Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Σε εκείνους


Σήκωσε αργά, σχεδόν ευλαβικά την κορδέλα. Άξαφνα σαν φλας τής ήρθε  στον νου η σκηνή με το σκοινάκι που έπαιζε στην αυλή με τα αδέρφια της, δεκαετίες πριν. Τα αποτυπώματα από τα πατήματά της χάνονταν μέσα στη στάχτη, σε μαυρισμένα χαρτιά, μια μπλε πιπίλα και το παλιό κάδρο του σαλονιού, που κάποτε απεικόνιζε ένα καράβι σε γαληνεμένη θάλασσα, σε κάποιο δειλινό. Τώρα είχε απομείνει μόνο ένα μέρος από το κατάρτι στο ημικατεστραμμένο πανί. Για μια στιγμή κοκάλωσε. Τέντωσε τα αυτιά της και γύρισε πίσω, μήπως την είχαν πάρει είδηση. Η απαγόρευση ήταν ξεκάθαρη: κανείς στον τόπο του συμβάντος. Όχι του εγκλήματος. Επισήμως δεν υπήρχε έγκλημα... Ηρέμησε, όταν είδε έναν σκύλο σε πανικό να ξεπηδά προσπαθώντας να κρυφτεί. Μάλλον δεν είχε καταλάβει ότι ο κίνδυνος είχε περάσει. Ίσως και να έψαχνε το αφεντικό του. Για εκείνον ο κίνδυνος τώρα ξεκινούσε. 

Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν την ακολουθούσαν, συνέχισε να περπατά πάνω σε λιωμένα, καμένα υπάρχοντα, μέχρι που έφτασε στο μέρος που κάποτε ονόμαζε σπίτι της. Που ακόμη το έλεγε σπίτι της. Ημιερειπωμένο, στέρεο μα νεκρό. Ένα άδειο σπίτι γεμάτο αναμνήσεις. Οι διπλανοί είχαν πάθει μεγαλύτερο κακό: το δικό τους ήταν χωρίς μεγάλη ζημιά, μα δεν είχε πια ιδιοκτήτες να φιλοξενήσει.

Μπήκε μέσα. Έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα. Τα βήματά της γίνονταν όλο και πιο γρήγορα, πιο άγαρμπα, πιο αποφασιστικά. Έφτασε στη μαρμάρινη σκάλα και πήγε προς την αποθήκη. Έτρεμε όλο και περισσότερο για το τι θα συναντούσε, για το αν θα τις έβρισκε. Η ίδια εικόνα παντού. Οι φλόγες είχαν γλιστρήσει και εκεί, χωρίς καμιά ντροπή, χωρίς κανέναν φόβο Θεού. Αποκαΐδια και εδώ. Απελπίστηκε. Ακούμπησε πάνω στον τοίχο, τα πόδια της δεν την κράταγαν, οι μνήμες ήταν δυσβάσταχτες και κάπου εκεί, ανάμεσα σε δαχτυλίδια - κειμήλια, σε λιωμένα στυλό και ξύλα που κάποτε ήταν καρέκλες, διέκρινε ένα χαμόγελο. Πλησίασε και έδιωξε τις στάχτες. Μισή φωτογραφία και λίγο παραπάνω είχε σωθεί. Αρκεί που σωζόταν αυτό το χαμόγελο... Αγκάλιασε τη φωτογραφία τόσο σφιχτά, όπως όταν είχε πάρει το πρώτο της δώρο από ένα παιχνιδάδικο στην Αθηνάς.

- "Κυρία μου, τι κάνετε εδώ; Δεν πρέπει να είστε εδώ!", διέκοψε τις σκέψεις της ένας αστυνομικός με δακρυσμένα από την κάπνα μάτια.

- "Εσείς τι κάνετε εδώ. Εδώ είναι το σπίτι μου."

- "Χρειάζεστε βοήθεια; Δεν υπάρχει κανείς εδώ."

- "Κάνετε λάθος. Μόλις τον βρήκα."

Ξεμπέρδεψε τα χέρια της από το στέρνο και απελευθέρωσε τη φωτογραφία.

- "Ο εγγονός μου."

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Ο κύριος δήμαρχος








Κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στην πλατεία της κωμόπολης και περίμενε πώς και πώς τον χαιρετισμό του δημάρχου. Ύστερα από είκοσι λεπτά καθυστέρησης της ομιλίας, (οι καθυστερήσεις άλλωστε ταιριάζουν στις διασημότητες) ο ψηλός, μεσόκοπος μα ευθυτενής πρώτος άρχοντας της πόλης, έφτασε. Ίσιωσε κι άλλο το κορμί του, όσο έπαιρνε. Ανέβηκε στο βήμα, καθάρισε τον λαιμό του, κοίταξε το συγκεντρωμένο πλήθος στα μάτια και έπιασε το έδρανο με αυτοπεποίθηση. Χαμογέλασε και άφησε το δεξί του χέρι από το βήμα πιάνοντας από την τσέπη του σακακιού του ένα χαρτί. Το ξετύλιξε αργά λες και το ντρεπόταν, πήρε μια βαθιά ανάσα και, αφού έριξε μια ματιά σε αυτά που έγραφε, είπε με περισσό θάρρος σηκώνοντας τα μάτια προς το πλήθος: "Καλή σας μέρα!" Το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Τύλιξε πάλι το χαρτί και με ένα πλατύ χαμόγελο για την εκτέλεση του χρέους του επέστρεψε στην πρώτη σειρά της εκδήλωσης, που ήταν γεμάτη από καρέκλες του γύφτου.