Στις 5 Δεκεμβρίου είχα την τιμή να παρουσιάσω στα Studio Mabrida της οικογένειας Σοφιανού την προσέγγισή μου πάνω στο νέο έργο της Ιωάννας Καρυστιάνη, που μας τίμησε με την παρουσία της. Παρακάτω ακολουθεί το εισαγωγικό κείμενό μου της ωραίας αυτής βραδιάς:
Βαρδής, Γεράσιμος, Ευδοκία, Ινώ,
Ελισαίος, Θεώνη και Αργύρης. Επτά αδέρφια που μαζεύονται απ΄ όλα τα μέρη όπου
κατοικούν, ταγμένα να εκπληρώσουν μια υπόσχεση που τα βαραίνει, να ξεκινήσουν
όλα μαζί μια εκδρομή. Και οι επτά σε ώριμη πλέον ηλικία, οδεύουν καρτερικά για
την αδερφική επανασύνδεση σε ένα μέρος χωρίς πολλά χρώματα. Αυτό άλλωστε
επιβάλλει η σιωπηρή σοβαρότητα της αδερφικής αναθέρμανσης. Χέρια που πιάνονται,
βλέμματα που ανταλλάσσονται, λόγια που δεν λέγονται μα είναι σαν να ’χουν ήδη
ειπωθεί. Η συγγραφέας μεταφέρει σε πολλά χωρία του έργου αυτό το αόρατο μάγεμα
της αδερφικής επικοινωνίας.
Ο τόπος, το φαράγγι. «Το φαράγγι σε συμμαζεύει, οι άνθρωποι αφήνουν
κατά μέρος, έστω και για λίγο, τα περιττά και τα περίπλοκα και μένουν ενώπιος
ενωπίω», αναφέρει η συγγραφέας για τον τόπο. «Εκεί οι άνθρωποι ξαναβαφτίζονται στην κολυμβήθρα της οικογένειας.»
Τα αδέρφια από καιρό κανόνιζαν και ξεκανόνιζαν το ραντεβού με την οικογενειακή νοσταλγία.
Πολλές οι υποχρεώσεις του καθενός, άλλες οικογένειες, άλλες ζωές. Γραμμές
παράλληλες που προσπαθούν έστω και για λίγο να στραβώσουν, ώστε να βρουν ένα
σημείο τομής. Τα επτά αδέρφια πρέπει να πραγματοποιήσουν το τάμα που είχαν
βάλει στην κηδεία του πατέρα τους. Μένει να βρουν όχι μόνο το κατάλληλο μέρος,
αλλά και τον χρόνο για να συναντηθούν όλα μαζί. Το ασφεντιανό φαράγγι, λοιπόν,
στα Σφακιά ο προορισμός τον Μάιο του 2014, το εξομολογητήριο των αδερφών μέσα
από την αφήγηση του τότε με συχνές επιστροφές στο τώρα.
Ο λόγος χειμαρρώδης, σαν
καρδιογράφημα, με τις λέξεις - παλμούς να κινούν την αντλία της καρδιάς. Μέσα
από ένα όμορφα κεντημένο συντακτικώς σχήμα ασύνδετο, οι λέξεις, προσεκτικά
διαλεγμένες, γνέφουν αριστοτεχνικά την πλοκή, όπως με κόπο και επιμέλεια πλέκει
η αράχνη τον ιστό της. Αφού λοιπόν τις βάσεις, τα λόγια δηλαδή, συντροφεύει η αδιαμφισβήτητη
τέχνη και τεχνική της συγγραφέως, επιβεβαιωμένη άλλωστε από τις πάμπολλες
προηγηθείσες δουλειές της, σειρά έχει ο μύθος, η ιστορία. Κάθε αδερφός ή
αδερφή, ανάλογα με την ιστορία στην οποία γίνεται η αναφορά, θυμάται στιγμές
έντονες, αναπολεί αισθήματα βαθιά και ξύνει πληγές αφημένες προσωρινά στον
λήθαργο της συνήθειας, στην ευκολία της αναβολής, έρμαιο της ρουτίνας. Οι
εικόνες και οι σκηνές είναι τόσο ζωντανές, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται άκρως
ευκρινώς ο χαρακτήρας του κάθε ήρωα. Το μυθιστόρημα αποτελείται από ανθρώπους
που δεν είναι πια νέοι αλλά σπαρταρούν για λίγη ζωή ακόμη. «Πάντα έτσι γίνεται μεγαλώνοντας», αναφέρει η συγγραφέας «όμως, παραμεγαλώνοντας, να που γεννιέται η
επιθυμία επικύρωσης της ζωής που έφυγε και η ανάγκη εγκαρτέρησης για τη ζωή που
απομένει». Σε αυτό το τελευταίο εστιάζει και το εξής απόσπασμα, που
αποτελεί μια από τις πιο δυνατές στιγμές της αντάμωσης των αδερφιών στο
φαράγγι.
«Γλείφοντας και μασουλώντας προχωρούσαν ακόμη πιο αργά τώρα, ο ρυθμός
είχε πέσει πολύ, αιτία το κοκτέιλ από κούραση και σκέψεις, όλοι θα έβαζαν με το
νου τους ένα σωρό, από κοντά και τον χρόνο που αρχίζει να απειλεί. – Ακούτε βρε;
Φώναξε με όλη της την ψυχή, ξυπνήσανε και οι πέτρες. – Ακούτε; Ζούμε σας λέω, ζούμε,
ζούμε ακόμη και τα εφτά αδέρφια και είμαστε μαζί. Αυτό είναι το τυχερό μας.»
Τα λόγια αυτά της Ινούς σαν να
ηχούν με αντίλαλο στον αγέρα του φαραγγιού, αλλά κυρίως στις συνειδήσεις των
ηρώων και στα μηνίγγια του αναγνώστη. Όσο περνά ο χρόνος, οι ενδοσκοπήσεις των αδερφών
πληθαίνουν, η υπομονή τους δοκιμάζεται, το φαράγγι αλλάζει όψη, γίνεται τόπος ανάγκης
για εξιλέωση και συνεργός στις εσωτερικές απολογίες των αδερφιών. Αν και τα
πρόσωπα είναι πολλά, δεν πρέπει να κάνει εντύπωση το γεγονός ότι δεν κυριαρχεί
ο διάλογος. Σπάνια θα δούμε στο βιβλίο συζήτηση μεταξύ των αδερφιών στο τώρα.
Τον λόγο παίρνουν οι συλλογισμοί και το συναίσθημα. Οι πράξεις και τα λόγια του
παρελθόντος απ’ τη μια και οι συνέπειές τους που σκάνε σαν κύματα στο παρόν από
την άλλη. Τα αδέρφια δεν έχουν μεταξύ τους ανοιχτούς λογαριασμούς που πρέπει να
κλείσουν, ούτε κυριαρχούν οι προστριβές. Η νοσταλγία, αυτό το απροσδιόριστο
συναίσθημα, κυρίως γιατί ακροβατεί ανάμεσα στα στρατόπεδα του θετικού και του
αρνητικού προσήμου, της γλυκιάς υπενθύμισης από τη μια και της μάταιης
επιστροφής στην τότε πραγματικότητα από την άλλη, έχει έναν και μόνο σκοπό: την
αναθέρμανση των δεσμών των μελών της αρχικής μεγάλης οικογένειας και τη
διατήρηση της αναμμένης σπίθας μεταξύ τους που με την πάροδο του καιρού
τρεμοσβήνει. Ο χρόνος, εξάλλου, δεν επουλώνει απαραίτητα τις πληγές, απλώς είτε
αναισθητοποιεί το τραύμα είτε μεταλλάσσει τον πόνο σε συνήθεια.
Η οικογένεια αποτελεί τον
βασικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι ιδέες και τα μηνύματα του έργου.
Οικογένεια και μάλιστα εν ευρεία εννοία. Όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο
συγγενών, αλλά, δευτερευόντως και σε συλλογικό επίπεδο συμπολιτών υπό την
έννοια της οικογένειας της κοινωνίας, ως δεύτερου κυττάρου της πολιτείας. Η
οικογένεια λοιπόν. Επτά αδέρφια από την ίδια κοιλιά αλλά με σαφώς διαφορετικές
πορείες. Όπως ακριβώς δηλαδή και τα κλαδιά ενός δέντρου. Πηγάζουν όλα από τον
ίδιο κορμό. Η σκιαγράφηση των βασικών προσώπων, αλλά και της φιγούρας της
μητέρας, του πατέρα και του Μάρκου (συζύγου της Ευδοκίας που αυτοκτόνησε) μέσα
από συγκεκριμένα περιστατικά δίνουν μια μεστή γεύση από το ποιόν των χαρακτήρων.
Ο Βαρδής, ο στυλοβάτης της οικογένειας, ο Γεράσιμος, η μοναδική αναφορά
«αριστερού» στο έργο, η χήρα Ευδοκία του «πάντα ευχαριστώ», που έπειτα θέλει «να
γίνει Κουφοντίνας», ο ομοφυλόφιλος αδερφός Ελισσαίος, που έχει κερδίσει τον
σεβασμό όλων, η ευαίσθητη ζωγράφος Θεώνη και ο
εσωστρεφής Αργύρης, ως ήρεμη δύναμη. Δεν θα σταθώ, για λόγους χρόνου, ξεχωριστά
στην ιστορία και το υπόβαθρο του καθενός. Αυτό θα το ανακαλύψουμε όλοι όσοι
βρεθούμε στο φαράγγι και ξεφυλλίσουμε το βιβλίο. Θα μείνω μόνο σε ορισμένα αποσπάσματα
- πινελιές του μυθιστορήματος, και πιο συγκεκριμένα στα εξής.
Πρώτο απόσπασμα: Η αγάπη και ο
θάνατος της μητέρας των αδερφιών:
«Όταν η Αλεξάνδρα και ο Βαρδής άρχισαν να ψάχνουν Βουλγάρα για τη μαμά,
οι ίδιοι αδύνατον ν’ αφήσουν τη δουλειά στο φούρνο για να την φροντίζουν, η
μαμά δύστροπη, δεν της έκαναν ούτε οι Βουλγάρες, ούτε οι Αλβανίδες, ούτε οι
Ουκρανές, ο γιος και η νύφη της τα είχαν φτύσει. Της τηλεφώνησα κι εγώ, είπε η
Θεώνη, την πήρα με το καλό. Μαμά, η κοπέλα από τη Σόφια είναι εγγυημένη, μιλάει
αρκετά καλά τα ελληνικά, θα την έχεις παρέα. Ξέρει από τριαντάφυλλα; Με ρωτάει.
Μαμά, δεν έχεις πια τριανταφυλλόκηπο. Εγώ όμως θέλω να μιλάω για τριαντάφυλλα.
Όσο ζω ακόμη, θέλω να μιλώ για τριαντάφυλλα.»
Δεύτερο απόσπασμα: Η υποταγή
της Ινούς στην αγάπη που είχε για τον άντρα της.
«Στα παραγγέλματά του, Ινώ, κυρά μου, το τασάκι, Ινώ, παιδί μου, το κρασί,
εκείνη ασυναίσθητα χτυπούσε δυο φορές τα τακουνάκια της στο πάτωμα, σαν
φαντάρος μπροστά στον στρατηγό, προτού τρέξει να εκτελέσει κατά γράμμα και με
χαμόγελο τις εντολές, ώστε να κυλήσει απρόσκοπτα η τελετή της χαλάρωσης του
άντρα της από τα τρεχάματα της δουλειάς, να εκτιμηθεί δεόντως το
καλοσερβιρισμένο ζεστό δείπνο, να ακολουθήσει η φάση της χώνεψης μπροστά στην
τηλεόραση και να κλείσει το πρόγραμμα κάτω από τα στρωσίδια, που μπορεί να μην
εόρταζαν όπως παλιότερα τους έρωτες του ζεύγους, κρατούσαν πάντως την ενθύμησή
τους, ήταν η φωλιά που βαστούσε τα κορμιά τους δίπλα – δίπλα για ολόκληρη
νύχτα. (...) Μπορεί να διαφήμιζε την επιτυχία της σε όλα αυτά, να έλεγε και
μερικές υπερβολές, αλλά έτσι κάνουν όσοι δηλώνουν είτε πολύ ευτυχισμένοι, είτε
πολύ δυστυχισμένοι, κλέβουν στο ζύγι.»
Τρίτο απόσπασμα, όταν ο Βαρδής
ενημερώνεται τηλεφωνικά από τον γιο του ότι το παιδί της γυναίκας του ανήκει
τελικά σε άλλο πατέρα και όχι στον γιο του. Αποτυπώνεται πλήρως ο σκοπός της
συνάντησης, ότι δηλαδή η συνεύρεση των επτά αδερφών έγινε, για να περάσουν καλά
ή τουλάχιστον για να μην περάσουν άσχημα. Κανείς δεν έπρεπε μήτε είχε δικαίωμα
να κόψει τους δεσμούς που αναπλάθονταν στο φαράγγι. Αναφέρει, λοιπόν, η συγγραφέας:
«Προσέχοντας να μην πάρουν οι γύρω χαμπάρι, ο Βαρδής είπε όσα σωστά
πατρικά λόγια μπόρεσε, λόγια του τηλεφώνου, που δεν υποκαθιστούν το ζωντανό
στόμα, το ζωντανό βλέμμα και την αγκαλιά σαν ανοίγει αυτόματα, σωτήριος
αερόσακος σε πρόσκρουση. Μακάρι να γινόταν να πετάξει αστραπή κοντά στον γιο
του. Δεν γινόταν. Τις επόμενες ώρες, ενώ θα τον έτρωγε η ανησυχία, θα έπρεπε να
παίζει θέατρο για να μη σπείρει στους έξι τη στενοχώρια. Μια μέρα ήταν αυτή.»
Τέταρτο σημείο η κορυφαία
στιγμή της απορίας και ταυτόχρονα της απόγνωσης της Ευδοκίας, σχετικά με την
απόφαση του συζύγου της Μάρκου να την εγκαταλείψει και να αυτοκτονήσει. Παλεύει
για το αν θα πει την αλήθεια στα αδέρφια της. Άραγε θα φάνταζε ατιμωτική για τη
μνήμη του Μάρκου της η ανακοίνωση της αυτοκτονίας στα υπόλοιπα αδέρφια; Η
Ευδοκία μάχεται να συγκρατήσει το στόμα της και για χάρη όλων, για χάρη του
όρκου του «φαραγγιού», αποσιωπά τα βάσανα που την βαραίνουν. Μας λέει, λοιπόν:
«Πώς βλαστοσέρνουνε οι καρπουζιές και οι αγγουριές και γίνονται πάπλωμα στα χαλικερά ακρωτηριανά χωράφια; Έτσι βλαστοσέρνουνε μέσα μου οι τύψεις. Μάρκο, ήμουνα απούσα; Λειψή για στήριγμά σου; Γιατί δεν με εμπιστεύτηκες να σκεφτούμε μαζί μια λύση δίχως θάνατο; Νομίζεις πως έβαζα το θερμοκήπιο πάνω από σένα; Πως δεν θα έκανα δίχως ταξίδια αναψυχής στις τουλίπες της Ολλανδίας και στα ηλιοτρόπια της Ρωσίας; Ψωμί και λάδι θα μου έφτανε, αρκεί να ήμουνα μαζί σου. Γιατί δεν έκαψες κι αυτό το σημείωμα; Γιατί το έγραψες; Πώς τα κατάφερες έτσι, να με ξεχρεώσεις μεν από το δάνειο, αλλά να με χρεώσεις ως το λαιμό και με το φευγιό σου και με την υποχρέωση της σιωπής;»
Τέλος,
δεν θα πρέπει να παραλειφθεί η αναφορά στην πολιτική υφή ορισμένων σημείων, που
θίγουν τα κακώς κείμενα και την επικαιρότητα. Κοινός τόπος η διακαής προσμονή μιας
αλλαγής, μιας επίπονης μεν αλλά διαφορετικής πνοής στην χώρα. Όμως τελικά, η
συλλογικότητα, η ενωμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων χωρίς κομματικούς και
χρωματικούς προσδιορισμούς για το καλό όλων ανεξαιρέτως, φαίνεται ότι αποτελεί
όνειρο καλοκαιρινής νυχτός για την Ελλάδα. Αναφέρει η συγγραφέας:
«Και στις πιάτσες των ταξί, σαράντα πέντε λεπτά και μιάμιση ώρα και
τρεις ώρες δίχως κούρσα, νύχτα που κανείς δεν πήγαινε πουθενά, έλεγε (ο
Γεράσιμος) στους άλλους ρέστους συναδέλφους: Θα πεθάνουμε, και δεν θα ’χουμε
πάρει μια ιδέα από ξεσηκωμό. (...) Στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, ο
Γεράσιμος, δεν έλπιζε πια ότι θα αξιωνόταν να ζήσει μια πρωτιά της Αριστεράς,
από πολλών ετών το είχε κιόλας συνηθίσει, μια κακιά συνήθεια, αστειευόταν με
τους κοντινούς και ανεστέναζε άχαρα, θεατρικά. Δυσπιστούσε ακόμη και στην
πιθανότητα να ζήσουν την τούμπα της κατάστασης τα εγγόνια του, οχτώ και πέντε
χρονώ. Το χέρι κάποτε βαστούσε όπλο, μετά πανό, μετά τηλεκοντρόλ και τώρα το
ποντικί του υπολογιστή, έλεγε και χτυπούσε το κεφάλι του. (...) Οι λαοί δεν
πολεμάνε το άδικο μόνον όταν είναι σίγουροι ότι θα νικήσουν, το πολεμάνε γιατί
δεν γίνεται να μην αντισταθούν και, σύντροφε, ο φόβος είναι σκουλήκι στο μυαλό.»
Τι πιο
εύστοχο, για να αντικατοπτρίσει πλήρως την απώλεια του δικαιώματος στην ελπίδα,
την απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα, όταν και η τελευταία εναλλακτική λύση
σωτηρίας φαίνεται να μην θέλει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ή να συναινεί
σιωπηρά στην επ’ αόριστον διαιώνισή του... Βλέπουμε ότι το όπλο έγινε ποντίκι,
οι ιδέες μετατράπηκαν σε τζούφια
πυρομαχικά και τα παιδιά, εκ γενετής ακόμη, σε καταδικασμένους οφειλέτες:
οφείλουν στη ζωή με το που βγαίνουν στη ζωή. Αλλά ας μείνουμε σε αυτούς τους προβληματισμούς
κι ας ετοιμάσουμε κάποια στιγμή κι εμείς την κάθοδο σε ένα φαράγγι της δικής
μας επιλογής. Ας μην πάψουμε να ονειρευόμαστε, γιατί, όπως λέει και η
συγγραφέας: «Αν οι άνθρωποι δεν
ονειρεύονται κάτι ξυπνητοί, δεν ονειρεύονται τίποτα και κοιμισμένοι.»
συγκλονιστική παράλληλα περιγραφή στο τέλος του βιβλίου του
χαμού του φίλου του Αργύρη, όταν το πλοίο βουλιάζει μέσα στην τρικυμιώδη
θάλασσα. Δεν θα αναφερθώ στο γεγονός, γιατί πραγματικά αξίζει να το διαβάσετε
και να ανακαλύψετε την συγγραφική μαεστρία από μόνοι σας. Κάθε χαρακτήρας,
λοιπόν, σέρνει από πίσω του και τον αόρατο σάκο της δικής του ζωής, με τις
έγνοιες του και με την πολυπόθητη λύτρωση σε αναμονή. Μια λύτρωση που από τη μια
μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από τη βοήθεια και τη στήριξη της οικογένειας, αλλά
και μία λύτρωση από την άλλη που για χάρη ακριβώς της οικογένειας ματαιώνεται,
αποκρύπτεται, υποβαθμίζεται και εν τέλει μετατοπίζεται αορίστως για το μέλλον.
Γλυκόπικρα χαμόγελα, σφιγμένα χείλη και καθαρά μέτωπα. Αυτά τα τρία στοιχεία
συνδέουν τα επτά αδέρφια, στην κάθοδο στο φαράγγι και στην επάνοδο έπειτα στις
καθημερινότητές τους, πίσω στην πραγματική ζωή. Το τάμα εκπληρώθηκε, ο όρκος ακολουθήθηκε,
η συνάντηση, έστω και τυπικά, έγινε. Ανήκει πια στο παρελθόν. Κι ας μην
λέχθηκαν όσα ήταν κρυμμένα σε νου και καρδιά. Όχι άδικα. Κάθε ψυχή, άλλωστε,
είναι υποθηκευμένη από τις δικές της δοκιμασίες. Ίσως δεν έπρεπε και να
λεχθούν. Ίσως γιατί στην ανθεκτική αγάπη και στην αδερφική έγνοια του να μη
στενοχωρηθεί κανείς, τα νήματα των μηνυμάτων κινούνται αόρατα, με τα βλέμματα,
τα αγγίγματα, τις δυο – το πολύ τρεις – λακωνικές κουβέντες, συμπυκνωμένων όλων
στα λόγια της Ινούς: «Ακούτε; Ζούμε σας
λέω, ζούμε, ζούμε ακόμη και τα εφτά αδέρφια και είμαστε μαζί. Αυτό είναι το
τυχερό μας.»
Με την Ιωάννα Καρυστιάνη, μετά την παραπάνω ανάλυσή μου και το τέλος της παρουσίασης.
Με την Ιωάννα Καρυστιάνη, μετά την παραπάνω ανάλυσή μου και το τέλος της παρουσίασης.
*Το "Φαράγγι" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.