Οι αντιστάσεις του δεν κάμφθηκαν κι έτσι
αποφάσισε να κινήσει για την παραλία. Πάντοτε η συντροφιά της θάλασσας τον
κέρδιζε. «Διόλου περίεργο που δε με
διάλεξες», τον αποπήρε η σύζυγός του και γύρισε πλευρό, δείχνοντας έτσι την
κάθετη διαφωνία της με αυτή του την απόφασή.
Σε μία απομακρυσμένη γειτονιά από το
σπίτι του δικηγόρου Ιάσονα, ζούσε μία οικογένεια της μικρομεσαίας αστικής
τάξης. Ο σύζυγος ιχθυοπώλης και η γυναίκα του δασκάλα. Δύο επαγγέλματα, μα ένας
μισθός, καθώς η τελευταία είχε αφοσιωθεί εδώ και καιρό στην φροντίδα της μικρής
τους κόρης, που έπασχε από μία βαριά καρδιακή νόσο και χρειαζόταν επειγόντως
εγχείρηση στο εξωτερικό. Το νοσοκομείο είχε βρεθεί και ο αριθμός προτεραιότητας
που είχαν λάβει ήταν αρκετά σύντομος. Τα χρήματα όμως ήταν το μοναδικό ακανθώδες
πρόβλημα των γονιών. Όσο κι αν προσποιούνταν μπροστά στο παιδί τους ότι θα τα
βρουν, δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους τα βράδια που το τελευταίο
κοιμόταν και οι ελπίδες του εξανεμίζονταν. «Και
να πεις ότι δεν είχαμε κάποια εισοδήματα... Από τις πρώτες οικογένειες ήμασταν
κάποιους καιρούς», έλεγε και ξανάλεγε η μητέρα με θυμό και δάγκωμα στα
χείλη, για να μην πει περισσότερα, λες και θα την κρυφάκουγε κάποιος κρατικός
κοριός. «Το κάποτε με το ποτέ χωρίζονται
μονάχα από το τώρα. Και σημασία έχει το τώρα. Τα πράγματα είναι αδύνατον να
αλλάξουν, εκτός εάν ψαρέψω καμιά μέρα μπαρμπούνι που έχει δειπνίσει μαργαριτάρια
ή λυθρίνι που έχει καταπιεί μονόπετρο», απαντούσε με αποκαρδιωτικό μα
ρεαλιστικό συνάμα κυνισμό ο πατέρας της μικρής Ελπίδας, ο Παντελής.
Εκείνη τη μέρα, Σάββατο ήταν, φυσούσε
αλλιώτικος αέρας στη γραφική παραθαλάσσια κωμόπολη. Τα καράβια και οι
ψαρόβαρκες βρίσκονταν σε συνεχή πάλη με την κυκλοθυμία του ανέμου. Η
κουρελιασμένη ελληνική σημαία στο δημαρχείο έδινε ύστατη μάχη, προκειμένου να
κρατηθεί στο κοντάρι της. Τα μαύρα φορέματα των εδώ και χρόνια χήρων θυμήθηκαν
τον παλιό και ένδοξο οδυρμό τους, κυματίζοντας ξέφρενα.
Ο Ιάσονας κατηφόριζε τα στενοσόκακα της πόλης
του, ανακαλύπτοντας κάθε φορά και διαφορετική διαδρομή για τη βόλτα του. Έφτασε
στη μεγάλη πλακόστρωτη εξέδρα της πλατείας και από κει έκανε παρέα στη φουρτουνιασμένη
θάλασσα για κάμποση ώρα. Και τι δεν του πέρασε από το μυαλό... Ήταν σαν τα
κατασκοπευτικά, λυσσαλέα κύματα να πέταγαν με φόρα πάνω στη μνήμη του μυαλού
του όλες εκείνες τις αναμνήσεις που είχαν σημαδέψει τη ζωή του, μερικές ευχάριστες
και κάποιες άλλες καθόλου. «Οι παραλίες
επικοινωνούν η μία με την άλλη μέσω της αλμύρας του νερού», σκεφτόταν
προσπαθώντας να εξηγήσει τη μαγευτική ικανότητα της θάλασσας να φέρνει στο νου
μας καλά απόκρυφες στιγμές.
Ο Ιάσονας συνέχισε να περπατά κλοτσώντας
κάποια χαλίκια που τύχαινε να βρεθούν στο διάβα του, σαν να ’θελαν να του υποδείξουν,
προπορευόμενα, το δρόμο. Σταματώντας μπροστά στο περίπτερο, για να αγοράσει την
εβδομαδιαία αθλητική του εφημερίδα, έπεσε πάνω σε εκείνη ακριβώς τη σκηνή που
έβλεπε σχεδόν καθημερινά: τον περιφερόμενο λαχειοπώλη της περιοχής να
καταβάλλει τεράστια προσπάθεια να πλασάρει στον περιπτερά το «τελευταίο και
τυχερό» από τα λαχεία του. Όταν τα πνεύματα εντάθηκαν αρκετά, αποφάσισε να
δώσει τόπο στην οργή και να αγοράσει εκείνος, αντί του ενιστάμενου, τον
περιβόητο λαχνό. Ο πωλητής μόνο που δεν του έστησε άγαλμα από τις κολακείες και
τα εγκώμια έδιναν κι έπαιρναν για αυτή του την πράξη. Ο Ιάσονας, χαμογελώντας,
πέταξε ένα λιτό «ευχαριστώ», έβαλε το
τυχερό χαρτάκι στην τσέπη του και προχώρησε για το γύρο της αμφιθεατρικά
χτισμένης κωμόπολης.
Λίγο πιο κάτω στη μαρίνα, τα αραγμένα κότερα που
λυσσομανούσαν να ξεφύγουν από τα δεσμά τους τού κέντρισαν την προσοχή, καθώς κάθε
φορά που περνούσε από εκεί, τον προκαλούσαν να διαλέξει το καλύτερο και κάποια
στιγμή στο μέλλον να το αποκτήσει. Πάνω σ’ ένα απ’ αυτά βρισκόταν ένα ζευγάρι
ερωτευμένων νέων, γύρω στα δέκα χρόνια μικρότερο από εκείνον, οι οποίοι μόλις
σάλπαραν για την ολοήμερή τους κρουαζιέρα στα καταγάλανα θαλασσινά νερά. Το
κότερο άρχισε να απομακρύνεται σταδιακά και ο Ιάσονας δεν παρατήρησε καν απ’ το
ρεμβασμό του ότι η τύχη τον εγκατέλειπε για άλλες περιπέτειες, ταξιδιάρικες,
αφήνοντας πίσω τη γλυκιά φωλιά της τσέπης του. Πετώντας στο βαλς των ανέμων, το
λαχείο κατέληξε πάνω στο γυαλιστερό κατάστρωμα του κατάλευκου ακτοπλοϊκού του
ερωτευμένου ζεύγους. Αφού το τελευταίο απομακρύνθηκε αρκετά από τη βάση του,
πεπεισμένος πια ότι δεν μπορούσε άλλο να το θαυμάζει, συνέχισε τη βόλτα του με άγνωστη
απόσταση και προορισμό. Στο δε πλοιάριο των δύο νέων η τύχη παρακολουθούσε
αμίλητη και αμείλικτη ταυτόχρονα την αδιαφορία που έδειχναν απέναντι σ’ αυτή οι δύο ταξιδιώτες.
Ο προσεγμένος νεαρός, γόνος γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας. Η όμορφη νεαρή,
υποψήφια νύφη του γόνου της εν λόγω οικογένειας. Έρωτας με την πρώτη ματιά.
Ίσως και με τη δεύτερη. Κάποιοι καχύποπτοι θα ‘λεγαν και με την τρίτη. Οι
μάρκες των ρούχων και του ρολογιού του νεαρού αρκούσαν, για να γίνει ο έρωτας
ακόμη πιο έντονος, η αγάπη ακόμη πιο συμπαγής και η ανιδιοτέλεια των αισθημάτων
ακόμη πιο αγνή και αμόλυντη. Ο συνδυασμός της ομορφιάς της μιας και του πλούτου
του άλλου ήταν ο ιδανικός για τα αδηφάγα μάτια και ισοπεδωτικός για τα χαμηλά κοινωνικά
στρώματα. Φαινομενικά άρρηκτα δεμένος και ρεαλιστικά αναπότρεπτα καταραμένος:
μια επιπλέον φτηνή ζωή με πλούσια υποκρισία. Καθώς γδύνονταν πάνω στο
κατάστρωμα και διοχέτευαν το πάθος τους στην καταδότρα αλμύρα των κυμάτων, το
τυχερό αξιόγραφο αγκιστρώθηκε στα μαλλιά της κοπέλας, αποσπώντας την φαντασία
της και την προσοχή της. Εκείνη το έδιωξε κακείν κακώς και πάνω στην κρίσιμη
στιγμή της κορύφωσης τής ξέφυγε το όνομα του πρώην συντρόφου της. Το μαγικό
χαρτί του λαχείου, αν είχε στόμα, θα γελούσε. Αν είχε μάτια, θα τα μισόκλεινε
από εκδίκηση που δεν του ‘χαν δώσει καν σημασία. Αν είχε χέρια, θα τα έτριβε
συνωμοτικά. Παρ’ όλα αυτά, αρκέστηκε στον άμεσα επικείμενο καβγά του
ερωτευμένου ζευγαριού και αποχώρησε για ακόμα μία φορά, απογειωμένο πια, με τη
βοήθεια του αγέρωχου νοτιά.
Προς στιγμή νόμιζε ότι θα αποτελούσε βορά στο
πεινασμένο ράμφος ενός γλάρου. Κάποια άλλη στιγμή, παρά λίγο να βρεθεί
αιχμάλωτο από τα κύματα της ατίθασης τρικυμίας, μέχρι που κατέληξε μέσα σε μια
ξύλινη βάρκα, κρυμμένο ανάμεσα σε κάτι ψάρια που σπαρταρούσαν, που ζητούσαν
απεγνωσμένα λίγη ακόμη θάλασσα, λίγο ακόμα χρόνο να κολυμπήσουν στη ζωή. Το ψάρεμα είναι η πιο ανελέητη κατάσχεση
ζώντος οργανισμού. «Είναι δυνατόν να
σκέφτομαι έτσι για ένα επάγγελμα που κάνω εδώ και χρόνια; Σταμάτα τώρα!»,
μιλούσε και αντιμιλούσε η εσωτερική φωνή του Παντελή. Έβλεπε τα ψάρια να
σιγοσβήνουν, αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο έβγαζε το ψωμί του, ζούσε παίρνοντάς τους
τη ζωή, όπως συμβαίνει φυσιολογικά σε κάθε τροφική αλυσίδα, μέχρι να έρθουν
άλλοι νόμοι και κανόνες. Κανόνες που θα επιτρέψουν τον κατασπαραγμό του
ανθρώπου από άνθρωπο και την εξολόθρευση του αισθήματος από τη στυγνή λογική.
Ο Παντελής
γύρισε κατάκοπος στο σπίτι, αλλά δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει πολυτελώς.
Ξεκίνησε τη διαλογή της λείας του αμέσως. Ενώ βρισκόταν στα μισά της
διαδικασίας, γράπωσε άτσαλα μαζί μ’ ένα ψάρι και ένα χαρτάκι βρεγμένο. Το ξετύλιξε
προσεκτικά και παρατήρησε ότι είχε ψαρέψει μαζί ένα λαχείο, που μάλιστα ήταν
και προσφάτως αγορασμένο, αν διάβαζε σωστά την ημερομηνία. Το ακούμπησε
προσεκτικά στην άκρη του μακρόστενου τραπεζιού και συνέχισε τη δουλειά του με
το σώμα του να πονάει, όχι όμως περισσότερο απ΄ όσο πονούσε η ψυχή του, για την
τύχη της μονάκριβης κόρης του. Έσφιξε τα χείλη, δάγκωσε τη γλώσσα, πήρε βαθιά
ανάσα για παυσίπονο και συνέχισε να ελπίζει.
Ο Ιάσονας έχοντας διανύσει πεζή μία από
τις μεγαλύτερες διαδρομές του, επέστρεψε σχεδόν εξουθενωμένος στο σπίτι. Εκεί
τον περίμενε η ξεκούραστη και ανακουφισμένη από το βάλσαμο του μεσημεριανού της
ύπνου σύζυγός του. Μόλις η κουβέντα έφτασε στους δρόμους που αυτή τη φορά ο
Ιάσονας είχε επιλέξει να περπατήσει, άρχισε να της εξιστορεί το περιστατικό με
το λαχειοπώλη. Η γυναίκα του τον παρατηρούσε πάντα με βλέμμα θαυμασμού. Ένα
βλέμμα που από τη μια έδειχνε να χαίρεται για τις χαρές και τις εξερευνήσεις
του συντρόφου της και από την άλλη να συμμερίζεται προσποιητά τον ενθουσιασμό
του ακόμα και για αδιάφορα μικροπράγματα της καθημερινότητας.
-
«Πρέπει να κόψεις τις πολλές δίκες. Βλέπεις
ότι σε πειράζουν», του είπε με εύθυμο ύφος, όταν της διηγιόταν για ποιους
λόγους αποφάσισε τελικά να αγοράσει το λαχείο.
-
«Φροντίζει η τρόικα για αυτό. Ένα μήνα έχουμε
αποχή από τις δίκες. Να ’ναι καλά τα αυτόφωρα...», απάντησε με
ομολογουμένως ανακουφιστικό τόνο.
-
«Εν τέλει, πού είναι το περιβόητο χαρτάκι;»,
τον ρώτησε με φανερό το ειρωνικό ύφος της απορίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.
Εκείνη τη
στιγμή ο Ιάσονας έβαλε το χέρι στην αριστερή του τσέπη και την ψαχούλεψε για
κάμποσα δευτερόλεπτα, σαν να προσπαθούσε να εντοπίσει νόμισμα του ενός λεπτού
μέσα σε ένα σακί γεμάτο φακές.
-
«Δεν μπορεί...», έκανε συγχυσμένος. «Αφού εδώ το είχα βάλει!».
-
«Ε, κοίταξε και στην άλλη. Καμιά φορά ξεχνάμε
ποια τσέπη χρησιμοποιούμε», τον συμβούλεψε η σύζυγος συνετά.
-
«Ας είναι...». Τοποθέτησε το άλλο του
χέρι στη δεξιά τσέπη. Μονάχα το κινητό και κάτι χρήματα ήταν τα ευρήματά του.
Απογοητευμένος, κοίταξε τη γυναίκα του με απόγνωση χωρίς λόγια.
-
«Μην κάνεις έτσι... Δεν έχασε κι ο
Ολυμπιακός...», του είπε συμπονετικά και του χάιδεψε το πρόσωπο, καθώς ο
Ιάσονας είχε γείρει σα μικρό, παραπονεμένο παιδί το κεφάλι του στον ώμο της για
το «κακό» που τον είχε βρει ζητώντας της έτσι παρηγοριά.
Μετά τα λεγόμενά της, γύρισε σχεδόν απότομα
προς εκείνη και της ανταπάντησε με απτόητο ύφος: «Ο άντρας σου τις δίκες και ο Ολυμπιακός τα παιχνίδια, δεν τα χάνουν
ποτέ» και άρχισε να τη φιλά παθιασμένα στο λαιμό ρίχνοντάς την πάνω στο
δερμάτινο καναπέ του καθιστικού, ενώ παράλληλα ο Παντελής έμπαινε στο
υπνοδωμάτιο του, βρίσκοντας τη γυναίκα του να κλαίει στο κρεβάτι και να κρατά
ένα μαξιλάρι μπροστά στο στόμα για σιγαστήρα του πόνου της. Εκείνος προσπάθησε
να την ηρεμήσει, να της γλυκάνει την πίκρα, να της πει ψέματα, πως τα
στατιστικά ήταν με το μέρος τους, πως θα έβρισκαν σύντομα τα χρήματα και ότι
όλα θα ήταν θέμα χρόνου. Ένας χρόνος που δεν χαρίζεται σε κανέναν, δεν χαρίζει
τίποτα, δεν κάνει διακρίσεις και δικάζει πάντα, έχοντας για ενόρκους τις
στιγμές που ’ρθαν κι έφυγαν, τις εμπειρίες που κερδηθηκαν και τις ευκαιρίες που
χάθηκαν. Απορούσε κι ο ίδιος πώς μπορούσε ακόμα να πιστεύει σε θαύματα, σε έναν
αόρατο από μηχανής Θεό, που θα έσωζε την κατάσταση. Απορούσε πώς έβρισκε
αποθέματα αισιοδοξίας, ακτίνες ελπίδας απέναντι σε μία αντίξοη πραγματικότητα,
σε μία κυνική καθημερινότητα, που του ζητούσε να φορέσει το χαμόγελο του
έτοιμου για μάχη στρατιώτη. Απέναντι σε κάθε αναποδιά, σε κάθε γνωστή δυσκολία
και σε κάθε απρογραμμάτιστο εμπόδιο. Κι όμως, μπορούσε. Γιατί σε όλα έβρισκε ως
λύση την οικογένειά του. Κοίταζε το φεγγάρι και αντίκριζε το χαμόγελο της κόρης
του. Άκουγε τα κύματα και ένιωθε ότι τής μάθαινε πάλι κολύμπι. Έβλεπε τον ήλιο
και αισθανόταν το ζεστό χάδι της συντρόφου του. Ξεδιψούσε με το γάργαρο νερό
και αισθανόταν τις γουλιές από το ούζο που απολάμβανε τα καλοκαίρια με τις
παρέες του. Χάζευε τον συννεφιασμένο ουρανό και διέκρινε κάπου κρυμμένο, πίσω
απ’ τη γκρίζα καταχνιά, το πατρικό σπίτι του πατέρα του, που υποδεχόταν με
περισσή φιλοξενία συγγενείς και φίλους τα παλιά τα χρόνια. Χαραμάδες χαμόγελου
σε μια δοκιμασμένη ζωή, δόσεις όασης στην έρημο της απελπισίας και όμως ήλπιζε.
Το ’χε χρέος απέναντι στην κόρη του. Το όνομά της δεν ήταν τυχαίο. Ο πρόωρος
τοκετός είχε καταστήσει τη συνδρομή της θερμοκοιτίδας απαραίτητη. Δεν είχε
πολλές πιθανότητες, όμως τα μαθηματικά ηττήθηκαν κατά κράτος. Και τώρα είχε
μπροστά του πάλι τις ίδιες πιθανότητες. Ελπίδες κόντρα στην Ελπίδα του.
Άφησε τη σύζυγό του από την ασθμαίνουσα με
βαριές ανάσες αγκαλιά του και κίνησε για το δωμάτιο της κόρης του. Κοιμόταν με
ένα χαμόγελο, που θα ζήλευε και το πιο ευτυχισμένο παιδί του κόσμου. Ήταν σαν να
’χε λύσει όλα τα προβλήματά της, σαν να ’χε βρει όλες τις απαντήσεις στα
αναρίθμητα «γιατί» της. Έκλεισε πάλι ήσυχα την πόρτα, για να μην την ξυπνήσει
και πήγε στο καθιστικό. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές. Δεν ήθελε να σκεφτεί,
έστω και για ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα. Το δικαιούταν. Χάζεψε για
λίγο στην τηλεόραση και άφησε να ακούγεται η κλήρωση του κρατικού λαχείου, ενώ
αυτός πλησίασε το τραπέζι για να βρει χαρτί και στυλό να σημειώσει τους
αριθμούς. Έπρεπε κάπως να σκοτώσει την ώρα του. Έγραψε μια αράδα νούμερα και
παράτησε το στυλό βαριεστημένα, πετώντας το πάνω στον καναπέ.
Δεν πίστευε στα θαύματα, παρά μόνο όταν ύστερα
από πέντε λεπτά επαλήθευε τους αριθμούς και διαπίστωνε με διαδοχικά ρίγη σε όλο
του το σώμα ότι όλοι στην οικογένειά του ήταν πλέον εκατομμυριούχοι και ότι η
εγχείρηση της κόρης τους ήταν πια προ των πυλών! Έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο και
ταρακούνησε για τα καλά από τον ύπνο της τη σύζυγό του. Της εξήγησε αρκετές
φορές μέχρι να συνειδητοποιήσει κι εκείνη ότι δεν ζούσαν ένα ψέμα, ότι η κόρη
τους θα σωζόταν.
-
«Πηγαίνω αμέσως να της το πω!». Η χαρά
του Παντελή ήταν απερίγραπτη.
-
«Μη! Περίμενε πρώτα να ξυπνήσει. Μην την ταράξεις!»,
μίλησε η λογική φωνή της γυναίκας του και συμφώνησε να ακολουθήσει τη συμβουλή
της.
Η Ελπίδα κοιμόταν έχοντας στην αγκαλιά
της ένα αρκουδάκι, δώρο του νονού της. «Όσο
έχεις αυτό δίπλα σου, θα σε προστατεύει», της είχε πει στα πέμπτα της
γενέθλια, που της το δώρισε. «Το βλέπεις
ότι έχει πάντα τα μάτια του ανοιχτά;», εκείνη είχε γνέψει με ύφος
καταφατικό. «Είναι γιατί σε φυλάει».
Έτσι, λοιπόν, ακόμη και μέχρι τώρα, στα δώδεκά της χρόνια, δεν το είχε
εγκαταλείψει ποτέ.
Ύστερα από αρκετή ώρα, ο Παντελής δεν μπορούσε
να συνεχίσει να περιμένει, για να μοιραστεί την χαρμόσυνη είδηση με την κόρη
του. «Δεν αντέχω άλλο, θα πάω να την ξυπνήσω!
Θέλω να μιλήσω στο παιδί!», είπε γεμάτος ενθουσιασμό που αποτυπωνόταν στο
ξεχειλισμένο χαμόγελό του. Η σύζυγός του δεν έφερε αντίρρηση αυτή τη φορά και εκείνος
κίνησε για το υπνοδωμάτιο της κόρης τους. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε το
αρκουδάκι της πεσμένο μπρούμυτα στο πάτωμα. Η Ελπίδα δεν ξύπνησε ποτέ.