μυρωδιές από τα τοπικά
μεζεδοπωλεία γέμιζαν τα πεινασμένα ρουθούνια, που προσπαθούσαν ξέφρενα να
επιλέξουν σε ποιο από όλα τα στέκια εδεσμάτων θα προσγείωναν την πείνα τους. Ο
Άρης είχε στη διάθεσή του μόλις μία ώρα πριν αναχωρήσει για Ιθάκη. Ο χρόνος
στάθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός τους σ’ αυτό το ταξίδι. Εκείνη ένιωθε μία
αναμφισβήτητη έλξη για τον Άρη από τη μια. Ωστόσο, δεν μπορούσε να παραδεχτεί
ότι είχε υποκύψει τόσο εύκολα σε μία νέα γνωριμία, από την άλλη. Κι έκανε το
λάθος. Αντίστάθηκε. Όταν πήγε να την προσεγγίσει, τραβήχτηκε. Όταν την
ακούμπησε, παρέμεινε ακίνητη. Θα ’λεγε κανείς ότι ίσως και να κοκκίνισε. Απομακρυνόταν
από τον γνωστό της εαυτό. Του είπε στο τέλος ένα απλό «χάρηκα για τη γνωριμία»
και τον αποχαιρέτησε στην προκυμαία, όταν το πλοίο αναχωρούσε για το κοντινό
νησί. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα το κινητό της. Πήγε στο
αποθηκευμένο όνομα του Άρη και τον έσβησε από τη λίστα. Η διαγραφή είχε
ολοκληρωθεί. Όμως εκείνος δεν έπραξε το ίδιο. Κοίταζε όλο το βράδυ τα νούμερα
που συνέθεταν τον μαγικό αριθμό επικοινωνίας και ήταν λες και δεν μπορούσε να το
πιστέψει. Την είχε καταγράψει στο ευρετήριο στο γράμμα ωμέγα. Ως «ωραία
Ελένη».
Λένε ότι οι σταγόνες της βροχής πηγάζουν απ’ τα δάκρυα
του ήλιου για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Αμαρτήματα που βλέπει καθημερινά και
γίνεται μάρτυρας. Εκείνο όμως το Σάββατο του Αυγούστου η ξαφνική νεροποντή
γλίτωσε δεκάδες ανθρώπους από μια εξασφαλισμένα πολυέξοδη καταστροφή. Η φωτιά που
είχε εξαπλωθεί στην περιοχή του Μαραθώνα είχε θέσει σε μεγάλο κίνδυνο τις ζωές
των ντόπιων κατοίκων, όπως και τις κατοικίες τους. Το εξοχικό σπίτι της Ελένης
ελέγχθηκε από την αστυνομία, ύστερα από την κατάσβεση της φωτιάς, καθώς
μαρτυρίες ανέφεραν ότι οι φλόγες ξεκίνησαν από την αυλή του σπιτιού. Ο πατέρας
της Ελένης, κύριος Αρίσταρχος, έλειπε σε ταξίδι για δουλειές στο εξωτερικό, αν
και η σύζυγός του, κυρία Ευρυδίκη, είχε ανακαλύψει σχετικά πρόσφατα το
λογαριασμό της πιστωτικής του κάρτας, χρεωμένο με γυναικεία δώρα, τα οποία δεν
είχαν αποδέκτρια εκείνη. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να βγάλει αυτή το φίδι απ’ την
τρύπα, να περάσει μόνη της ολόκληρη τη δοκιμασία της αστυνομικής έρευνας, της
καχυποψίας των γειτόνων και κυρίως του φόβου καταστροφής της ακίνητης
περιουσίας της. Το τελευταίο, κυρίως για τα μάτια του κόσμου, αφού η ασφάλιση
του ακινήτου την ικανοποιούσε πλήρως σε όλα τα επίπεδα.
Η Ελένη επέστρεψε έχοντας στις βαλίτσες της ένα σπίτι
με τεράστιες βλάβες, την αποκάλυψη της εξωσυζυγικής σχέσης του πατέρα της και
ένα αποτυχημένο φλέρτ στη γωνία να καραδοκεί για μετάνοια. Ο Άρης ξέχασε να της
τηλεφωνήσει. Η έξαψη της στιγμής δεν στάθηκε αρκετά ικανή, ώστε να του δώσει
την απαραίτητη ώθηση για μια περαιτέρω κίνηση. Ίσως να είχε βρει κάτι καλύτερο.
Η ζωή επέστρεψε στους κανονικούς της ρυθμούς, με τον χρόνο να κυλά και το
βιολογικό ρολόι της Ελένης να χτυπά με έντονα προειδοποιητικό ύφος. Είχε
υποψιαστεί κάτι για το Γιάννη, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Ίσως να έπρεπε
να αναθεωρήσει. Συγκαταβατικά συνέχισε να βγαίνει μαζί του, συγκαταβατικά του
έδωσε ευκαιρίες, συγκαταβατικά τον φίλησε. Συγκαταβατικά παντρεύτηκαν και
συναινετικά χώρισαν. Εκείνη πήρε την επιμέλεια του παιδιού, του μοναδικού θύματος
του χωρισμού. Το δικό τους παιδί βρέθηκε στη μέση, ως το σφουγγάρι των δακρύων
γεμάτων από ενοχές, ως το άλλοθι μιας «ολοκληρωμένης» ζωής, ως ο μοναδικός
λόγος που ένωνε ακόμα δυο ανθρώπους. Ο γιος τους γνώρισε κι άλλα αδέρφια και
απ’ τους δυο γονείς, όμως κανένα δεν έσπαγε τη μοναδικότητά του. Εκείνος ήταν ο
γιος του Γιάννη και της Ελένης. Ενός άντρα που αγάπησε και μιας γυναίκας που
αγαπήθηκε.