«Στασιμότητα. Η
δύναμη της εικόνας σε μια φωτογραφία είναι η ικανότητά της να σταματά τη ροή
των πραγμάτων, να εμποδίζει τον χρόνο να συνεχίσει και παράλληλα να ξεθάβει
στιγμές, τις πιο πολλές φορές συνδυασμένες με ευχάριστα συναισθήματα.
Χρώματα. Κάνουν
τις φωτογραφίες να δείχνουν πιο ελκυστικές. Όπως και οι κρέμες τις γυναικείες
επιδερμίδες.
Πρόσωπα. Η
ουσία της απεικόνισης. Σκηνές αυθόρμητες κι αληθινές. Αστείες πόζες και
σπρωξίματα. Η χαρά της παρέας. Πρόσωπα χαμένα στις σκέψεις τους. Η ειλικρίνεια
της στιγμής.
Όλα αυτά μου έρχονταν
στο νου, όταν είχα όνειρο να γίνω φωτογράφος. Κι έπεσα στην παγίδα της «άπιαστης»
ευτυχίας: Το όνειρό μου πραγματοποιήθηκε! Σπούδασα και ξεκίνησα να εργάζομαι.
Τα πρώτα χρόνια κύλησαν δύσκολα. Με τον καιρό ήρθε και η αναγνώριση, η πελατεία
και αρκετές δελεαστικές επαγγελματικές προτάσεις. Ήμουν από τους ελάχιστους
ανθρώπους, ο οποίος έκανα αυτό που επιθυμούσα σε μια Ελλάδα της κρίσης με
μόνιμο μάρτυρα το μελαγχολικό της φεγγάρι. Ένα φεγγάρι που έβλεπε τα πάντα και
δεν μιλούσε. Ό,τι κατάφερα, το κατόρθωσα χωρίς μαγικό λυχνάρι, χωρίς να αγκιστρώνομαι
σε ψεύτικες υποσχέσεις και φανταχτερά λόγια.»
-
«Μπαμπά, τι γράφεις εκεί;» Η μικρή κόρη του Ηλία μπήκε
φουριόζικη μέσα στο δωμάτιο.
-
«Τίποτα... Κάτι μουτζούρες», είπε εκείνος υποκρινόμενος κι έκλεισε
μεμιάς το τετράδιο με τις σημειώσεις του.
-
«Έλα λίγο μέσα. Σε ζητούν στο τηλέφωνο!»
- «Αμέσως!», αποκρίθηκε ο Ηλίας δίνοντας ένα φιλί
στο μέτωπο της μικρής Ναταλίας και σηκώθηκε από τη θέση του.
Στο τηλέφωνο ήταν ο αρχισυντάκτης από την
εφημερίδα στην οποία δούλευε τα τρία τελευταία χρόνια. Καλός μισθός, που του
προσέφερε τα προς το ζην – μπορεί και κάποιες φορές και τα προς το ευ ζην – με
μοναδικό μειονέκτημα τη σχέση υπαλληλικής υποταγής του τελευταίου στις
φιλόδοξες ορέξεις του διευθυντή του. Από τότε που ξεκίνησε να εργάζεται ο Ηλίας
εκεί, τα εξώφυλλα της εφημερίδας χαρακτηρίζονταν από δυο λέξεις: ποιότητα και
αποκλειστικότητα. Στην εικόνα απαθανατιζόταν ακόμη και η παραμικρή λεπτομέρεια
με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια χρωμάτων και ανάλυσης. Τα βραβεία από το
εξωτερικό έρχονταν το ένα μετά το άλλο και οι διακρίσεις πια αποτελούσαν μεγάλο
κομμάτι του βιογραφικού του σημειώματος.
Τα ταξίδια στον τρίτο κόσμο, για να «αιχμαλωτίσει»
στο χαρτί πρόσωπα από ισχνούς σκελετούς παιδιών, αποτέλεσαν την πιο επώδυνη
εμπειρία του. Τη μέρα που αναχωρούσε για την Ελλάδα, πληροφορήθηκε ότι ένα από
τα παιδιά που είχε φωτογραφίσει, έφυγε από τη ζωή το προηγούμενο βράδυ. Όμως
υπήρχαν κι άλλες, απαιτητικές περιπτώσεις, όπως όταν προσπαθούσε να συλλάβει
στον φακό μορφές προσώπων, τα οποία φέρονταν ως δράστες δωροδοκιών και χρήσης
ναρκωτικών. Ως επί το πλείστον ήταν υπουργοί, διασημότητες του χώρου της
διασκέδασης και πολλοί άλλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι θύτες του ποινικού
υπόκοσμου.
Στο τηλέφωνο ήταν ο αρχισυντάκτης του. Έπρεπε
να καλύψει τις διαδηλώσεις που λάμβαναν χώρα στο κέντρο της πρωτεύουσας για την
έκδοση του φύλλου της επόμενης μέρας. Το φωτορεπορτάζ στις διαδηλώσεις πάντα
κέντριζε το ενδιαφέρον του αγοραστικού κοινού και έφερνε κέρδη στην εκδοτική
εταιρία. Χωρίς να έχει άλλη εναλλακτική, πήρε αμέσως τη φωτογραφική του μηχανή που
ήταν αφημένη στο τραπεζάκι του σαλονιού και την κρέμασε στο λαιμό του.
Χαιρέτισε την κόρη του και αφού υποσχέθηκε στην έγκυο σύζυγό του ότι θα προσέχει,
κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες του κλιμακοστασίου της πολυκατοικίας.
Προσπέρασε με ένα γρήγορο «γεια σου,
μητέρα» την αγαπημένη του πεθερά, που κατοικούσε στον πρώτο όροφο του
κτηρίου και η οποία έμεινε με την απορία στην ερώτησή της «Για πού το ’βαλες έτσι φουριόζος;». Είναι αλήθεια ότι η ο Ηλίας
περίμενε πώς και πώς τη στιγμή που θα έβαζε στο κάδρο την τελευταία της
φωτογραφία, την οποία φυσικά ο ίδιος θα είχε τραβήξει... Όμως απέταξε σχεδόν αμέσως
τις κολασμένες σκέψεις απ’ το μυαλό του και κίνησε για το πεδίο της μάχης, όπου
οι ειρηνικές πορείες είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε βίαια επεισόδια, που
μαίνονταν για τα καλά στο κέντρο της Αθήνας.
Αναγκάστηκε να αφήσει το αυτοκίνητό του για
περισσότερη ασφάλεια κοντά στο Θησείο και ανηφόρισε το δρόμο μέχρι το Σύνταγμα
σχεδόν τρέχοντας. Θα είχε φτάσει πιο γρήγορα στον προορισμό του αν δεν
προσπαθούσε επί πέντε ολόκληρα λεπτά να πείσει έναν παππού περίπου ογδόντα
χρόνων ότι ο πετροπόλεμος στη Σταδίου μπορούσε να του κοστίσει τη σωματική του
ακεραιότητα. Τι να αντιπρότεινε όμως κανείς στον ηλικιωμένο αυτό άνθρωπο, όταν
έπαιρνε για απάντηση ένα κυνικό: «Γιατί;
Πόσο θα με αφήσουν οι φόροι να ζήσω ακόμα;».
Οι αστυνομικές δυνάμεις χωρίς καμιά διάκριση
προορισμού των χημικών που πετούσαν, γέμιζαν την ατμόσφαιρα της μεγάλης πλατείας
με αποπνικτικά δακρυγόνα αέρια. Ο Ηλίας ίσα που πρόλαβε να χωθεί
πίσω από το παρατημένο τραπεζάκι του πλανόδιου πωλητή κουλουριών στη γωνία της Καραγεώργη
Σερβίας και Σταδίου, τη στιγμή που κομμένα μάρμαρα από το σταθμό του μετρό
εκσφενδονίζονταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι του.
Έκανε κάποιες καλές λήψεις, αλλά σίγουρα η
άβολη θέση του, έτσι όπως ήταν, μπρούμυτα, με τα ρούχα του να ακουμπούν στο
λερωμένο σε καθημερινή βάση πεζοδρόμιο από σόλες χιλιάδων παπουτσιών, δεν του
εξασφάλιζε το ποθητό αποτέλεσμα. Από το σημείο όπου βρισκόταν, κατάφερε να
παρατηρήσει ότι το γωνιακό εμπορικό κατάστημα ήταν ανοιχτό. Αποφάσισε να
ρισκάρει να αναμιχθεί με τον όχλο αστυνομικών, κουκουλοφόρων και απλών πολιτών
και να τρέξει προς την πόρτα της πλαϊνής εισόδου. Εκεί έδειξε στους φύλακες
ιδιωτικής αστυνόμευσης τα δημοσιογραφικά του διαπιστευτήρια και παρέκαμψε με
σχετική ευκολία τις αρχικές τους αντιρρήσεις. Ανέβηκε στον πέμπτο όροφο και
αντίκρισε την εικόνα, που τόσο διακαώς επιθυμούσε εξ αρχής: ένα γενικό πλάνο
της Αθήνας να καίγεται, τα χημικά να έχουν θολώσει την ατμόσφαιρα και την πάλη
μεταξύ των μονάδων αποκατάστασης τάξης
και των εκπροσώπων της αταξίας να
κρατεί καλά. «Υπέροχα», σκέφθηκε. «Χαλάλι το φιλοδώρημα στους φρουρούς της
εισόδου. Θα βγάλω πολύ περισσότερα με τις φωτογραφίες» και ξεκίνησε να
πατάει το κουμπί της μηχανής του με τα «κλικ» να διαδέχεται το ένα το άλλο.
«Μακελειό στην Αθήνα»! Αυτός ήταν ο τίτλος στο
εξώφυλλο της καθημερινής και μεγαλύτερης σε κυκλοφορία πανελλαδικώς εφημερίδας
την επόμενη μέρα. Ο αρχισυντάκτης έκανε λόγο για θρίαμβο, ενώ ο διευθυντής
εξήρε για ακόμη μία φορά τις δεξιότητες του Ηλία στην τέχνη της φωτογραφίας. Ο
εμπορικός διευθυντής μπήκε μέσα στην αίθουσα σύνταξης έκπληκτος, περιφέροντας
με ασυγκράτητη χαρά στο αριστερό του χέρι ένα εκτυπωμένο μήνυμα ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου από την Herald Tribune: «Ζητούν
άδεια αναδημοσίευσης των εικόνων με δικό μας προτεινόμενο αντίτιμο!» Η ομάδα
ξέσπασε σε έντονο χειροκρότημα.
Ολόκληρη η μέρα πέρασε με πανηγυρική διάθεση.
Ο Ηλίας γύρισε σπίτι του το βράδυ με ένα πλατύ χαμόγελο, που δεν μπορούσε παρά
να φανερώνει απίστευτη ικανοποίηση για το αποτέλεσμα που είχε κατορθώσει. Η
σύζυγός του τον υποδέχθηκε με μια ζεστή αγκαλιά και η μικρή τους κόρη με ένα
φιλί.
Κανάλια διεθνούς εμβέλειας έπαιζαν ως
«αποκλειστικές» τις φωτογραφίες του. Πολιτικές εφημερίδες του εξωτερικού είχαν εξαγοράσει
έναντι αδρής αμοιβής τις εικόνες που εκείνος είχε φυλακίσει στο φακό του. Πλέον
έβλεπε τι είχε καταφέρει. Η Αθήνα φλεγόταν. Το ίδιο και η Ελλάδα. Από Έλληνες.
Επιτιθέμενους και αμυνόμενους. Με λόγο και χωρίς. Το κράτος φαινόταν διαλυμένο
για ακόμα μία φορά στα μάτια του κόσμου. «Μα
μήπως δεν είναι στα αλήθεια;», διερωτήθηκε ρητορικά ο Ηλίας. Όμως τελικά ήθελε
αυτό το αποτέλεσμα; Ήταν αλήθεια ότι επιθυμούσε απλώς να τέρψει τους ανωτέρους
του, να ικανοποιήσει τις επαγγελματικές τους ορέξεις, να ανέβει στα μάτια τους.
Μέχρι εκεί. Όμως, παράλληλα, έπεφτε στα μάτια των άλλων η χώρα του. «Ο θάνατός σου, Ελλάδα, η ζωή μου»,
σκέφθηκε με τύψεις. Μήπως ήταν ο μοναδικός που έκανε τέτοιους συλλογισμούς; Σαφώς
και όχι... Τον είχαν προλάβει πρωτύτερα άλλοι, σαν τους μακρινούς συγγενείς που
άξαφνα μαθαίνουν ότι κληρονομούν και πέφτουν πεινασμένοι στην περιουσία του
κάπου αφημένου τους θείου. Μέσα στη σιωπή της δόξας και των δαφνών, με τις
ψιχάλες να ακούγονται όπως έπεφταν ξεθωριασμένες πάνω στα παράθυρα της
μονοκατοικίας του, συνειδητοποίησε ότι τα πάντα είναι θέμα επιλογών∙ ότι καμιά
ύφεση μιας κοινωνίας δεν εξαπλώνεται ταχύτατα όπως ο ιστός μιας αράχνης, αν δεν
βασίζεται στον πυρήνα που τη γέννησε: την ηθική κρίση των πολιτών της.
Την επόμενη μέρα ο Ηλίας παραιτήθηκε. Όλοι του
οι συνεργάτες έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Τι κι αν προσπαθούσαν να τον
μεταπείσουν να αλλάξει την απόφασή του, τίποτα. Φωνή βοόντων εν τη ερήμω. Πώς
ύστερα από μια τόσο μεγάλη επιτυχία και μια πορεία χρόνων παρατά κάποιος
επαγγελματίας έτσι ξαφνικά τη δουλειά του; Κανένας τους δεν μπορούσε να
καταλάβει, να δει πιο πέρα από το επιφανειακό.
Ο Ηλίας δεν άργησε να βρει θέση εργασίας.
Διορίστηκε σε εταιρία κάλυψης πραγματικά χαρμόσυνων -αυτή τη φορά- γεγονότων.
Ξεκίνησε μάλιστα την πρώτη του δουλειά με την επιμέλεια της βάφτισης της
δεύτερης κόρης του, Αριάδνης.