Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Ο διαχρονικός λόγος του Τσάρλι Τσάπλιν στην ταινία του 1940: "Ο μεγάλος δικτάτορας"

Παραθέτω το λόγο του Τσάρλι Τσάπλιν στην ταινία του 1940 "Ο μεγάλος δικτάτορας", με καθαρά αντιπολεμικό χαρακτήρα και με τόσα μηνύματα συμπυκνωμένα στην εξαιρετική του ερμηνεία. Ας αναλογιστούμε αν, ως στρατευμένοι με ιδανικά πολίτες, ακολουθούμε τον δρόμο που θα 'πρεπε ή τον δρόμο που για κάποιους άλλους πρέπει να ακολουθούμε. Η επιλογή πάντα εξαρτάται από εμάς.




"I’m sorry, but I don’t want to be an emperor. That’s not my business. I don’t want to rule or conquer anyone. I should like to help everyone if possible- jewish, Gentile, black men, white…

We all want to help one another. Human beings are like that. We want to live by each others’ happiness, not by each other’s misery. We don’t want to hate and despise one another. In this world there is room for everyone. And the good earth is rich and can provide for everyone. The way of life can be free and beautiful. But we have lost the way. Greed has poisoned men's souls, has barricaded the world with hate; has goose-stepped us into misery and bloodshed. We have developed speed, but we have shut ourselves in; machinery that gives abundance has left us in want.Our knowledge has made us cynical,our cleverness hard and unkind.We think too much and feel too little.More than machinery we need humanity,more than cleverness we need kindness and gentleness.Without these qualities life will be violent and all will be lost.The aeroplane and the radio have brought us closer together. The very nature of these inventions cries out for the goodness in men, cries out for universal brotherhood for the unity of us all. Even now my voice is reaching millions throughout the world, millions of despairing men, women and little children, victims of a system that makes men torture and imprison innocent people. To those who can hear me I say: do not despair. The misery that is now upon us is but the passing of greed, the bitterness of men who fear the way of human progress. The hate of men will pass and dictators will die, and the power they took from the people will return to the people and so long as men die liberty will never perish. Soldiers: don't give yourselves to brutes, men who despise you and enslave you, who regiment your lives, tell you what to do, what to think and what to feel, who drill you, diet you, treat you as cattle, as cannon fodder!
Don't give yourselves to these unnatural men, machine men, with machine minds and machine hearts.

You are not machines!

You are not cattle!

You are men!!
You have the love of humanity in your hearts.
You don't hate, only the unloved hate.
The unloved and the unnatural.
Soldiers: don't fight for slavery, fight for liberty!


In the seventeenth chapter of Saint Luke it is written:

- "The kingdom of God is within man."

Not one man, nor a group of men, but in all men: in you!

You the people have the power, the power to create machines, the power to create happiness. You the people have the power to make this life free and beautiful, to make this life a wonderful adventure.

Then, in the name of democracy, let us use that power, let us all unite!

Let us fight for a new world, a decent world that will give men a chance to work, that will give you the future and old age and security.

By the promise of these things, brutes have risen to power, but they lie. They do not fulfil their promise, they never will. Dictators free themselves but they enslave the people.

Now let us fight to fulfil that promise. Let us fight to free the world, to do away with national barriers, to do away with greed, with hate and intolerance. Let us fight for a world of reason, a world where science and progress will lead to all men's happiness. 

Soldiers! In the name of democracy: let us all unite!"

Στο όνομα της ανωνυμίας

Παραθέτω το άρθρο, το οποίο μου έκανε την τιμή και δημοσίευσε στο βιβλίο του ο πολιτικός επιστήμων κύριος Λευτέρης Κουσούλης, υπό την αιγίδα του εκδοτικού οίκου: "Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις":



     Ο χρόνος συνήθως επουλώνει τις πληγές, συμπέρασμα οικονομικoκοινωνικής υφής που δικαιολογεί σε ένα βαθμό την πνευματική αδράνεια του τόπου και την νωθρότητα του κόσμου, ως απάντηση στα βίαια μέτρα που σε καθημερινή βάση σχεδόν επιβάλλονται. Ο χρόνος, λοιπόν, λειτουργεί ευεργετικά, προς όφελος της εκάστοτε κυβέρνησης, η οποία ευελπιστεί, με την πάροδο του προαναφερόμενου συνοδοιπόρου της, ότι τα θύματα της κρίσης, δηλαδή όλοι οι πολίτες, θα ξεχάσουν εν μέρει μέσα από τη ρουτίνα και τους ρυθμούς της ζωής τους, τον οικονομικό τους Γολγοθά και θα προσμένουν απλά στο μέλλον κάποια αόριστη και πολλά υποσχόμενη ανάσταση.
     Το μνημείο του άγνωστου υπεύθυνου περιμένει τη λεζάντα του υπαίτιου για την αισχρή κατάσταση της χώρας. Η πολιτική έχει πλέον καταβαραθρωθεί. Η εξαίρεση του κανόνα, δηλαδή η πραγματική ασχολία και έγνοια για τα κοινά από πνευματικούς ανθρώπους, τείνει να θεωρηθεί έγκλημα κατά συνήθεια. Η διαπίστωση αυτή σωρηδόν, πως όλοι οι πολιτικοί είναι ανάξιοι αντιπρόσωποι του Έθνους, ψεύτες και εν τέλει εγκληματίες, έχει ισοπεδώσει το κύρος του Συντάγματός μας, το διεθνές μας βεληνεκές και την πίστη μας προς τους θεσμούς του κράτους. Δεν αντιλέγει κανείς ότι η κύρια ευθύνη βαραίνει αυτούς, όμως ποιούς συγκεκριμένα; Πίσω από ένα πέπλο ανωνυμίας τα φορτώνουμε όλα σε όλους. Ένας ολόκληρος κομματικός σχηματισμός κατηγορείται από έναν άλλο έτσι, αόριστα, με επιχειρήματα αερολογίας που δεν θα τα ξεστόμιζε ούτε καν ένας μέτριος μαθητής γυμνασίου. Οι πολίτες έχουμε απηυδίσει. Αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί. Όμως αυτή η απόγνωση, όπως συνέβη και με το κίνημα(;) των αγανακτισμένων διοχετεύεται με τη λάθος μορφή. Στο όνομα μιας ανωνυμίας που ευνοεί τους φυγόπονους πολιτικούς που πράγματι έφταιξαν και με τη συνδρομή της ασυλίας τους, ισοπεδώνεται ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου κατά γενική ομολογία είναι σαθρό.
     Η ανωνυμία όμως δεν σταματά εδώ. Η ανωνυμία της μάσκας σε επεισόδια από αναρχικούς, αντιεξουσιαστές, αντικομφορμιστές ή όπως αλλιώς κανείς επιλέξει να τους ονομάσει, ενισχύει το παράνομο της πράξης τους ή τον φόβο της σύλληψής τους. Συγκαταλέγομαι σε αυτούς που εναντιώνονται σε κάθε μορφής βία και πόσο μάλλον σε καταστροφές περιουσιών με ενδεχόμενες παράπλευρες ανθρώπινες απώλειες. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να δω το πρόσωπο αυτού που καταστρέφει τη δημόσια περιουσία για την οποία ο καθένας μας φορολογείται ή φαντάζομαι ότι ο γιος του αδικοχαμένου υπάλληλου της Μαρφίν θα ήθελε να δει τον αυτουργό, έμμεσο, ηθικό, άμεσο, μικρή σημασία έχει, του χαμού του γονιού του.
Η ανωνυμία έχει πολλές πτυχές επίδρασης. Θα μπορούσαμε να μέναμε για απέραντες ώρες στο θέμα αυτό και να εστιάζαμε για παράδειγμα στην παράλειψη είτε λόγω οκνηρίας είτε λόγω ωχαδερφισμού καταγγελίας σημαντικών πράξεων διαφθοράς, όπως ο χρηματισμός γιατρών σε δημόσια νοσοκομεία ή η δωροδοκία κρατικών υπαλλήλων. Η κατάληξη είναι ότι στο όνομα της ανωνυμίας σημειώθηκαν τεράστιες παρανομίες και τελέστηκαν βαρύτατα οικονομικά εγκλήματα (εγκλήματα λευκού περιλαιμίου μέσω ίδρυσης off shore εταιριών κλπ.) σε βάρος χιλιάδων πολιτών. Η ισονομία, η ισότητα και ο σεβασμός στο συνάνθρωπο έχουν χάσει την ουσιαστική τους αξία και ακούγονται μόνο στις προεκλογικές εκστρατείες.
          Όλα όμως προκύπτουν από ατομικές επιλογές. Το ζήτημα αν το μελάνι της υπογραφής μας θα είναι αόρατο εξαρτάται από το πόση ευθύνη βαστάμε να φέρουμε και από το πόσο φοβόμαστε τι θα γράψει η Ιστορία.



Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Camera Obscura


«Στασιμότητα. Η δύναμη της εικόνας σε μια φωτογραφία είναι η ικανότητά της να σταματά τη ροή των πραγμάτων, να εμποδίζει τον χρόνο να συνεχίσει και παράλληλα να ξεθάβει στιγμές, τις πιο πολλές φορές συνδυασμένες με ευχάριστα συναισθήματα.
Χρώματα. Κάνουν τις φωτογραφίες να δείχνουν πιο ελκυστικές. Όπως και οι κρέμες τις γυναικείες επιδερμίδες.
Πρόσωπα. Η ουσία της απεικόνισης. Σκηνές αυθόρμητες κι αληθινές. Αστείες πόζες και σπρωξίματα. Η χαρά της παρέας. Πρόσωπα χαμένα στις σκέψεις τους. Η ειλικρίνεια της στιγμής.
Όλα αυτά μου έρχονταν στο νου, όταν είχα όνειρο να γίνω φωτογράφος. Κι έπεσα στην παγίδα της «άπιαστης» ευτυχίας: Το όνειρό μου πραγματοποιήθηκε! Σπούδασα και ξεκίνησα να εργάζομαι. Τα πρώτα χρόνια κύλησαν δύσκολα. Με τον καιρό ήρθε και η αναγνώριση, η πελατεία και αρκετές δελεαστικές επαγγελματικές προτάσεις. Ήμουν από τους ελάχιστους ανθρώπους, ο οποίος έκανα αυτό που επιθυμούσα σε μια Ελλάδα της κρίσης με μόνιμο μάρτυρα το μελαγχολικό της φεγγάρι. Ένα φεγγάρι που έβλεπε τα πάντα και δεν μιλούσε. Ό,τι κατάφερα, το κατόρθωσα χωρίς μαγικό λυχνάρι, χωρίς να αγκιστρώνομαι σε ψεύτικες υποσχέσεις και φανταχτερά λόγια.»
-     «Μπαμπά, τι γράφεις εκεί;» Η μικρή κόρη του Ηλία μπήκε φουριόζικη μέσα στο δωμάτιο.
-     «Τίποτα... Κάτι μουτζούρες», είπε εκείνος υποκρινόμενος κι έκλεισε μεμιάς το τετράδιο με τις σημειώσεις του.
-     «Έλα λίγο μέσα. Σε ζητούν στο τηλέφωνο!»
-    «Αμέσως!», αποκρίθηκε ο Ηλίας δίνοντας ένα φιλί στο μέτωπο της μικρής Ναταλίας και σηκώθηκε από τη θέση του.
Στο τηλέφωνο ήταν ο αρχισυντάκτης από την εφημερίδα στην οποία δούλευε τα τρία τελευταία χρόνια. Καλός μισθός, που του προσέφερε τα προς το ζην – μπορεί και κάποιες φορές και τα προς το ευ ζην – με μοναδικό μειονέκτημα τη σχέση υπαλληλικής υποταγής του τελευταίου στις φιλόδοξες ορέξεις του διευθυντή του. Από τότε που ξεκίνησε να εργάζεται ο Ηλίας εκεί, τα εξώφυλλα της εφημερίδας χαρακτηρίζονταν από δυο λέξεις: ποιότητα και αποκλειστικότητα. Στην εικόνα απαθανατιζόταν ακόμη και η παραμικρή λεπτομέρεια με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια χρωμάτων και ανάλυσης. Τα βραβεία από το εξωτερικό έρχονταν το ένα μετά το άλλο και οι διακρίσεις πια αποτελούσαν μεγάλο κομμάτι του βιογραφικού του σημειώματος.
Τα ταξίδια στον τρίτο κόσμο, για να «αιχμαλωτίσει» στο χαρτί πρόσωπα από ισχνούς σκελετούς παιδιών, αποτέλεσαν την πιο επώδυνη εμπειρία του. Τη μέρα που αναχωρούσε για την Ελλάδα, πληροφορήθηκε ότι ένα από τα παιδιά που είχε φωτογραφίσει, έφυγε από τη ζωή το προηγούμενο βράδυ. Όμως υπήρχαν κι άλλες, απαιτητικές περιπτώσεις, όπως όταν προσπαθούσε να συλλάβει στον φακό μορφές προσώπων, τα οποία φέρονταν ως δράστες δωροδοκιών και χρήσης ναρκωτικών. Ως επί το πλείστον ήταν υπουργοί, διασημότητες του χώρου της διασκέδασης και πολλοί άλλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι θύτες του ποινικού υπόκοσμου.
Στο τηλέφωνο ήταν ο αρχισυντάκτης του. Έπρεπε να καλύψει τις διαδηλώσεις που λάμβαναν χώρα στο κέντρο της πρωτεύουσας για την έκδοση του φύλλου της επόμενης μέρας. Το φωτορεπορτάζ στις διαδηλώσεις πάντα κέντριζε το ενδιαφέρον του αγοραστικού κοινού και έφερνε κέρδη στην εκδοτική εταιρία. Χωρίς να έχει άλλη εναλλακτική, πήρε αμέσως τη φωτογραφική του μηχανή που ήταν αφημένη στο τραπεζάκι του σαλονιού και την κρέμασε στο λαιμό του. Χαιρέτισε την κόρη του και αφού υποσχέθηκε στην έγκυο σύζυγό του ότι θα προσέχει, κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες του κλιμακοστασίου της πολυκατοικίας. Προσπέρασε με ένα γρήγορο «γεια σου, μητέρα» την αγαπημένη του πεθερά, που κατοικούσε στον πρώτο όροφο του κτηρίου και η οποία έμεινε με την απορία στην ερώτησή της «Για πού το ’βαλες έτσι φουριόζος;». Είναι αλήθεια ότι η ο Ηλίας περίμενε πώς και πώς τη στιγμή που θα έβαζε στο κάδρο την τελευταία της φωτογραφία, την οποία φυσικά ο ίδιος θα είχε τραβήξει... Όμως απέταξε σχεδόν αμέσως τις κολασμένες σκέψεις απ’ το μυαλό του και κίνησε για το πεδίο της μάχης, όπου οι ειρηνικές πορείες είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε βίαια επεισόδια, που μαίνονταν για τα καλά στο κέντρο της Αθήνας.
Αναγκάστηκε να αφήσει το αυτοκίνητό του για περισσότερη ασφάλεια κοντά στο Θησείο και ανηφόρισε το δρόμο μέχρι το Σύνταγμα σχεδόν τρέχοντας. Θα είχε φτάσει πιο γρήγορα στον προορισμό του αν δεν προσπαθούσε επί πέντε ολόκληρα λεπτά να πείσει έναν παππού περίπου ογδόντα χρόνων ότι ο πετροπόλεμος στη Σταδίου μπορούσε να του κοστίσει τη σωματική του ακεραιότητα. Τι να αντιπρότεινε όμως κανείς στον ηλικιωμένο αυτό άνθρωπο, όταν έπαιρνε για απάντηση ένα κυνικό: «Γιατί; Πόσο θα με αφήσουν οι φόροι να ζήσω ακόμα;».
Οι αστυνομικές δυνάμεις χωρίς καμιά διάκριση προορισμού των χημικών που πετούσαν, γέμιζαν την ατμόσφαιρα της μεγάλης πλατείας με αποπνικτικά δακρυγόνα αέρια. Ο Ηλίας ίσα που πρόλαβε να χωθεί πίσω από το παρατημένο τραπεζάκι του πλανόδιου πωλητή κουλουριών στη γωνία της Καραγεώργη Σερβίας και Σταδίου, τη στιγμή που κομμένα μάρμαρα από το σταθμό του μετρό εκσφενδονίζονταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι του.
Έκανε κάποιες καλές λήψεις, αλλά σίγουρα η άβολη θέση του, έτσι όπως ήταν, μπρούμυτα, με τα ρούχα του να ακουμπούν στο λερωμένο σε καθημερινή βάση πεζοδρόμιο από σόλες χιλιάδων παπουτσιών, δεν του εξασφάλιζε το ποθητό αποτέλεσμα. Από το σημείο όπου βρισκόταν, κατάφερε να παρατηρήσει ότι το γωνιακό εμπορικό κατάστημα ήταν ανοιχτό. Αποφάσισε να ρισκάρει να αναμιχθεί με τον όχλο αστυνομικών, κουκουλοφόρων και απλών πολιτών και να τρέξει προς την πόρτα της πλαϊνής εισόδου. Εκεί έδειξε στους φύλακες ιδιωτικής αστυνόμευσης τα δημοσιογραφικά του διαπιστευτήρια και παρέκαμψε με σχετική ευκολία τις αρχικές τους αντιρρήσεις. Ανέβηκε στον πέμπτο όροφο και αντίκρισε την εικόνα, που τόσο διακαώς επιθυμούσε εξ αρχής: ένα γενικό πλάνο της Αθήνας να καίγεται, τα χημικά να έχουν θολώσει την ατμόσφαιρα και την πάλη μεταξύ των μονάδων αποκατάστασης τάξης και των εκπροσώπων της αταξίας να κρατεί καλά. «Υπέροχα», σκέφθηκε. «Χαλάλι το φιλοδώρημα στους φρουρούς της εισόδου. Θα βγάλω πολύ περισσότερα με τις φωτογραφίες» και ξεκίνησε να πατάει το κουμπί της μηχανής του με τα «κλικ» να διαδέχεται το ένα το άλλο.

«Μακελειό στην Αθήνα»! Αυτός ήταν ο τίτλος στο εξώφυλλο της καθημερινής και μεγαλύτερης σε κυκλοφορία πανελλαδικώς εφημερίδας την επόμενη μέρα. Ο αρχισυντάκτης έκανε λόγο για θρίαμβο, ενώ ο διευθυντής εξήρε για ακόμη μία φορά τις δεξιότητες του Ηλία στην τέχνη της φωτογραφίας. Ο εμπορικός διευθυντής μπήκε μέσα στην αίθουσα σύνταξης έκπληκτος, περιφέροντας με ασυγκράτητη χαρά στο αριστερό του χέρι ένα εκτυπωμένο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την Herald Tribune: «Ζητούν άδεια αναδημοσίευσης των εικόνων με δικό μας προτεινόμενο αντίτιμο!» Η ομάδα ξέσπασε σε έντονο χειροκρότημα.
Ολόκληρη η μέρα πέρασε με πανηγυρική διάθεση. Ο Ηλίας γύρισε σπίτι του το βράδυ με ένα πλατύ χαμόγελο, που δεν μπορούσε παρά να φανερώνει απίστευτη ικανοποίηση για το αποτέλεσμα που είχε κατορθώσει. Η σύζυγός του τον υποδέχθηκε με μια ζεστή αγκαλιά και η μικρή τους κόρη με ένα φιλί.
Κανάλια διεθνούς εμβέλειας έπαιζαν ως «αποκλειστικές» τις φωτογραφίες του. Πολιτικές εφημερίδες του εξωτερικού είχαν εξαγοράσει έναντι αδρής αμοιβής τις εικόνες που εκείνος είχε φυλακίσει στο φακό του. Πλέον έβλεπε τι είχε καταφέρει. Η Αθήνα φλεγόταν. Το ίδιο και η Ελλάδα. Από Έλληνες. Επιτιθέμενους και αμυνόμενους. Με λόγο και χωρίς. Το κράτος φαινόταν διαλυμένο για ακόμα μία φορά στα μάτια του κόσμου. «Μα μήπως δεν είναι στα αλήθεια;», διερωτήθηκε ρητορικά ο Ηλίας. Όμως τελικά ήθελε αυτό το αποτέλεσμα; Ήταν αλήθεια ότι επιθυμούσε απλώς να τέρψει τους ανωτέρους του, να ικανοποιήσει τις επαγγελματικές τους ορέξεις, να ανέβει στα μάτια τους. Μέχρι εκεί. Όμως, παράλληλα, έπεφτε στα μάτια των άλλων η χώρα του. «Ο θάνατός σου, Ελλάδα, η ζωή μου», σκέφθηκε με τύψεις. Μήπως ήταν ο μοναδικός που έκανε τέτοιους συλλογισμούς; Σαφώς και όχι... Τον είχαν προλάβει πρωτύτερα άλλοι, σαν τους μακρινούς συγγενείς που άξαφνα μαθαίνουν ότι κληρονομούν και πέφτουν πεινασμένοι στην περιουσία του κάπου αφημένου τους θείου. Μέσα στη σιωπή της δόξας και των δαφνών, με τις ψιχάλες να ακούγονται όπως έπεφταν ξεθωριασμένες πάνω στα παράθυρα της μονοκατοικίας του, συνειδητοποίησε ότι τα πάντα είναι θέμα επιλογών∙ ότι καμιά ύφεση μιας κοινωνίας δεν εξαπλώνεται ταχύτατα όπως ο ιστός μιας αράχνης, αν δεν βασίζεται στον πυρήνα που τη γέννησε: την ηθική κρίση των πολιτών της.
Την επόμενη μέρα ο Ηλίας παραιτήθηκε. Όλοι του οι συνεργάτες έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Τι κι αν προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν να αλλάξει την απόφασή του, τίποτα. Φωνή βοόντων εν τη ερήμω. Πώς ύστερα από μια τόσο μεγάλη επιτυχία και μια πορεία χρόνων παρατά κάποιος επαγγελματίας έτσι ξαφνικά τη δουλειά του; Κανένας τους δεν μπορούσε να καταλάβει, να δει πιο πέρα από το επιφανειακό.
Ο Ηλίας δεν άργησε να βρει θέση εργασίας. Διορίστηκε σε εταιρία κάλυψης πραγματικά χαρμόσυνων -αυτή τη φορά- γεγονότων. Ξεκίνησε μάλιστα την πρώτη του δουλειά με την επιμέλεια της βάφτισης της δεύτερης κόρης του, Αριάδνης.