Δεν θυμόταν πώς έλεγαν την αδερφή του. Μαρία; Ή μήπως Ελένη; Σίγουρα όχι Σοφία. Σοφία φώναζαν το κορίτσι του. Η κοπέλα που του προσέφερε ηδονή στις άσπρες νύχτες και τις μαύρες μέρες. Στην πρώτη περίπτωση, τα πάρτυ με σκόνη έδιναν κι έπαιρναν. Στη δεύτερη περίπτωση η μελαγχολία της στέρησης οδηγούσε στην απόγνωση και τα νεύρα.
Η βελόνα έβγαινε αργά αλλά σταθερά από την μελανιασμένη και
ταλαιπωρημένη του φλέβα εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη. Οι κόρες των αντρικών
ματιών γίνονταν για ακόμα μία φορά μάρτυρες μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας
αυτομαστίγωσης του εγώ του δίχως συναίσθηση. Πέταξε μακριά τη σύριγγα, καθώς
άφηνε μετέωρο το χέρι που έκανε την ένεση, λες και το αποδέσμευε από μια
κοπιαστική εργασία. Δάκρυα ήταν έτοιμα να ξεσπάσουν και να βγουν απ’ τη φωλιά
τους, όμως το άνοιγμα της πόρτας τα φόβισε.
-
«Δεν έχει τίποτα στο ψυγείο», είπε νευρικά μια
ψηλόλιγνη, καστανόξανθη κοπέλα με μια φαρδιά, λευκή πουκαμίσα να φτάνει ως τα
γόνατά της.
-
«Κι εγώ τι να σου κάνω; Δεν το ‘ξερες;», της έκανε
εκείνος αδιάφορα, γυρίζοντας πλευρό και δείχνοντάς της την πλάτη του, έτοιμος
να παραδοθεί στην επερχόμενη έκσταση. Η κοπέλα, απηυδισμένη, πήρε μια ανοιγμένη
μπύρα από το πάτωμα, καταναλώνοντας με δυο γουλιές το πολυκαιρισμένο
περιεχόμενό της κι ύστερα ξάπλωσε δίπλα του. Το βλέμμα της έπεσε αμέσως πάνω
στη σύριγγα.
-
«Τι έχεις πάθει; Δεν είπαμε τέλος αυτά; Τέρμα
τα παλιά;» Προσπάθησε να τον αγκαλιάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Το σώμα του τής
φάνηκε ξένο. Ένα άλλο κορμί, αλλοιωμένο απ’ τα λάθη της αμαρτωλής κατασκευής
του.
-
«Ή μείνε να με φτιάξεις ή φύγε!», την αποπήρε
ο σύντροφός της.
Η Σοφία δεν απάντησε. Κοιτούσε ανάσκελα το ταβάνι, ζωγραφίζοντας
πάνω του εικόνες από παλιές εποχές, οι οποίες φάνταζαν σα σκηνές που τρέχουν
βίαια έξω απ’ το παράθυρο ενός κινούμενου τρένου. Οι παιδικοί της φίλοι, η
παλιά της γειτονιά, ο πατέρας που έχασε μικρή, η μητέρα που την περίμενε να
γυρίσει σπίτι κι ας είχαν μαλώσει. Τότε εκείνος γύρισε και την ακούμπησε. Δεν
ήταν όμως, όπως το περίμενε. Δρούσε ένας άλλος αντί για αυτόν που είχε
αγαπήσει. Δρούσε η ηδονή και αντιδρούσε το συναίσθημα. Έκανε πιο κει, μήπως και
κατάφερνε να του δώσει να καταλάβει ότι δεν είχε όρεξη εκείνη τη στιγμή. Αυτός
την αγκάλιασε πιο σφιχτά και άρχισε να την φιλάει στο λαιμό, στο χέρι, στη
μέση, πάλι στο χέρι, στο λαιμό. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του και έχοντας δίπλα
του ένα θολωμένο γυναικείο σώμα, προσπάθησε να βρει το στόχο ικανοποίησης των
ορμών του.
Η Σοφία σηκώθηκε βίαια, του έριξε ένα δυνατό χαστούκι και άρχισε να
ντύνεται. Εκείνος γελούσε.
-
«Πού πας; Πάλι εδώ θα γυρίσεις. Να το ξέρεις»,
είπε με καγχασμό, πριν κλείσει πάλι τα μάτια του και πέσει στο άψε – σβήσε σε
ύπνο βαθύ.
«Τι εκνευριστικά που είναι τα Κάλαντα...
Ειδικά, όταν έχεις τόσο καιρό να τα ακούσεις ή να τα πεις, ώστε έχεις σχεδόν ξεχάσει
τα λόγια τους», σκεφτόταν. Παραμονή Χριστουγέννων. Έτρεμε
απ’ το κρύο. Η αδερφή του είχε δυο βδομάδες να φανεί. Όχι ότι του καιγόταν
ιδιαίτερα καρφί, αλλά πού και πού του ‘δινε κανένα χαρτζιλίκι να περνάει
κάποιες μέρες. Οι μαύροι κύκλοι στο πρόσωπό του πρόδιδαν την αϋπνία που τον
ταλαιπωρούσε τον τελευταίο καιρό. Η ζάλη αποτελούσε πλέον καθημερινό φαινόμενο.
Η τηλεόραση έπιανε από σπόντα μονάχα ένα κανάλι. Δεν είχε βάλει αποκωδικοποιητή
και ούτε επρόκειτο να το κάνει, εκτός κι αν μπορούσε να φαγωθεί. Πεινούσε.
Πεινούσε πολύ. Δεν ήξερε τι χρειαζόταν περισσότερο. Σκόνη; Φαί; Κοπέλα; Η πρώτη
ήταν εμμονή. Το δεύτερο προϋπόθεση ύπαρξης της εμμονής και το τρίτο πολυτελές
ευτύχημα. Κοινός παρονομαστής τα χρήματα. Είχε παραιτηθεί από το μπαρ εδώ και
καιρό, όταν τον προειδοποίησαν να επιλέξει ανάμεσα στο να κόψει τη χρήση ή να
πάει σπίτι του. Διάλεξε χωρίς δισταγμό το δεύτερο.
Η Αθήνα είχε απογυμνωθεί απ’ τα αυτοκίνητα εκείνο το πρωί της
παρομονής Χριστουγέννων. Αν και οι μετεωρολόγοι είχαν υποσχεθεί ότι θα χιόνιζε
στην πρωτεύουσα, οι νιφάδες δεν τίμησαν την πόλη με την εμφάνισή τους, παρά τις
πήρε ο άνεμος 500 χιλιόμετρα βορειότερα, κάνοντας τον πύργο ακόμη πιο λευκό στο
λιμάνι της συμπρωτεύουσας. Ο ήχος από τα μουσικά τρίγωνα τσίγκλιζε τα μηνίγγια
του. Το κουδούνι της κυρίας εισόδου χτυπούσε κάθε λίγο και λιγάκι. Πίσω απ΄ την
πόρτα κρύβονταν ανυπόμονες παιδικές φατσούλες, έτοιμες για το γιορτινό τους
επίδομα. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να τους ανοίξει και να τους πάρει όλα τους τα
κέρδη. Ίσως έτσι έβγαζε κάποια δόση. Ίσως μ’ αυτό τον τρόπο έκανε κι αυτός
Χριστούγεννα. Όμως τελικά βαρέθηκε να μπλέκει. Δεν ήθελε πάλι προσαγωγές και
ανακρίσεις. Αρκετά μ’ αυτές τις ιστορίες. Τουλάχιστον για την ώρα.
Σύρθηκε ως το δωμάτιό του. Παλιά ήταν το παιδικό του δωμάτιο. Δεν
είχαν αλλάξει και πολλά από τότε. Δυο – τρεις μετακινήσεις είχαν γίνει όλες κι
όλες. Το μάζεμα των αχρείαστων παιχνιδιών και η τοποθέτησή τους στο σκοτάδι
ενός ξύλινου μπαούλου. Μερικές αφίσες είχαν λογοκριθεί από το ωριμότερο πλέον
μυαλό του, κάνοντας κι εκείνες συντροφιά στα άλλα πράγματα μέσα στο παραπάνω
αφιλόξενο μέρος. Το χρώμα απ’ τους τοίχους είχε ξεβάψει και ήταν πλέον ασορτί
με την ψυχή του ενοίκου του. Ποδοπάτησε τα κουλουριασμένα στο δάπεδο σεντόνια
και πήγε να κλείσει το παντζούρι του μοναδικού παραθύρου, που είχε θέα στον
κάτω δρόμο, την οδό Σόλωνος. Το σπίτι του βρισκόταν στον πρώτο όροφο της
πολυκατοικίας, επομένως ήταν παιχνιδάκι για τον ήχο των κερμάτων και για τα αλλεπάλληλα
παιδικά «ευχαριστώ» να διαπεράσουν την κοντινή απόσταση της ατμόσφαιρας και να
καρφωθούν στ’ αυτιά του.
Σιχαινόταν αυτό που έπρεπε να κάνει, όμως δεν είχε άλλη επιλογή.
Έπρεπε να απέχει από τη χρήση. Είχε μείνει καθαρός για αρκετό καιρό, μόνο και
μόνο για να ‘ρχόταν εκείνη η μέρα. Η παραμονή των Χριστουγέννων. Νηφαλιότητα: ο
απόλυτος στόχος απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες και ο πρωταρχικός σκοπός κάθε
κέντρου αποκατάστασης εξαρτημένων ατόμων. Τα
είχε καταφέρει μόνος του, αλλά μόνο για ένα προσωρινό χρονικό διάστημα.
Η ευκαιρία που του παρουσιαζόταν να βγάλει εύκολο και ζεστό χρήμα, ώστε να
εξασφαλίσει κάποιες δόσεις τις προσεχείς ημέρες, λειτουργούσε ευεργετικά στην
καρτερική υπομονή του.
Οι τρύπες στα χέρια του είχαν αρχίσει να κλείνουν. Οι μύες των
άκρων του επανεκιννούσαν την ομαλή τους λειτουργία. Οι πέντε αισθήσεις του
είχαν σχεδόν επανέλθει στον γενετήσιο προορισμό του φορέα τους. Δεν έβλεπε πια
θολά από τα δάκρυα και την έκσταση. Μπορούσε να ακούσει ακόμη και τα πατήματα του
σκύλου του γείτονα του πάνω διαμερίσματος. Ένιωθε το ύφασμα του καναπέ στα δάχτυλά
του. Μύριζε το φαγητό της γειτόνισσας του κάτω ορόφου. Γευόταν την οδοντόκρεμα,
όταν πεινούσε. Δυόσμος ήταν τελικά.
Έβηξε αρκετά, όταν ένα σύννεφο σκόνης πετάχτηκε από το ξύλινο
μπαούλο κάνοντας έφοδο στο πρόσωπό του. Πίσω δεξιά βρήκε χωμένο το γνώριμο κόκκινο
πουγκί, μέσα στο οποίο έκρυβε τα χριστουγεννιάτικα συνέργά του, όταν ήταν
παιδί. Θυμήθηκε ότι πρέπει να πήγαινε στις μεσαίες τάξεις του δημοτικού, όταν
ξεκίνησε την επιχείρηση «χριστουγεννιάτικα κάλαντα». Επιτέλους τα εργαλεία που
θα του εξασφάλιζαν λίγα λεπτά ηδονής και ευχαρίστησης τις επόμενες μέρες
βρίσκονταν πια καλά φυλαγμένα στις γροθιές του. Τα κρατούσε σαν τρόπαιο και
τότε, ύστερα από αναρίθμητες μέρες, έκανε κάτι που είχε να κάνει καιρό.
Χαμογέλασε. Επειδή κρατούσε το κλειδί, για να συνεχίσει έστω και λίγο την παλιά
του επιβίωσή; Ή μήπως επειδή θυμήθηκε την παλιά του ζωή; Τότε που η μητέρα του
πλημμύριζε το σπίτι με τις γιορτινές μυρωδιές από τα δελεαστικά εδέσματά της
και ο πατέρας του ερχόταν με τα χέρια γεμάτα σακούλες, με υλικά για τη συντροφιά
της γαλοπούλας στο τελευταίο της ταξίδι;
Έκλεισε απότομα το μπαούλο και τις αναμνήσεις που αναπηδούσαν
ξέφρενα μέσα απ’ αυτό. Βιάστηκε να πάει να αλλάξει. Βρήκε ένα τζιν που είχε
καιρό να φορέσει και πλέον του έπλεε. Ίσα που το κρατούσε στη μέση του η
τελευταία εγκοπή της ζώνης. Από πάνω, έβαλε μια μπλούζα που του είχε φέρει δώρο
η αδερφή του πριν δυο μήνες στα γενέθλιά του. Είχε ακόμη πάνω της κρεμασμένο το
καρτελάκι αλλαγής. Αν και ήταν πολύ κοντά στα τριάντα χρόνια, το παρουσιαστικό
του τού επέτρεπε να μικροδείχνει. Αφού ξυρίστηκε και έριξε νερό στο πρόσωπό
του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Σάστισε για λίγο. Χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα,
ώσπου να αναγνωρίσει ένα είδωλο, που είχε καιρό να αντικρίσει.
Η συγκομιδή των εσόδων δεν πήγε διόλου άσχημα. Χτυπώντας
το τριγωνάκι δυο – τρεις φορές και εκστομίζοντας τις πρώτες αράδες απ’ το
«καλήν ημέρα, άρχοντες», τον διέκοπταν και του ‘δινε ο καθένας κάτι απ’ το
υστέρημά του. Η υφέρπουσα επήρεια, βέβαια, τον συντρόφευε στην προφορά των
λόγων του και ορισμένες φορές τον πρόδιδε, προκαλώντας του νεύρα και οδηγώντας
τον σε άσχημες εκφράσεις, όταν οι άλλοι αρνούνταν να τον ακούσουν ή να του
δώσουν λίγα παραπάνω κέρματα.
Με το που έκλεισε η τελευταία πόρτα σε ένα σπίτι κοντά στην πλατεία
Κάνιγγος, στάθηκε σ’ ένα παγκάκι και ξεκίνησε το μέτρημα. Με έναν καλό
διακανονισμό, θα κατάφερνε να πάρει από το βαποράκι του περισσότερα απ’ όσα
είχε υπολογίσει στην αρχή. Ήταν πια περίπου πέντε. Σούρουπο. Κατηφόριζε τη
Θεμιστοκλέους. Σε λίγο θα έφτανε στη Γαμβέτα. Πλησίασε στο στέκι του φίλου και
«αδερφού» του, όπως χαρακτήριζε το άτομο που τον είχε μυήσει στον άλλο κόσμο
της έξαψης. Τον είδε. Ήταν εκεί. Κοιμόταν κατάχαμα. Έφτασε δίπλα του. Δεν τον
πήρε είδηση.
-
«Ρε συ, ήρθα!» Καμία απόκριση. «Ξύπνα, λέμε!
Έφερα χρήμα!». Καμία αντίδραση.
Κλώτσησε το δεξί του πόδι. Πάλι. Το παπούτσι πήγε κι ήρθε. Τον
σκούντησε. Ο κορμός του σώματος κουνήθηκε με όση δύναμη τον είχε σπρώξει. Και
τότε συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τον φωνάξει με το μικρό του. Δεν ήξερε
το όνομά του. Όχι γιατί είχε επιλεκτική μνήμη, αλλά γιατί απλώς δεν το είχε
μάθει ποτέ. Τον ένοιαζε μόνο να εξασφαλίσει τη δόση του απ’ το «φιλαράκι».
Όμως, το «φιλαράκι» είχε επιλέξει πια να παρατήσει τη δουλειά του. Και τη ζωή
του. Το πρόσωπό του ήταν μελανιασμένο. Τα άκρα του σχεδόν μαρμαρωμένα. Τότε ο
Πάνος, ο αδερφός της Άννας, ο καθαρός εδώ και κάτι μέρες, έκανε ένα βήμα πίσω.
Παραπάτησε στο πεζοδρόμιο και όλα τα κέρματα από τον κόπο της ημέρας ξέφυγαν
απ’ τη γροθιά του και ξεχύθηκαν στο δρόμο. Άρχισαν να κυλούν επάνω του, λες και
προσπαθούσαν ξέφρενα να βρουν διέξοδο διαφυγής και να γλιτώσουν απ’ τον
προορισμό τους. Μερικά πρόλαβαν να βουτήξουν μέσα σ’ ένα φρεάτιο, αλλά τα
περισσότερα κατέληξαν πάλι στον κάτοχό τους.
Πάντα είχε εναλλακτικές, όπως κι εκείνη τη μέρα. Οι κόποι του
έπιασαν τόπο. Βρήκε απ’ αλλού αυτό που τόσες μέρες διακαώς επιθυμούσε.
Τα Κάλαντα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς δεν πρόλαβε να τα πει. Το
διαμέρισμα της οδού Σόλωνος δεν θα φιλοξενούσε τον ένοικό του εκείνο το βράδυ.