Πολλές φορές και πολλοί έχουν προσπαθήσει να φέρουν μέσα από την κωμωδία το γέλιο, αλλά αντ' αυτού επιτυγχάνουν το γελοίο και μένουν στην απρόσφορη απόπειρα του πρώτου. Όταν όμως η τέρψη συνοδεύεται από ευφυή και συνάμα υποβόσκουσα μεταφορά ηθικών μηνυμάτων, τότε επέρχεται η κατά παραλλαγή της αριστοτελικής, αριστοφανική κάθαρση της κωμωδίας. Το τελευταίο συμβαίνει με το έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο "ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή".
Τα βασικά πρόσωπα του έργου: Ο κύριος Παολίνο, καθηγητής μαθημάτων κατ΄οίκον. Ιδιόρρυθμος αρκετά, ώστε να θυμίζει ατυχώς τηλεοπτικά κακέκτυπα, με πολλές γραμματικές και ιστορικές γνώσεις, διπλωμάτης στις κοινωνικές του επαφές. Φαινομενικά καθωσπρέπει, ουσιαστικά "πρέπει-δεν-πρέπει" κι αυτό, διότι παρ' όλη τη σοβαροφάνειά του και την ευλαβή τήρηση των κανόνων ηθικής συμπεριφοράς, ολισθαίνει και παρασέρνει έντιμες γυναίκες στο βούρκο της ακολασίας, όπως εν προκειμένω τη σύζυγο του πλοιάρχου Περέλλα, την οποία αφήνει και έγκυο. Βέβαια, όντας ευθυνόφοβος και θέλοντας να σώσει το τομάρι του, πείθει την κυρία Περέλλα να εμφανίσει την εγκυμοσύνη της ως καρπό του συζύγου της. Όμως πώς μπορεί να γίνει αυτό, όταν εκείνη κυοφορεί ήδη δύο μήνες και ο σύζυγος είναι ναυτικός και έχει να την δει πολύ πριν τον χρόνο της σύλληψης; Οι δυο τους βάζουν σε εφαρμογή το σχέδιο που σκαρφίστηκε ο καθηγητής: τη νύχτα που θα ερχόταν ο σύζυγός της, η γυναίκα του θα τον παρέσερνε σε μια ξέφρενη βραδιά αχαλίνωτου έρωτα και έτσι ύστερα από μήνες, όταν θα επέστρεφε ο πλοίαρχος Περέλλα από το ταξίδι, θα του παρουσίαζε το (δήθεν εφταμηνίτικο) παιδί του. Ο πλοίαρχος παρουσιάζεται άγαρμπος, άγριος, κυνικός, πρότυπο της αντρικής βαρβαρότητας, άξεστος μα χωρίς αντιστάσεις στους πειρασμούς: Είναι γνωστό τοις πάσι ότι απατά τη σύζυγό του και έχει εξώγαμα τέκνα, πράγμα το οποίο για ναυτικό δεν προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Βλέπει τη γυναίκα ως ένα απλό κομμάτι κρέας και σαρκικού ξεσπάσματος των αντρικών ορμονών. Θέλει τη γυναίκα του κυρία με κάπα κεφαλαίο, όμως δεν μπορεί να αντισταθεί εν τέλει στα σπιρτόζικα σκέρτσα και ναζιάρικα κουνήματά της, ώστε να τον κάνει να τη θελήσει παράφορα και να πάει μαζί της στο κρεβάτι. Η ίδια η γυναίκα του τον αντιπαθεί βάναυσα και είναι ερωτευμένη με τον κύριο Παολίνο. Όμως μένει υπόδουλη στη δειλή της φύση και κυρίως στην υποταγή και αγάπη του εραστή της και κάνει ό,τι ο τελευταίος επιθυμεί: δηλαδή τα γλυκά μάτια, ώστε να αποπλανήσει τον ίδιο της το σύζυγο.
Αυτήκοοι μάρτυρες ως το μισό του έργου (τέλος της πρώτης πράξης) είναι από την αποθήκη οι κλειδωμένοι Τζίλιο και Μπέλλι, μαθητές του κυρίου Παολίνο, τους οποίους ο τελευταίος έχει απομονώσει, ώστε να μην ακούσουν ό,τι έχει να του πει η μυστική του ερωμένη. (Αν και επικαλείται διδακτικούς σκοπούς, για να δικαιολογήσει τον εγκλεισμό αυτόν...)
Τέλος, τον κωμικό πήχη της μυθοπλασίας ανεβάζει ο δεύτερος μα εξαιρετικά πλασμένος ρόλος της υπηρέτριας Ροζάριας. Σχολιάζει τα πάντα και δεν αφήνει τίποτε να περάσει με τη διακριτικότητα της σιωπής. Οι λίγες γραμμές του χαρακτήρα της φανερώνουν το πολλές φορές ακόμη και σήμερα επαναλαμβανόμενο: ότι κοινωνική τάξη και ευστροφία, πολλές φορές αποτελούν τιμές αντιστρόφως ανάλογες.
Δεν χρειάζεται να σας αποκαλύψω το άκρως κωμικό και ελαφρώς εκδικητικό για τον κύριο Παολίνο τέλος της πανέξυπνης αυτής κωμωδίας του Πιραντέλλο. Θα αρκεστώ μονάχα σε δυο γραμμές από την εισαγωγή του έργου με την ευχή το τελευταίο να μεταφερθεί σύντομα στις ελληνικές σκηνές:
[Ροζάρια: Πριν ανοίξουμε το μάτι μας, τσουπ ο κύριος Τοτό! Ορίστε (δείχνει τριγύρω) δεν πρόλαβα ούτε να συμμαζέψω!
Τοτό (φαρμακοποιός, φίλος του κυρίου Παολίνο): Μα, δεν...
Ροζάρια: Τι δεν, που... Ορίστε, οι καρέκλες με τα πόδια πάνω! Πρέπει να ξέρετε ότι μόνο τα σφαγμένα κοτόπουλα και οι άτιμες γυναίκες κάνουνε καριέρα με τα πόδια πάνω.
Τοτό: Τώρα που το λες...
Ροζάρια: Ενώ οι καρέκλες, οι σεμνές καρέκλες, σ' ένα καθωσπρέπει σπίτι είναι με τα πόδια κάτω. Όπως οι τίμιες γυναίκες.]
Ο Λουίτζι Πιραντέλλο (1867-1936) υπήρξε Ιταλός δραματουργός.
Το 1934 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
|
* Το θεατρικό κυκλοφορεί σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ από τις εκδόσεις "Ηριδανός".