Ο αγώνας αξίζει περισσότερο από το αποτέλεσμα. Έτσι μας μάθαιναν στο
σχολείο, ότι το ταξίδι της προσπάθειας είναι εκείνο που μετρά πάντοτε. Εν
προκειμένω, εδώ και ένα χρόνο με την νέα, επαναστατική κυβέρνηση που μοίρασε την
ελπίδα αφειδώς, ανενδοίαστα και αγόγγυστα, ακόμη και ο τελευταίος νοήμων
Έλληνας έχει αντιληφθεί ότι όχι μόνο δεν υπάρχει στον ήλιο μοίρα αλλά ούτε και
στο φεγγάρι. Η αισχρή κατάσταση του οιονεί μας κράτους, ύστερα από τις
κυβερνήσεις των τελευταίων τουλάχιστον δέκα ετών, φοβάμαι ότι προσεγγίζει το μη αναστρέψιμο. Και αυτό, διότι πολύ απλά ο πόλεμος έχει χαθεί και πλέον οι
υποτυπώδεις μάχες γίνονται για την τιμή των άσφαιρων όπλων. Τα πράγματα δεν θα
μπορούσαν να είναι περισσότερο σαφή: «Pacta sunt servanda», λέμε στην Νομική, ή
αλλιώς: «οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται».
Η παραπάνω αρχή του Διεθνούς Δικαίου σε συνδυασμό με την αδιάσπαστη
συνέχεια του κράτους ανεξαρτήτως του εκάστοτε κόμματος που βρίσκεται στην
εξουσία, δεσμεύει τους κυβερνώντες να υπακούσουν σε όσα έχουν δεσμευτεί. Λογικό
αλλά όχι δεδομένο στις μέρες μας, καθώς χρειάστηκαν δύο εκλογικές αναμετρήσεις
και ένα δημοψήφισμα για το μεγάλο «όχι» και στο τέλος για την δουλική υπογραφή
τρίτου προγράμματος στήριξης. Ερωτάται, λοιπόν, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση
«δικαιούται» να εντέλλεται αυτόνομα και ανεξάρτητα κράτη – μέλη της να εκτελέσουν
αποφάσεις που βαίνουν κόντρα σε βασικά ατομικά δικαιώματα, κατοχυρωμένα από το
Σύνταγμά τους. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στην έλλειψη καθαρής
και ουσιαστικής νομιμοποίησης του υβριδικού μορφώματος της Ένωσης να νομοθετεί.
Από πού αντλεί την εντολή; Από το ενιαίο εκλογικό σώμα της ευρωπαϊκής ηπείρου
αρχικά, θα ’λεγε κανείς. Ενώ, πράγματι, έχει αυτή την υπερεξουσία και
αρμοδιότητα, οι λαοί της Ευρώπης μέσω των έμμεσων εκλογών (έμμεσων, καθώς δεν
υπάρχουν ψηφοδέλτια των ευρωπαϊκών δυνάμεων και συσχετισμών, αλλά οι εκλογές
γίνονται στο εσωτερικό του κάθε κράτους) δίνουν ψήφο αντιπροσώπευσης σε
εκλεγμένους βουλευτές του Ευρωκοινοβουλίου, του οποίου οι εξουσίες είναι
προδήλως περιορισμένες σε σχέση με αυτές της συζυγίας Ευρωπαϊκής Επιτροπής -
Συμβουλίου. Συνταγματικό ζήτημα δεν τίθεται καθώς με βάση το άρθρο 28 του
Συντάγματος οι έξωθεν νομοθετικές εντολές ενσωματώνονται πλήρως στο εθνικό
νομοπαρασκευστικό σώμα και στη συνέχεια γίνονται νόμοι του κράτους, αφού
τηρηθούν οι απαιτούμενες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Η βραδυκίνητη αντίληψη
της αντίδρασης και αντίστασης των λαών των χωρών για μια πιο άμεση, δημοκρατική
και κοινωνική Ευρώπη έχει κοστίσει μέχρι τώρα τεράστια απώλεια περιουσιών και
κυρίως ζωών στις μεσογειακές προπαντός χώρες.
Δεχόμενοι την έστω τυπική – και καθ’ όλα νόμιμη
βέβαια – υπερεξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προχωρούμε στο στάδιο του
τις πράγματι πταίει. Μα ασφαλώς εκείνος που δεσμεύεται. Η ελευθερία των συμβάσεων
ισχύει και στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Το κράτος αν θέλει, υπογράφει. Ως
επακόλουθο, δεσμεύεται. Αν δεν υπογράψει, δεν δεσμεύεται. Τα πακέτα «στήριξης»
και «τοκογλυφικής φιλανθρωπίας» μπορεί να συνοδεύονται με χίλιους δυο
επιθετικούς προσδιορισμούς από το πλούσιο ελληνικό λεξιλόγιο, όμως δεν παύουν να
αποτελούν προϊόντα διαπραγμάτευσης των ελληνικών κυβερνήσεων. Θα σταθώ για λίγο
στο 2010, όπου ο τότε πρωθυπουργός όχι απλώς δεν τόλμησε να κρατήσει μια σκληρή
στάση, αλλά ούτε καν να διαπραγματευτεί με σθένος την ισχυρή τότε θέση της
χώρας. Ισχυρή για τον πολύ απλό λόγο: Η Ευρώπη το 2010 ήταν πλήρως
απροετοίμαστη για μια έξοδο ενός κράτους – μέλους της από την ευρωζώνη,
επομένως ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να πιέσει για ευνοϊκότερους όρους
στήριξης ή καλύτερα για όχι τόσο δυσβάσταχτους. Δεν θέλω να υποκύψω στα διάφορα
σενάρια συνωμοσίας ότι τάχα «συνέφερε» κάποιους η υπογραφή του
μνημονίου και υποδούλωση της χώρας υπό τους αναίσχυντους όρους. Εφόσον, λοιπόν,
ο πρωθυπουργός υπέγραψε ένα έτοιμο κείμενο χωρίς να αρθρώσει ένα ουσιαστικό
«μα» (ίσως να άρθρωσε κάποιο «μα» διπλά επαναλαμβανόμενο μόλις αντίκρισε τη
συμφωνία), υποθήκευσε τη χώρα και το χειρότερο: υποθήκευσε τα όνειρα της νέας
γενιάς. Και όταν υποθηκεύονται τα όνειρα, ελευθερώνονται οι εφιάλτες.
Η ουσιαστικά αποτυχημένη διακυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων έδωσε τη
δύναμη και την ευκαιρία σε ένα κόμμα διαμαρτυρίας να φουσκώσει σαν τσουρέκι του
Πάσχα και να γίνει κόμμα εξουσίας, όντας πλήρως απροετοίμαστο, μέσα σε πολύ
σύντομο χρονικό διάστημα. Το γεγονός, άλλωστε, ότι το ίδιο το κυβερνών κόμμα ξεσηκώνει
τον κόσμο σε απεργία εναντίον του, δηλώνει εκ πρώτης όψεως την πλήρη άγνοια του
ρόλου του. (Γιατί εκ δευτέρας όψεως αποτελεί ένα αριστοτεχνικό επικοινωνιακό
κόλπο, για να δείξει ο σαραντάχρονος πρωθυπουργός μας – στον οποίο επιτρέπεται
λόγω ηλικίας κατά τα λεγόμενά του να έχει την ίωση της οίησης – ότι εφαρμόζει
μέτρα που εξαναγκαστικά παίρνει και με τα οποία δεν συμφωνεί.) Το κυβερνών
κόμμα είχε μία ξεκάθαρη άποψη πίσω από τις δεκάδες προεκλογικές (πρώτος γύρος
εκλογών – Ιανουάριος 2015) εξαγγελίες, που ανέδυαν από μακριά την οσμή του
ψεύδους τους: «Πάνω απ’ όλα η πορεία της χώρας εντός ευρωπαϊκού πλαισίου.» Έτσι
είχε ανακοινώσει ο πρωθυπουργός, όπερ μεθερμηνευόμενον: Ευρώ με κάθε θυσία. Ο
απλός ψηφοφόρος, όμως, συνεπαρμένος ακόμη από το πανηγύρι για την επαναφορά της
13ης σύνταξης, δεν έδωσε σημασία ή δεν άκουσε καν τον κρότο της
παραπάνω δήλωσης. Η αλήθεια είναι ότι επικοινωνιακά η κυβέρνηση έχει κερδίσει
πολλά παιχνίδια. Δεν πρέπει να έχει ξανασυμβεί στα ευρωπαϊκά χρονικά κυβέρνηση να
υπογράφει συμφωνία χειρότερη από αυτή που αρνιόταν να υπογράψει και παρά το βροντερό
«όχι» του δημοψηφίσματος και με κλειστές τις τράπεζες να κατορθώνει να βγαίνει
ξανά πρώτο κόμμα με διαφορά περίπου 8%! Μεγάλος νικητής η αποχή, αργυρό μετάλλιο στον νεαρό μας πρωθυπουργό με ολίγη οίηση και με μεγάλο ηττημένο μέρος σύσσωμη
την αντιπολίτευση, που αντί να εκμεταλλευτεί την κυβερνητική φθορά, με την
ανικανότητά της, μείωσε κι άλλο τα ποσοστά της αφήνοντας το νεοναζιστικό
κομματικό μόρφωμα της χρυσής αυγής να αλωνίζει ανενόχλητο στο Κοινοβούλιο.
Συμπέρασμα: Η απόγνωση του εκλογικού σώματος απέναντι στα παλιά δύο μεγάλα
κόμματα είναι τόσο μεγάλη, που αποφασίζει να δώσει ακόμη μία ευκαιρία σε ένα
πρωθυπουργοκεντρικό κόμμα, άφθαρτο σχετικά, μήπως ο τόπος δει κάποια καλύτερη
μέρα.
Η ψυχολογία της μάζας έχει αναλυθεί ως θεωρία σε αμέτρητα πονήματα. Εδώ θα
αναφερθεί μόνο το εξής: Οι πολίτες χρειάζονται μια ελπίδα. Όχι δύο. Έστω και
μία. Αν δεν δοθεί αυτή, πρέπει η απογοήτευσή τους και η οργή τους να
διοχετευθούν σε άλλα κόμματα. Διέξοδος, όμως, δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Τα
πάλαι ποτέ δύο μεγάλα έχουν βρεθεί στα τάρταρα του θυμικού, το κομμουνιστικό
κόμμα Ελλάδος αρνείται να πει «ναι» ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό, το
Ποτάμι αρχίζει να στερεύει και μάλλον θα μετατραπεί σε αρδευτικό κανάλι, οι
ΑΝΕΛ ετοιμάζονται για το μεγάλο «αντίο», ενώ ο συμπαθητικός κύριος Λεβέντης
έκανε μία σύντομη εμφάνιση λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί, βλέποντας το όνειρό του να
γίνεται επιτέλους πραγματικότητα και να μιλά από το βήμα της Βουλής. Δεν υπάρχει
εναλλακτική λύση και οι κραδασμοί του πολιτικού θυμού πρέπει από κάπου να
απορροφηθούν. Δυστυχώς, δεν φαίνεται στον ορίζοντα άλλος δρόμος πέρα από μορφές
συγκυβερνήσεων ή οικουμενικής κυβέρνησης. Αυτό το επακόλουθο θεωρείται
από πολλούς αναπόφευκτο, καθώς το ποσοστό της αποχής θα γίνεται όλο και
μεγαλύτερο, όλο και απογοητευτικότερο και τα ποσοστά της θετικής ψήφου θα
μειωθούν δραματικά. Η αποχή, όμως, δεν αντιστοιχεί σε τίποτε άλλο παρά σε
φυγοπονία. Έτσι, δεν σώζεται ούτε ο λαός ούτε το κράτος.
Η τακτική, πλέον, της κυβέρνησης να ανακοινώνει ένα πολύ σκληρό μέτρο, ώστε
να το παρουσιάζει στη συνέχεια ηπιότερο και να φαίνεται ότι κάτι κέρδισε στη
διαπραγμάτευση γίνεται για καθαρά ψυχολογικούς λόγους. Εξηγούμαι με το εξής
παράδειγμα: Έχει συμφωνηθεί ο Λ (λαός) να πληρώσει φόρο 100. Η κυβέρνηση έχει
δεσμευτεί. Ανακοινώνει, λοιπόν ότι ο Λ θα πληρώσει φόρο 120, έτσι ώστε μετά τις
αντιδράσεις από τον Λ να μειωθεί ο φόρος στο συμφωνημένο 100 και να φανεί στον
διαμαρτυρόμενο Λ ότι πέτυχε κάτι, ότι νίκησε έστω και σε μία μικρή μάχη μπροστά
σε έναν από καιρό χαμένο πόλεμο.
Όμως, μπορεί ένα κράτος να ανακάμψει, όταν τις
ιστορικές πλάτες του βαραίνει ένας ασήκωτος εμφύλιος πόλεμος και η διχόνοια;
Πώς μπορεί να πάει μπροστά, όσο μπορεί να πάει με τα σημερινά δεδομένα, μια
χώρα της οποίας οι κάτοικοι μπορούν να πιαστούν στα χέρια ακόμη και κατά τη
διάρκεια μιας διαδρομής με ταξί; Η κατάσταση χρειάζεται νηφαλιότητα και κυρίως
αποχρωματισμό από φανατικές τακτικές που μας διχάζουν. Κανείς, βέβαια, δεν θα
μπορούσε να διασφαλίσει ότι θα πετύχουν οι όποιες υποχωρήσεις και οι
συμβιβασμοί ενός λαού. Αρκεί, όμως, οι συμβιβασμοί αυτοί να είναι αξιοπρεπείς.
Αρκεί τα όποια μέτρα να σέβονται ότι η Ελλάδα και η κάθε Ελλάδα αποτελεί
ανεξάρτητο και αυτόνομο κράτος και όχι προτεκτοράτο ενός μορφώματος χωρίς άμεση
δημοκρατική νομιμοποίηση. Και το κυριότερο ότι οι οικονομικοί όροι έχουν να
κάνουν με ανθρώπινες ζωές και όχι με μαθηματικές εξισώσεις.
Η επόμενη μάχη που μένει να κερδηθεί είναι αυτή της υπομονής και της
επιμονής. Θα παραλλάξω το γνωστό προεκλογικό σύνθημα «Η Ευρώπη αλλάζει, η
ελπίδα έρχεται» σε: «Η Ελλάδα αλλάζει, η Ευρώπη έρχεται», καθώς σπίτια
αλλάζουν ιδιοκτήτες λόγω ανεξόφλητων δανείων και η Ευρώπη, ύστερα από το σόου
του κυρίου Γιάννη Βαρουφάκη (προτιμώ τα δύο νι, ένα για το όνομα και το άλλο
για τη χάρη), επανέρχεται πιο θυμωμένη από ποτέ, διότι έχει να αντιμετωπίσει
μια αφερέγγυα χώρα, που δεν τιμά τα όσα έχει απερίσκεπτα και απαράδεκτα υπογράψει.
Τα θεμέλια της γηραιάς ηπείρου τρίζουν λόγω του προσφυγικού και του
τρομοκρατικού ζητήματος και ίσως η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας βοηθήσει στο
να της δοθεί το δηλητήριο σε περισσότερες δόσεις και όχι μια και καλή. Αντίδοτο
θα παραμείνουν από τη μια ο γερός θεσμός της οικογένειας που αποκρούει τις
δονήσεις από τους μετασεισμούς της κρίσης και από την άλλη η βαριά μας ιστορία
που υπενθυμίζει ότι κάπου, κάποτε θυμηθήκαμε να αντιδράσουμε με το κεφάλι ψηλά.
Και σήμερα έχουμε ανάγκη όσο τίποτε άλλο από κεφάλια ψηλά παρά από κεφάλια
πεσμένα.