Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Η συγγραφή ως αποκλειστικά επαγγελματική ενασχόληση και όχι ως κατάθεση ψυχής αποτελεί κατάληξη και όχι εξέλιξη.


Μία ανορθόγραφη συγγραφέας της δύσμοιρης, δακρύβρεχτης, ολίγον αρλεκινίστικης, γυναικείας κυρίως λογοτεχνίας, που αποκαλεί τους τυφλούς "στραβούς" και τους ανάπηρους "κουλούς", μία συγγραφέας που μπερδεύει ονόματα καταξιωμένων συναδέλφων της και πιστεύει ότι ο Νίκος Καζαντζάκης έχει κλείσει τον κυκλο του (!!!), εξανίσταται! Κατά τα άλλα έχει δίκιο. Ένα εξαιρετικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου.

Κάντε κλικ εδώ, για να διαβάσετε το άρθρο.

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Το κόκκινο φως


Σαν χθες ήταν που η ανάσα της έσπρωχνε το οξυγόνο του από εκεί που είχε έρθει. Η ίδια η ατμόσφαιρα είχε γίνει πιο δειλή από εκείνους. Το κορμί έβρισκε σαν παζλ το άλλο του κομμάτι στον άνθρωπο που αντίκριζε ο πύργος ελέγχου των ματιών του. Έτρεμαν κι ας ήταν υγιείς. Τώρα τραύλιζαν, κι ας μιλούσαν ασταμάτητα τότε, όταν είχαν πρωτογνωριστεί. Κρύωναν κι ας είχε έξω ακόμα τη γλυκιά ζέστη του Σεπτέμβρη. Όσο κι αν ήθελε η νύχτα να βοηθήσει με τη διακριτικότητά της, δεν μπορούσε να φυτρώσει χέρια και να σπρώξει, να βγάλει φωνή και να τους πειθαρχήσει. Κι εκεί, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που ο έρωτας με την αγάπη συναντιούνται, που οι αναστολές πλέον απεργούν, που το πάθος κοιτά χαιρέκακα τον κουρασμένο ρομαντισμό και τα νυχτοπούλια από το ανοιχτό παράθυρο είναι οι μόνοι ηδονοβλεψίες, αποφάσισαν κι οι δυο τους ότι έφτασε η στιγμή που τα μαθηματικά καταρρίπονται, που αν προσθέσεις στο ένα κι άλλο ένα, αυτό κρύβεται μέσα στην ενιαία μονάδα των σωμάτων. Μία ιδιόρρυθμη, παρεκκλίνουσα από τις αρχές των θετικών επιστημών και της πρόσθεσης μονάδα. «Συνήθως», τους έλεγε ο καθηγητής της Βιολογίας όταν ήταν ακόμη φοιτητές, «ένα μόριο αποτελείται από δύο ή περισσότερα άτομα. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η αναπαραγωγή και ο έρωτας, που δύο μόρια δημιουργούν ένα άτομο.
Εκείνος, αν μπορούσε, θα έβρισκε όλα τα βότσαλα που είχε πετάξει στο βαθύ γαλάζιο και είχε ξεβράσει η θυμωμένη θάλασσα, μόνο και μόνο για να χαϊδέψει τα αόρατα αποτυπώματά της, να μυρίσει το ξεθωριασμένο άρωμα των δαχτύλων της. Εκείνη με τη σειρά της θα ξεψάχνιζε κάθε ποίημα που είχε διαλέξει να της απαγγείλει, κάθε απομεινάρι από τον καπνό του τσιγάρου που θυσιάστηκε πάνω σε δεκάδες κόλλες, χειρόγραφες ή μη, δικές του ή ξένων, γνωστών και αγνώστων. Και όλα τούτα σε αιώνια βράδια δίχως φεγγάρι και μέρες δίχως ήλιο.
Η σκληρή πραγματικότητα της χώρας δεν τους ένοιαζε. Ζούσαν με ό,τι είχαν. Εκείνη είχε τα πολλά, εκείνος είχε τα λίγα. Κι οι δυο όμως μαζί ο ένας τον άλλο. Οι αριθμοί της κρίσης και οι ρήτρες ύφεσης τούς φάνταζαν απλοί αριθμοί, που έκαναν την οικογένεια της πρώτης να απορεί και την οικογένεια του δεύτερου να μελαγχολεί. Εκείνος είχε απολυθεί πριν δύο χρόνια από μία πολύ γνωστή πολυεθνική λόγω περικοπών προσωπικού. Είχε καταφέρει να αντεπεξέλθει δυο χρόνια τώρα και τίποτε δεν του ’λειπε, παρά μόνο η παρέα της, όταν της έλεγε ότι έπρεπε να κρατήσει το μαγαζί του θείου του μέχρι αργά το βράδυ. Πολλές φορές ερχόταν και τον έβλεπε. Δεν άντεχε μακριά του, όσο γραφικό κι αν αυτό ακουγόταν κάθε φορά που το ξεστόμιζε. Bλέπονταν κλεφτά ανάμεσα στις παραγγελίες και τις αποδείξεις.
Νέοι κι οι δυο. Πράγμα που σήμαινε πολλά: ανεμελιά, ξεγνοιασιά, άλλοθι για αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων, όρεξη για ζωή. Μοιράζονταν την χαρά και ξόρκιζαν μαζί τις λύπες. Από την πρώτη φορά που εκείνος δεν έγινε δεκτός για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, μέχρι και την πιο πρόσφατη που εκείνη έχασε τη μητέρα της. Καταλάβαιναν πλέον ότι ένα χάδι αρκούσε, για να διώξει αναστολές, επίπονες θύμισες, πληγές της ψυχής και παγίδες του μυαλού. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο δεν επιζητούσαν από το «παρών» του άλλου, όταν τον είχαν ανάγκη.
Μια από τις πολλές Παρασκευές, έτσι κι εκείνη, αποφάσισαν να συναντηθούν το απόγευμα έξω από το γραφείο της. Δεν πρόφταιναν να αποχωριστούν και σκέφτονταν αμέσως ο ένας την άλλη και η μία τον άλλο, σαν τότε που υπέγραψαν σιωπηρά, με ένα προφορικό τους νεύμα και μια κατάφαση ψυχής, τη «σύμβαση περί έρωτος». Ο πατέρας του άκουγε στη διαπασών τις απογευματινές ειδήσεις και οι τοίχοι του σπιτιού σείονταν από τη γοητευτική φωνή του εκφωνητή της κρατικής τηλεόρασης, που όση προσπάθεια κι αν κατέβαλλε, δεν μπορούσε να ωραιοποιήσει τις ειδήσεις που του είχαν υπαγορεύσει να πει: «Σύμφωνα με πηγές από το Υπουργείο Οικονομικών, η Τρόικα δεν φαίνεται να απορρίπτει την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για φορολόγηση των πανεπιστημιακών πτυχίων. Η απόφαση αυτή βρήκε την αμέριστη συγκατάβαση από αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίοι δηλώνουν ότι η Ελλάδα αρχίζει να μπαίνει στο σωστό δρόμο». Η κυρία Ελπίδα ακούστηκε από την κουζίνα σαρκαστικά: «Εντάξει, το εμπεδώσαμε! Να κρύψω το πτυχίο της φιλολογίας άμεσα! Χαμήλωσέ το, τώρα!». Ο κύριος Αγησίλαος στο καθιστικό χαμήλωσε ελαφρώς την ένταση της φωνής και άρχισε να επιδίδεται στο χόμπι των Ελλήνων, που στοίχειωνε τα τελευταία χρόνια όλα τα νοικοκυριά της χώρας: στο μονόλογο. «Ακούς εκεί, παλιά μας έλεγαν, μάθε παιδί μου γράμματα, να σπουδάσεις να βγάλεις λεφτά και τώρα τι μας λένε; Μάθε παιδί μου γράμματα, για να μη βγάλεις λεφτά. Ανήκουστον!». Η κυρία Ελπίδα σκουπίζοντας ακόμη ένα ποτήρι με το πιατόπανο, ερχόμενη στο καθιστικό, αποκρίθηκε με ψυχραιμία, όρθια όπως ήταν: «Απορώ γιατί περιπαίζουν έτσι τον κόσμο. Να του κόψουν απευθείας τη σύνταξη και να του αφήσουν πέντε Ευρώ το μήνα τιμής ένεκεν.»
Εκείνη την ώρα ο γιος τους βγήκε από το δωμάτιό του.
-     «Για πού το ’βαλες έτσι χαρούμενος; Θα βγείτε;», τον ρώτησε η μητέρα του, γνωρίζοντας από πριν την απάντηση.
-     «Ναι».
Ο κύριος Αγησίλαος επενέβη: «Το αυτοκίνητο δεν έχει βενζίνη, έχει ανάψει το κόκκινο λαμπάκι. Εσύ δεν έχεις τίποτα να το γεμίσεις;»
-     «Μέχρι την παραλία θα πάμε. Δέκα χιλιόμετρα πήγαινε, δέκα έλα
-     «Ε τότε, δεν θα ’χετε πρόβλημα. Φτάνει μάλλον. Καλά να περάσετε!»
Η Ελπίδα χαιρέτησε τον γιο της, σαν τότε που καταταγόταν στο στρατό. Θα ’λεγε κανείς ότι τον σταύρωσε προς στιγμήν. Ο ήχος κλεισίματος της πόρτας σήμανε την αναχώρηση για κείνον, τη συνέχεια του καθαρισμού των πιάτων για την Ελπίδα και την  αύξηση της πίεσης για τον Αγησίλαο, ο οποίος επέμενε, με δική του ευθύνη, να παρακολουθεί τις βραδινές ειδήσεις. Τις ειδήσεις δηλαδή εκείνες, που έμοιαζαν με καπνούς από συντρίμμια μιας ανώμαλης προσγείωσης.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Τόσο απλά. Όπως όταν κάνεις μια πράξη και ξέρεις τι συνέπειες θα συναντήσεις, τι έπεται. Μετά θα ξανάνοιγαν την πόρτα και θα βόλταραν στην αμμουδιά. Τού είχε υποσχεθεί ότι θα τού επέτρεπε να την απατήσει μόνο με ένα θηλυκό στη ζωή του. Μ’ αυτό δεν θα την πείραζε ποτέ και θα τον συγχωρούσε αμέσως: με τη θάλασσα. Πολλές φορές τον αγριοκοίταζε εκφοβιστικά, όπως ο θυμωμένος γονιός το φοβισμένο ανήλικο παιδί του, γιατί «τολμούσε» να της ξεστομίσει ορισμένες ομοιότητες που έβρισκε ανάμεσα στις γυναίκες και στη θάλασσα: «Και οι δύο πάνε όπου τις φυσάει ο άνεμος, και οι δυο λικνίζονται προκλητικά, και οι δύο σε προκαλούν να τις συγκρίνεις με άλλες που έχεις δοκιμάσει, και οι δύο όταν θυμώνουν, προκαλούν τρικυμίες, και οι δύο κρύβουν θαμμένους θησαυρούς.» Πάντως όλες τις φορές ένιωθε κολακευμένη, κι ας μην ήθελε να το δείχνει. Την πρόδιδαν όμως τα ροζιασμένα της ζυγωματικά.
Έφτασαν στην παραλία. Έβγαλαν τα παπούτσια τους και κάθισαν στην άμμο. Έκαναν όνειρα για μικρούς και μεγάλους. Όνειρα μεγαλεπήβολα, ίσως και μη πραγματοποιήσιμα, όμως έτσι δεν είναι πάντα τα όνειρα; Ή τουλάχιστον η πλειοψηφία τους; Πετούσαν βότσαλα στο νερό και έκαναν ευχές, όπως όταν αραιά και πού έβλεπαν πεφταστέρια.
-     «Πώς ξέρουμε ότι κάποιος ακούει τις ευχές μας;», τον ρώτησε με αγωνία κοιτάζοντάς τον έντονα στα μάτια.
-     «Φαντάσου το αντίθετο.»
-     «Τι δηλαδή;»
-   Να ξέρουμε ότι ακούγονται μεν, αλλά δεν ενδιαφέρονται να τις πραγματοποιήσουν δε. Ή φαντάσου το άλλο: Να ρίχναμε ένα βότσαλο στη θάλασσα και να αναδυόταν μια γοργόνα που θα μας διαβεβαίωνε ότι: «Η ευχή σας λήφθηκε, καλή επιτυχία!»
Γέλασε προς στιγμήν και αμέσως μετά βούτηξε το δάχτυλό της με όρεξη μέσα στην υγρή άμμο, λες και ήταν γαμήλια τούρτα και τον μουντζούρωσε στο μέτωπο. Συνέχισαν για ώρες τον προκλητικά γοητευτικό κι άσκοπο διάλογο περί ευχών, όμως τον χρόνο δεν κατάφεραν να τον ξεγελάσουν. Όταν ουρανός και θάλασσα σκοτείνιασαν και γίναν ένα, σηκώθηκαν κι εκείνοι ως ένδειξη σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι στη φύση. Οι πόρτες του αυτοκινήτου άνοιξαν πάλι. Η ίδια διαδρομή, το ίδιο γεφυράκι, το ίδιο ξωκλήσι του Αη - Νικόλα, η ίδια γειτονιά λίγο πιο έξω από το χωριό. Τι ωραίο που φάνταζε το χωριό τους... Θα περνούσαν απ’ όλα τα γνωστά μέρη. Όμως ξαφνικά αυτή δεν ένιωσε καλά. Τη ρώτησε αμέσως τι είχε. Χλόμιασε. Έκλεινε ο λαιμός της. Η φωνή της δεν έβγαινε. Άτιμο πράγμα η αλλεργία. Χρειαζόταν επειγόντως ένεση κορτιζόνης. Είχε ξεχάσει να πάρει το χαπάκι της. Έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Εκείνος πάτησε το γκάζι. Την κοιτούσε και της κρατούσε το χέρι. Οδηγούσε εξωφρενικά, σαν να τον έσπρωχνε ο ίδιος ο δρόμος, όμως ύστερα από περίπου δέκα λεπτά ένιωθε ότι το αυτοκίνητο αντιδρούσε, ότι είχε συνωμοτήσει να μην ακολουθήσει τον επιθυμητό προορισμό του κυρίου του, ώσπου κάποια στιγμή πείσμωσε και κοκάλωσε. Ένα κόκκινο αναμμένο φωτάκι στο καντράν φανέρωνε το πρόβλημα. Εν τω μεταξύ εκείνη ίσα πλέον που ανέπνεε. Την είδε και κάλεσε αμέσως το ασθενοφόρο. Άνοιξε την πόρτα, αλλά σε άλλο σημείο, σε άλλη χρονική στιγμή απ’ αυτή που περίμεναν κι οι δυο τους. Την έβγαλε έξω και την κρατούσε στην αγκαλιά του. Δεν είχε λόγια, μονάχα την κοιτούσε με δάκρυα στα μάτια και ευχόταν να έλεγε στο τελευταίο βότσαλο που έριξε στη θάλασσα να την κρατούσε πάντα κοντά του.

Την έλεγαν Ζωή.

Η προδοσία ενός ρολογιού



Έβλεπε το αεροπλάνο να απογειώνεται. Σαν να ’ταν κι εκείνος μέσα, φανταζόταν τα διάφορα πρόσωπα των επιβατών: κάποιοι σκυθρωποί ταξίδευαν για δουλειές, κάποιοι χαμογελαστοί βρίσκονταν προ των πυλών των διακοπών τους, κάποιοι ανέμελοι ετοιμάζονταν να σπουδάσουν, κάποιοι προβληματισμένοι αναρωτιόνταν αν έκαναν τη σωστή επιλογή, κάποιοι λυπημένοι επέστρεφαν σε μία απεχθή πραγματικότητα. Κοίταξε το ρολόι του. Σήκωσε κάποιες μοίρες το βλέμμα του ατενίζοντας στο άγνωστο και υπολόγισε: «Οι αεροσυνοδοί θα είχαν ήδη δείξει τις οδηγίες ασφαλείας.» Οι μισοί και ούτε θα τις παρακολουθούσαν. Οι περισσότεροι από αυτούς θα ‘ταν άπειροι από αεροπορικά ταξίδια. Άλλοι πάλι ίσως να ‘ταν ανήλικα παιδιά χαμένα στην αθωότητα της ηλικίας και στην αλαζονεία της νεότητας. Πόσο θα ’θελε κι εκείνος να πετούσε ψηλά, όπως τόσες άλλες φορές. Να χανόταν στην έπαρση του ύψους, να κρυβόταν πίσω απ’ τα βαμβακερά σύννεφα, να ‘βλεπε τη θάλασσα ως καθρέφτη τ’ ουρανού, να αντιλαμβανόταν πόσο μικρός είναι κείνος και πόσο μεγάλος ο κόσμος...
Κατέβασε το κεφάλι του, αφού χάθηκε από μπροστά του το άσπρο μηχανοκίνητο χελιδόνι μαζί με εκείνη. Άφησε πίσω του το συμπαθητικό στέκι των ανασταλτικών ποτών της υπνηλίας και κίνησε με τη διπλωμένη εφημερίδα, που κρατούσε στο αριστερό του χέρι, προς την έξοδο του εθνικού αερολιμένα. Είχε εκτελέσει και αυτό το τελευταίο, βαρύ καθήκον. Προχώρησε ως την πιάτσα των δελεαστικών κίτρινων ταξί και επιβιβάστηκε χωρίς ιδιαίτερη βιάση.
-     «Πού πηγαίνουμε;», ρώτησε με περιέργεια στον τόνο μα με αδιαφορία στα μάτια ο οδηγός.
-     «Ιπποκράτους 47 παρακαλώ», απάντησε ευγενικά εκείνος.
-     «Για δες... Και πριν μια ώρα εκεί ήμουν!», αντέδρασε με ευχάριστη έκπληξη ο ταξιτζής.
-     «Μη μου πείτε ότι με κλέψατε...», είπε με ελαφρώς ειρωνικό τόνο στη φωνή του, καθώς το ταξί ξεκίνησε την κούρσα του. Ο οδηγός δεν φάνηκε να αντιλήφθηκε το αστείο και απάντησε με γουρλωμένα μάτια:
-     «Όχι, όχι. Στο 45 ήμουν, δίπλα. Γεννούσε μια κυρία. Της έσπασαν τα νερά και την πήγα στο μαιευτήριο. Είχε λιποθυμήσει και ο άντρας της απ’ την αγωνία και δεν είχε μέσο μεταφοράς!»
Στο υπόλοιπο της διαδρομής δεν ακούστηκε μιλιά. Είχε χαθεί στις αναμνήσεις του. Σκεφτόταν μνήμες και εικόνες απ’ τα νεανικά του χρόνια μέχρι και πρόσφατες, που κρατούσε ο ένας σφιχτά το χέρι του άλλου, σαν να ‘ταν σιαμαίοι, με την ανασφάλεια του αύριο και την ασφάλεια της στιγμής. Ήταν ο άνθρωπος που νοιαζόταν για εκείνη, όμως αυτή τον είχε αφήσει πλέον πίσω της. Ταξίδευε στα σύννεφα.
Πλήρωσε την κούρσα και κατέβηκε Ιπποκράτους 47 κι ας έμενε σε ένα κάθετο δρομάκι της Σταδίου. Είχε διαλέξει το 47, γιατί τόσα χρόνια ήταν μαζί. Όσα σχεδόν τα ρυτιδιασμένα ρυάκια φλέβες που μαρτυρούσαν τη σφραγίδα του χρόνου πάνω του. Το ότι ήταν κι οι δυο τους γιατροί και γνωρίστηκαν χάρη στον όρκο του Ιπποκράτη δεν άφηνε περιθώριο επιλογής για άλλη οδό.
Περπατούσε και του φαινόταν ότι ο δρόμος μεγάλωνε, η απόσταση διπλασιαζόταν, το κόκκινο στα φανάρια αδικούσε το πράσινο σε διάρκεια. Ακόμη και πως τρεμόσβηνε το φεγγάρι τού πέρασε κάποια στιγμή απ’ το καχύποπτο μυαλό του. Αν και πάντα το περπάτημα τού έκανε καλό, αποδείχθηκε ψυχοφθόρα επιλογή για τις αντοχές του και βασανιστική για την υπομονή του.
Η εικόνα εκείνης έδινε συνεχώς το αδυσώπητο «παρών» στα μάτια της φαντασίας του, έτσι όπως την είχε γνωρίσει, με τα μακριά όμορφα μαλλιά της, με το λαμπερό χαμόγελό της, τα σαγηνευτικά της πράσινα μάτια. Όλα αυτά και άλλα τόσα είχε για συντροφιά, μέχρι να φτάσει στο σπίτι τους, να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά και να ανοίξει την επιβλητική ξύλινη πόρτα, η οποία τον χαιρέτησε με το χαρακτηριστικό της, γνώριμο τρίξιμο. Ο θόρυβος από τις αθηναϊκές εξατμίσεις των αυτοκινήτων και οι «φιλοφρονήσεις» του ενός οδηγού προς τον άλλο δεν τον είχαν εγκαταλείψει, σε αντίθεση με την αδιαφορία της αδερφής της αποθανούσας. «Αφού αποφάσισε να αποτεφρωθεί, δεν είναι πια αδερφή μου», έλεγε και ξανάλεγε με τη διαπεραστική της φωνή, που άγγιζε τα όρια του εκνευριστικού τις περισσότερες των περιπτώσεων. «Είναι επιλογή της, ας την κρίνει ο Θεός. Μην προλαμβάνεις από τώρα τις προθέσεις Του», προσπαθούσε να την πείσει εκείνος, όταν συνομιλούσαν κρυφά οι δυο τους, τις τελευταίες της στιγμές. Δεν συναίνεσε στην αποτέφρωση και τον άφησε μόνο του να κάνει ό,τι εκείνος νόμιζε σωστό.

Άφησε το παλτό του στην καρέκλα που βρήκε πρώτη μπροστά του και άνοιξε το παραθυρόφυλλο. Το φως του γήινου δορυφόρου μπήκε αδιάκριτα μέσα στο σπίτι, ο άνεμος εξόρισε την τεμπέλα σκόνη που είχε απλωθεί πάνω στο πιάνο και η νύχτα ήρθε για συμπαράσταση στον ώμο του. Εκείνος, με τα χέρια να κρύβουν το πρόσωπο, λες και ντρεπόταν να φανερωθεί μπροστά σε μια πεταλούδα – ψυχή, ψιθύρισε: «Γύρισα». Έμεινε εκεί ακίνητος με τα χέρια στο πρόσωπο. Αφού πέρασε κάμποση ώρα με την εκκωφαντική σιωπή να τρυπά τα μηνίγγια του κάνοντας την αδιακρισία της απουσίας ανυπόφορη, σηκώθηκε και κουτσαίνοντας πάνω στο ξύλινο πάτωμα, έφτασε με κόπο ως την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε δύο αυγά και τα τοποθέτησε πάνω στον μαγειρικό πάγκο. Άρχισε να σπάει τα κελύφη κλαίγοντας, σαν να προσπαθούσε να αντισταθεί στις ανάγκες της ψυχής του και με τρεμάμενη δυνατή φωνή, ρώτησε: «Προτείνω να φάμε ομελέτα απόψε. Τι λες;». Η μόνη απάντηση που ήρθε ήταν από το ξύλινο ρολόι του καθιστικού, που φανέρωνε την ώρα και πρόδιδε την αιωνιότητα. 

Το συναπάντημα



Ο Γιάννης κρατούσε σφιχτά στην τσέπη του το κουτάκι με το δαχτυλίδι, το οποίο προοριζόταν για την Έλλη. Περίμενε η μέρα να σιγουρέψει την ύπαρξή της. Σε λίγο ο ήλιος θα ανέτειλε. Το υψόμετρο των 600 μέτρων, όπου βρισκόταν το χωριό του, δεν τον φόβισε στο να προσεγγίσει κι άλλο την απότομη πλαγιά απ’ όπου συνήθιζε με την Έλλη να κάνουν όνειρα για το μέλλον. Η ώρα όμως κόντευε επτά. Έπρεπε να ετοιμαστεί, να κατέβει στην πόλη.
Είχε αρκετές δουλειές: λογαριασμούς, εφορίες και γενικά γραφειοκρατία όσο δεν πήγαινε. «Παντού νούμερα», σκεφτόταν στη διαδρομή. «Τελικά, μας αντιμετωπίζουν αποκλειστικά ως νούμερα. Αντιπροσωπεύουμε έναν ακέραιο αριθμό. Η εφορία μας αντιμετωπίζει ως κωδικούς, τα παντοπωλεία ως «bar codes», οι τράπεζες ως χρέος, η τηλεόραση ως τηλεθέαση, ο ταχυδρόμος ως κώδικες, οι βουλευτές  ως ποσοστά, ο χρόνος ως ηλικίες, το ΙΚΑ ως χαρτί προτεραιότητας, το σχολείο ως βαθμούς, το πανεπιστήμιο ως μόρια, ο εργοδότης ως μισθό, ο δρόμος ως χιλιόμετρα, οι αναμνήσεις ως ημερομηνίες. Ακόμα και το σώμα μας όταν εκνευρίζεται, επικοινωνεί μαζί μας με νούμερα: Στο 40 είναι πολύ θυμωμένο, επειδή δεν το φροντίσαμε όπως θα ’πρεπε. Όμως, τι με νοιάζουν οι φιλοσοφίες και οι αριθμοί; Μήπως είμαι ο Ευκλείδης ή ο Πυθαγόρας να μην τους βγαίνουν τα νούμερα;», τιθάσευσε κάποια στιγμή το μυαλό του. Στο δρόμο συνάντησε αρκετούς γνωστούς, φίλους και κάποιους συγγενείς. Το μάτι του ίσως πήρε και κάποιες παλιές αγάπες. Σε ένα οποιοδήποτε χωριό – γεωγραφικά προσδιορισμένο και χωρικά περιορισμένο – δεν είναι συμπτωματικό αυτό το συνεχές συναπάντημα.
Ο Γιάννης είχε τελειώσει τα πάντα και βρισκόταν στη δουλειά του. Ελεύθερος επαγγελματίας, κανείς δεν τον ήλεγχε παρά μονάχα η όρεξή του και οι αντοχές του. Το βράδυ δεν άργησε να φτάσει. Κοίταξε το ρολόι του και συνειδητοποίησε ότι ο γωνιακός κουλουρτζής που σχεδόν τον ικέτευε να αγοράσει το ολόφρεσκο προϊόν του πριν κάτι ώρες, αποτελούσε τον σωτήρα του. Το σουσαμένιο του κουλούρι είχε εξελιχθεί ως δια μαγείας σε «σπανάκι του Ποπάι». Ο δείκτης του ρολογιού είχε κυλήσει κι άλλο. Σε ενενήντα λεπτά έπρεπε να είναι έτοιμος. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα.
Έφτασε σπίτι. Η δυσάρεστη απώλεια της χήνας του γείτονα κατά τη διάρκεια της ξέφρενης διαδρομής του δεν τον πτόησε. Βιαζόταν. Έδωσε είκοσι Ευρώ και θα είχε φαγητό για την επόμενη μέρα. Άρχισε να ετοιμάζεται. Ντύθηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, θαύμασε τον εαυτό του, πήρε αυτοπεποίθηση όπως και μια βαθιά ανάσα κι άνοιξε την πόρτα. Η αρχή είχε γίνει. Άλλωστε, αποτελεί και το ήμισυ του παντός. Είναι μια κοινώς παραδεκτή αρχή που κοντεύει να γίνει αξίωμα. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα μαθηματικά. Ό,τι γενικοποιείται, αποτελεί αξίωμα.  Ό,τι γίνεται κατ' επανάληψη και κατά συνήθεια είναι «φυσικό». Όταν το φυσικό εγκριθεί και από τον κόσμο, τότε γίνεται φυσιολογικό.
Έφτασε στο σημείο της συνάντησης. Εκεί, στο πανέμορφο τοπίο, που η φύση έδειχνε τη μεγαλομανία της, στο υψόμετρο των εξακοσίων μέτρων. Ήταν εκεί. Τον περίμενε ήδη. Την είδε. Μόνο εκείνος. Της χαμογέλασε. Μόνο εκείνος. Την ένιωσε. Μόνο εκείνος. Δεν της έδωσε το δαχτυλίδι τελικά. Το χέρι του έμεινε μέσα στην τσέπη του, σφίγγοντας το μικρό κουτάκι. Είχε προλάβει να τη δει. Αυτό τον ένοιαζε. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουν. Ο αέρας μετέφερε τις σκέψεις τους. Εκείνη δεν αντιστάθηκε να τον ρωτήσει: «Με θυμήθηκες;», του σφύριξε ο άνεμος στ’ αυτί. Λες και είχε την απάντηση έτοιμη από πριν, πέταξε βιαστικά: «Όπως πάντα». Ο αέρας φύσηξε πιο δυνατά: «Μα, είχες τόσα να κάνεις». Ο Γιάννης δεν πτοήθηκε: «Κι όμως», απάντησε σχεδόν αμέσως. «Ευχαριστώ», νόμισε ότι άκουσε από κείνη να του λέει ντροπαλά και ξεψυχισμένα.
Παράλληλα, ένα αυτοκ;iνητο ανέβαινε τον ανηφορικό δρόμο της πλαγιάς του βουνού και έμπαινε στην είσοδο του χωριού. Ο οδηγός και οι επιβάτες κοίταζαν εκστασιαμένοι το Γιάννη να γελάει μόνος του και να δείχνει ευτυχισμένος. Σταμάτησαν το αμάξι λίγο πιο κάτω και ρώτησαν έναν ηλικιωμένο περαστικό: «Συγγνώμη, αυτός ο κύριος εκεί κάτω...» και δείχνοντάς τον, δεν ολοκληρώθηκε η φράση του οδηγού και ο περαστικός αποκρίθηκε παρατηρώντας το Γιάννη: «Όχι, δεν είναι τρελός, κύριέ μου. Ζει τον έρωτά του.»
-      «Μα, δεν υπάρχει...», πάλι δεν απόσωσε την φράση του και ο περαστικός κάτοικος τον πρόλαβε:
-      «Έχεις δει λογικό άνθρωπο να είναι ερωτευμένος;» Σιωπή. «Ερωτευμένο άνθρωπο να είναι λογικός;» Πάλι σιωπή. «Όταν χάνεις κάποιον που αγαπάς, η ύπαρξη γίνεται μια από τις πιο υποκειμενικές έννοιες, χαμένη μέσα στη ρευστότητά της. Μπορεί για σένα και μόνο για σένα να μην έχει φύγει.»
-     «Φιλόσοφος είστε;», τον ρώτησε ελαφρώς ειρωνικά. Ο ηλικιωμένος άνδρας του χαμογέλασε και του απάντησε κατάματα: «Όχι. Απλώς έχω ερωτευτεί κι εγώ στη ζωή μου
-     «Και θα τον αφήσετε μόνο του εκεί;»

-     «Τολμάει κανείς να διακόπτει κάποιον από την ευτυχία του;».


Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ο ορισμός του συγγραφέα από τον Ορχάν Παμούκ

A writer is someone who spends years patiently trying to discover the second being inside him, and the world that makes him who he is: when I speak of writing, what comes first to my mind is not a novel, a poem, or literary tradition, it is a person who shuts himself up in a room, sits down at a table, and alone, turns inward; amid its shadows, he builds a new world with words.”
--Orhan Pamuk

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Η τρίτη επαφή (bibliotheque.gr)

Η αμφιθεατρική πόλη της Αμφιλοχίας, όπου παραθερίζω το καλοκαίρι.


     Περίμενε για καιρό μια αλλαγή της διάθεσής του. Μια οποιαδήποτε είδηση που θα του έφτιαχνε το κέφι, θα του ανέβαζε τη διάθεση, θα τον έβγαζε νικητή από τον πόλεμο που του είχε κηρύξει η μονοτονία της καθημερινότητας. Μια είδηση που θα του υπενθύμιζε ότι στη ζωή τα αισθήματα δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται ως λιμνάζοντα, αλλά να εναλλάσσονται σαν την φορά των ανεμοδεικτών. Τράβηξε με φόρα την κουρτίνα στην άκρη, λες και ήταν θυμωμένος από τη διακριτική της σιωπηλή παρουσία όλη αυτή την ώρα. Μια απέραντη συννεφιά και μια γκρίζα θάλασσα τού δόθηκαν σαν ανταπόδοση. Η μέρα βρισκόταν ακόμη στο μισό της. Αποφάσισε να καταφύγει στην τελευταία εναλλακτική του λύση: τον μεσημεριανό ύπνο. Αν και τον απέφευγε, όπως ο διάβολος το λιβάνι και ο παπάς τα παντελόνια, τουλάχιστον θα είχε συντροφιά τη γυναίκα του. Έμεινε όμως στην απόπειρα. Δεν κατάφερε να κλείσει μάτι, όχι γιατί δεν τον σαγήνευε η γλυκιά θαλπωρή της μεσημβρινής φθινοπωρινής ανάπαυλας, αλλά γιατί ένιωθε ότι αν κοιμόταν, δεν θα παρήγαγε, δεν θα συνεισέφερε με τον οβολό του στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τα σαράντα του χρόνια δεν είχαν κατορθώσει να αναστείλουν τη νεανική του ορμή για προσφορά. «Έλα να ξεχαστείς για λίγο από τους φακέλους. Εμένα παντρεύτηκες, όχι τις αγωγές», τού παραπονέθηκε η γυναίκα του, η οποία με τα λόγια και το μπρίο της λίγο ήθελε ακόμη για να κάμψει τις όποιες αντιρρήσεις του. «Εσένα παντρεύτηκα, αλλά σκέψου ότι μαζί με μένα, πήρες για προίκα και τις δικογραφίες», της αντέτεινε χαμογελαστά, όταν οι δεκάδες φάκελοι των δικηγορικών υποθέσεων στο γραφείο κάλυπταν το κεφάλι του και συνέχιζαν σχεδόν ως το ταβάνι. Πολλές φορές, δε, όταν εκείνη προσπαθούσε να τον βρει στο κινητό, τον πείραζε με τα υπαινικτικά της σχόλια λέγοντάς του περιπαιχτικά: «Εκεί μέσα που είσαι χωμένος, δεν μπορώ να σε εντοπίσω, γιατί χάνεται το σήμα!».
Οι αντιστάσεις του δεν κάμφθηκαν κι έτσι αποφάσισε να κινήσει για την παραλία. Πάντοτε η συντροφιά της θάλασσας τον κέρδιζε. «Διόλου περίεργο που δε με διάλεξες», τον αποπήρε η σύζυγός του και γύρισε πλευρό, δείχνοντας έτσι την κάθετη διαφωνία της με αυτή του την απόφασή.

Σε μία απομακρυσμένη γειτονιά από το σπίτι του δικηγόρου Ιάσονα, ζούσε μία οικογένεια της μικρομεσαίας αστικής τάξης. Ο σύζυγος ιχθυοπώλης και η γυναίκα του δασκάλα. Δύο επαγγέλματα, μα ένας μισθός, καθώς η τελευταία είχε αφοσιωθεί εδώ και καιρό στην φροντίδα της μικρής τους κόρης, που έπασχε από μία βαριά καρδιακή νόσο και χρειαζόταν επειγόντως εγχείρηση στο εξωτερικό. Το νοσοκομείο είχε βρεθεί και ο αριθμός προτεραιότητας που είχαν λάβει ήταν αρκετά σύντομος. Τα χρήματα όμως ήταν το μοναδικό ακανθώδες πρόβλημα των γονιών. Όσο κι αν προσποιούνταν μπροστά στο παιδί τους ότι θα τα βρουν, δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους τα βράδια που το τελευταίο κοιμόταν και οι ελπίδες του εξανεμίζονταν. «Και να πεις ότι δεν είχαμε κάποια εισοδήματα... Από τις πρώτες οικογένειες ήμασταν κάποιους καιρούς», έλεγε και ξανάλεγε η μητέρα με θυμό και δάγκωμα στα χείλη, για να μην πει περισσότερα, λες και θα την κρυφάκουγε κάποιος κρατικός κοριός. «Το κάποτε με το ποτέ χωρίζονται μονάχα από το τώρα. Και σημασία έχει το τώρα. Τα πράγματα είναι αδύνατον να αλλάξουν, εκτός εάν ψαρέψω καμιά μέρα μπαρμπούνι που έχει δειπνίσει μαργαριτάρια ή λυθρίνι που έχει καταπιεί μονόπετρο», απαντούσε με αποκαρδιωτικό μα ρεαλιστικό συνάμα κυνισμό ο πατέρας της μικρής Ελπίδας, ο Παντελής.

Εκείνη τη μέρα, Σάββατο ήταν, φυσούσε αλλιώτικος αέρας στη γραφική παραθαλάσσια κωμόπολη. Τα καράβια και οι ψαρόβαρκες βρίσκονταν σε συνεχή πάλη με την κυκλοθυμία του ανέμου. Η κουρελιασμένη ελληνική σημαία στο δημαρχείο έδινε ύστατη μάχη, προκειμένου να κρατηθεί στο κοντάρι της. Τα μαύρα φορέματα των εδώ και χρόνια χήρων θυμήθηκαν τον παλιό και ένδοξο οδυρμό τους, κυματίζοντας ξέφρενα.
Ο Ιάσονας κατηφόριζε τα στενοσόκακα της πόλης του, ανακαλύπτοντας κάθε φορά και διαφορετική διαδρομή για τη βόλτα του. Έφτασε στη μεγάλη πλακόστρωτη εξέδρα της πλατείας και από κει έκανε παρέα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα για κάμποση ώρα. Και τι δεν του πέρασε από το μυαλό... Ήταν σαν τα κατασκοπευτικά, λυσσαλέα κύματα να πέταγαν με φόρα πάνω στη μνήμη του μυαλού του όλες εκείνες τις αναμνήσεις που είχαν σημαδέψει τη ζωή του, μερικές ευχάριστες και κάποιες άλλες καθόλου. «Οι παραλίες επικοινωνούν η μία με την άλλη μέσω της αλμύρας του νερού», σκεφτόταν προσπαθώντας να εξηγήσει τη μαγευτική ικανότητα της θάλασσας να φέρνει στο νου μας καλά απόκρυφες στιγμές.
Ο Ιάσονας συνέχισε να περπατά κλοτσώντας κάποια χαλίκια που τύχαινε να βρεθούν στο διάβα του, σαν να ’θελαν να του υποδείξουν, προπορευόμενα, το δρόμο. Σταματώντας μπροστά στο περίπτερο, για να αγοράσει την εβδομαδιαία αθλητική του εφημερίδα, έπεσε πάνω σε εκείνη ακριβώς τη σκηνή που έβλεπε σχεδόν καθημερινά: τον περιφερόμενο λαχειοπώλη της περιοχής να καταβάλλει τεράστια προσπάθεια να πλασάρει στον περιπτερά το «τελευταίο και τυχερό» από τα λαχεία του. Όταν τα πνεύματα εντάθηκαν αρκετά, αποφάσισε να δώσει τόπο στην οργή και να αγοράσει εκείνος, αντί του ενιστάμενου, τον περιβόητο λαχνό. Ο πωλητής μόνο που δεν του έστησε άγαλμα από τις κολακείες και τα εγκώμια έδιναν κι έπαιρναν για αυτή του την πράξη. Ο Ιάσονας, χαμογελώντας, πέταξε ένα λιτό «ευχαριστώ», έβαλε το τυχερό χαρτάκι στην τσέπη του και προχώρησε για το γύρο της αμφιθεατρικά χτισμένης κωμόπολης.
Λίγο πιο κάτω στη μαρίνα, τα αραγμένα κότερα που λυσσομανούσαν να ξεφύγουν από τα δεσμά τους τού κέντρισαν την προσοχή, καθώς κάθε φορά που περνούσε από εκεί, τον προκαλούσαν να διαλέξει το καλύτερο και κάποια στιγμή στο μέλλον να το αποκτήσει. Πάνω σ’ ένα απ’ αυτά βρισκόταν ένα ζευγάρι ερωτευμένων νέων, γύρω στα δέκα χρόνια μικρότερο από εκείνον, οι οποίοι μόλις σάλπαραν για την ολοήμερή τους κρουαζιέρα στα καταγάλανα θαλασσινά νερά. Το κότερο άρχισε να απομακρύνεται σταδιακά και ο Ιάσονας δεν παρατήρησε καν απ’ το ρεμβασμό του ότι η τύχη τον εγκατέλειπε για άλλες περιπέτειες, ταξιδιάρικες, αφήνοντας πίσω τη γλυκιά φωλιά της τσέπης του. Πετώντας στο βαλς των ανέμων, το λαχείο κατέληξε πάνω στο γυαλιστερό κατάστρωμα του κατάλευκου ακτοπλοϊκού του ερωτευμένου ζεύγους. Αφού το τελευταίο απομακρύνθηκε αρκετά από τη βάση του, πεπεισμένος πια ότι δεν μπορούσε άλλο να το θαυμάζει, συνέχισε τη βόλτα του με άγνωστη απόσταση και προορισμό. Στο δε πλοιάριο των δύο νέων η τύχη παρακολουθούσε αμίλητη και αμείλικτη ταυτόχρονα την αδιαφορία που έδειχναν απέναντι σ’ αυτή οι δύο ταξιδιώτες. Ο προσεγμένος νεαρός, γόνος γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας. Η όμορφη νεαρή, υποψήφια νύφη του γόνου της εν λόγω οικογένειας. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Ίσως και με τη δεύτερη. Κάποιοι καχύποπτοι θα ‘λεγαν και με την τρίτη. Οι μάρκες των ρούχων και του ρολογιού του νεαρού αρκούσαν, για να γίνει ο έρωτας ακόμη πιο έντονος, η αγάπη ακόμη πιο συμπαγής και η ανιδιοτέλεια των αισθημάτων ακόμη πιο αγνή και αμόλυντη. Ο συνδυασμός της ομορφιάς της μιας και του πλούτου του άλλου ήταν ο ιδανικός για τα αδηφάγα μάτια και ισοπεδωτικός για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Φαινομενικά άρρηκτα δεμένος και ρεαλιστικά αναπότρεπτα καταραμένος: μια επιπλέον φτηνή ζωή με πλούσια υποκρισία. Καθώς γδύνονταν πάνω στο κατάστρωμα και διοχέτευαν το πάθος τους στην καταδότρα αλμύρα των κυμάτων, το τυχερό αξιόγραφο αγκιστρώθηκε στα μαλλιά της κοπέλας, αποσπώντας την φαντασία της και την προσοχή της. Εκείνη το έδιωξε κακείν κακώς και πάνω στην κρίσιμη στιγμή της κορύφωσης τής ξέφυγε το όνομα του πρώην συντρόφου της. Το μαγικό χαρτί του λαχείου, αν είχε στόμα, θα γελούσε. Αν είχε μάτια, θα τα μισόκλεινε από εκδίκηση που δεν του ‘χαν δώσει καν σημασία. Αν είχε χέρια, θα τα έτριβε συνωμοτικά. Παρ’ όλα αυτά, αρκέστηκε στον άμεσα επικείμενο καβγά του ερωτευμένου ζευγαριού και αποχώρησε για ακόμα μία φορά, απογειωμένο πια, με τη βοήθεια του αγέρωχου νοτιά.
Προς στιγμή νόμιζε ότι θα αποτελούσε βορά στο πεινασμένο ράμφος ενός γλάρου. Κάποια άλλη στιγμή, παρά λίγο να βρεθεί αιχμάλωτο από τα κύματα της ατίθασης τρικυμίας, μέχρι που κατέληξε μέσα σε μια ξύλινη βάρκα, κρυμμένο ανάμεσα σε κάτι ψάρια που σπαρταρούσαν, που ζητούσαν απεγνωσμένα λίγη ακόμη θάλασσα, λίγο ακόμα χρόνο να κολυμπήσουν στη ζωή. Το ψάρεμα είναι η πιο ανελέητη κατάσχεση ζώντος οργανισμού. «Είναι δυνατόν να σκέφτομαι έτσι για ένα επάγγελμα που κάνω εδώ και χρόνια; Σταμάτα τώρα!», μιλούσε και αντιμιλούσε η εσωτερική φωνή του Παντελή. Έβλεπε τα ψάρια να σιγοσβήνουν, αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο έβγαζε το ψωμί του, ζούσε παίρνοντάς τους τη ζωή, όπως συμβαίνει φυσιολογικά σε κάθε τροφική αλυσίδα, μέχρι να έρθουν άλλοι νόμοι και κανόνες. Κανόνες που θα επιτρέψουν τον κατασπαραγμό του ανθρώπου από άνθρωπο και την εξολόθρευση του αισθήματος από τη στυγνή λογική.
Ο Παντελής γύρισε κατάκοπος στο σπίτι, αλλά δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει πολυτελώς. Ξεκίνησε τη διαλογή της λείας του αμέσως. Ενώ βρισκόταν στα μισά της διαδικασίας, γράπωσε άτσαλα μαζί μ’ ένα ψάρι και ένα χαρτάκι βρεγμένο. Το ξετύλιξε προσεκτικά και παρατήρησε ότι είχε ψαρέψει μαζί ένα λαχείο, που μάλιστα ήταν και προσφάτως αγορασμένο, αν διάβαζε σωστά την ημερομηνία. Το ακούμπησε προσεκτικά στην άκρη του μακρόστενου τραπεζιού και συνέχισε τη δουλειά του με το σώμα του να πονάει, όχι όμως περισσότερο απ΄ όσο πονούσε η ψυχή του, για την τύχη της μονάκριβης κόρης του. Έσφιξε τα χείλη, δάγκωσε τη γλώσσα, πήρε βαθιά ανάσα για παυσίπονο και συνέχισε να ελπίζει.

Ο Ιάσονας έχοντας διανύσει πεζή μία από τις μεγαλύτερες διαδρομές του, επέστρεψε σχεδόν εξουθενωμένος στο σπίτι. Εκεί τον περίμενε η ξεκούραστη και ανακουφισμένη από το βάλσαμο του μεσημεριανού της ύπνου σύζυγός του. Μόλις η κουβέντα έφτασε στους δρόμους που αυτή τη φορά ο Ιάσονας είχε επιλέξει να περπατήσει, άρχισε να της εξιστορεί το περιστατικό με το λαχειοπώλη. Η γυναίκα του τον παρατηρούσε πάντα με βλέμμα θαυμασμού. Ένα βλέμμα που από τη μια έδειχνε να χαίρεται για τις χαρές και τις εξερευνήσεις του συντρόφου της και από την άλλη να συμμερίζεται προσποιητά τον ενθουσιασμό του ακόμα και για αδιάφορα μικροπράγματα της καθημερινότητας.
-     «Πρέπει να κόψεις τις πολλές δίκες. Βλέπεις ότι σε πειράζουν», του είπε με εύθυμο ύφος, όταν της διηγιόταν για ποιους λόγους αποφάσισε τελικά να αγοράσει το λαχείο.
-     «Φροντίζει η τρόικα για αυτό. Ένα μήνα έχουμε αποχή από τις δίκες. Να ’ναι καλά τα αυτόφωρα...», απάντησε με ομολογουμένως ανακουφιστικό τόνο.
-     «Εν τέλει, πού είναι το περιβόητο χαρτάκι;», τον ρώτησε με φανερό το ειρωνικό ύφος της απορίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.
Εκείνη τη στιγμή ο Ιάσονας έβαλε το χέρι στην αριστερή του τσέπη και την ψαχούλεψε για κάμποσα δευτερόλεπτα, σαν να προσπαθούσε να εντοπίσει νόμισμα του ενός λεπτού μέσα σε ένα σακί γεμάτο φακές.
-     «Δεν μπορεί...», έκανε συγχυσμένος. «Αφού εδώ το είχα βάλει!».
-     «Ε, κοίταξε και στην άλλη. Καμιά φορά ξεχνάμε ποια τσέπη χρησιμοποιούμε», τον συμβούλεψε η σύζυγος συνετά.
-     «Ας είναι...». Τοποθέτησε το άλλο του χέρι στη δεξιά τσέπη. Μονάχα το κινητό και κάτι χρήματα ήταν τα ευρήματά του. Απογοητευμένος, κοίταξε τη γυναίκα του με απόγνωση χωρίς λόγια.
-     «Μην κάνεις έτσι... Δεν έχασε κι ο Ολυμπιακός...», του είπε συμπονετικά και του χάιδεψε το πρόσωπο, καθώς ο Ιάσονας είχε γείρει σα μικρό, παραπονεμένο παιδί το κεφάλι του στον ώμο της για το «κακό» που τον είχε βρει ζητώντας της έτσι παρηγοριά.
Μετά τα λεγόμενά της, γύρισε σχεδόν απότομα προς εκείνη και της ανταπάντησε με απτόητο ύφος: «Ο άντρας σου τις δίκες και ο Ολυμπιακός τα παιχνίδια, δεν τα χάνουν ποτέ» και άρχισε να τη φιλά παθιασμένα στο λαιμό ρίχνοντάς την πάνω στο δερμάτινο καναπέ του καθιστικού, ενώ παράλληλα ο Παντελής έμπαινε στο υπνοδωμάτιο του, βρίσκοντας τη γυναίκα του να κλαίει στο κρεβάτι και να κρατά ένα μαξιλάρι μπροστά στο στόμα για σιγαστήρα του πόνου της. Εκείνος προσπάθησε να την ηρεμήσει, να της γλυκάνει την πίκρα, να της πει ψέματα, πως τα στατιστικά ήταν με το μέρος τους, πως θα έβρισκαν σύντομα τα χρήματα και ότι όλα θα ήταν θέμα χρόνου. Ένας χρόνος που δεν χαρίζεται σε κανέναν, δεν χαρίζει τίποτα, δεν κάνει διακρίσεις και δικάζει πάντα, έχοντας για ενόρκους τις στιγμές που ’ρθαν κι έφυγαν, τις εμπειρίες που κερδηθηκαν και τις ευκαιρίες που χάθηκαν. Απορούσε κι ο ίδιος πώς μπορούσε ακόμα να πιστεύει σε θαύματα, σε έναν αόρατο από μηχανής Θεό, που θα έσωζε την κατάσταση. Απορούσε πώς έβρισκε αποθέματα αισιοδοξίας, ακτίνες ελπίδας απέναντι σε μία αντίξοη πραγματικότητα, σε μία κυνική καθημερινότητα, που του ζητούσε να φορέσει το χαμόγελο του έτοιμου για μάχη στρατιώτη. Απέναντι σε κάθε αναποδιά, σε κάθε γνωστή δυσκολία και σε κάθε απρογραμμάτιστο εμπόδιο. Κι όμως, μπορούσε. Γιατί σε όλα έβρισκε ως λύση την οικογένειά του. Κοίταζε το φεγγάρι και αντίκριζε το χαμόγελο της κόρης του. Άκουγε τα κύματα και ένιωθε ότι τής μάθαινε πάλι κολύμπι. Έβλεπε τον ήλιο και αισθανόταν το ζεστό χάδι της συντρόφου του. Ξεδιψούσε με το γάργαρο νερό και αισθανόταν τις γουλιές από το ούζο που απολάμβανε τα καλοκαίρια με τις παρέες του. Χάζευε τον συννεφιασμένο ουρανό και διέκρινε κάπου κρυμμένο, πίσω απ’ τη γκρίζα καταχνιά, το πατρικό σπίτι του πατέρα του, που υποδεχόταν με περισσή φιλοξενία συγγενείς και φίλους τα παλιά τα χρόνια. Χαραμάδες χαμόγελου σε μια δοκιμασμένη ζωή, δόσεις όασης στην έρημο της απελπισίας και όμως ήλπιζε. Το ’χε χρέος απέναντι στην κόρη του. Το όνομά της δεν ήταν τυχαίο. Ο πρόωρος τοκετός είχε καταστήσει τη συνδρομή της θερμοκοιτίδας απαραίτητη. Δεν είχε πολλές πιθανότητες, όμως τα μαθηματικά ηττήθηκαν κατά κράτος. Και τώρα είχε μπροστά του πάλι τις ίδιες πιθανότητες. Ελπίδες κόντρα στην Ελπίδα του.
Άφησε τη σύζυγό του από την ασθμαίνουσα με βαριές ανάσες αγκαλιά του και κίνησε για το δωμάτιο της κόρης του. Κοιμόταν με ένα χαμόγελο, που θα ζήλευε και το πιο ευτυχισμένο παιδί του κόσμου. Ήταν σαν να ’χε λύσει όλα τα προβλήματά της, σαν να ’χε βρει όλες τις απαντήσεις στα αναρίθμητα «γιατί» της. Έκλεισε πάλι ήσυχα την πόρτα, για να μην την ξυπνήσει και πήγε στο καθιστικό. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές. Δεν ήθελε να σκεφτεί, έστω και για ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα. Το δικαιούταν. Χάζεψε για λίγο στην τηλεόραση και άφησε να ακούγεται η κλήρωση του κρατικού λαχείου, ενώ αυτός πλησίασε το τραπέζι για να βρει χαρτί και στυλό να σημειώσει τους αριθμούς. Έπρεπε κάπως να σκοτώσει την ώρα του. Έγραψε μια αράδα νούμερα και παράτησε το στυλό βαριεστημένα, πετώντας το πάνω στον καναπέ.
Δεν πίστευε στα θαύματα, παρά μόνο όταν ύστερα από πέντε λεπτά επαλήθευε τους αριθμούς και διαπίστωνε με διαδοχικά ρίγη σε όλο του το σώμα ότι όλοι στην οικογένειά του ήταν πλέον εκατομμυριούχοι και ότι η εγχείρηση της κόρης τους ήταν πια προ των πυλών! Έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο και ταρακούνησε για τα καλά από τον ύπνο της τη σύζυγό του. Της εξήγησε αρκετές φορές μέχρι να συνειδητοποιήσει κι εκείνη ότι δεν ζούσαν ένα ψέμα, ότι η κόρη τους θα σωζόταν.
-     «Πηγαίνω αμέσως να της το πω!». Η χαρά του Παντελή ήταν απερίγραπτη.
-     «Μη! Περίμενε πρώτα να ξυπνήσει. Μην την ταράξεις!», μίλησε η λογική φωνή της γυναίκας του και συμφώνησε να ακολουθήσει τη συμβουλή της.

Η Ελπίδα κοιμόταν έχοντας στην αγκαλιά της ένα αρκουδάκι, δώρο του νονού της. «Όσο έχεις αυτό δίπλα σου, θα σε προστατεύει», της είχε πει στα πέμπτα της γενέθλια, που της το δώρισε. «Το βλέπεις ότι έχει πάντα τα μάτια του ανοιχτά;», εκείνη είχε γνέψει με ύφος καταφατικό. «Είναι γιατί σε φυλάει». Έτσι, λοιπόν, ακόμη και μέχρι τώρα, στα δώδεκά της χρόνια, δεν το είχε εγκαταλείψει ποτέ.
Ύστερα από αρκετή ώρα, ο Παντελής δεν μπορούσε να συνεχίσει να περιμένει, για να μοιραστεί την χαρμόσυνη είδηση με την κόρη του. «Δεν αντέχω άλλο, θα πάω να την ξυπνήσω! Θέλω να μιλήσω στο παιδί!», είπε γεμάτος ενθουσιασμό που αποτυπωνόταν στο ξεχειλισμένο χαμόγελό του. Η σύζυγός του δεν έφερε αντίρρηση αυτή τη φορά και εκείνος κίνησε για το υπνοδωμάτιο της κόρης τους. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε το αρκουδάκι της πεσμένο μπρούμυτα στο πάτωμα. Η Ελπίδα δεν ξύπνησε ποτέ.


*   Το διήγημα κυκλοφορεί στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό "Bibliotheque".

Καλώς ήρθατε!


  O γραπτός λόγος μένει και ίσως αυτό είναι και το μεγαλύτερο προτέρημα και ελάττωμά του ταυτόχρονα. Προτέρημα, γιατί σκέψη και αίσθημα συνεργάζονται αρμονικά και χαράζονται υποσυνείδητα στο μυαλό και την ψυχή. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε άνθρωποι. Ελάττωμα, γιατί όποιος γράφει λόγια, είτε δοκιμιακού χαρακτήρα, είτε ποιητικού, χαρακτηρίζεται με ευκολία πληγωμένος, κάτι που τις περισσότερες φορές δεν ισχύει. Πάντως, δημιουργώ αυτόν εδώ τον τόπο, γιατί προτιμώ να με πουν πληγωμένο, παρά αναίσθητο. Προτιμώ την έκθεση σε φλέγουσες συζητήσεις, παρά την αδράνεια του ωχαδερφισμού. Καλή μου έμπνευση, καλή σας ανάγνωση και καλές μας συζητήσεις!

Υγ. Ό,τι αναρτάται από τον γράφοντα, ως πνευματικό δημιούργημα, είναι κατοχυρωμένο σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις.