Ακολουθεί η λογοτεχνική οπτική μου πάνω στη νέα και πολλά υποσχόμενη συγγραφική προσπάθεια του Χάρη Κανδηλώρου "Αναπάντεχνα", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Mabrida/Σοφιανός. Τον ευχαριστώ θερμά για την τιμή που μου έκανε να παρουσιάσω το νέο του βιβλίο, ακόμη μία φορά και από το ιστολόγιο αυτό.
Η
συλλογή περιστρέφεται γύρω από τον κυρίαρχο άξονα της φαντασίας με
πρωταγωνιστές τα ζώα, τη φύση, τα χρώματα και στο τέλος τον άνθρωπο, ο οποίος
απομυθοποιείται και εν τέλει απογυμνώνεται από την κατ’ εικόνα σάρκα του. Και
τότε έρχεται η τραγική διαπίστωση: το τι μένει, δηλαδή, αν βγάλουμε το
περιτύλιγμα, το φαίνεσθαι. Την απάντηση έρχεται να μας δώσει η συνεχώς
υποβόσκουσα αίσθηση λεπτής ειρωνείας που διαπερνά ολόκληρο το έργο. Οι
χίμαιρες, οι μινώταυροι, οι σφίγγες, ο Πήγασος, ο Κένταυρος, οι ιπποπόταμοι
παρελαύνουν αγέρωχοι και συμμετέχουν σε ένα συμβολικό παιχνίδι, καθώς δεν
υπάρχει ήρωας που να μην αποτελεί και ένα σύμβολο, να μην υποδεικνύει και
κάποιον συμβολισμό, να μην πολιορκεί και κάποια αλληγορία. Και εδώ έρχεται να
αναδυθεί ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα του βιβλίου: ότι δεν αποτελεί απλώς ένα
δέσιμο 21 ασύνδετων ιστοριών χωρίς νόημα. Το αντίθετο. Οι ιστορίες προκαλούν
την αντίδραση του αναγνώστη, τον κάνουν να σκεφτεί γιατί ειπώθηκε αυτό ή το
άλλο. Για ποιο λόγο στους «Μικρούς θεούς» και στα «Μαθήματα ζωής»,
η εκκωφαντική σιωπηλή ενοχή μας, σκύβει το θλιμμένο της κεφάλι και υποκλίνεται
στον οργουελικό κόσμο διοίκησης των ζώων; Σε κάποια στιγμή ρωτά ο μικρός
ιπποπόταμος τη μητέρα του τι σημαίνει η λέξη συνετός. Τότε εκείνη του απαντά: «Αυτός
που δεν σκέπτεται ανατρεπτικά όπως εσύ, αλλά κοιτάει το συμφέρον του. Πάρε τώρα
αυτή τη μεγάλη πλάκα σοκολάτα και άδειασε το μυαλό σου από κάθε σκέψη.»
Αλλού ένας γέρος με ολόλευκη γενειάδα απορεί γιατί το πιο προικισμένο ζώο της
γης απέτυχε στον προορισμό που του είχε αναθέσει. Και απορούμε κι εμείς τελικά
με ένα αμήχανο χαμόγελο. Όμως για λίγο. Διώχνουμε μεμιάς μακριά την ταμπέλα του
ωχαδερφιστή, του συμφεροντολόγου. Εμείς δεν είμαστε τέτοιοι. Ποτέ δεν θα
μπορούσαμε να είμαστε άλλωστε. Μόνο οι «άλλοι».
Μια
ερμηνεία, που θα μπορούσε να συναχθεί, είναι και η εξής: «Ο άνθρωπος δεν
διαχειρίστηκε σωστά τον άπλετο χώρο, χρόνο και μυαλό που του δόθηκαν. Η προθεσμία
να σώσει τον κόσμο και την ψυχή του ήταν το άπειρο κι όμως, δεν πρόλαβε. Ο
χώρος ήταν παντού γύρω του κι όμως, δεν χώρεσε. Αφού, λοιπόν, το πιο έλλογο ον
αυτού του πλανήτη αντί να εξελίξει τις δυνατότητές του, έχει καταλήξει
κοινωνικά και πολιτικά να ακολουθεί τα ζωώδη ένστικτά του, γιατί, λοιπόν, να
συνεχίζει να κυβερνά πάνω στη γη; Ας δοθεί χώρος και στα θεωρούμενα μη έλλογα
όντα να κυβερνήσουν. Ίσως το κάνουν καλύτερα.» Αυτή θα ’ταν, λοιπόν, μια σκέψη,
και φανταστείτε, βγαλμένη μόνο μέσα από δύο μικρά αποσπάσματα... Οι ακούσιες ή
εκούσιες επιρροές του συγγραφέα από το οργουελικό και αισωπικό μοτίβο γραφής
εμφιλοχωρούν διακριτικά στα κείμενα. Ο καλύτερος τρόπος να ακονίσουμε τα «γιατί»
μας είναι να ξεφυλλίσουμε τις σελίδες και να αναρωτηθούμε ακόμη περισσότερο,
όπως για παράδειγμα στο «Συρταράκι του πορτμαντό»: Ο Υπουργός Δημοσίας
Σπατάλης του κυβερνώντος κόμματος της Δημοκρατικής Δικτατορίας υποσχεσιολογεί
ακατάπαυστα στην τηλεόραση, ενώ παράλληλα ο ήρωας αγοράζει περιχαρής μπαγιάτικα
φρούτα και χαλασμένα λαχανικά. Ο συγγραφέας αναποδογυρίζει το λογικό και εξυμνεί
το παράλογο. Πέρα από τη δευτερεύουσα οικολογική και φιλοπεριβαλλοντική
συνείδηση που σιγοβράζει και στο «Ορκίζομαι», το έργο φλερτάρει εμφανώς
με την καθημερινή υποκρισία σε συναλλαγές κάθε είδους: εμπορικές, πολιτικές,
κοινωνικές. Το τραγικότερο, όμως, όλων είναι ότι εν τέλει οι αγοραστές, οι
πολίτες και οι κοινωνοί αντίστοιχα, θυματοποιούνται με την απόλυτη συναίνεσή
τους.
Οι
έντονες αμφισημίες του έργου κορυφώνονται στο προτελευταίο διήγημα με τους
πέντε κανόνες του σαβουάρ βιβρ, οι οποίοι απαιτούν την απόλυτη τήρησή τους,
όπως άλλωστε και οι «αναντίρρητοι» νόμοι του κράτους ή αλλιώς «νόμοι της
ζούγκλας».
Το
ύφος, τέλος, ακολουθεί ένα κυματοειδές σχήμα και αυτό γιατί δεν παραμένει
συνεχώς το ίδιο. Με το χιούμορ να κάνει συχνές εμφανίσεις ανάμεσα στη χαρμολύπη,
την αισιόδοξη ή μη οπτική των πραγμάτων, το ρεαλισμό και το σουρεαλισμό, η
γραφή καταφέρνει να προσελκύσει τους εν δυνάμει αναγνώστες και να κερδίσει τους
εν ενεργεία.
Ο
Χ. Κανδηλώρος μ’ αυτή την δεύτερη εκδοτική του πρόταση μετά το “θεατρικό” «Πέρασμα»
(εκδόσεις Δωδώνη, 2010), γράφει
αντισυμβατικά, πράγμα που λειτουργεί προς τιμήν και του εκδοτικού οίκου που
προωθεί το έργο. Δεν ακολουθεί την πεπατημένη: Ήρωας δεν είναι ένας άνδρας γύρω
από τον οποίο περιστρέφονται τα πάντα και πρέπει να αναπτύξει υπερδυνάμεις, για
να τα βγάλει πέρα. Ούτε πρωταγωνιστεί κάποια γυναίκα που έχει χρόνια να ζήσει
τον έρωτα και τον αναπολεί μέσα από 500 σελίδες πάθους που δεν έχει τίποτα να
προσφέρει στη λογοτεχνία.
Τα
κείμενα αυτά θα μας κάνουν να ταξιδέψουμε για μια σπιθαμή στο μέλλον, να
ρίξουμε κλεφτά μια ματιά και γιατί όχι, επιστρέφοντας στο παρόν μας, ακόμη και
να το διαμορφώσουμε... «Μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε», είχε πει ο μεγάλος
Νίκος Καζαντζάκης. Θα μας κάνουν να νοσταλγήσουμε την παιδικότητα των νεανικών
μας χρόνων, να περιμένουμε με καρτερικότητα τη σοφία των άλλων, πιο μεγάλων
χρόνων, να παίξουμε με τον ακοίμητο έφηβο που κρύβουμε μέσα μας. Το βιβλίο αυτό
το τελευταίο εξυμνεί. Αυτό το τελευταίο προστατεύει. Το μικρό παιδί που με
χέρια και πόδια - εγκλωβισμένο στον απαγορευτικό τομέα των «μη» του μυαλού μας
- γρατζουνά λυσσασμένα τις αισθήσεις μας, θέλοντας να ξεπηδήσει μέσα από την
κολυμβήθρα της τέχνης. Και η λογοτεχνία μέσα από το γοερό, αλλά και συνάμα τόσο
γλυκό του κλάμα, έρχεται να μας βρει με έναν μαγικό τρόπο: αναπάντε(χ)να.