«Φύγε», μου
΄λεγαν. «Τρέξε να σωθείς. Να περισώσεις ό,τι έχει απομείνει. Λίγος εσύ, λίγη
Ελλάδα. Λίγο παρόν και παρά λίγο μέλλον.»
Όμως η απόφαση ήταν βαριά. Ασήκωτη ίσως. «Ή κάνε οικογένεια και μείνε εδώ
ή ακολούθησε άλλο δρόμο, πιο κοπιαστικό, με ή χωρίς οικογένεια. Άγνωστα
μονοπάτια που μπορούν να σε οδηγήσουν στην ευτυχία. Μακριά από δω. Ελλάδα,
επιτυχία και αξιοκρατία δεν μπορούν να κάνουν κουμάντο μεταξύ τους. Είναι σα να
βάζεις μία αλεπού να φυλάει αρνιά με διαιτητή ένα λύκο.»
Κι ακόμα
περισσότερα μου ’χε πει ο πνευματικός μου. Όταν ήταν ακόμη νωρίς. Πολύ πριν
τολμήσω να πατήσω το μισό αιώνα. Πριν δέκα μέρες έγινα πενήντα χρονών και θεωρώ
τον εαυτό μου τυχερό που ο χρόνος πέρασε σαν φίλος και όχι βασανιστικά αργά,
σαν εχθρός. Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη μέρα που είχα μαλώσει με τον πατέρα μου,
γιατί ήθελε να φύγω από τη χώρα. Να βρω αλλού το χαμένο μου μέλλον, να φτιάξω
αλλού το παρόν μου και να αφήσω στα γνώριμα λημέρια του το παρελθόν. Ένα
παρελθόν που μονάχα συντρόφευε και δεν ενέπνεε τους ομοπάτριδες.
Μόλις μπήκα στο
πέτρινο τούνελ, στα έγκατα του βουνού, η αλήθεια είναι πως φοβήθηκα. Ένιωσα στο
πετσί μου όλη τη σημασία των λέξεων «δέος» και «απλότητα». Γνώριζα από βιβλία
και από τις αφηγήσεις του παππού μου, που ’χε φίλο μοναχό, την έννοια της
ασκητικής ζωής αλλά όχι μέχρις αυτού του βαθμού. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε.
Εσύ και η φύση. Και συνάμα συνειδητοποιούσες ότι είσαι εσύ, το τίποτα απ’ τη
μια, μα και τα πάντα απ’ την άλλη. Η αρχή του κόσμου. Η αφετηρία της ανθρώπινης
ιστορίας με μάρτυρά της τον χρόνο. Καθώς προχωρούσα πιο βαθιά στη σπηλιά και
έβλεπα κάποιες μικρές, χαραγμένες αγιογραφίες επάνω στις πέτρες, αναρωτιόμουν
μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει το μεγαλείο του ανθρώπου χωρίς καν τη συνδρομή
της τεχνολογίας. Το φως του ήλιου καλούσε πλέον για βοήθεια, καθώς ξεθύμαινε
στον έξω κόσμο. Όμως το σκοτάδι δεν πρόλαβε να επικρατήσει. Τα δυο αναμμένα
κεριά, στερεωμένα σε ένα λοφίο λάσπης κι ένας άντρας, γύρω στα σαράντα, έδιναν
το «παρών» και μαρτυρούσαν τη ζωή.
Η γαλήνη αυτού
του ανθρώπου έρεε ανεπιτήδευτη. Η στάση του σώματός του, η όψη της πραότητας
που τον περιτριγύριζε και η σταθερότητα των λόγων του δεν μπορούσαν παρά να σε
κερδίσουν και να σε προκαλέσουν να ανταγωνιστείς το τέλειο. Τον πλησίασα και με
υποδέχτηκε θερμά. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος, ώστε να του ανοίξω την καρδιά
μου, να του αποκαλύψω τους φόβους μου, τις μύχιες σκέψεις μου, τις ενοχικές αναστολές
μου. Και ξέρετε τι μου ’πε; Ολόκληρο το αμφιθέατρο παρέμενε σχεδόν ακίνητο.
Αμίλητο. Μοναχά ο ήχος απ’ το πληκτρολόγιο ενός κινητού ακουγόταν κι αυτό για
λίγο, μέχρι ο διπλανός να σκουντήξει τον φίλο του να σταματήσει. Το έκανε
μεμιάς, αλλά ο Νικόλαος Λαγούμης δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και συνέχισε
απτόητος: Οι άνθρωποι πλέον έχουμε πάψει
να ερωτευόμαστε. Όχι τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας. Την ίδια τη ζωή. Την
φύση. Πώς είναι ικανός κάποιος να δώσει αγάπη και να πάρει ίση ή μεγαλύτερη
ανταπόδοση, όταν περιφρονεί τον ίδιο του τον εαυτό; Πώς, όταν δεν διορθώνουμε
τα ελαττώματά μας, θέλουμε ο άλλος να τα υποστεί και απαιτούμε να είμαστε
αρεστοί; Αυτό μου είπε. Το κύριο πρόβλημα δεν το έχουν οι άλλοι που χωρίζουμε,
αλλά εμείς που δεν ξεκαθαρίσαμε το ποιοι πραγματικά είμαστε, που δεν ανοίξαμε
τα χαρτιά μας να δει ο άλλος τι έχει να αντιμετωπίσει. Τι έχει να αγαπήσει. Το
κύριο πρόβλημα δεν το έχουν αυτοί που απορρίπτουν, αλλά εκείνοι που
απορρίπτονται, οι οποίοι δεν διέβλεψαν το προφανές του ασύμβατου των χαρακτήρων.
Ο καθηγητής ξαπόστασε λίγο στο υπερυψωμένο βήμα του. Ήπιε δυο γουλιές νερό
από το μπουκαλάκι που είχε ακουμπισμένο δίπλα του και συνέχισε: Το κύριο πρόβλημα δεν το έχει το κράτος μας.
Ω, ναι! Μιλήσαμε και για πολιτικά, βιάστηκε να προσθέσει ο καθηγητής μόλις
είδε τα απορημένα βλέμματα δυο φοιτητριών που κάθονταν στην πρώτη σειρά εδράνων
του αμφιθεάτρου. Το πρόβλημα έγκειται σε
εμάς τους ίδιους, τους πολίτες, που το δημιουργούμε, το ταΐζουμε αλλά
συνάμα και το συντηρούμε με τις ψήφους μας. Το έχει η συνείδησή μας που
επιλέγει τις περισσότερες φορές λαθεμένα, δρώντας ιδιοτελώς.
Η διδακτική ώρα πέρασε γρηγορότερα κι απ’ το να
πεις «γρήγορα». Αρκετοί φοιτητές σηκώθηκαν προβληματισμένοι από τις θέσεις τους
και κάποιοι λιγότεροι ελαφρώς κοιμισμένοι. Κανείς όμως δεν είχε φύγει από την παράδοση
χωρίς να αποτυπώσει έστω και ένα μήνυμα από όσα λέχθηκαν κατά τη διάρκεια του
μαθήματος. Ο καθηγητής έβγαλε τα πολυεστιακά του γυαλιά, τα έβαλε ευλαβικά στη
θήκη τους, ετοίμασε τον χαρτοφύλακά του τοποθετώντας μέσα σ’ αυτόν τις
πρόχειρες σημειώσεις του και κατέβηκε από το βήμα, γραπώνοντας στο τέλος τη
γκρίζα του καπαρντίνα. Αφού παρακολούθησε ένα αρκετά ενδιαφέρον συμπόσιο στην
αίθουσα του πανεπιστημίου Αθηνών στα Προπύλαια κίνησε για το κοντινό μετρό,
στην οδό Πανεπιστημίου. Κατά την κατάβασή του στον πεζόδρομο της οδού Μασσαλίας
και αφού κοίταξε για πολλοστή φορά τον αττικό ουρανό, αποφάσισε να αλλάξει ρότα
και να φτάσει στον Κεραμεικό περπατώντας. Τα λίγα σύννεφα, που έκοβαν την φόρα
της ηλιακής ακτινοβολίας, στάθηκαν υποστηρικτές στην απόφασή του να απολαύσει
την καλοκαιρινή Αθήνα, μια πόλη που έχει συντροφιά τους τουρίστες, τους
σκληροπυρηνικούς της κατοίκους και το ολόγιομο φεγγάρι.
Κατηφορίζοντας παράδρομους και κάθετους
δρόμους της Ερμού, γλίτωνε την κίνηση από τους πλανόδιους μικροπωλητές, τους
εκστασιασμένους από τη ζέστη ξένους επισκέπτες της χώρας και τα πιασμένα
χέρι-χέρι ζευγαράκια που είχαν αδιευκρίνιστες πορείες. Το μάτι του έπεφτε σε
ξεχασμένα από τον πολύ κόσμο μαγαζιά, σε κρυφά στέκια για ένα δροσιστικό καφέ
και σε «μυστικούς» χώρους τέχνης, που φάνταζαν ως όαση στη μονότονη πλύση
εγκεφάλου από τα μονοθεματικά δελτία ειδήσεων των ιδιωτικών τηλεοπτικών
σταθμών. Δεν έλειπαν όμως και οι «ικεσίες αγάπης» από ανθρώπους που ίσως και να
’χρηζαν βοήθειας. Όμως πού πια εμπιστοσύνη; Τους απέφευγε διακριτικά, μα
στάθηκε λίγο πιο κάτω, όταν έφτασε στην Αιόλου. Το θέαμα που αντίκρισε δεν του
άφησε περιθώριο παρά να καλέσει ένα ασθενοφόρο. Ένας χρήστης ναρκωτικών ουσιών,
νεαρός γύρω στα 25, βρισκόταν σε μισολιπόθυμη κατάσταση έξω από την κεντρική
πόρτα μιας πολυκατοικίας. Οι αδιάφοροι περαστικοί απέστρεφαν το βλέμμα τους από
πάνω του εκτός από έναν άλλο νεαρό, γύρω στα 30, που καθόταν δίπλα του
δακρυσμένος και φανερά καταπτοημένος.
- «Είναι φίλοι ή... και κάτι περισσότερο», συμπέρανε χαιρέκακα η κυρία που
πωλούσε είδη παπλωμάτων στο παραδίπλα μαγαζί. «Αυτά σού κάνουν οι ανωμαλίες...», απόσωσε τη σκέψη της κοιτάζοντας
απαξιωτικά το θέαμα.
-
«Πού βρίσκετε το κακό;», της απάντησε με μια κοφτή ερώτηση ο
Νικόλας.
-
«Στο αφύσικο προφανώς.»
-
«Κι εγώ είμαι παντρεμένος. Ποιος μου
λέει ότι δεν είμαι αφύσικος στα δικά τους μάτια;»
-
«Μα εσείς είστε φυσιολογικός. Έχετε
παιδιά να φανταστώ;»
-
«Μάλιστα.»
-
«Τότε, δεν έχετε πρόβλημα. «
Ο καθηγητής δεν βρήκε νόημα να συνεχίσει τη
συζήτηση. Απλά εκείνη την ώρα κατέληξε ότι η άνοδος ενός Αδόλφου κάποτε στη
Γερμανία δεν ήταν τελικά τυχαία. Συνέχισε να προχωρά φτάνοντας στην πλατεία
Μοναστηρακίου και αντικρίζοντας την Ακρόπολη, την ανείπωτη αγάπη του, ξεχασμένη
στις εγκυκλοπαίδειες και τους τουριστικούς οδηγούς της μεγάλης ξύλινης
βιβλιοθήκης του σπιτιού του. «Εδώ είναι.
Υπάρχει. Μας επιτηρεί άγρυπνα. Ένας σιωπηλός μάρτυρας της ιστορίας μας. Αχ και
να ’χε μιλιά... Σοφά έπραξε ο Θεός που δεν έδωσε λόγο στα πράγματα. Θα μας
πρόδιδαν τις ιδέες...», σκέφτηκε φανερά απογοητευμένος για την εξέλιξη της
νεότερης ιστορίας του τόπου και ακολούθησε το δρόμο προς το Θησείο. Ένα δρόμο
που συντρόφευε την αντίστοιχη πορεία του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου και αγκάλιαζε
την αρχαία αγορά και το ναό του Ηφαίστου. Όσο κωλυσιεργούσε στο δρόμο προς το
Θησείο, τόσο περισσότερο οσφραινόταν και
απολάμβανε τις σαγηνευτικές μυρωδιές από τα τοπικά μεζεδοπωλεία της διαδρομής.
Φτάνοντας στην κεντρική πλατεία, στην αρχή της
Διονυσίου Αρεοπαγίτου, πήγε καταϊδρωμένος να αγοράσει νερό από το περίπτερο. Οι
δυνάμεις του τελικά τον είχαν προδώσει. Θα συνέχιζε για το σπίτι του στα Πετράλωνα
με τον ηλεκτρικό. Πάντα του φάνταζε η διαδρομή με το παλιό τρένο ως μια αναβίωση
των παιδικών του χρόνων, όταν το χρησιμοποιούσε για τη διαδρομή στο σχολείο.
Οι πόρτες άνοιξαν και μπήκε σε ένα από τα
πρώτα βαγόνια, βρίσκοντας θέση σε μια από τις πολλές τετράδες. Έλεγξε το κινητό
του αν είχε μηνύματα. Πράγματι τού είχε στείλει η γυναίκα του εδώ και ώρα ότι
είχε φτάσει στο σπίτι και ότι θα παράγγελνε κάτι απ’ έξω για μεσημεριανό. Της έγραψε,
το λοιπόν, ως απάντηση το εξής: «Μπορώ να
αρνηθώ την απόφαση μιας δικαστή;» Χαμογέλασε, έβαλε το κινητό του πάλι στην
τσέπη του και κοίταξε έξω από το παράθυρο, ώσπου έφτασε στον προορισμό του.
Το σπίτι του βρισκόταν σχετικά κοντά στο
σταθμό αποβίβασης. Δεν άργησε να ακουστεί ο ήχος του ανοίγματος των κλειδιών
στην πόρτα της κεντρικής εισόδου. Τα έπιπλα ήταν άνω – κάτω. Το τηλέφωνο
πεσμένο στο πάτωμα. Ένα σπίτι ανάστατο. Δεν άργησε να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Το κρίσιμο ήταν αν οι διαρρήκτες βρίσκονταν ακόμη εκεί. Ξαφνικά άκουσε το όνομά
του. Η φωνή ερχόταν απ’ τη γυναίκα του, που βρίσκονταν χτυπημένη μέσα στην
κουζίνα και έκλαιγε. «Νίκο!», άκουσε πάλι
να τον εκλιπαρεί. Δεν ήξερε τι να κάνει. «Νίκο!
Εσύ είσαι; Νομίζω πως έφυγαν.» Έσπευσε να βοηθήσει τη σύζυγό του, η οποία
τον έπεισε να μην καλέσει τελικά την άμεση δράση. Δεν ήθελε να ανακατευόταν η
αστυνομία, μήτε να ταραζόταν κι άλλο. Απ’ ό,τι φαινόταν άλλωστε, δεν είχε
κλαπεί κάποιο αντικείμενο μεγάλης αξίας.
Όλα αποτελούσαν πια παρελθόν αργά το απόγευμα,
όμως το συμβάν σίγουρα δεν μπορούσε εύκολα να ξεχαστεί. «Αναρωτιέμαι τι θα έκανα, αν είχες πάθει κάτι», της εξέφρασε την
έντονη ανησυχία του.
-
«Εννοείς αν με είχαν σκοτώσει. Σωστά;»
-
«Σωστά», απάντησε μονολεκτικά εκείνος.
-
«Θα συνέχιζες τη ζωή σου, φαντάζομαι.»
-
«Δεν θα ’ταν απλό.»
-
«Γιατί; Θα είχες και άλλη επιλογή;»
Σιωπή ακολούθησε για λίγο και την έκλεισε στην
αγκαλιά του στον καναπέ του σαλονιού, καθώς κάθονταν αναπαυτικά.
-
«Ξέρεις, αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν
εκείνη τη μέρα είχες υποκύψει στους ενδοιασμούς σου ότι η σχέση μας δεν θα
μπορούσε να προχωρήσει λόγω της μεγαλύτερης ηλικίας σου», προβληματίστηκε μεταξύ σοβαρού και
αστείου εκείνος.
-
«Δεν θα γινόταν κάτι. Απλώς κάποια
στιγμή, θα μετάνιωνα και θα έβρισκα κάποιον άλλο. Ουδείς αναντικατάστατος,
αγαπητέ μου», του απάντησε με
στόμφο και χαμογελαστά. «Άλλωστε πέντε
χρόνια δεν είναι λίγα...», συμπλήρωσε πιο πολύ για να δει τι θα απαντήσει ο
άντρας της.
-
«Ούτε πολλά». Την κοίταξε στα μάτια και συνέχισε. «Δεν με εμπόδισε απολύτως τίποτε απ’ το να σε
αγαπήσω, όπως σε αγάπησα. Έτσι. Εσένα. Χωρίς το δέρμα που σε τυλίγει, τα μαλλιά
που σε σκεπάζουν, χωρίς τα ρούχα που σε καλύπτουν. Αγάπησα την ψυχή σου. Αυτή
που είσαι. Για αυτό που είσαι.
Του κράτησε το χέρι σφιχτά κοιτάζοντάς τον πλέον
κι εκείνη στα μάτια, βουρκωμένη και προσπαθώντας να κρύψει ό,τι μπορούσε να
κρυφτεί, να σώσει ό,τι είχε μείνει μέσα της θαμμένο, να διαγράψει από τη μνήμη
της όλα εκείνα που την τραβούσαν πίσω και κυρίως να ξεχάσει. Να ξεχάσει τα
λόγια του εραστή της, όταν το πρωί τού ‘χε προτείνει να χωρίσουν με αποτέλεσμα
να παλεύουν μέσα στο σπίτι, χωρίς εκείνος να δείχνει έλεος στην ξένη περιουσία,
ύστερα από μια ώρα ανεξέλεγκτου πάθους στη συζυγική της κρεβατοκάμαρα.