Η θεμελιώδης αρχή του Ποινικού Δικαίου και ο βασικός κορμός σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελούν τον κεντρικό θεματικό άξονα του έργου: Εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου. (Πρωτότυπο κείμενο του Reginald Rose, που αποτέλεσε επίσης και το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Sidney Lumet.) Η παράσταση που εξακολουθεί να παίζεται με απόλυτη επιτυχία στο θέατρο Αλκμήνη στον Κεραμεικό με τα ηνία της σκηνοθετικής σκακιέρας στην Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, η οποία, μαζί με τον Νότη Παρασκευόπουλο, επεξεργάστηκαν και μετέφεραν το κείμενο στην ελληνική γλώσσα. Η υπόθεση είναι η εξής: Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη το 1957. Ένα αλλοδαπό αγόρι 16 ετών κατηγορείται για τον φόνο του πατέρα του και οι 12 ένορκοι πρέπει να αποφασίσουν για την καταδίκη ή την αθώωσή του.
Η παράσταση ξεκινά άμεσα και χωρίς χρονοτριβές φτάνει σε λίγα λεπτά στην ουσία: στην επιχειρηματολογία υπέρ ή κατά της αθώωσης του παιδιού. Σημειωτέον ότι σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, η ποινή που απειλείται είναι ο θάνατος. Η ατμόσφαιρα εισάγει τον θεατή αμέσως στο τότε κλίμα της εποχής. Σε αυτό βοηθούν τα εύστοχα επιλεγμένα κοστούμια (Κική Μήλιου), η επιμελημένη επίπλωση του χώρου (David Negrin), η επιβλητική μουσική (Γιώργος Περού) και κυρίως ο άψογος φωτισμός, που προσδίδει τον κατάλληλο μυστικιστικό τόνο στην ατμόσφαιρα (Αλέξανδρος Αλεξάνδρου). Πρώτος στόχος επετεύχθη: η συμμετοχή του θεατή σαν να ήταν ο ίδιος ένορκος και να ψήφιζε.
Κι ενώ ίσως κάποιος θα χαρακτήριζε "κλειστοφοβικό" το σκηνικό, όπου εκτυλίσσεται η πλοκή, κάθε άλλο παρά μειονέκτημα θα μπορούσε να αποτελέσει. Ποιος δεν θα 'θελε, άλλωστε, να κοιτά μέσα από την κλειδαρότρυπα το κονκλάβιο καρδιναλίων τη στιγμή της κρίσιμης ψηφοφορίας περιμένοντας τον λευκό καπνό; Έτσι, λοιπόν, κι εδώ αποδεικνύεται για ακόμη μία φορά ότι οι πιο ταπεινές και προσεγμένες δουλειές, χωρίς να είναι απαραιτήτως πολυδάπανες, όχι μόνο παράγουν αλλά αναπαράγουν πολιτισμό, γαλουχώντας μέρα με τη μέρα και καινούριους θεατές.
Η εξέλιξη της πλοκής κλιμακώνεται με το πέρασμα της ώρας και αυτό γιατί τα επιχειρήματα υπέρ της αμφιβολίας της ενοχής του κατηγορουμένου όλο και αυξάνονται. Οι φωνές των ενόρκων γίνονται όλο και πιο δυνατές και σιγά - σιγά το σκορ ανατρέπεται από το αρχικά απογοητευτικό 11-1, υπέρ της καταδίκης. Ο ένορκος Νο 8 (Χριστόδουλος Στυλιανού) σαν άλλη αλογόμυγα του Σωκράτη σπείρει υπόνοιες αμφισβήτησης των μαρτυρικών καταθέσεων και των αποδεικτικών στοιχείων και όχι άδικα. Έχοντας υπόψη ότι ο αυτεπαγγέλτως διοριζόμενος δικηγόρος από το δικαστήριο δεν συνδέεται με τον κατηγορούμενο με πελατειακή σχέση με συνέπεια να μην τον ενδιαφέρει η έκβαση της υπόθεσης αφενός και ότι ο κάθε ένορκος χωριστά βιάζεται να ψηφίσει, για να γυρίσει στην καθημερινότητά του αφετέρου, θα 'λεγε κανείς ότι θα 'ταν ζήτημα λίγων λεπτών η καταδικαστική ετυμηγορία. Όμως με την πάροδο του χρόνου το ζήτημα του ότι μία ανάταση των χεριών μπορεί να βοηθήσει στην κατάβαση μιας ψυχής στον Άδη ή αλλιώς ότι οι ένορκοι μπορούν να παίξουν μια ζωή κορώνα - γράμματα κάθε άλλο παρά διεκπεραιωτικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Έχουμε αρκετές κορυφώσεις, οι οποίες καταλήγουν σε μεγάλες λεκτικές αλήθειες ή ακόμη μεγαλύτερες σιωπές αμφιβολίας.
Η σκηνοθέτης πιάνοντας εύστοχα το πνεύμα μιας παρέας ανδρών που γνωρίζονται αναγκαστικά, ώστε να υπηρετήσουν την αποστολή και τον σκοπό, για τον οποίο τους διόρισε η Πολιτεία, καταφέρνει να δέσει πολύ όμορφα τις αντιρρήσεις τους. Ο πιο λογικός διαδέχεται τον οξύθυμο κ.ο.κ. Τα κωμικά διαλείμματα αποκλιμάκωσης δεν λείπουν - βλ. κωμικές στιγμές από τον Ένορκο Νο3 κυρίως - , αποτελώντας το αλατοπίπερο στο εγκεφαλικό αυτό θρίλερ, δημιουργώντας έτσι ένα "δικαστικό Sleuth".
Η κλιμακωτή δράση χωρίζεται σε συνεχείς (νέες) ψηφοφορίες, όπου οι ένορκοι, ο ένας μετά τον άλλο, αλλάζουν τη γνώμη τους. Τα επιχειρήματα δίνουν και παίρνουν, η απόγνωση κορυφώνεται και η αμφιβολία διαχέεται όλο και περισσότερο στην ατμόσφαιρα. Τα δευτερεύοντα ζητήματα που θίγονται δεν παύουν να είναι ακανθώδη: προκατάληψη κατά των μεταναστών, πατριαρχικά πρότυπα οικογενειών και αυταρχισμός είναι μερικά από αυτά με κορωνίδα τους την ανάγκη ύπαρξης ή μη της θανατικής ποινής ακόμη και στις μέρες μας. Ένα ακόμη ερώτημα θα μπορούσε να 'ναι και το αν πραγματικά χρειάζονται οι ένορκοι ή αν θα εξασφαλιζόταν μια δικαιότερη δικαστική απόφαση αν αποφάσιζαν μόνο δικαστές, άτομα δηλαδή με νομικές γνώσεις. Την απάντηση μας τη δίνει το ίδιο το έργο: Αν ο συνήγορος υπεράσπισης υποπέσει σε κάποιο σφάλμα και η έδρα δεν είναι αρκούντως προσεκτική, τότε η νομική βασιμότητα των ισχυρισμών συντρίβεται στη στιγμή. Το σώμα των ενόρκων, από την άλλη, αντιπροσωπεύει την κοινή πείρα, τους απλούς πολίτες, οι οποίοι, αν και χωλαίνουν σε νομικό επίπεδο, εντούτοις είναι περισσότερο "τσαλακωμένοι" μέσα στην και από την κοινωνία. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορούν να καταλάβουν ευκολότερα τα κίνητρα και την ψυχοσύνθεση του εκάστοτε κατηγορούμενου.
Αυτός ο ακροβατισμός ανάμεσα στον ενδοιασμό και τη βεβαιότητα μεταδίδεται στο κοινό στο έπακρο μέσα από τις άψογες ερμηνείες όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών.
Αρκεί ένα "όχι" μπροστά στα αδηφάγα "ναι", για να κάνει την ανατροπή; Μπορεί μια φωνή να ανατρέψει μια ήδη προειλημμένη απόφαση; (παραλληλισμός πρώτος του γράφοντος με την εθνική οικονομική κρίση) Η δύναμη της μειοψηφίας, όταν καταλαγιάζει η αντάρα από το συνονθύλευμα των φωνών των δημοκρατών συμπολιτών, ίσως τελικά και να μην αντιπροσωπεύει τον αρχικό μειοψηφικό αριθμό (ή καλύτερα μυωψ-ηφικό;) Το δικαίωμα ακρόασης, όταν παίζονται ανθρώπινες ζωές (παραλληλισμός δεύτερος του γράφοντος με την εθνική οικονομική κρίση), πρέπει να δίνεται σε κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως των καταβολών του ή των πολιτικών / προσωπικών του προσανατολισμών. Στο έργο θίγονται διαχρονικοί προβληματισμοί, που περνούν υποσυνείδητα στον θεατή, κάνοντάς τον να σκεφτεί μήπως έσφαλε, επειδή βιάστηκε να κλείσει το παράθυρο του αυτοκινήτου του στον περαστικό επαίτη ή μήπως βιάστηκε να γιουχαΐσει τον αλλοδαπό σημαιοφόρο μαθητή.
Εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου λοιπόν, ή αλλιώς, όπως έλεγαν και οι Λατίνοι, "in dubio pro reo". Η αυλαία πέφτει, τα φώτα σβήνουν, οι ένορκοι γίνονται πάλι πολίτες και οι θεατές υποψήφιοι ένορκοι, που, φεύγοντας από το θέατρο Αλκμήνη, μπορούν με παρρησία να απαντήσουν στο δίλημμα για το ποιο εκ των δύο θα 'ταν τελικά καλύτερο: Η καταδίκη ενός αθώου ή η αθώωση ενός ενόχου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δηλώστε το "παρών"...