Το φιλί των δύο νέων τον εμπόδισε να
ξεμυτίσει στον πιο γνωστό πλακόστρωτο δρόμο της Αθήνας. Λες και ο έρωτας
δημιουργούσε μια αόρατη ασπίδα προστασίας απέναντι στη σωρεία αντίθετων
συναισθημάτων που κυριαρχούσαν κάποια μέτρα πιο μακριά λίγα λεπτά πριν. Κόντευε
σχεδόν τέσσερις το πρωί. Η πρωτεύουσα είχε απογυμνωθεί από το πληθυσμιακό της
μεγαλείο, την παρουσία του καταδότη ήλιου και το φως του αδιάκριτου φεγγαριού,
που βρισκόταν στην απόλυτη χάση του. Η Διονυσίου Αρεοπαγίτου ήταν μονάχα ένας έρημος
δρόμος με ονοματεπώνυμο, αφημένος στην κατάρα της φθινοπωρινής μοναξιάς του.
Όταν οι νέοι ξανάκλεισαν τα μάτια τους, για να δουν καλύτερα ο ένας τον άλλο,
εκείνος κατάφερε και έσυρε τη μεγάλη μαύρη σακούλα γρήγορα μαζί του και,
τρέχοντας σχεδόν, κατέφυγε στη συνωμοτική βοήθεια του σκοταδιού που απλωνόταν
σε μεγάλο μέρος της οδού.
Συνέχισε να σέρνει με κόπο. Με δάκρυα στα
μάτια, που δίσταζαν να ξεχειλίσουν. Δίσταζαν να ζήσουν μια σύντομη ζωή και
έμεναν όσο πιο πολύ μπορούσαν στην φωλιά που τα γέννησε. Τελικά κάποια
γλίτωσαν. Τα περισσότερα αυτοκτόνησαν πάνω στα παγερά πλακάκια της διαδρομής.
Συνέχιζε να σέρνει και να περπατά. Μόνο και μόνο το ότι τα κατάφερνε τού
φαινόταν άθλος. Δεν είχε περιθώριο να σκεφτεί κάτι άλλο, παρά μόνο τον τρόπο
διαφυγής του. Υπολόγιζε και πάντα κάτι περίσσευε. Σχεδίαζε, μα ποτέ οι σκέψεις
του δεν θα ’παιρναν μορφή. Είχε ξεφύγει από τη σφαίρα του εφικτού. Έπρεπε να
επανέλθει στην πραγματικότητα που εκείνος είχε διαμορφώσει. Να αντιμετωπίσει τα
εμπόδια, που ο ίδιος είχε στήσει στο δρόμο του.
Κουρασμένος, με τον ιδρώτα και τα δάκρυα να
παλεύουν ποιο απ’ τα δύο θα νικήσει, ξαπόστασε σε ένα από τα παγκάκια του
Ηρωδείου. Πλήθος διαφημιστικών φυλλαδίων γέμιζαν τον εξωτερικό χώρο του αρχαίου
θεάτρου και χόρευαν στους ρυθμούς του ανέμου. Οι φλέβες του πάλλονταν. Η καρδιά
του έσπρωχνε το φανελάκι του να κάνει πιο πέρα, γιατί την εμπόδιζε να αποδράσει
απ’ το κορμί. Τα χείλη του ξερά. Τα χέρια του τρεμάμενα. Δεν ήξερε αν ήταν από
τον φόβο ή την κούραση. Από την απόγνωση ή τη λύπη. Από την απέχθεια ή τη
συγγνώμη. Δεν μπορούσε να κοιτάξει πουθενά. Η φωτισμένη Ακρόπολη τον
κατασκόπευε. Ο δρόμος τον ακολουθούσε. Ο άνεμος κρυφάκουγε τις τύψεις του. Δεν
είχε πού να κρυφτεί. Αφού σήκωσε με κόπο τη σακούλα και την πήρε πάλι στον ώμο
του, άρχισε να προχωρά γοργά κουβαλώντας συνάμα το βαρύ φορτίο. Τελικά,
αποφάσισε να πάει εκεί που είχε αρχικά σκεφθεί. Κατηφόρισε γρήγορα το δρόμο και
χάθηκε στα στενά της Πλάκας, που μεμιάς τον κάλυψε από τα καχύποπτα βλέμματα
μιας παρέας μεθυσμένων, οδηγώντας τον στον λαβύρινθο της φιλόξενης, μεγάλης της
γειτονιάς.
Η οικογένεια του τρίτου ορόφου ενός
νεοκλασικού στην περιοχή Μακρυγιάννη είχε φροντίσει να εξασφαλίσει όλα όσα
χρειάζονταν για το ευ ζην της. Ψηφιακή τηλεόραση, γυαλισμένα μάρμαρα, δερμάτινα
έπιπλα, μικρά αγαλματίδια αρχαίων Ελλήνων προσωπικοτήτων, για να θυμίζουν στους
ενοίκους το φιλοσοφικό υπόβαθρο της χώρας στην οποία ζούσαν, μοντέρνοι πίνακες
με χρώματα ταιριαστά με το χώρο του σαλονιού και καθιστικού αποτελούσαν μερικά
από τα αντικείμενα που έκαναν την καθημερινότητά τους ομορφότερη. Ο μόνος που
είχε παρατηρήσει ότι μια ζωή γίνεται ομορφότερη με προσοχή στους ανθρώπους και
όχι στα πράγματα ήταν ο παραμελημένος γιος της οικογένειας. Δεκατεσσάρων χρόνων
στο μυαλό, μα πολύ πιο ώριμος στην ψυχή, είχε γίνει πια εχθρός με τη μονοτονία
του έτοιμου φαγητού, της έτοιμης καθαριότητας, της έτοιμης μεταφοράς, του
έτοιμου αισθήματος. Η μητέρα του εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος σε μεγάλο
δικηγορικό γραφείο της Αθήνας. Ο πατέρας του είχε μεγάλο εστιατόριο, πολύ κοντά
στο σπίτι τους. Μεγάλωσε με γυναίκες ξένες, άδειες. Αναπληρώτριες του μητρικού
ρόλου. Άκουγε τα βράδια παραμύθια από στόματα που είχαν φωνή και τίποτα δεν
έλεγαν. Έμαθε να παίζει ποδόσφαιρο με έναν πατέρα θεατή, καμαρώνοντας για την
καλοπληρωμένη δουλειά του νεαρού προπονητή τους. Όμως, ποτέ του δεν εξέφρασε
παράπονο. Γιατί ήξερε ότι τα πάντα γίνονταν για αυτόν. Οι ανέσεις, οι
πολυτέλειες, ο περισσός πλούτος, η ακριβή μόρφωση. Η οικογένειά του, πίστευε, πως
έκανε πάρα πολλά στην αγωνία της να τον ευχαριστήσει. Εργάζονταν κι οι δυο
γονείς του τόσο σκληρά που είχε μπει πολλές φορές στον πειρασμό να τους ρωτήσει
πότε βρήκαν τον χρόνο στο παρελθόν να τον συλλάβουν! Δεν το τόλμησε. Ειδικά τις
τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη τους έβλεπε σχεδόν περιστασιακά. Κι όταν αυτό το
τελευταίο λάμβανε χώρα, τις περισσότερες των περιπτώσεων κατέληγε σε καβγά, με
τον ίδιο άθελά του θεατή.
Μια εκ των ημερών, Σάββατο πρέπει να ’ταν, το
αντρόγυνο είχε μείνει μόνο του στο σπίτι. Το πάρτυ του καλύτερού του φίλου,
τούς είχε στερήσει τη συντροφιά του γιου τους. Ενώ τα λεπτά κυλούσαν, μέχρι να
πιάσoυν πάλι
απροετοίμαστη την ξεχασμένη ώρα, τα εκτοξευόμενα λόγια των γονιών άρχισαν πάλι
να παλεύουν αδυσώπητα αναμεταξύ τους.
«Και θα
μου πεις εσύ, ότι ο Άρης έχει γίνει πιο επιθετικός... Που τον βλέπεις μια φορά
την εβδομάδα...» Από την άλλη μεριά, δε, ερχόταν η απάντηση: «Κοίτα ποια μιλάει, που αν ο Άρης δεν ήταν
πλανήτης, δεν θα θυμόσουν καν το όνομά του...» Συνήθως το κρεσέντο της
έντονης λογομαχίας έκλεινε τη συζήτηση επί των πεθερικών του ενός ή και των δύο
μερών. Όμως η συνήθεια δεν αποτελεί πάντοτε τον κανόνα. Αυτή τη φορά εκείνη δεν
απάντησε. Παρήγγειλε στην αλλοδαπή υπηρέτρια να φύγει μισή ώρα νωρίτερα.
-
«Ώρα είναι τώρα, να γίνουμε ρεζίλι και σε
Τρίτες χώρες...», του είπε με αγέρωχο ύφος, επιστρέφοντας στην κουζίνα.
Ο θυμός του δεν είχε προλάβει να καταλαγιάσει.
-
«Σου ’χει διαφύγει μάλλον το γεγονός ότι η
Ελλάδα εδώ και πολύ καιρό δεν είναι πρώτη χώρα, αλλά ούτε και δεύτερη.»
-
«Το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά η
αναξιότητά σου ως πατέρας, που ανάθεμα κι αν...»
-
«Α, για να σου πω... Δεν θα αμφισβητήσεις
τώρα και την πατρική μου φιγούρα...», τη διέκοψε εκείνος έξαλλος.
-
«Ένας φιγουρατζής είσαι και τίποτ’ άλλο»,
ήρθε σχεδόν αυτόματα η απάντηση, ενώ φορούσε τα γάντια της και κρατούσε το
μαχαίρι, για να καθαρίσει τις πατάτες.
-
«Το παιδί μου θα το μεγαλώσω όπως πιστεύω εγώ
καλύτερα», φώναξε εκείνος στεντόρεια.
-
«Ποιος σου ’πε ότι είναι δικό σου παιδί;»,
του αντιγύρισε καγχάζοντας περιπαιχτικά. Το αίμα του κόχλαζε. Οι αντιστάσεις
του κάμφθηκαν. Το πρόσωπό του σκλήρυνε. Έτρεμε σχεδόν από το θυμό. Και πριν
προλάβει εκείνη να αντιδράσει, πετάχτηκε από τη θέση του, της άρπαξε το μαχαίρι
και την έκανε να σωπάσει μια και καλή.
Τη γυναίκα που τόσο είχε ερωτευτεί με την
πρώτη ματιά. Ίσως το μεγάλο του λάθος ήταν ότι δεν περίμενε να δει τι θα συμβεί
με τη δεύτερη. Την έβλεπε αποσβολωμένος για κάποια λεπτά να κείτεται άπνοη, μέχρι
που αποφάσισε ότι έπρεπε κάτι να κάνει. Δεν θα έμενε εκεί άπρακτος μέχρι να
γυρίσει ο γιος τους. Βρήκε τις μεγάλες σακούλες σκουπιδιών που είχαν για τον
εξωτερικό τους κάδο και αφού την έγδυσε και σκούπισε τα αίματα από τα βαμμένα
πλέον πλακάκια, πριν προλάβει το σώμα αντιδράσει στο θάνατο και γίνει
ατιθάσευτα άκαμπτο, την τοποθέτησε λυγίζοντάς την βίαια, μέσα στην μαύρη
σακούλα λες και τα τελευταία της λόγια δεν είχαν ξεθωριάσει στο μυαλό του.
Η ώρα ήταν περασμένες 2.30. Βγήκε προσεκτικά από
το νεοκλασικό τους σπίτι στην οδό Μητσαίων και με όσα αποθέματα δύναμης του
είχαν απομείνει, άρχισε να απομακρύνεται αρχικά διστακτικά και στη συνέχεια
γρηγορότερα από την οικογενειακή του εστία και τόπο του εγκλήματος.
Το καφέ της Μελίνας ήταν έρημο. Το
χαμόγελό της ακολουθούσε τα βήματά του, μέχρι που αυτός χάθηκε από μπροστά του.
Αν και Σάββατο, το ασυνήθιστο κρύο για την εποχή δεν επέτρεψε στους λάτρεις της
ρομαντικής Αθήνας να χαθούν μέσα στα στενά της Πλάκας. Αυτό έκανε το έργο του
ακόμη πιο εύκολο. Άνοιξε την αυλόπορτα του πατρικού της σπιτιού και εναπόθεσε
τη σακούλα πάνω στο χώμα, χωρίς να κάνει αρκετό θόρυβο. Η μητέρα της έλειπε στα
λουτρά της Αιδηψού εκείνο το Σαββατοκύριακο, οπότε η εξαφάνιση του πτώματος
στον πίσω κήπο φάνταζε ως η πιο ιδανική λύση στο πρόβλημά του. Του ’χε μείνει
μονάχα να βρει ένα άλλοθι.
Ύστερα από αρκετά λεπτά, αν και εξουθενωμένος,
είχε πλέον τελειώσει. Με την τσάπα στο δεξί του χέρι και με ένα πανί που σκούπιζε
τον ιδρώτα του στο άλλο, ακούμπησε πάνω στο κοντάρι της, για να ξαποστάσει και
να επαναπαυτεί στην επιτυχή εκτέλεση της αποστολής του. Ήταν πια μόνος, χωρίς
γυναίκα, χωρίς δικό του παιδί. Ένιωθε εγκαταλελειμμένος. Όμως κρατιόταν με την
παρηγοριά ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι μονάχοι: Χωρισμένοι, διαζευγμένοι,
λυγισμένοι από την άκαμπτη ζωή, πεσμένοι για λίγο ή για πολύ στο Γολγοθά της
μονάδας, ζορισμένοι να βρουν το άλλο τους μισό, πιεσμένοι να συνάδουν με τις
κοινωνικές εθιμοτυπίες, κουρδισμένοι σαν ρομποτικά στρατιωτάκια, ταπεινωμένοι
από τις μύχιες ενοχές τους, ταλαιπωρημένοι από το υπερφίαλο εγώ τους,
καταπτοημένοι από τη μονήρη τους διαβίωση, ριγμένοι σε παιχνίδια χωρίς κανόνες,
κουλουριασμένοι στο μηδέν της ψεύτικης αφετηρίας τους, αδικημένοι από τη σκιά
του εαυτού τους, κοιμισμένοι από τα απατηλά τους όνειρα, ξεγελασμένοι από την
προσωρινότητά τους. Κι εκεί άκουσε μια φωνή γνώριμη, μια φωνή τρεμάμενη, μια
φωνή που έδειχνε να είχε καταλάβει σχεδόν τα πάντα, μια φωνή ξεψυχισμένη:
-
«Πατέρα, τι κάνεις εδώ; Πού είναι η μητέρα»;
Αποσβολωμένος, ύστερα από ελάχιστα
δευτερόλεπτα, απάντησε απότομα στο γιο του:
-
«Τι θες εσύ εδώ; Η μητέρα σου είναι στο σπίτι».
-
«Από εκεί έρχομαι. Σας φώναζα με τις ώρες,
δεν μου απαντούσε κανείς. Σας καλούσα στο κινητό. Πάλι τίποτα. Ώσπου παρατήρησα
ότι έλειπαν από την εταζέρα τα κλειδιά της Πλάκας. Θεώρησα ότι θα είστε εδώ.»
-
«Ε... Ναι, τώρα που το λες, εδώ είμαστε»,
απάντησε αμήχανα και καθόλου πιστευτά.
Έμεινε να κοιτάζει ο ένας κατάματα τον άλλο.
Σαν να γνωρίζονταν για πρώτη φορά. Σαν να αναγνώριζε ο καθένας ποιον είχε
απέναντί του. Ξαφνικά ο Άρης άρχισε να τρέχει κλαίγοντας γοερά και συνάμα μη
μπορώντας να φωνάξει για βοήθεια. Η φωνή του είχε κοπεί, όπως σε κάποια όνειρα
που ο θύτης κυνηγά το θύμα που ονειρεύεται και το τελευταίο προσπαθεί να ξεφύγει
με επιβράδυνση. Ο πατέρας του έτρεχε ξοπίσω του. Τον κυνηγούσε. Έτρεχαν κι οι
δυο ξέφρενα. Ο γιος, για να σωθεί και ο πατέρας, για να σώσει το τομάρι του. Το
νου του τριβέλιζαν συνεχώς τα τελευταία λόγια της συζύγου του: «Ποιος σου ’πε ότι είναι δικό σου παιδί;»
και σαν ηχώ επαναλαμβάνονταν προκλητικά, σαν να ’χαν ακριβώς την ίδια ένταση,
όπως όταν πρωτολέχθηκαν: «Ποιος σου ’πε
ότι είναι δικό σου παιδί;» Γιος και
πατέρας βγήκαν στο σταυροδρόμι με το σταθμό του μετρό παραδίπλα ως σιωπηλός
μάρτυρας. Κι οι δυο αναστέναζαν. Ο Άρης πέρασε απέναντι στο φανάρι προς τους
στύλους του Ολυμπίου Διός και ο πατέρας του τον ακολούθησε χωρίς να είχε συνειδητοποιήσει
τον κίνδυνο από το γεμάτο μουσικές αυτοκίνητο που κατευθυνόταν κατά πάνω του.
Το τέλος του ήταν ακαριαίο. Απ’ όλα τα λάθη του, μόνο ένα του κόστισε τη ζωή. Δεν
άφησε τη σύζυγό του να ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει. Έμεινε στη σιωπή της.
Εκείνος μπορεί να ήταν τυφλωμένος από το θυμό του, αλλά τώρα πια ποτέ δεν θα
μάθαινε ότι στο «Ποιος σου ’πε ότι είναι δικό
σου παιδί;», θα προσθέτονταν και ένα απλό: «Είναι και δικό μου».