Ευφυές. Έτσι θα χαρακτήριζα το έργο του Γιάννη Μακριδάκη. Το Μάτι του Θεού (ή "του Θεού το Μάτι") αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα ντοπιολαλιάς σε ένα απροσδιόριστο μέρος της υπαίθρου μας. Έτσι τουλάχιστον μου επιτρέπει η φαντασία μου να προσδιορίσω τοπικά την εξέλιξη της ιστορίας. Μια ιστορίας απλής από άποψης σύλληψης, αλλά ευφυούς από άποψης ανάπτυξης.
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο, εξομολογητικό και απολογητικό συνάμα. Ο ήρωας ξεκινά ένα "διάλογο" με το σκιάχτρο, που έχει στο μποστάνι του, το οποίο προφυλάσσει τη σοδειά από τα αρπακτικά νύχια και ράμφη των πτηνών. Το σκιάχτρο λέγεται Διομήδης και αποτελεί απλώς την αφορμή για συζήτηση πάνω σε θέματα κυρίως πολιτικού χαρακτήρα. Το σκιάχτρο δεν μπορεί να φέρει αντίλογο. Είναι ο ιδανικός συνομιλητής, ο οποίος συμφωνεί και δεν φέρνει αντιρρήσεις. Αποτελεί το σάκο του μποξ, απορροφώντας κάθε σκέψη και κυρίως παράπονο του ήρωα. Ο Διομήδης δίνει πάτημα στον αφηγητή να ξεδιπλώσει τις θέσεις του πάνω σε πολλά ζητήματα, όπως: η συγκαταβατική διαμονή ενός ζεύγους ύστερα από αρκετό καιρό συμβίωσης, η σπουδαιότητα της φιλίας, η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία και η εκφορά πολιτικού λόγου και μάλιστα από έναν άνθρωπο "του χωριού". Ο ιδιόρρυθμος αυτός διάλογος με δέκτη ένα σκιάχτρο - ουσιαστικά μονόλογος - εκτυλίσσεται συνεχώς γύρω από το ερώτημα αν ο ήρωας πρέπει να πάει να ψηφίσει στις εκλογές του Μαίου του 2012 "το κόμμα". (Περισσότερα δεν σας αποκαλύπτω, διότι θα χαλάσω τη μαγεία αυτού του λογοτεχνικού αριστουργήματος) Όμως δεν ακούμε μόνο τη φωνή του ήρωα - αφηγητή. Μέσα από την ιδιόμορφη μονολογική αυτή αφήγηση ακούγονται οι φωνές και άλλων, οι οποίες συχνά εναντιώνονται στην κυρίαρχη ομιλία και υπογραμμίζουν διαλογικά τα συν και τα πλην των διαφορετικών απόψεων
Οι δισημίες πολλές, όπως και οι αλληγορίες. Το σκιάχτρο όμως δεν είναι το μοναδικό αντικείμενο του έργου που προσωποποιείται. Ζώα και φυτά, έχουν ονόματα και συμπεριφέρονται. Παίζουν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της άποψης του ήρωα. Αποτελούν μέρος της οικογένειάς του. Ο Μακριδάκης πείθει. Και μάλιστα χρησιμοποιώντας την εσκεμμένη αφέλεια του ήρωα ως εφαλτήριο, αντικατοπτρίζοντας έτσι τον προβληματισμό του μέσου ψηφοφόρου, τη σκέψη ενός εκλογέα - χωρικού, απομακρυσμένου από την πίεση της αστικής καθημερινότητας. Χειριζόμενος άψογα το λόγο και την τοπική διάλεκτο, μεταφέρει τον αναγνώστη στην ιδανική ατμόσφαιρα, ώστε το αφήγημά του να αναπτυχθεί στο κατάλληλο έδαφος. Η λεπτή ειρωνεία διαπερνά ολόκληρο το κείμενο, τονίζοντας τα "ελαττωματάκια" του έθνους μας.
Πολιτική νουβέλα. Έτσι θα χαρακτήριζα το έργο του, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Εστία". Ένα αφήγημα αντί πολιτικού δοκιμίου, ευκολοδιάβαστο από οποιονδήποτε, το οποίο δίνει άφθονη τροφή για σκέψη και προβληματίζει ακόμη και τον πιο απαθή πολίτη. Ο ρόλος της γυναίκας (τη δική του την αποκαλεί με το συνθηματικό "Νυφίτσα") και οι γενικότερες κοινωνικές συνιστώσες στη διαμόρφωση της γνώμης του συζύγου - πολίτη θίγονται αριστοτεχνικά. 140 σελίδες περίπου με έκαναν να φανώ αχόρταγος, θέλοντας να διαβάσω κι άλλο και να πω για πολλοστή φορά, όπως έκανα σχεδόν σε κάθε σελίδα: "Να αγιάσει το στόμα σου!".
Κλείνω με ένα απόσπασμα του έργου, του οποίου το τέλος θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ενέχει μια πεντανόστιμη γουλιά μελαγχολικής ειρωνείας ή ότι είναι ακόμη και άκρως κωμικό. Εξαρτάται από το πώς θα το διαβάσει κανείς. Η τέχνη άλλωστε είναι πλούσια στις ερμηνείες της. Εύχομαι ο καταξιωμένος συγγραφέας από τη Χίο να συνεχίσει να "κεντά" παραπλήσια λογοτεχνικά πονήματα απτόητος:
"Κι ώσπου να τελειώσουνε όλ' αυτά, πήγε πια η ώρα δέκα και βρήκα τη Νυφίτσα μονάχη της σαν γύρισα στο καλύβι, να βλέπει τηλεόραση και να ΄ναι και καταχαρούμενη. Εντάξει, με ρωτά, τα κατάφερες; Δεν μίλησα. Πρόφτασες να κάμεις το χρέος σου στην πατρίδα και στο κόμμα; με ξαναρωτά. Πάλι δεν έβγαλα άχνα. Δεν έδωσα καμία σημασία στις ειρωνείες της. Πήγα γραμμή στο κρεβάτι μου κι από την άλλη μέρα το πρωί ίσαμε σήμερα, μια βδομάδα ακριβώς, δεν έχουμε αλλάξει κουβέντα. Γι' αυτό δεν είπε ούτε καλημέρα τώρα που ήρθε από την εκκλησία. Μόν' έκαμε πως δεν μας είδε. Να δούμε πού θα καταλήξει η όλη αυτή υπόθεση, Διομήδη. Έχω μεγάλη περιέργεια. Πάντως το φαί μου στο τραπέζι μού το βάζει ακόμα. Κάτσε να σε σηκώσω τώρα. Να σε στήσω εδώ, μες στη μέση, να δούνε οι κωλοσπουργίτες τι έχουνε να πάθουνε. Και μετά θα σου ζωγραφίσω τη μούρη να με βλέπεις. Μη χάσεις."